Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ


Α. ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ



Απόπειρα εξόδου 1975-1981 
(Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985)



Θανάσης Γιαμάς

Пαρ’ ότι δε φημιζόμαστε για φιλαναγνώστεςτο αντίθετο μάλιστα–, εντούτοις ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού επιδίδεται, μετά μανίας θα έλεγα, στη συγγραφή ποιημάτων. Όσοι μάλι­στα έχουν και κάποια οικονομική άνεση σπεύδουν να εκδώσουν τα πνευματικά τους δημιουργήματα, ώστε να απαθανατιστούν αυτά στους αιώνες...

Αποτέλεσμα: εκατοντάδες ποι­ητικές συλλογές, κάθε χρόνο, που μετά από μια σύντομη θητεία στις προθήκες και στα ράφια των βιβλιοπωλείων εξαφανίζονται ως διάττοντες αστέρες παίρνοντας την άγουσα προς τα παλαιοβιβλι­οπωλεία ή προς την πολτοποίηση.

Το σπάσιμο των παραδοσιακών μορφών του ποιήματος και, κυρίως, η αναίρεση της ρίμας ήταν γεγονότα που έδωσαν νέα ώθηση στην, έτσι κι αλλιώς, υπερτροφική ποιητική παραγωγή, που πήρε πλέον διαστάσεις πλημμυρίδας.

«Απαλλαγμένο»» από τη ...σπα­ζοκεφαλιά της ρίμας και παραγνω­ρίζοντας ότι οι νέες ποιητικές μορφές απαιτούν εσωτερική δομή στέρεα και διέπονται από εξαιρετι­κά εύθραυστες ισορροπίες, χιλιά­δες νεοέλληνες, επιδίδονται σε μιαν αφόρητη πεζολογία «ποιητική αδεία....»

Και είναι πραγματική ευτυχία, όταν, ανάμεσα σ’ αυτήν την άγονη υπερπαραγωγή ξεπροβάλ­λει μια γνήσια ποιητική φωνή. Κι ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι μια τέτοια φωνή...

Είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ποιητή που έχει δημι­ουργικά αφομοιώσει τη λειτουργία της σύγχρονης ποίησης, που γνωρίζει τις δυναμικές της και που ελέγχει με ακρίβεια, αν κι όχι πάντα, τα εκφραστικά του μέσα.

Σωστός ρυθμός, λιτότητα στην έκφραση, λόγος καίριος, πολυσή­μαντος, είναι τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά της ποίησης του Μαρκόπουλου.Δεν είναι όμως η κατάκτηση της τεχνικής το μοναδικό προτέρημα της ποιητικής του κατάθεσης: μέσα από τα ποιήματα του, διαγρά­φεται σπαρταριστός ο παλμός ενός ευαίσθητου ανθρώπου που συλλαμβάνοντας εξωτερικά ερεθί­σματα, ανεπαίσθητα στους πολ­λούς, τα μετουσιώνει σε ποίηση:

Της θητείας το σύννεφο

ολοένα προσεγγίζει

δίχως έλεος

και μου κρύβει τον ουρανό

Το στρατόπεδο

ατσάλινο μαχαίρι

τη ζωή σαν πράσο μού κόβει στα δυο

Μιας εν εγρηγόρσει συνείδη­σης που βαθιά αισθάνεται την πικρία των κατατρεγμένων και των ηττημένων, που εξεγείρεται ενά­ντια στις κοινωνικές δομές, που στηλιτεύει την αδικία:

Κόντρα στην άδικη θύελλα
              εμείς κρατή­σαμε
              στα ματωμένα ξερονήσια
              με τους φονιάδες και τα μαρτύρια
              μασώντας μια φέτα ουρανό
              κι ένα ποτάμι δίκιο

Μιας ανυπόκριτης αθωότητας που έκθαμβη ατενίζει το μέγα μυστήριο της ζωής:

Τα μαύρα μαλλιά σου λυμένα

φύκια στην ασπροθάλασσα

καρτερώ ν’ ανεμίσεις

στην κορφή της καρδιάς μου

Το ζωντανό σου τ’ όνειρο

λευκό περιστέρι στο φως

καρτερώ ν’ αμολήσεις


Μιας σαρκαστικής, πικρής ειρωνείας, τέλος, που ανελέητα μαστιγώνει τους εφησυχασμένους, τους κάθε λογής τακτοποιημέ­νους, αυτούς που συμβιβάστηκαν:

Η ζωή τους σιγουρεύτηκε

μπόλικο φως μπόλικη άνεση

Έξω απ’ το γυάλινο χώρισμα

γυρνάνε οι βάρβαροι

Αυτοί πεινούν πονούν διψούν

τι σχέση να ’χουν μπορούνε με δαύτους;


Και θα μιλούσα για ολοκληρωμέ­νο δημιουργό, αν δεν είχα επιμέρους ενστάσεις για ορισμένους «εκτροχιασμούς» του Μαρκόπου­λου, όπως, όταν «φωνάζει» εκεί που αρκεί ο ψίθυρος και ο υπαινιγμός, ή όταν δεν μπορεί ή δεν θέλει να χειραγωγήσει έναν υπερεκχειλίζοντα αυθορμητισμό.

Γιατί άλλο η στρατευμένη τέχνη και άλλο, τελείως άλλο, η «κραυγαλέα» προάσπιση μιας πολιτικής θέσης. Εκφράσεις όπως τα τίμια χέρια των δουλευτάδων μπορεί να λειτουργούν σε μια πολιτική προκήρυξη, αισθητικά όμως μένουν αδικαίωτες, σώματα ξένα στον κορμό της ποίησης. Η επανάληψη, πάλι, των ίδιων λέξε­ων σ’ ένα ποίημα, που γίνεται καταφανώς για να υπογραμμιστεί μια κατάσταση, εντέλει οδηγεί σε τελείως αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, καθώς και η αισθητική του ποιήματος ναρκοθε­τείται αλλά και το μήνυμά του αποφορτίζεται...

Αυτές όμως οι αδυναμίες είναι εξαιρέσεις –και ευτυχώς ελάχι­στες– που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να επισκιάζουν το σύνολο της ποιητικής κατάθεσης του Μαρκόπουλου.

Με την ποιητική συλλογή του Απόπειρα εξόδου ο Θανάσης Μαρκόπουλος κάνει ένα σίγουρο, σταθερό βήμα στων «ιδεών την πόλι».

Εφ. Παρατηρητής (Βέροια, 30-6-1983)



Του ανταποκριτή μας 
(Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985)



Στέλιος Σβαρνόπουλος

Τον ποιητή Θανάση Ε. Μαρκόπουλο τον γνωρίσαμε από την πρώτη του ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε το 1982 με τον τίτλο Απόπειρα εξόδου. Σ’ αυτήν εκτιμήσαμε την σαφήνεια των ιδεών του και την απλή καθαρότητα των στίχων.
Στην καινούργια του δημιουργία διαφαίνεται μια ωριμότητα ποιητική και μια πυκνή μεστότητα στον στίχο.
Ο ελεύθερος στίχος έχει πάντα την ευελιξία του λόγου, γιατί στοχεύει στην εσωτερική πνοή του ποιήματος παρά στο περίγραμμα. Τα φραστικά οχήματα πολλές φορές συμπλέκονται με τον προβληματισμό του αναγνώστη, γι’ αυτό κατά την ταπεινή μας γνώμη αποδυναμώνουν την ουσία. Η εκζήτη­ση λεκτικών στοιχείων, παρ’ όλο που εντυπωσιάζει με την επιλογή λέξεων ακόμα και με τη γλωσσοπλασία, δεν βοηθάει στην καλή επικοινωνία.
Αν δεχτούμε τον ορισμό ότι ποίηση είναι διάλογος του δημιουργού με τους συνανθρώπους του, τότε αυτή η ιδεατή συνομιλία πετυχαίνεται καλύτερα με την απλότητα και καθαρότητα του λόγου.
Το καλό ποίημα απευθύνεται όχι μόνο στην αισθητική ικανοποίηση του αναγνώστη αλλά και στην πνευματική του απαίτηση.
Τέτοιες αρετές συναντήσαμε σε πολλές περιπτώσεις στην αρχιτεκτόνηση των στίχων του ανταποκριτή μας κι αυτό αποτελεί μαρτυρία ότι ο ποιητής πέτυχε στο σκοπό του να μεταδώσει τις εσώψυχες ανησυχίες του και ιδέες. [...]

Εφ. Βέροια (27-9-1985)


Κώστας Τσαούσης

Σε δύο ενότητες, «Εγκατάλει­ψη» και «Εξπρές», ο ποιητής περι­τειχίζει τις παρατηρήσεις του από τη ζωή και καταφέρνει να αποδώσει όλα τα σημερινά επίπεδά της, ανατρέχοντας στους παλιότερους και πρόσφατους ελληνικούς πόνους:
 

Στοιχεία βασικά της ταυτότητας

η εθνικοφροσύνη σε μπλε

ανοιχτό ή σκούρο

και το υστερόβουλο χαμό­γελο

στα χείλη της καλημέρας


Είναι η απογοήτευση από την άνοδο των ανοήτων, των ανίκανων και των κολάκων που «τραγουδάει» ο Θ. Μαρκόπουλος, αλλά είναι στέρεη η πίστη του πως η συνέχεια του αγώνα θα θάψει κάποτε τις κοινωνικές επιβουλές, όπως και η ειλικρίνεια και η τρυφερότητα στις σχέσεις των ατόμων. 

Η ελπίδα

 

Η ποίησή του γεννιέται από τα καθημερινά βήματα του σύγχρονου ανθρώπου, που κανονικά θα ’πρεπε να ήταν απελπισμένος έως θανά­του, αν δεν υπήρχε βαθιά η ελπίδα πως τελικά θα αποδεχτεί την απόφαση μαζί με τους άλλους για να πολεμηθεί η τεχνητή αγωνία: 

Καιρός να κινήσουμε φίλοι

Και­ρός ν’ αδράξουμε το κοντάρι […]

η νύχτα πήρε φωτιά

πέρσεψαν οι ανάγκες

η εκκίνηση μένει

 

Πλούσιο το λεξιλόγιο του ποιη­τή, και ο λυρισμός του συγκρατημένος κι όπου ταιριάζει∙ ευρηματι­κός στις καταλήξεις των ποιημά­των (μερικά, αν συντομεύονταν, θα ήταν πιο πετυχημένα) και η απου­σία επιμέρους τίτλων δένει τη συνέ­χεια της κάθε ενότητας (ο αναγνώ­στης δέχεται καλύτερα το δεύτερο μέρος του βιβλίου με τα σύντομα τραγούδια): 

Έβγαλε απ’ το πορτοφόλι
ένα κομμάτι φεγγάρι
κι αγόρασε μια εφημερίδα
κι ένα ρεαλιστικό παραμύθι για παιδιά
Τον παλιάνθρωπο είπαν
όσοι τον είδαν
Θα μπορούσε να εξαργυρώσει κάτι άλλο
τη γυναίκα του να πούμε
ή την ιδεολογία του
Το φεγγάρι βρήκε να ρευστοποιήσει;
Σκότωσε το ρομαντισμό μας

 Από τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής αυτό, προσδιορίζει τις πηγές που εμπνέουν τον ποιητή: η πολυάνθρωπη πόλη που μεταμορ­φώνει τις επιθυμίες σε υποταγές – ο ποιητής καταγράφει αυτόν τον κίν­δυνο (Κατά κάποιο τρόπο/ η πόλη είναι μια πόρνη/ που ενώ καταγγέλλεις τον ξεπεσμό της/ αποζητάς τις ευκαιρίες που σου δίνει/ έστω και με κόστος), αλλά και ειδοποιεί για την ανάγκη να μην υποσταλεί η απόφαση για την προς τα εμπρός πορεία:


θα τραγουδήσω απόψε

τα οράματά μας σύντροφοι

έστω και φάλτσα

τα χνάρια τους θα σημαδέ­ψω

στα ναρκοθετημένα μονοπάτια

σύντροφοι

με τα μικρά αποφασι­σμένα μου νύχια 

(Του Θανάση Μαρκόπουλου έ­χει κυκλοφορήσει και άλλη συλλο­γή, Απόπειρα εξόδου, το 1982 – η επόμενή του είναι βέβαιο πως θα δείξει την αξία του, αν «βασανίσει» περισσότερο το λόγο του).

«Τα καθημερινά βήματα του σύγχρονου ανθρώπου»
Εφ. Έθνος (29-1-1986)




Μοντέλο σώματος 
(Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, 1989 )


Σοφία Φίλντιση

Τούτη την ώρα το μπουρίνι, αφού ανακάτωσε τη θάλασσα, έβγαλε τα μάγια του βυθού της στην ξέρα, καβαλίκεψε τους φράχτες, λεηλάτησε τα χρυσάνθεμα που ήταν έτοιμα ν’ ανθίσουν, κι ύστερα υπέκυψε σ’ έναν ήλιο που βγήκε ολόχρυσος να διαφεντέψει το μουσκεμένο τοπίο.

Τούτη η ομορφιά της φύσης αποζημιώνει εμάς τους επαρχιώτες, που ντυνόμαστε τις εποχές και πορευόμαστε στο χρόνο και το κοινωνικό είναι. Με τις αισθήσεις μας στρατευμένες στην καταγραφή των φαινομένων... Σε τούτη την επαρχία που το Ιόνιο υφαίνει τις αλλαξιές μας και λευκαίνει την αθωότητά μας, έφτασ’ ένα μήνυμα από μια άλλη επαρχία, από τη Βέροια, μέσα από την ποίηση του άγνωστου φίλου Θανάση Μαρκόπουλου. Σμάρια πουλιά, πραματευτάδες οι στίχοι του – η μοίρα της ποίησης και των ιδεών, να ταξιδεύουν από τόπο σε τόπο, από καρδιά σε καρδιά, από χειμώνα σ’ άνοιξη. Χαρείτε φίλοι αυτής της σελίδας το ποίημά του


Η επαρχία

είναι νεκρή από χρόνια

κι ωστόσο ζει

άταφη

επάνω στο χιονισμένο τοπίο

 

Η κάθοδος των μυρίων τρακτέρ

απ’ τις οπές του πτώματος

στους δρόμους των πόλεων

είναι ένα σύμπτωμα ιδιαίτερα επικίνδυνο

που πρέπει ν’ απασχολήσει σοβαρά

τα κυβερνεία τελετών

Δεν είναι τ’ ομορφότερο της συλλογής τούτο το ποίημα, μα το θεώρησα αρκετό, ικανό, να φανερώσει την υγεία της επαρχιώτικης ποίησης, αυτής της εκτός των τειχών και των κυβερνείων και την αντρειοσύνη των ανθρώπων της του πνεύματος και της τέχνης.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος νέος, έχει γεννηθεί το 1951, έχει καταφέρει κατά την άποψή μου, κάτι πολύ σημαντικό. Τα θέματά του, νεκροτομούν τους καθημερινούς θανάτους, του σήμερα, διαπιστώνει τις αιτίες τους. Οι αίτιοι μαστιγώνονται από το σύγχρονο στίχο του, όπως στο ποίημά του «εγώ», κι όσοι, ενάντια στην αζωοσπερμία των ημερών, γεννούν όνειρα, ανταμείβονται με το ποίημά του «φτερό μου, φτερό». Για δείτε. «Εγώ».

 

Εγώ

ο ρόζος του καλοκαιριού

που έδειξα το πρώτο μου δόντι στον ήλιο

πάνω στα οροπέδια του μπετόν

και στις μνήμες σας κυκλοφορώ με νούμερα

ο γραμμένος στα μητρώα του σύννεφου

ετεροδημότης στη Βέροια με ξένο καπέλο

ο που στύβω την πέτρα και στίλβω τη νύχτα
εκτός ναφθαλίνης


δηλώνω υπεύθυνα

και ενγνώσει των συνεπειών του νόμου
περί ψευδούς δηλώσεως


κάλλιο στο μόλο της Ελιάς σκαρί παροπλισμένο
παρά να πλεύσω στα νερά σας αγύρτες

Και το «φτερό μου φτερό».

 

Ι

Φτερό μου φτερό

που οργώνεις μου τ’ όνειρο

και ξαστερώνεις το φρύδι μου

με ποιο πουλί να σε παντρέψω

για να μη σέ βρει ο κυνηγός

 

ΙΙ

Στο κεφάλι σου

ένας κήπος με όνειρα

Στη φωνή σου

ρυάκια πουλιών

Μια θάλασσα χρώματα

συνωστίζονται λαίμαργα

στην ανάδυση του χαμόγελου

 

Πόσο όμορφα συλλαμβάνεις τον κόσμο

 

ΙΙΙ

Ένα χελιδόνι

η Μυτιλήνη με τα πράσινα μάτια

που έχτισε τη φωλιά του με μπετόν

κάτω απ’ το γείσο του εγκεφάλου μου 

Γι’ αυτό δε λείπω ποτέ απ’ την άνοιξη 


Ο Θανάσης Μαρκόπουλος βρίσκεται παντού με τούτη τη συλλογή του. Ακολουθεί τον άνθρωπο, αθροίζει τις αγωνίες και τις ελπίδες του, καταγράφει τα αδιέξοδα, προτείνει, παρασύρει. Είναι η ποίησή του βιωματική. Εκείνο που αληθινά βιάζομαι να πω είναι για τον πλούτο της γλώσσας του. Η γνώση και η τόλμη να την χρησιμοποιεί, να την μεταχειρίζεται. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος βρίσκεται παντού με τούτη τη συλλογή του. Ακολουθεί τον άνθρωπο, αθροίζει τις αγωνίες και τις ελπίδες του, καταγράφει τα αδιέξοδα, προτείνει, παρασύρει. Είναι η ποίησή του βιωματική. Εκείνο που αληθινά βιάζομαι να πω είναι για τον πλούτο της γλώσσας του. Η γνώση και η τόλμη να την χρησιμοποιεί, να την μεταχειρίζεται. Αέρας και λεπίδι, έρωτας κι απόγνωση, απόφαση, ταξική συνείδηση, λέξεις, σχήματα, εικόνες που «διαπαιδαγωγούν». Δεν είναι μια ποίηση κραυγαλέα κι είναι η σιωπή της που σε πείθει για ένα άλλο κοίταγμα του κόσμου. Είναι ο ρομαντισμός της που σε ξεσηκώνει, η τρυφερότητά της που επουλώνει πληγές που άνοιξε ή και ανοίγει η οργή. Είναι ο ερωτισμός της που διαχέεται και διαποτίζει τις απαιτούμενες και μαζί αναγκαίες κινήσεις-πράξεις, που φέρνουν κοντύτερα στο όραμα. Θαυμάσιο το ποίημά του «Παράξενος άνθρωπος». Είναι πορτρέτο-θέση του ποιητή. Δεν έχω χώρο να το μεταφέρω εδώ και να το χαρείτε. Η ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου με ενθουσίασε, είναι ποίηση σημερινή, έχει τη χτεσινή αγωνία και τα εκφραστικά της μέσα την κάνουν και αυριανή. Κι ακόμα κάτι. Μαζί μ’ αυτό, η μόρφωση και η κοινωνική συνείδηση, γίνονται τέχνη, γίνονται ποίηση.

Διαβάζω πως ο Θανάσης Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1951 στα Κρανίδια Κοζάνης. Σπούδασε Αρχαία Ελληνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σήμερα εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στη Βέροια. Χαρά στους μαθητές του! Το Μοντέλο σώματος, όπως και δυο ακόμα ποιητικές του συλλογές, Απόπειρα εξόδου (1982) και Του ανταποκριτή μας  (1985), είναι των εκδόσεων «Σύγχρονη Εποχή», που με ξάφνιασαν με τη φροντισμένη και σημερινή έκδοση. Το εξώφυλλο της συλλογής του Θανάση Μαρκόπουλου Μοντέλο σώματος είναι της Τατιάνας Ραΐση- Βολανάκη.

Αγαπητέ φίλε, περιμένω πάντα μήνυμά σου. Πρέπει να σου πω πως δεν είναι κριτική η παρουσίαση σ’ αυτήν εδώ τη σελίδα της σοδειάς του καθένα. Είναι χαρά που βρήκα αυτόν τον τρόπο να την μοιράζομαι, με όσους –πολλούς– μας παρακολουθούν από το 1985, κάθε Δευτέρα.

Εφ. Μάχη [Μεσσηνία] (16-10-1989)

Ανθούλα Δανιήλ

Σελίδες  62,  γεμάτες  ποιήματα.  Ποιήματα γεμάτα σαρκασμό, ειρωνεία, μορφασμό για κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο στίχος καταλυτικός καταγράφει τη γύμνια των ψυχών, τη φτώχεια της καθημερινής ζωής, την έκπτωση κάθε αξίας. Ο λόγος αδυσώπητος για τη συναλλαγή και τη φθορά:


Συλλέγω

κούφιες  γυναίκες

κίβδηλα  όστρακα

ξοφλημένα γραμμάτια

και κλίμακες προαγωγών

τηλ.  17-11-1973

 

Δεν  πρόκειται  για χόμπι

Ούτε για μπίζνες ύποπτες

 

Τους φίλους μου ψάχνω 

Ο  ποιητής μόνος,  ανίκανος να παρακολουθήσει ή να παραδεχτεί τη γενική φθορά και  κατάλυση  δηλώνει  αποχή  και αναλαμβάνει τις ευθύνες του:

 

Εγώ

ο ρόζος του καλοκαιριού

που έδειξα το πρώτο μου δόντι στον ήλιο

πάνω στα οροπέδια του μπετόν

και στις μνήμες σας κυκλοφορώ με νούμερα

ο γραμμένος στα μητρώα του σύννεφου

ετεροδημότης στη Βέροια με ξένο καπέλο

ο που στύβω την πέτρα και στίλβω τη νύχτα

εκτός ναφθαλίνης

 

δηλώνω υπεύθυνα

και ενγνώσει των συνεπειών του νόμου
περί ψευδούς δηλώσεως


κάλλιο στο μόλο της Ελιάς σκαρί παροπλισμένο
παρά να πλεύσω στα νερά σας αγύρτες

Ο λόγος όμως έχει και αντίλογο.  Κι έτσι πίσω  από τη  μάσκα  της  ειρωνείας  και της απέχθειας ο τρυφερός τόνος και ο συγκροτημένος  αλλά  εμφανής  καημός  σπάει  το φράγμα:  

Στο κεφάλι σου

ένας κήπος με όνειρα

Στη φωνή σου

ρυάκια πουλιών

Μια θάλασσα χρώματα

συνωστίζονται λαίμαργα

στην ανάδυση του χαμόγελου

 

Πόσο όμορφα συλλαμβάνεις τον κόσμο

Κι επειδή κι από την ανάποδη φοριέται η φαντασία και σ’ όλα τα μεγέθη, ο ποιητής μας προσφέρει μια μικρή δόση της αγάπης του για ομορφιά, την ομορφιά του κόσμου που κρύβεται πίσω από τη φθορά της καθημερινότητας,  αυτή που συλλαμβάνει  με  δυο άγρια περιστέρια στα μάτια του, με  μια ριπή από  φως  στο  νυχτωμένο του  στήθος. Μ’ αυτό το φως κι αυτά τα μάτια παρακολουθεί τα  κορίτσια: 

 

Καβάλα στους έρωτες

πέρασαν τα κορίτσια

μετά το φροντιστήριο

πετροβολώντας με γέλια τη νύχτα

και χάθηκαν στα πάρκα

 

Κι ένα κορίτσι

μην έχοντας άτι απόμεινε πίσω

να σέρνει με το μετάξι των μαλλιών της

στον ουρανό

ένα παράπονο φεγγάρι


Περ. Γράμματα και Τέχνες 60 (Ιανουάριος-Μάιος 1990) 46-47



Ανοιγμένη φλέβα 
(Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991)



Δημήτρης Ιατρόπουλος

Υπάρχει μια ευ­νόητα αποδεκτή αγωνία στα ποι­ήματα του Θ.Μ. Η διάψευση, ντυ­μένη σεμνά, αλλά οπλισμένη με φα­γωμένα προσωπεία, τινάζει σαρ­καστικά τα ριπίδια μιας άλλης επο­χής, όταν τα ιδανικά φοριούνταν μέσα από τα ρούχα, κατάσαρκα και δε χρησιμοποιούνταν για μετάλλια αμφισβητούμενης ιδεολογικής «αν­δρείας», όπως σήμερα. Ο λόγος του ακέραιος, το μήνυμα καθαρό «Χάσαμε χωρίς να παίξουμε». Κι αυτό, τα λέει όλα.

Περ.  Εικόνες 373 (25-12-1991) 119


Κώστας Τσαούσης

Στην πληθώρα των ποιητικών συλ­λογών που συνεχίζουν να κυκλοφο­ρούν είναι μερικές που αξίζει τον κό­πο να τις διαβάσεις προσεχτικά, αφού και την ουσία των καθημερινά πραττόμενων από τους ανθρώπους προ­σεγγίζουν και συχνά κατέχουν οι ποιητές τους την τέχνη της διατύπω­σής τους.
      Μια τέτοια συλλογή είναι και αυτή που, αν δεν αγγίζει υψηλά σημεία της τέχνης, όμως «τραγουδάει» έντιμα τις επιδιώξεις και τα πάθη του κοινωνι­κού ανθρώπου – όπως το ποίημά του «Το γεφύρι της Άρτας», όπου ο συμβο­λισμός καταλήγει σε επιτυχημένους στίχους:

Μια ζωή
              να σβήνει τα μά­τια στον κουβά
              να τα σηκώνει αναμ­μένα στις κόγχες
              ξηλώνοντας βρόμι­κα χιλιόμετρα
              από αλλότρια πέλμα­τα
              το τεθλασμένο σώμα
 
             Είναι γι’ αυτό που κάποτε
             στις απαστράπτουσες κλίμακες
             ακούτε στεναγμούς σε κάθε σας πάτημα
             κι εσείς νομίζετε
             πως είναι απ’ τα παπούτσια σ

Τον πληγώνει η Ελλάδα, όπως τον Σεφέρη τα ταξιδιωτικά του συναπαντήματα – για κάτι σχετικό μιλάνε και τούτοι οι στίχοι από το «Έλληνες εν ειρήνη» 

Νεοέλληνες
              εν πλήρει εξαρτύσει
              ξαμολιούνται στην εθνική
              άδοντες εμβατήρια του Λε Πα […]

 

Και στα πενήντα ένα ποιήματα της συλλογής μόνιμος ο καημός του ποι­ητή να αντικρίσει μια ελπιδοφόρα ει­κόνα γύρω του. Μα είναι και ο έρωτας που τον εμπνέει – ισχυρή αχτίνα φοι­τάς στην πυκνή βιοτική ομίχλη– και, όπως στο «Τζάκι του έρωτα», αποδίδει με συμπαθητική λυρικότητα την εικό­να του.

Εφ. Έθνος (12-3-1992)


Δημήτρης Πανουσάκης

Η καινούργια ποιητική συλλογή του Θ. Μαρκόπουλου συνεχίζει τη συζήτηση, θα λέγαμε, που ξεκίνησε με τις δύο προηγούμενες συλλογές του (το πρώτο του βιβλίο Απόπειρα εξόδου, 1982, μας είναι άγνωστο).
Στη συλλογή Του ανταποκριτή μας (1985) ο έρωτας και ο κοινωνικός αγώνας είναι αξεχώριστοι. Στο Μοντέλο σώ­ματος (1988) μας βάζει μπροστά στις ευθύνες μας, συναι­σθανόμενος την επικείμενη κατάρρευση πράξεων και αξιών. Σήμερα, η ποίησή του, Ανοιγμένη φλέβα, έρμαιο κι αυτή της ρευστότητας που κυριαρχεί παντού, προσπαθεί να βάλει μια σειρά. Από τη μια, όπως καίει κανείς παλιά γραφτά που τα θεωρεί ξεπερασμένα, ο ποιητής καίει ένα μέρος του πα­ρελθόντος: Κι έβαλα φωτιά / στα χτεσινά μου τοπία. Απ’ την άλλη, ψάχνοντας για το καινούργιο, βρίσκεται αντιμέ­τωπος με την ισοπέδωση που έχει επιβάλει η κυρίαρχη κουλτούρα του καπιταλισμού. Η απογοήτευση (όχι παραί­τηση) τον ακολουθεί σαν σκιά, προϊόν του κυρίαρχου υπερατομικού υποκειμένου. Είναι χαρακτηριστικοί οι παρακάτω στίχοι:  Τώρα πια/ έχασε το νόημά του κι ο φόνος.// Για σκέψου/ να τραβήξεις μαχαίρι/ και να γεμίσουν τα χέρια σου/ Coca-Cola.

Εφ. Ριζοσπάστης (19-3-1992)


Γιάννης Κουβαράς

Ο Θ.Μ. έχει то βλάσφημο ελάττωμα να ζει εκτός τειχών. Απόβλητος της αγο­ράς και των μαυλιστικών της θελγήτρων (λογοτεχνοπαρέες, δημόσιες αναγνώσεις, διαλέξεις, ατμοσφαιρικά πατάρια κ.ά., μακράν από των πολλών εν γένει τη συνά­φεια), αταξινόμητος προσέτι [μην τον ψάξετε στη λέσχη ή το κλαμπ της γενιάς του ’70 ή του ’80. Μετέωρος άλλωστε κάπου ανάμεσα, το ιδίωμά του γειτνιάζει περισσότερο προς τη δεύτερη, ηλικιακά (γεν. 1951) ανήκει στην πρώτη, και η εμφάνισή του συμπίπτει στο μεταίχμιο] καταχωρείται στους πλεονάζοντες οψιμογενείς το ’70, αφού η «επί­σημη» ιστορία της ενλόγω γενιάς γράφτηκε σχεδόν εν τη γενέσει της και σίγουρα πριν την ενηλικίωσή της. Στους πλεονάζοντες οψιμογενείς αναφέρουμε και τους Γκουρογιάννη, Μπέσιο, Κεφάλα, ομιλήκους του Θ.Μ.

Γεννημένος στα Κρανίδια Κοζάνης, σπουδασμένος (Φιλολογία) στη Θεσ/νίκη εκτίει χρόνια τώρα την πνευματική του εξορία –μετερχόμενος το επάγγελμα (πρώην λειτούργημα) του καθηγητή– στη Βέροια (μια πόλη μυθική για έναν ποιητή του άστεως, τον Τ. Γαλάτη). Στη ροδακινοφόρο Βέροια με τις δυο κύ­ριες ζωγραφικές της περιό­δους: τη γαλάζια του Μαρτί­ου, ολόκληρος ο αχανής κάμπος της βάφεται, από χωρι­κούς του απέραντου γαλάζιου στο χρώμα της ψεκασμένης γαλαζόπετρας, για να τη διαδεχθεί εν συνεχεία η ρό­δινη ή Αδωνική της ανθοφο­ρίας του Απριλίου. Φυσικά, το εξαίσιο φυσικό περιβάλλον δεν έχει το πνευματικό του ισοδύναμο (οι Πρέβεζες είναι περισσότερες απ’ ό,τι δείχνει ο χάρτης). Ωστόσο ο ποιητής, ιδεώδης εν τη αξιοπρεπεία του, δεν παζαρεύει την ερη­μιά του, όπως ο IL GRAND RIEFIUTO, ή ένας ποιητικός ήρωας του Δάλλα. Αν ρωτιό­ταν πάλι, όχι θα ’λεγε, κι ας τον έβγαλε ένα βράδυ ναυα­γό στην πρωτεύουσα το κύμα της ξηρασίας.

Ο Θ.Μ. τεχνουργεί μια ποί­ηση αδρή, λιτή, σαν το τοπίο που την εξέθρεψε (η φυσική της επικράτεια είναι το γεωγραφικό τρίγωνο Κο­ζάνη-Σέρβια, Βέροια, Θεσ/νίκη με τους δορυφορημένους συνοικισμούς της, Μουδανιά, Τούμπα κ.ά.) και με ό,τι υπομνηματίζει αυτό το τοπίο: άνθρωποι, βιομηχανι­κά δακτυλικά αποτυπώματα (ΜΑΒΕ, Σαπουνοποιία Α.Ε. κ.ά.). Παρότι γειτ­νιάζει ή και τέμνεται κάπου με εκείνο του Μέσκου, η πε­ρίπτωσή του είναι σαφώς δια­φορετική. Συγγενεύει περισ­σότερο (για να προσανατολί­σουμε τον αναγνώστη παρά νια να υπαινιχθούμε επιδρά­σεις) μ’ εκείνη του Αναγνωστάκη ή του Σαχτούρη. Κυ­ρίαρχό της στοιχείο ο υφέρπων σαρκασμός τόσο ανθρω­πίνων συμπεριφορών, όσο και γενικότερων καταστάσε­ων κοινωνικού και πολιτικού βίου. Στόχος της συχνά ο άν­θρωπος: πρόθυμοι να παί­ξουν τον αποτρόπαιο ρόλο / έναντι τεμαχίου μπριζόλας. Τομές λοιπόν στα καθ’ ημέραν ήθη από έναν πολίτη-ποιητή που «ιδεοφορεί» σε γλώσσα άμεση, σύγχρονη «καθημερι­νή» (με υψηλή συχνότητα λέ­ξεων από το τεχνολογικό ιδίωμα και κατ’ επέκταση ξε­νικών), που ωστόσο συχνά υποβάλλει ένα κλίμα τελε­τουργικό. Λόγος αφηγηματι­κός, κράμα ήπιου υπερρεαλισμού και ρασιοναλισμού, ρέ­πει στην αναπάντεχη μα εύ­στοχη παρομοίωση και μετα­φορά.

Σ’ αντίθεση με το Μοντέ­λο σώματος στην Ανοιγμέ­νη φλέβα (η ποίηση νοείται κι ως εσωτερική αιμορραγία) όλα τα ποιήματα είναι έντιτλα –ο λόγος εδώ δεν ρέει ποταμηδόν– τους τόνους αισιο­δοξίας έχει διαδεχθεί ο σκεπτικισμός. Μετά τη μα­θητεία και τη στράτευση ακολουθεί περίοδος αυτο­κριτικής, αναδίπλωσης, δεν λείπουν απόηχοι ποίησης ήτ­τας (Πιστέψαμε κάποτε στην αθανασία της ιδεολογίας μας / και γίναμε τα μεγάφωνα των ξύλινων ρητόρων – Αναστή­λωσε με λοιπόν / με δεκανί­κια έστω να ξαναδώ τον κό­σμο). Αλλού με αφορμή τη φωτογραφία του Τσε σε ατμοσφαιρικό μπαράκι δια­λογίζεται, Από μια άποψη / ήσουν τυχερός / δικέ μου Τσε / Έπαιξες κι έχασες / Εμάς έλα να δεις / που χάνουμε χω­ρίς να παίζουμε, θέση που απαντά κυρίως σε ποιητές της β΄ μεταπολεμικής γενιάς (αναφέρω ενδεικτικά, Χαθή­καμε χωρίς να πέσει ντουφε­κιά του Γ. Λυκιαρδόπουλου). Πλεονάζει ακόμη το άλ­γος από την οικολογική συρρίκνωση, την κοινωνική αλλοτρίωση, κυριαρχικά παρών ο θάνατος με τα άπειρα προσω­πεία του, είτε ως βραδυφλεγής διαδικασία, είτε ως τετε­λεσμένο, συνηθέστερα με την α-νόητη επανάληψη και πανομοιότυπη αλληλοδιαδο­χή των ημερών (χαρακτηρι­στικό το ποίημα «Ημερήσια αναφορά» και το «Φωτοτυπι­κό» με τους ακροτελεύτιους στίχους: πώς ν’ αποστρέψω το πρόσωπο / από τη δυστυ­χία των επαναλήψεων / αυτό το αιμόφυρτο πηγαινέλα / από τοίχο σε τοίχο / κι από απόγνωση σε απόγνωση / Έτσι καθώς σκεφτόμουνα / αναπάντεχη άστραψε στη νύ­χτα του νου μου /με όλα τα μπιχλιμπίδια της κυρία τε­χνολογία / Φωτοτύπησα λοι­πόν ща μέρα μου / και τη μοί­ρασα στους ανθρώπους / κι έτσι τους απάλλαξα / απ’ την επώδυνη ανία της επόμενης ή στη γνωστότερη καβαφική διάλεκτο – και καταντά го αύριο με αύριο να μη μοιάζει).

Κι όλα αυτά μόνο ο έρως –και πάλι προς στιγμήν– μπορεί να τα εξορκίσει κλείνο­ντάς τα σ’ ένα μαγικό κύκλο. Μ’ αυτόν ανοίγει η συλλογή, μ’ αυτόν κλείνει:

 Η Μαρία βουλιάζει στον ύπνο
               όπως πουλί στο χιόνι
 
               Φτεροκοπώ­ντας
 
              *
 
              Να πάρουμε ένα σύννεφο
              να το βάλουμε στο ποτήρι
              είπε η Μαρία
              σε μια εποχή που φλέγονταν
              τα χόρτα στο στήθος μου                                                    

Ενδιαφέρουσα η αξιοποίηση κι αναγωγή μύθων (Αντιγόνης, Ορέστη) σε σύγχρονες καταστάσεις, καθώς και η με­ταποίηση των επαγγελματικών του βιωμάτων. Μένω στο ποίημα «Ιδιαίτερα μαθήματα», που απεικονίζει την αλλοτρίωση του δασκάλου, που επαιτώντας από πόρτα σε πόρτα, ετοιμάζει την πρόω­ρη κατεδάφισή του για να ανεγείρει το ρετιρέ του. Καμιά πολιτεία δεν στέργει φωτισμένους κι απερίσπαστους δασκάλους. Τουναντίον φρο­ντίζει να τους παγιδεύει, μέσω των γλίσχρων μισθών της, παρόμοια με τους Φαραώ που έβαζαν τις μάζες να χτίζουν τις ατέλειωτες πυραμίδες. Αξίζει το ως άνω ποίημα να διαβαστεί παράλληλα μ’ ένα ομόθεμο της Μαυροειδή-Παπαδάκη, για να διαπιστώσει κανείς πόσο έχουν αλλάξει συνθήκες κι επιδιώξεις αλλά και πόσο ταυτόχρονα παραμένουν ίδιες.

Ο επίλογος ανήκει στον ποιητή. Ας ταξιδεύσουμε με «Το λεωφορείο των 12 μ.μ.»:

Γύρω στα μεσάνυχτα μαζεύω από το κέντρο

τους τελευταίους ναυαγούς των κινηματογράφων

έρωτες ξε­χασμένους και καθυστερημένους επισκέπτες

φοιτητι­κών δωματίων

Συνασπισμένες μοναξιές

σαν τις αφίσες μιας απεργίας στην Αριστοτέλους

μοναξιές αυτόνομες όπως ιστός σημαίας

κοπέ­λες που επιστρέφουν από τον έβδομο ουρανό

πυρπολημένες φρεγάτες

αγόρια που ανεβαίνουν από το υπόγειο του σώματος

με ανήσυ­χα σύννεφα

Στο τελευταίο δρομολόγιο

αναβοσβήνουν τα φεγγάρια στις διασταυρώ­σεις

σαν τα ευκίνητα μάτια της Καίτης

Τις πλατιές λεωφόρους καταβροχθίζω ταχύ­τερα

ταχύτερα ερημώνω

στο τέρμα της συνοικίας φτά­νω

λεωφορείο αδειανό φωταγωγημένο


Eφ. Η Εποχή (31-1-1993)



Τα πρόσωπα του δράματος 
στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα 
(Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1995)



Μάρη Θεοδοσοπούλου


Ποιητής ο Κοζανίτης φιλόλογος Θ.Ε. Μαρκόπουλος, παρουσιάζεται και ως κριτικός της ποίησης, κυρίως μέσα από το κοζανίτικο περιοδικό Παρέμβα­ση. Η πρόσφατη μελέτη του στρέφε­ται γύρω από τον πεζογράφο Μ. Χάκκα και αποτελεί μεταπτυχιακή εργασία στο Παν/μιο Θεσσαλονίκης. Ο Μ. Χάκκας πέθανε πρόωρα, σε ηλικία 41 ετών. Το σύνολο του έργου του αποτελούν τρεις συλλογές, ήτοι 57 πεζογραφήματα. Ο μελετητής κεντρώνει το ενδιαφέρον του στα πρόσωπα αυτού του μικρόκοσμου. Όμως, προηγουμένως, δίνει το στίγμα του συγγραφέα και της εποχής του, που εν πολλοίς καθόρισε και τη γραφή.

        Πράγματι, ο Μ. Χάκκας ανήκει στους λίγους πεζογράφους της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς που έχουν «έντονες κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες». Παιδικά χρόνια στην Καισαριανή, δεκαετία του ’40. Ένταξη στην Αριστερά, τετραετής φυλάκιση και αμέσως μετά, στρα­τιωτική θητεία. Στη συνέχεια, ο επώδυνος και φθοροποιός εφησυχα­σμός της δεκαετίας του ’60, για να κλείσει η παρένθεση της ζωής με την Απριλιανή Δικτατορία και την αναγγελία ενός θανατηφόρου καρκί­νου.Ο Θ.Ε. Μαρκόπουλος σκιαγραφεί τους τρόπους της αφήγησης («... πως χτίζει παραγράφους και οικοδομεί ένα έργο “δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση”...»). Επίσης, συντάσσει χρονολόγιο, εργογραφία και κριτικογραφία, συμπληρώνοντας το περί Χάκκα κεφαλαίο της Μεταπολεμικής Πεζογραφίας (Εκδόσεις: Σοκόλης). Με αυτά τα προκαταρκτικά, ο μελετητής έρχεται στα πρόσωπα του δράματος. Πληρέστεροι, θεωρεί πως διαγράφονται οι χαρακτήρες στα παλαιότε­ρα διηγήματα, τα παραδοσιακότερης γραφής, ενώ, μάλλον υποτυπώ­δεις, στα μεταγενέστερα. Προλετάριοι και μικροαστοί, με την πολιτι­κή τους ιδεολογία να τους χαρακτηρίζει.
Ο Θ.Ε. Μαρκόπουλος διακρίνει τους χαρακτήρες, σε πρόσωπα της καθημερινότητας (άντρες, ως επί το πλείστον πολιτικοποιημένους, και γυναίκες, περισσότερο ερωτικές), στα πρόσωπα του καθεστώτος, κατά κανόνα ανώνυμα, και τέλος τους σημαντικότερους ήρωες που είναι ο αφηγητής και οι ιδεολογικοί σύντροφοι. Και το συμπέρασμα, οι ήρωες του Μ. Χάκκα συγκροτούν «κόσμο ωραιότητας και μεγαλεί­ου». Άνθρωποι καθημερινοί, προβάλλουν απαλλαγμένοι από μικρο­πρέπειες. Και ο θάνατος, καταλύτης σιη δημιουργία, επισπεύδει την ωρίμανση της γραφής, προσδίδοντας «απαισιοδοξία αρρενωπή».
Ενδιαφέρουσα η μελέτη και παράλληλα, βιβλίο αναφοράς για τον πεζογράφο Μ. Χάκκα.

Εφ. Η Εποχή (21-4-1996)

Χλόη Κ. Μουρίκη

Ο Μάριος Χάκκας υπήρξε ένας συγγραφέας, που επέδρασε με την προσωπική του περιπέτεια (και κατ’ επέκτασιν με όσα αυτή μετάγγισε στην γραφή του) με έ­ναν πολύ περίεργο, ίσως και συμ­βολικό, τρόπο στη συνείδηση της εποχής του. Με μία σύντομη πο­ρεία στα γράμματα (1965-1972) σκιαγράφησε, με νευρώδη και αγ­χώδη τρόπο, στα διάφορα είδη λό­γου που καλλιέργησε (ποίηση, πε­ζό και θέατρο) έναν αφηγητή με αγωνίες υπαρξιακές και κοινωνι­κές, στον ίδιο βαθμό θερμοκρα­σίας. Συγγραφέας της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, με τραύμα­τα εμφυλιακά, αλλά και μεταγενέ­στερα, πιο απτά, εξαιτίας της επι­σφαλούς του υγείας, έστησε ένα σκηνικό, σχεδόν εφιαλτικό: ιδίως στα τελευταία του έργα, όπου το πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο συνοδεύονταν από μία χροιά υπαρ­ξιακής απελπισίας. Τα περισσότε­ρα κείμενά του γράφτηκαν στην επταετία και όλοι οι σύγχρονοί του αναγνώστες εισέπραξαν το αμφίσημο μήνυμά τους. Χούντα, πολι­τικοποίηση αλλά και Χάκκας: ένας συγγραφέας, έντονα στρατευμένος όμως και «μαύρος», ταυτόχρονα, με καταθλιπτική σκιά, που την με­τέφερε, μοιραία, σφραγισμένος α­πό την ανίατη ασθένεια. Όσοι θυμούνται τις απαγγελίες του σε ημιπαράνομες πολιτιστικές συγκε­ντρώσεις («Ελληνοευρωπαϊκή Κί­νηση Νέων» και αλλού), θα ανακαλούν και μια παράδοξη, σκοτεινή γεύση από την παρουσία του σε ε­κείνους τους, κατά τα άλλα, υπε­ραισιόδοξους χώρους «αντιστασιακών» ζυμώσεων...

Ο Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος στην μικρή αλλά εντελή μελέτη του Τα πρόσωττα του δράματος στο πεζογραφικό έρ­γο του Μάριου Χάκκα («Τα τραμάκια», Θεσσαλονίκη, 1995), επι­χειρεί να «γκρουπάρει» τους χαρακτήρες των 57 πεζών του Μ.Χ. σε κατηγορίες (γένους, καθημερινότητας, πολιτικής ιδιότητας, ιδεο­λογικής συγγένειας) και να τους φωτίσει κάτω από την σκοπιά αυ­τή. Νομίζω ότι το κατορθώνει, έ­χοντας αναλύσει πρώτα, εν συντο­μία, τους τρόπους αφήγησης του συγγραφέα. Τελικά, με την κατηγοριοποίηση που έκανε ο Θ.Μ., έχουμε μια ευσύνοπτη εικόνα της πινακοθήκης των ηρώων του πεζογράφου Χάκκα.

Περ. Το Δέντρο 94 (Ιούλιος- Σεπτέμβριος 1996) 130-131


Γιώργος Πετρόπουλος

Η μελέτη του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου που επιγράφεται Τα πρόσωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα, άριστα δομημένη και συστηματική, μας παρουσιάζει ευσύνοπτα μα και διεισδυτικά τους ήρωες και τις αντιδράσεις των στο έργο του ενλόγω συγγραφέα. Ο Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, με επίκεντρο τους δύο βασικούς θεματολογικούς άξονες του Μάριου Χάκκα, την αριστερή ιδεολογία και τον θάνατο, καταλογογραφεί αυτούς, οι οποίοι ωστόσο εν πολλοίς απηχούν τις απόψεις του ίδιου του Μ. Χάκκα.
Η καλογραμμένη και, οπωσδήποτε, αξιοπρόσεκτη αυτή μελέτη χωρίζε­ται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη γίνεται αναφορά στο έργο του συγγρα­φέα σε σχέση με την εποχή που έζησε. Στη δεύτερη γίνεται μια ενδιαφέ­ρουσα ανάλυση των τρόπων αφηγήσεώς του και στην τρίτη, που είναι και το κυρίως θέμα της μελέτης, παρουσιάζονται τα πρόσωπα των έργων του Μάριου Χάκκα ταξινομημένα ανάλογα με τη θέση που παίρνουν απέναντι στην εκάστοτε εξουσία. Την παρούσα μελέτη συμπληρώνουν η εκτενής βιογραφία του М.X., οι πράγματι, εξαντλητικές σημειώσεις και η χρησιμότατη βιβλιογραφία της, η οποία αναντίρρητα θα προσελκύσει την προσοχή κάθε μελετητή της νεώτερης λογοτεχνίας μας.
Επειδή δε η αποτίμηση του έργου των περισσοτέρων πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς δεν έχει γίνει ακόμη με την απαιτούμενη νηφαλιότητα που παρέχει η χρονική απόσταση, τέτοιες μελέτες σαν κι αυτή του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου και χρήσιμες είναι και καλοδεχούμενες για τον μελλοντικό ερευνητή.

Περ. Οδός Πανός 88 (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1996) 101-102



Βιβλιογραφία Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996 
(Παρέμβαση, Κοζάνη 1996)



Γιώργος  Μύαρης

χτυπάει εντός σου η μηχανική καρδιά της πόλης

                                («Στους κήπους της έπαυλης»,

                                Ωδές στον Πρίγκιπα, 1991)


Ένας από τους ονειροπόλους δη­μιουργούς της ελληνικής περιφέρειας είναι ο φιλόλογος Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, με επιδόσεις εξαιρετικές στην ποίηση και στη λογοτεχνική κριτική. Έχει εκδώσει τις ποιη­τικές συλλογές Απόπειρα εξόδου 1975- 1981 (1982), Του ανταποκριτή μας (1985), Μοντέλο σώματος (1988,1989), Ανοιγμένη φλέβα (1991), Το περίστροφο της σιωπής (1996) και τη μελέτη Τα πρό­σωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα (1995). Η κριτική κά­λαμός του έχει μ’ επιτυχία διεισδύσει στο ποιητικό ή πεζογραφικό έργο πολλών Ελλή­νων συγγραφέων.

Ενδεικτικά αναφέρω τους Άρη Αλε­ξάνδρου, Μανόλη Αναγνωστάκη, Ανέστη Ευαγγέλου, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Γιώργο Βαφόπουλο, Μάριο Μαρκίδη, Μάρκο Μέσκο, Γερ. Λυκιαρδόπουλο, τους νεότερους Γιώργο Ζιόβα, Γιώργο Σκαμπαρδώνη, Άρη Φακίνο, Μίμη Σουλιώτη, Ηλία Κουτσούκο, Γιάννη Πατίλη. Ενώ με το έργο των ποιητών της Θεσσαλονίκης αναμετριέται ο Θαν. Ε. Μαρκόπουλος και ως υποψήφιος δι­δάκτορας της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης. Γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά – Εντευκτήριον, Λέξη, Εμβόλιμον, Δένδρο κ.ά.–  έχουν δημοσιεύσει ποιήματα και εργασίες του.

Ιδιαίτερη είναι η ενασχόληση του Θ.Ε.Μ. με το έργο του ολιγογράφου ποιητή «της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς» Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου (Θεσσαλονίκη 1931-Αθήνα 1996). Εκτός από το κριτικό δοκίμιο «Ν.-Α. Ασλάνογλου, ...να με κοιτούν αμίλητα σα μάτια / σφαγμένου ζώου που ακόμα θυμάται» (1995), ο Θ.Ε.Μ. εκπόνησε στα πλαίσια των μεταπτυχιακών σπουδών του την (υπό έκδοση) εργασία «Το ζήτημα των επεξεργασκόν στα ποιήματα του Ν.-Α. Ασλάνογλου (1992-1994)». Σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, αποπειράται για πρώτη φορά και τη διερεύνηση του εργογραφικού και κριτικογραφικαύ πεδίου που σχετίζεται με τον ποιητή.

Η ιδέα της συστηματικής καταγραφής των έργων και των σχετικών με τον ποιητή δημοσιευμάτων έλαβε στη συνέχεια μορφή με βάση τις επιστημονικές υποδείξεις περί βιβλιογραφίας. Κι έτσι προέκυψε η Βιβλιογραφία Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, προς ευτυχίαν των μελλοντικών ερευνητών και μελετητών. Υπογραμμίζω αυτή την εκτί­μηση, διότι λίγοι λογοτέχνες ενδιαφέρονται για τη συγκέντρωση αυτών των στοιχείων, όπως λ.χ. ο μεθοδικός Ντίνος Χριστιανόπουλος που προέβη ο ίδιος στην –κατά προ­σωπική επιλογή– έκδοση της εργογραφίας- βιβλιογραφίας του (1993). Ωστόσο, η αξία της προσπάθειας του Θ.Ε.Μ. δεν έγκειται απλώς και μόνο στην μετά μόχθου «ανακάλυψη» και καταγραφή δημοσιευμά­των απρόσιτων ή λησμονημένων. Όπως και κάθε συστηματική βιβλιογραφική εργασία, αποτελεί μια πανοραμική φωτογραφία τόσο της δημιουργικής πορείας και των θεωρητι­κών-κριτικών προσλήψεων του συγκεκρι­μένου λογοτέχνη, όσο και της ξεχωριστής απέναντι στο έργο του στάσης των μελετη­τών. Στάσης που συνιστά, επίσης, πτυχή της ιστορίας της λογοτεχνίας, συχνά και της ιστορίας των ιδεών.

Η Βιβλιογραφία Ν.-Α. Ασλάνογλου αρχίζει με το πρωτόλειο κριτικό δημοσίευ­μα του ποιητή «Το ποιητικό έργο του Ρήγα» (1948) και τελειώνει με κείμενα του 1996, περι­λαμβάνοντας και τρεις πληροφορίες για δη­μοσιεύσεις και εκδηλώσεις προς μεταθανά­τια τιμή του ποιητή στη διάρκεια του 1997. Η εργασία διαιρείται σε τρία μέρη: Α. Βιογραφικό σημείωμα, Β. Εργογραφία, Γ. Κρί­σεις, σχόλια, πληροφορίες. Пю συγκεκριμέ­να μετά τα κατατοπιστικά βιογραφικά στοιχεία, στην Εργογραφία με χρονολογική σειρά και για να διακρίνονται με σαφήνεια οι επιμέρους όψεις της δημιουργίας του λο­γοτέχνη, ακολουθείται η εξής ειδολογική κα­ταγραφή: Αυτοτελείς εκδόσεις – Ποίηση, Θέ­ατρο, Κείμενα, Μελέτες, Μεταφράσεις – Πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων – Αναδημοσιεύσεις ποιημάτων –  Ανθολογή­σεις –  Μεταφρασμένα ποιήματα του Ν.-Α. Α. –  Κείμενα κριτικής και άλλα – Συνεντεύ­ξεις και απαντήσεις σε έρευνες. Με πλήθος εσωτερικές παραπομπές ο Θ.Ε.Μ. επιλύει με μαεστρία το πρόβλημα της επεξεργασίας των κειμένων του ποιητή και μετά την πρώτη δημοσίευσή τους, πράγμα που αποτελεί χαρακτηριστικό της ποιητικής τέχνης του Ν.-Α. Ασλάνογλου. Στο τρίτο μέρος η διάταξη των λημμάτων που αφορούν στα πληροφοριακά σχόλια και τις κρίσεις, γίνε­ται χρονολογικά, για ν’ αναδειχθεί η ιστορι­κότητα στην εξέλιξη της κριτικής στο ποιη­τικό έργο του Ασλάνογλου.

Στην κρινόμενη έκδοση του κύριου σώματος προηγούνται ο πρόλογος του Θ.Ε.Μ. και το αντιπροσωπευτικό ποίημα του Ν.-Α. Ασλάνογλου «Ερείπια της Παλμύρας». Στο τέλος προστίθεται παράρτημα αποτελούμενο από «δύο απαντήσεις- συνεντεύξεις» των ετών 1966 και 1968, δη­λωτικές της βιοθεωοίας και της ποιητικής ταυ Ν.-Α. Ασλάνογλου. Γεγονός που δε διέ­φυγε από την προσοχή του Θ.Ε.Μ. Η έκδο­ση ολοκληρώνεται με τα πολύ χρήσιμα ευρε­τήρια λημμάτων, προσώπων, περιοδικών, εφημερίδων. Η κατάταξη των 171 λημμάτων της Εργογραφίας και των 16 της Κριτικογραφίας είναι εξ ανάγκης πολύπλοκη. Παρ’ όλ’ αυτά, χάρη στα ευρετήρια, και ο μη ειδικός αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει κάθε λεπτομέρεια που αποθησαυρίζεται στην έκδοση μετά την έρευνα σε δεκάδες περιοδικά και εφημερίδες. Καθορι­στική αποβαίνει και η κατάταξη με βάση το χαρακτήρα και το πλαίσιο αναφορών που έχουν τα λήμματα της κριτικογραφίας.

Επιπόλαια θα επισήμαινε κάποιος ότι, συγκριτικά με εκδόσεις βιβλιογραφίας που αναφέροντσι σε άλλους λογοτέχνες, η Βιβλιογραφία Ν.-Α. Ασλάνογλου έχει σχετικά περιορισμένη έκταση. Διότι σ’ αυτό επιδρά σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι το έργο του ποιητή είναι μικρό σε όγκο αλλά ποιοτικό και, επίσης, το ότι μόλις πρόσφα­τα άρχισε η κριτική αποτίμησή του. Η ερευ­νητική και η συνθετική προσπάθεια του Θ.Ε.Μ. είναι πέραν αμφιβολίας επιστημονι­κού επιπέδου. Παρέχει πολύτιμες πληροφο­ρίες και επεξηγήσεις. Ξεχωρίζω, διότι μ’ εντυπωσίασαν τα ακριβή στοιχεία για τις μεταφράσεις και δημοσιεύσεις ποιημάτων του Ν.-A. Α. στην αγγλική, γαλλική, γερμα­νική, ισπανική, ιταλική και ολλανδική γλώσσα και βιβλιογραφία. Στα ασφυκτικά πλαίσια που κινείται κάθε βιβλιογραφική εργασία ως είδος, το αποτέλεσμα δεν ερεθί­ζει τον αμφιβληστροειδή του αναγνώστη. Όμως, δεν είναι σωστό να λησμονούνται τα χιλιόμετρα υπομονής και έρευνας που δια­νύει ο ερευνητής στο άγονο ελληνικό ερευ­νητικό τοπίο. Όποιος έχει γνωρίσει ανάλο­γες εμπειρίες μπορεί να κρίνει αντικειμενικά.

Η έκδοση αυτή αποτελεί μια ακόμη σημαντική συμβολή του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου στην έρευνα και τη γνώση της ελλη­νικής λογοτεχνίας και αξίζει τιμητική ανα­φορά στο Σύνδεσμο Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης που ενίσχυσε την έκδοση, παρόλο που δεν είχε ως αντικείμενο θέμα συνδεδεμένο με την τοπική ιστορία. Στα θετικά της έκδοσης εγγράφεται, επίσης, η ενημέρωση –μέσα σε ελάχιστο χρόνο– γύρω από τα δημο­σιεύματα που υπήρξαν με αφορμή το θάνα­το του ποιητή. Εξάλλου, η συγκυρία την κα­τέστησε την πρώτη αυτοτελή εργασία που κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του ποιητή, ενώ με το περιεχόμενό της υποβοηθά την ανάπτυξη του ενδιαφέροντος των μελετη­τών. Βεβαίως, οι αντικειμενικές δυσκολίες και η ερήμην του ποιητή συγκρότηση ενδέχε­ται να κάνουν ελλιπή ορισμένα λήμματα αυτής της πρώτης βιβλιογραφικής καταγρα­φής, πράγμα που το δηλώνει ο ερευνητής. Αλλά ευτυχώς πλέον ο τροχός της έρευνας άρχισε να γυρίζει...


Περ. Η Παρέμβαση (Κοζάνη) 99 (Καλοκαίρι 1997) 5



Το περίστροφο της σιωπής 
(Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1996)



Δήμητρα Παυλάκου

                                    τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες,                                      τη προσευχή προσκαρτερούντες.

                                       Απόστολος Παύλος, Ρωμ. 12.12


Γεννήθηκε στα Κρανίδια Κοζάνης. Αν δεν το υποσημείω­νε στο βιογραφικό δεν θα ξέ­ραμε πού πέφτουν τα Κρανίδια. Κι αντί να πιάσει όπως πολλοί από τους κατοίκους του νομού και γειτονικών νομών ένα όπλο, μια καραμπίνα και να τρέξει να σκο­τώσει άγρια ζώα για να επι­βεβαιωθεί στο χωριό, έγινε ποιητής και καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Απ’ αυ­τούς που μπορούν, όπως πολλοί συνάδελφοί του, να λειτουργήσουν ως πρότυπα. (Αλλά σήμερα το προσόν είναι να μην απεργείς, τίποτ’ άλλο).

Με τη νέα του συλλογή έρ­χεται να υποδηλώσει μια ση­μαντική παρουσία, απ’ αυ­τές που δεν έχουν προσμετρηθεί (στην γενιά του ’70) όπως έπρεπε. Μ’ ένα λόγο ου­σίας, έκτασης, έντασης. Πε­ριπατητής του κόσμου τού­του, μετ’ αναφιλητών. Μ’ έ­ναν πόνο εύγλωττο του σύγ­χρονου ανθρώπου που ψά­χνεις πολύ στην αεροβόρα πολυλογία των δήθεν ποιη­τικών συλλογών που κάνουν πάταγο να βρεις. Επιτέλους, να κι ένας ποιητής-γονυπετής. Κουραστήκαμε στους άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Πα­λεύει με τη μοναξιά και την έλλειψη μόνος του, με γυμνά μπράτσα. Δεν προσπαθεί να ξεγελάσει κανέναν, φωνάζει όσο πρέπει για την ποίηση, λυπάται μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του, ταπεινώνε­ται για να εξυψωθεί. Κάποτε βάζει τελεία και τίτλους. ΄Εχει την κούραση του λει­τουργού της μέσης εκπαί­δευσης και τη θλίψη της υγι­ούς αντίδρασης μπροστά στην αδηφάγο πραγματικό­τητα. Σωπαίνει, ψιθυρίζει, ε­κλιπαρεί, αποζητά τη δύναμη της γλώσσας και της λέξης. Κι όμως, παρ’ όλες τις ταλαι­πωρίες, ισορροπεί και δεν α­φήνεται στα ματωμένα δά­χτυλα της μοναξιάς να τον α­ποτελειώσουν. Η καθημερινό­τητα και η απορία της τον λυγίζουν, αλλά εκείνος την περιγράφει και την αντιμά­χεται. Όχι σαν κάποιους άλλους που πλήττουν στην με­γαλοαστική τους ανία και γράφουν. «Η ζωή;» έλεγε ο Αξέλ του Villiers de IIsle Adam, «αφήστε την να την ζήσουν για λογαριασμό μας οι υπηρέτες μας».

Αυτός είναι ένας υπηρέ­της. Παίρνει από τη ζωή όσα μπορεί να του προσφέρει στην αυτοκαταστροφή της. «Μάλιστα», «Πώς είστε», «Ευχαρι­στώ», «Τι κάνετε» και λοιπές α­κροβασίες του μικροαστι­σμού του είναι απωθητικές. Εκείνος ξέρει ότι τώρα είναι αποκαμωμένος, αλλά αύριο, που πρέπει να μπει στην τά­ξη, που πρέπει να συντηρή­σει την ελπίδα για λογαρια­σμό των παιδιών, αύριο είναι ένας περήφανος πύργος.

Στέκει εν μέσω ευρω-ερειπίων και μισεκπαιδευτισμού και κάνει μάθημα. «Ποιο εί­ναι λοιπόν το νόημα της Ιστορίας, Γουάτσον;» (Σερ-Λοκ Χολμς).

Μια παράκαμψη; Και γιατί όχι. Το πέρασμα του χρόνου κάνει τον καλό ποιητή πιο ώ­ριμο και πιο ικανό στη διά­ταξη των πραγμάτων. Το α­ταβιστικό μωρό κλαίει μέσα του αλλ’ αυτός έχει την κό­ρη του που βγάζει απ’ το μυαλό της κορδέλες και πιάνεται. Η χρονική αυτή α­νάληψη δεν εξηγεί σε μας τί­ποτα.

Σε μας ακούγεται μια λιτή αφήγηση. Μας φτάνει και μας περισσεύει. Δεν αντιστέ­κεται ο ποιητής στο χρόνο. Γράφει γιατί φθείρεται. Έζησα και γέρασα, που έλεγε η γιαγιά. Τώρα, αν στην προ­χωρημένη σήψη πρέπει να γράψει την διατεταγμένη σειρά των μηνυμάτων, αυτό το κάνει. Ο θεματικός απο­λογισμός έχει ολοκληρωθεί. Της θλίψης. Το ενδεχόμενο μπορεί προς το παρόν να πε­ριμένει. 

Εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή (30-3-1997) = Κείμενα για την ποίηση
Παραφερνάλια-Τυπωθήτω, Αθήνα 2009, σ. 224


Γιώργος Πετρόπουλος


Τέκνο της εποχής της η ποιητική συλλογή του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου που επιγράφεται Το περίστροφο της σιωπής, αφού μέσα στην ποιητική σύγχυση που επικρατεί όλες οι τεχνοτροπίες είναι αποδεκτές. Αυτή, λοιπόν, η συλ­λογή του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου περιέχει και ελεύθερα θεματογραφικά ποιήματα αλλά ποιήματα υπερρεαλίζουσας τεχνοτροπίας.

Ο ποιητής, αυτοεξομολογητικός στο έπακρο, διαθέτει μια προσωπική κοσμαντίληψη που τον κάνει να διαφέρει ουσιωδώς από τους ομότεχνούς του, καθώς μας παρουσιά­ζει με λόγια απλά εικόνες της καθημερινότητος σ’ ένα κλίμα προσιδιάζον προς αυτό του Κώστα Καρυωτάκη. Μά­λιστα, πολύ συχνά, ο θάνατος και ό,τι υποδηλώνει αυτόν απαντάται στα ποιητικά του κείμενα. Όμως, η διαφορά του από τον ποιητή των Νηπενθών έγκειται στο γεγονός ότι ο θάνατος στον Θανάση Ε. Μαρκόπουλο ως θεματική εκκινεί από πραγματικά περιστατικά της ζωής του και όχι από νο­σηρότητα ή από άλλη εξωγενή αιτία. Οι συνθήκες ζωής στις σύγχρονες τερατουπόλεις δεν τον αφήνουν ασυγκίνητο και με τη δέουσα ευαισθησία χαρτογραφεί τα συναι­σθήματα του πλήθους και του μικρόκοσμου που τον περι­βάλλει. Στα υπερρεαλίζοντα ποιήματα του Θανάση Ε. Μαρ­κόπουλου διακρίνουμε μιαν ονειρική διάθεση που λειτουρ­γεί σαν αντίβαρο στην ήδη συγκινησιακά φορτισμένη ποι­ητική ατμόσφαιρα. Αν και αρκετά συχνά, πολλά απ’ αυτά, μας μεταφέρουν την απογοήτευση που τον συνέχει, για τις ακρωτηριασμένες μνήμες και τα χαμένα του όνειρα.

Η ποίηση του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου είναι ποίηση έντονων εικόνων, γεμάτη από παρομοιώσεις, μεταφορές και προσεγμένες λέξεις. Ενίοτε η χρήση κάποιων λέξεων της καθαρευούσης λειτουργεί καταλυτικά μέσα στους στίχους του και τους προσδίδει φρεσκάδα και γλυκύτητα. Έτσι, ώστε ο αναγνώστης να πέρνα σε υψηλότερες αισθητικές απολαύσεις, αφού, δόξα τω Θεώ, η γλώσσα μας είναι πλούσια και αποδίδει τα νοήματα με ενέργεια.

Η προσωπική μου εντύπωση είναι ότι ο Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος είναι ένας άξιος τεχνίτης του ποιητικού λό­γου, που τον διακονεί με συνέχεια και συνέπεια. Και ότι μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα στα Νεοελληνικά Γράμ­ματα, τα οποία δυστυχώς στην εποχή μας δεινώς δοκιμά­ζονται. Γι’ αυτό ποιητές σαν τον Θανάση Ε. Μαρκόπουλο τους έχουν ανάγκη για να ξεφύγουν από το τέλμα που βρίσκονται.


Περ. Νέο Επίπεδο 28-29 (Άνοιξη 1998) 76-77


Μανώλης Κορνήλιος

Η καθημερινότητα του κοινού ανθρώπου, χωρίς θεαματικές πτήσεις της φαντασίας με νηφάλιο ύφος, χαμηλούς τόνους ανθρώπινης επικοινωνίας, είναι χαρακτηριστικά του ποιητή της Θεσσαλονίκης (οι τρεις προηγούμενες συλλογές του έχουν εκδοθεί από τη «Σύγχρονη Εποχή», 1982, 1985, 1988). Το σημαντικό είναι μια δική του τεχνική, με κύριο εκφραστικό μέσο και βασικό δομικό υλικό την ποιητική εικόνα, σε καλοδουλεμένο στίχο και άρτια γλώσσα: «... δραπέτης χύνομαι/ στις ανηφόρες του Πλαταμώνα.../ φτερούγες από άνεμο/ σαλεύουν στα πλευρά μου.../ σταθερό το τιμόνι κρατώντας/ καρφώθηκα στον ουρανό». «Στην έξαρση του καλοκαιριού/ κομμένο λεμόνι θάλασσα/ στα πλευρά μου ανηφορίζει/ ο στιλπνός ελαιώνας/ η φωνή της Μαρίας/ γεμάτη τζιτζίκια». Το εφήμερο της ζωής, απλά, λυρικά: «... και της πηχτής απόγνωσης/ η μνήμη η αιμόφυρτη/ των βυθισμένων ιδεολογιών/ ώσπου να χαμηλώσει κράνος/ ο ουρανός του βλέμματος/ και να πεινάσει φως». Και απωθημένη οργή: «... πομφόλυγες σκάνε χαλάνε τον κόσμο/ και ποιος ν’ ακούσει/ την πιστολιά που θα σπάσει/ το θυμωμένο σου κρόταφο// Σήμερα το περίστροφο/ έχει το σχήμα της σιωπής». Με τέτοιες ποιητικές αρετές, ο Θανάσης Μαρκόπουλος, καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, φιλόλογος, φέρνει πολύτιμη συμβολή στην ποίησή μας. (Εκδόσεις «Τα τραμάκια» Θεσσαλονίκη).

Εφ. Ριζοσπάστης (11-2-1999)


Γιώργος Κ. Μύαρης

                          ακούγεται να ’ρχεται από μακριά σκοπός                                 βαρύς από κλαρίνο μακεδονίτικο

                  (Ανοιγμένη φλέβα, 1991)

Ο Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1951 στα Κρανίδια Κοζάνης. Σπούδασε Αρχαία και Νέα Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση της Βέροιας1. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Απόπειρα εξόδου (1982), Του ανταποκριτή μας (1985), Μοντέλο σώματος (1988,1989), Ανοιγμένη φλέβα (1991), Το περίστροφο της σιωπής (1996). Επίσης, έχει δημοσιεύσει τις μελέτες: Τα πρόσωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα (1995), Βιβλιογραφία Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996 (1996).

Με βάση τις συμβατικές γενεαλογήσεις της μεταπολεμικής λογοτεχνίας (ιδίως όπως προσδιορίζονται αυτές στις κριτικές προσεγγίσεις των Αλέξανδρου Αργυρίου, Αλέξη Ζήρα, Βαγγέλη Κάσσου, Ηλία Κεφάλα, Ανέστη Ευαγγέλου) μπορεί ο Θ.Ε. Μαρκόπουλος να ενταχθεί στους οψιμογενείς της γε­νιάς του 19702. Το έργο του επιτρέπει την προσέγγιση πτυχών της ποίησης των γενεών του ’70 και του ’80. Είναι χαρακτηριστικό της ποίησης του το ότι η ανυποψίαστη ιδεολογική ένταξη της πρώτης φάσης της δημιουργίας του (Απόπειρα εξόδου, Του ανταποκριτή μας, Μοντέλο σώματος) παραχώρησε τη θέση της κατά τη δεύτερη φάση (Ανοιγμένη φλέβα) σε μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη πολιτική διάσταση, ως έκφραση των μεταπολεμικών περιπετειών, διαψεύσεων και καταρρεύσεων της αριστερής ιδεολογίας. Με Το περίστροφο της σιωπής ολοκληρώνεται η μετάβαση από τη μεγαλόφωνη ποίηση, την έντονα κοινωνική, στην ποίηση των ένδον καταστάσεων με χαμηλούς τόνους και υψηλά αποτελέσματα, όπου στοιχεία κοινωνικού ρεαλισμού και υπερρεαλισμού συναντούν τον προσωπικό μεταμοντέρνο λυρισμό.

Οι 33 ποιητικές συνθέσεις της συλλογής Το περίστροφο της σιωπής ως συνέχεια των προηγούμενων προσπαθειών συγκροτούν μια αξιοσημείωτη προσωπική ποιητική αντίσταση -λυτρωτική για τον ποιητή και τον αναγνώστη- στην περιρρέουσα κοινωνική και πνευματική ευτέλεια. Εμφανώς πρόκειται για μια απόπειρα διαφορετική από την πληθώρα τυπωμένων ‘‘ποιημάτων’’ υπέρ των ‘‘δημοσίων σχέσεων’’ και η οποία, επίσης, δεν επωφελείται της δήθεν ‘‘ανοχής’’ ορισμένων προς τους δημιουργούς της επαρχίας3.

Η θεματική της συλλογής μοιάζει ομόκεντρη με αυτή της Ανοιγμένης φλέβας, αλλά είναι οπωσδήποτε πιο πλούσια. Η έμπνευση πηγάζει από τη σύνθετη πραγματικότητα, από τα ψυχικά αδιέξοδα που αυτή γεννά και από τα έγκατα της ευαισθησίας του Θ.Ε.Μαρκόπουλου. Ο ποιητής πονά τον άνθρωπο. Κινείται ως σκεπτόμενο πρόσωπο, χωρίς θεωρήσεις απόλυτες. Ειρωνεύεται τη δακτυλοδεικτούμενη ελληνική μετανεοτερικότητα. Σαρκάζει, γυμνώνει και γυμνώνεται. Διψά και γεύεται την αγάπη, τη στοργή, την ψυχική επαφή ως θηρευτής της προσωπικής και κοινωνικής αισθαντικότητας, σε δόσεις μικρές. Ο έρωτας δηλώνεται ως εκρηκτική αναμονή («Εκδοχή ατυχήματος»), ως απωθημένο στοιχείο («Οι καλές μαθήτριες»), ως απόλυτη ομορφιά («Συλλέκτης οστράκων»), ως πραγμάτωση («Μεταερωτικό πρόσωπο», «Ο βράχος και η θάλασσα»).

Η ηθική και η δεοντολογία της ευαισθησίας δυναμώνουν τον ποιητή στην εφόρμηση εναντίον του παραλογισμού και της καθημερινότητας. Ο ποιητής κρατά γερά το δικό του μίτο, αλλά πορεύεται προς τα έσω. Έχει, βεβαίως, επίγνωση του ότι η ‘‘μέσα’’ εξορία, η υπαρξιακή, είναι αιχμηρή (άγρια μοναξιά έγραφε κι ο Ν. - Α. Ασλάνογλου). Εξορία στην οποία ο ποιητής, με τις αδυναμίες του, τραγικά πιστός στον άνθρωπο, αγωνίζεται γενναία χωρίς προσφυγές σε λυτρωτικά δεκανίκια μεταφυσικών βεβαιοτήτων. Η διαπάλη αυτή επηρεάζει κι έναν ακόμη ιδιαίτερο θεματικό πυρήνα της ποίησής του, την επαρχία: είναι παρούσα ως φύση και μικρή πατρίδα («Διάλειμμα Απριλίου»), ως ομορφιά της φύσης («Κασσάνδρα ’91»), ως στέρηση και νηνεμία πολιτι­στική («Οι λευκές ισοπαλίες», «Αντίδοση»).

Ορισμένα στοιχεία της τεχνικής του -όπως λ.χ. η δόμηση των ολιγόστροφων ποιημάτων σε δύο ενότητες, η ευρεία χρήση των παρελθοντικών χρόνων και επιρρημάτων, οι απρόσμενες μεταφορές και παρομοιώσεις, η υποβολή4 επιτρέπουν να σκεφτούμε τις γόνιμες συναντήσεις με το έργο μεταπολεμικών αλλά και σημερινών ποιητών. Κυρίως στη θεματική των ποιημάτων (και σε τίτλους) η συχνότητα των εκφράσεων αναδίπλωσης, παραδοχής της ‘‘ήττας’’, προσέγγισης του θανάτου, στίχοι έμπλεοι πείσματος, αξιοπρεπούς κι ευγενικής εγκαρτέρησης αποκαλύπτουν επιδράσεις των Μ. Αναγνωστάκη, Πρ. Μάρκογλου, Ν. - Α. Ασλάνογλου και άλλων σύγχρονων ποιητών, ιδίως της Θεσσαλονίκης. Ο Θ.Ε. Μαρκόπουλος, αμετανόητος στην εποχή της υποκρισίας, αντιδρά στη γενικευμένη συμβατικότητα. Διεκδικεί την ιδιοπροσωπία του ως τεχνίτης του στίχου με τη σύμπλεξη υπαρξιακών ανησυχιών και κοινωνικών προταγμάτων: συντριβή, απώλεια, ενμέσω εθνικισμών, της ανθρωπιάς, θρυμματισμός οραμάτων, καταπάτηση δικαιωμάτων τον απασχολούν στα ποιήματα «Το επόμενο ψέμα», «Έπαρση σημαίας», «Το περίστροφο της σιωπής», «Η Μικέλε λατρεύει τις κούκλες». Κρατά τις αποστάσεις από την πρωτοκαθεδρία της ιδεολογίας και συνεχίζει να αναζητά την ελπίδα («΄Οψεις τεφρές της ερημιάς II»). Η βιοσοφία του διαλέγεται με το παρελθόν και το παρόν (ιδίως στα ποιήματα «Απόψε», «Επιζών», «Ανταπόκριση»), με την αναζήτηση του χαμένου χρόνου της νεότητας άμεσα («Οι φίλοι», «Ανταπόκριση») αλλά και έμμεσα («Μέρες του 1964 μ.Χ.», «Τα γράμματα του πατέρα», «Οικοδόμος εν αποστρατεία»). Μετεωρίζεται μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας για το μέλλον με εφόδια την παιδικότητα και τα λυρικά συναισθήματα («Ο δρόμος με τα φεγγάρια», «Συλλέκτης οστράκων», «Διάλειμμα Απριλίου», «Η ηλικία της αθωότητας»).

Στους στίχους της συλλογής αυτής ο Θ.Ε. Μαρκόπουλος, με τη συνύφανση νόησης και συναισθήματος, ανασυγκροτεί και εμπλουτίζει την κοσμοθεώρησή του. Έχει θραύσει το γυάλινο πύργο της λογοτεχνίζουσας αποτύπωσης της ιδεολογίας. Δε διατείνεται πια ότι ένα ποίημα / είναι ένα φλογερό βέλος με ιδεολογικά συμπαρομαρτούντα, όπως στην Απόπειρα εξόδου. Ενδιάμεσα η Ανοιγμένη φλέβα μετέφερε τον καημό ισόβιο ναυαγό / στα βαθιά των ματιών του, επιβαρύνοντάς τον με τη συμφόρηση των λέξεων στο κεφάλι του ποιητή («Λεκτικό επεισόδιο»). Τον απασχολεί έντονα η ποιητική ως ομοίωμα ζωής. Πλέον ο επανέλεγχος προθέσεων, στόχων, απωλειών επιβάλλεται για τους ‘‘συντρόφους της σιωπής’’, καθώς η ποιητική τέχνη γίνεται στάση ζωής. Ακόμη το σύμβολο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων αποκτά, μέσω της οικείωσης και της αγαπητικής σχέσης, την υπόσταση του ποιητή στις «Υποθήκες του ποιητή Τσε»: Να χτυπάς και να φεύγεις / σαν ήχος τυμπάνου / σαν έρωτας / σαν σφάχτης. Διαφοροποιημένη η αντίληψη για την ποιητική τέχνη: το ποίημα ως ανταρσία. Συγκλονίζει η «Αίτηση χάριτος» του καταδικασμένου ποιητή που δέντρο στη γύμνια του διεξάγει ισοβίως αγώνα ζωής με το στίχο.

Ο ποιητής γνωρίζει ότι καθίστανται οδυνηρά δυσεύρετες η ευθύτητα και η γνησιότητα, ακόμη και στις εκδηλώσεις εχθρότητας. Γι’ αυτό προφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού το ήθος της ποίησης από τα συναλλακτικά ήθη της εποχής, αντιμέτωπος με τη ρευστότητα των ανθρωπίνων καταστάσεων («Οικοδόμος εν αποστρατεία», «Λευκές ισοπαλίες», «Οι καλές μαθήτριες»). Αμύνεται στις επιθέσεις του ασήμαντου και του μέτριου, που η ανθρώπινη καθημερινότητα κουβαλά («΄Οψεις τεφρές της ερημίας», «Βρεφοκρατούσα»), στην πολιορκία της βαθιάς μοναξιάς («Τώρα η μοναξιά», «Απόψε») και της αλλοτρίωσης («Χαρούμενο ξεκίνημα»).

Η συνομιλία του Θ.Ε. Μαρκόπουλου με την ποιητική τέχνη του Βλ. Μαγιακόφσκι έχει μια συνέχεια. Αποτυπώνεται και στη συλλογή Το περίστροφο της σιωπής, ιδίως στο ποίημα «Ο δρόμος με τα φεγγάρια». Με τη διαμεσολάβηση της μεταφρασμένης και της πρωτότυπης ποίησης των Γ. Ρίτσου και Α. Αλεξάνδρου -αυτών δηλαδή που κυρίως διαμόρφωσαν την ελληνική εκδοχή του Ρώσου ποιητή- εικόνες, στίχοι, σχήματα του λόγου την υποδηλώνουν ήδη στο ποίημα «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» της Ανοιγμένης φλέβας. Αλλά και νωρίτερα στο Μοντέλο σώματος ο ποιητής προσφεύγει στο έργο του Μαγιακόφσκι, καθώς η αδηφάγος κοινωνία πολιορκεί και σπαράζει τον ποιητή στο γλιστερό πεζοδρόμιο / της Εγνατίας Βλάσοβα, ώστε να συναρμολογήσει το διαμελισμένο του σώμα. Συνεπώς, η ανίχνευση των οσμώσεων αυτών υποβοηθά την προσπέλαση στο περιεχόμενο της τελευταίας συλλογής και στο ποιητικό σύμπαν του Θ.Ε. Μαρκόπουλου.

Στο υπέδαφος αυτών τα μοτίβα που εκφράζουν μια τραυματική βίωση της κοινωνικής κατάστασης, οι εικόνες θανάτου, οι υπαινιγμοί αυτοκτονίας, η επαναφορά του περιστρόφου και του πυροβολισμού ως οργάνου και μέσου για την άμεση αφαίρεση της ζωής -ηθελημένη ή μη- επανέρχονται συχνά στην ποίηση του Θ.Ε. Μαρκόπουλου. Στην Απόπειρα εξόδου αιφνιδιάζει η προσωποποίηση του τρένου που το καλεί να φροντίζει την αγαπημένη: Δώσ’ της τα παράθυρα / να μου πυροβολεί / τις σκέψεις και το γέλιο της. Αλλά η αποξενωμένη σιωπηλή μάζα παρίσταται εχθρική και θυματοποιεί τον ποιητή. Στη συλλογή Του ανταποκριτή μας αναρωτιέται: Πώς να πιστέψω στο παιδί με το περίστροφο / που βασανιζόταν χρόνια / να βρει το στόχο του θριάμβου. Ο ποιητής που βρίσκεται Μια ζωή στη γραμμή / κι ούτε μια στιγμή λιποτάχτης στο Μοντέλο σώματος, όπου ο πόνος είναι γεγονός, αναγκάζεται ο ίδιος ως υποψιασμένο θύμα να κραυγάσει: Τραβήξτε επιτέλους το περίστροφο / μπας και δουν / τη ματωμένη κραυγή μου στο χιόνι / τ’ ανύποπτα θύματα.

Στην Ανοιγμένη φλέβα ο προβληματισμός προεκτείνεται. Το ερώτημα Τίποτα δεδομένο λοιπόν;, καταντά σχεδόν ρητορικό, αφού ο ποιητής ως κομάντος αυτοκτονίας βιώνει το ρήμαγμα της ζωής. Πικρές εμπειρίες στη συλλογή Το περίστροφο της σιωπής τον υποχρεώνουν ειλικρινά και εναγώνια να δηλώσει: Περνώ κάθε τόσο από μέσα μου / και δε γνωρίζω κανένα («΄Οψεις τεφρές της ερημίαςς Ι»). Έτσι ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με το σύγχρονο προσωπείο του θανάτου: η εποχή του περιστρό­φου πέρασε / (…) // Σήμερα το περίστροφο / έχει το σχήμα της σιωπής (στο ομότιτλο ποίημα της συλλογής). Στα ποιήματα της συλλογής αυτής ειδικότερα ο θάνατος βιώνεται στην κοινωνική του εκδοχή ως μόνωση («Τώρα η μοναξιά») και ως συμβατικότητα («Αίτηση χάριτος», «Η μπαλάντα των δασκάλων»). Στη βιολογική παράμετρο ο θάνατος δίνει το παρόν ως πόνος της μάνας και του παιδιού, εξαιτίας κυρίως των πολιτικών δυναστεύσεων, στα ποιήματα «Βρεφοκρατούσα», «Η Μικέλε λατρεύει τις κούκλες», «Η ηλικία της αθωότητας III», αλλά και ως τροχαία καθημερινότητα («Επιζών») και ως ψευδαίσθηση υπέρβασης («Έκθεση φωτογραφίας»).

Με συχνότητα και ένταση μεγάλη συνοδεύει αυτές τις εικόνες και διαπερνά τους στίχους του ποιητή η πολύμορφη σιωπή, κατέχοντας θέση-κλειδί στην ποιητική του κατάθεση. Στην Απόπειρα εξόδου, που με νεανικό διασκελισμό επιχειρεί ο ποιητής, είναι οι κοινωνικές συνθήκες που επιβάλλουν τη σιωπή. Δεν είναι σωστικό σύμπτωμα για τον αντιφρονούντα στρατιώτη στην καταπιεστική θητεία του («Εδώ η σιωπή είναι θρήνος]»). Κι ακόμη, προσεγγίζει τη σιωπή ως ιδιότητα του ατόμου που γίνεται έρμαιο της εξουσίας σε αντίθεση με τον ανυπότακτο ήρωα του. Στο Μοντέλο σώματος ο ποιητής ως αρτιμελής σταλακτίτης σιωπής διατείνεται: Με σημαδεύουν στο δέντρο / (…) / με σημαδεύουν στο πλήθος / (…) / αυτά τα στόμια κάνης με ακολουθούν παντού. Γι’ αυτό και η σιωπή καθίσταται πια επιλογή του ποιητή ως σιωπή ωριμότητας, γνώσης, αυτοάμυνας. Έπεται της ‘‘εξόδου’’, των εμπειριών. Οι μετατοπίσεις δεν άπτονται μόνο των επιδράσεων που ασκεί η σιωπή στα φυσικά στοιχεία.

Στην Ανοιγμένη φλέβα η σιωπή διαπλέκεται με την κενότητα και τον ασήμαντο θάνατο. Αυτά αποβαίνουν συστατικά των απεγνωσμένων ‘‘εορταστικών’’ εξόδων που θορυβωδώς επιχειρούν οι κάτοικοι της πρωτεύουσας10α. Μια άλλη μορφή της σιωπής συνοδεύει τις αρνητικές ανακατατάξεις, το ψυχικό άχθος και τον ευτελισμό των ιδανικών. Πολιορκούν τη συνείδηση του ποιητή και προκαλούν, εκτός των άλλων, τον αυτοσαρκασμό για ‘‘τα μικρά του όνειρα’’ που βγάζουν με προσοχή τα κεφαλάκια έξω10β. Αυτή η σιωπή δεν απορρέει από τύψεις, διότι η ιδεολογική στράτευση δεν απέκλινε από τον ανθρωπισμό, δεν παρεξέκλινε προς την ιδιοτέλεια. Η σιωπή επέρχεται ως αποτέλεσμα της ομαδικής συντριβής, της διάλυσης των εξιδανικεύσεων10γ. Αλλά βιώνεται πιο έντονα, επώδυνα, στην ατομική της διάσταση: Δεν έχω καν μια στάμνα σιωπής / να μαζέψω τις σκέψεις μου («Η πείνα του λευκού»). Η αίσθηση της μόνωσης κυριαρχεί: Νύχτα φορτωμένη μήλα σιωπής / διάστικτη από νησιά μοναξιάς αναμμένα («Σκυλί που κλαίει»). Το βύθισμα στην ανημποριά και στο τρομακτικό κενό από την απώλεια του νοήματος στη ζωή δηλώνεται εμφαντικά: Ανοίγεις τη σιωπή / και τρέχουν μουγγές λέξεις / σε μια άλλη σιωπή («Το βαλς»).

Στη συλλογή Το περίστροφο της σιωπής πυκνώνουν τα τεκμήρια για το βάθος της σιωπής. Αυτή παρίσταται μεταξύ των προσώπων χωρίς να δηλώνεται, όπως συμβαίνει με το βουβό καημό στις παιδικές «Μέρες του 1964 μ.Χ.». Υπάρχει, επίσης, ως ex silentio έκφραση του λυρισμού, την οποία αποζητά η φυσικότητα, όταν εκδηλώνεται ο έρωτας και η ομορφιά του11α. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στα ποιήματα «Τώρα η μοναξιά», «Οι λευκές ισοπαλίες», «Μεταερωτικό πρόσωπο», «Αίτηση χάριτος», «Ανταπόκριση». Ως βουβή επικοινωνία το σιωπηλό, μα εναργές, μήνυμα αρχαίων αποδείξεων της ζωής αποτελεί την καταφυγή του ποιητή, την εξομολόγησή του11β. Την κλίμακα για την κάθοδο στα εσωτερικά μέρη συναρμολογεί ο ποιητής ως κοινωνικό αυτό-αφοπλισμό με τις σιωπές από κρύσταλλο και τον (αυτό)σαρκασμό, υπονομεύοντας τα των ημερών μας υποκατάστατα της φιλίας11γ, ενώ τη βιώνει ως απόλυτο πόνο στη «Βρεφοκρατούσα». Η ηχηρή αποκάλυψη της γύμνιας και της ευτέλειας οραμάτων και προσώπων οικείων και ξένων τον συνταράζουν:  πομφόλυγες σκάνε χαλάνε τον κόσμο. Τα στοιχεία αυτής της πραγματικότητας συγκροτούν μια νέα απειλή, στην οποία δε δίνεται η προσοχή που αρμόζει: Σήμερα το περίστροφο / έχει το σχήμα της σιωπής (στο ποίημα «Το περίστροφο της σιωπής», όπου η αναγωγή εμφανώς γίνεται στον Κ. Καρυωτάκη).

Οι συνεκδοχές του νοήματος άγουν τη σκληρή αποτίμησή του ως την τραγικότητα: σιωπή που επιβάλλουν οι ισχυροί του καιρού, πυροβολώντας με τη σκουριά και τις κοινοτοπίες τους στον θυμωμένο κρόταφο του ήρωα του· σιωπή που εκτονώνεται στα απλοϊκά και καθημερινά· σιωπή του επαναστατημένου στοχαστή, που, χωρίς να παραιτείται, αναδιπλώνεται στον εαυτό του για περισυλλογή, αυτοέλεγχο, ανίχνευση των διεξόδων· σιωπή ως στάση ζωής μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο των ημερών· σιωπή πρόκληση με τη μορ­φή της αυτοχειρίας. Πάντως ο ποιητής δίνει συνέχεια στην τραγική πορεία: Βαρκάρηδες κατεβαίνουν στις ανοιχτές μου φλέβες / με αναμμένες σιωπές / στα μάτια μου αναδύονται στιλπνές προσδοκίες /  ΄Οσοι πιστοί / ελάτε ινκόγκνιτο στο δρόμο με τα φεγγάρια.

Ο ποιητής, συγκρουόμενος με τον χυδαίο ατομικισμό, έχει τη δύναμη να προβάλλει και πάλι συλλογικές ανατρεπτικές συμπεριφορές, που έχουν ως νεοτερικό στοιχείο στο περιεχόμενο τους την ποιότητα της σιωπής: Σύντροφοι της σιωπής / ας δώσουμε στη νύχτα τη δική μας εκδοχή («Ο δρόμος με τα φεγγάρια»). Είναι φανερό ότι η σιωπή συλλαμβάνεται ποιητικά ως στιγμή της δημιουργίας.

΄Οσον αφορά στην ποιητική τεχνική της συλλογής Το περίστροφο της σιωπής ο ποιητής δαμάζει την τωρινή ορμή, διαμορφώνοντας μια γραφή με χαρακτηριστικό γνώρισμα τη σωματικότητά της. Σ' αυτήν υποτάσσεται η έμπνευση από το παρόν ως άμεση και έμμεση εμπειρία, όταν την ενεργοποιούν ο πόνος, η αγανάκτηση, η οργή («Πρώτη αγάπη», «Έπαρση σημαίας», «Η Μικέλε λατρεύει τις κούκλες»). Το παρόν δίνει συνήθως την αφορμή για την ανάκληση του βιώματος, όπως λ.χ. το φεγγάρι του Αυγούστου («Απόψε»), ένα σύννεφο μετά τη βροχή («Μεταερωτικό πρόσωπο»), μια επίσκεψη στο Αμύνταιο («Ανταπόκριση»).

Τα ποιήματα του Θ.Ε. Μαρκόπουλου μοιάζουν με σχόλια στα οποία χτίζεται με τρόπο λιτό, πυκνό, κάποτε αποφθεγματικό –και γι’ αυτό άμεσο– η γέφυρα επικοινωνίας με τον αναγνώστη, χωρίς αυταρέσκεια, αλλά με γνήσια αγωνία («Η ρεβάνς», «Οι φίλοι», «Κασσάνδρα ’91»). Τον ενδιαφέρει πρωτίστως η συσπείρωση γύρω από την ιδέα του ποιήματος και η στήριξη στο στίχο, ώστε αισθητικά να έχει αυτάρκεια. Απόρροια αυτής είναι η τάση της ευρηματικής απόληξης και του «παραξενίσματος». Η προσπάθεια να αναδειχτεί ο τελευταίος ή συνήθως οι τελευταίοι στίχοι κορυφώνει την κλιμάκωση των συναισθημάτων και εικόνων («Κασσάνδρα ’91», «Το επόμενο ψέμα», «Χαρούμενο ξεκίνημα», «Το περίστροφο της σιωπής», «Οικοδόμος εν αποστρατεία», «Ανταπόκριση»). Η ειρωνεία είναι παρούσα στην αντίθεση φαινομένου-πραγματικότητας («Χαρούμενο ξεκίνημα», «Πρώτη αγάπη» - τίτλοι αντίθετοι σ’ ολόκληρο το περιεχόμενο των ποιημάτων «Το επόμενο ψέμα», «Η ρεβάνς», «Έκθεση φωτογραφίας», «Αντίδοση»). Συχνά ανατρέπει το σκηνικό που στήνει με το σαρκασμό («Έπαρση σημαίας») ή με το χιούμορ («Η ηλικία της αθωότητας Ι, ΙΙ»).

Στα ειδικότερα στοιχεία της ποιητικής τεχνικής του Θ.Ε. Μαρκόπουλου ξεχωρίζει η εικονοποιΐα με ευδιάκριτες οφειλές στην ποίηση του Ο. Ελύτη: κάθε κείμενο σχεδόν αποκλειστικά στηρίζεται σε εικόνες. Με τις εικόνες συνδέονται οι αναφορές σε αγαπημένα (ζώντα και τεθνεώτα) πρόσωπα και σε γεωγραφικά δεδομένα, για να προβληθούν τα ποιητικά μοτίβα. Ιδίως οι επώνυμες τοπιογραφικές αναφορές στον Μακεδονικό χώρο (περιοχές και οδοί της Βέροιας, Πλαταμώνας, Λιμνιώνας, Κασσάνδρα και ΄Ολυνθος, Αμύνταιο) συνηθίζονται περισσότερο από αυτές των προσώπων. Ίσως επειδή έτσι το βίωμα δένεται με το συγκεκριμένο χώρο,  αποκτώντας μια βάση στήριξης και, συνεπώς, διαιώνισης. Την ίδια στιγμή αυτές οι αναφορές καθιστούν παραστατι­κότερη την ανάμνηση και ασκούν τη γοητεία του οικείου.

Στην πολυσημία ανήκει, επίσης, μια από τις πρώτες θέσεις στην ενδεικτική καταγραφή των γνωρισμάτων του ποιητικού λόγου του Θ.Ε. Μαρκόπουλου. Κατά κανόνα η λέξη διολισθαίνει στη συνδήλωση. Λ.χ. στις «Υποθήκες του ποιητή Τσε» η μια σημασία κινείται στο επίπεδο του κοινωνικού επαναστάτη, η δεύτερη στο επίπεδο της καθημερινότητας (αιχμηρή και ευθύβολη χρήση του λόγου σε αντίθεση με τη φλυαρία, τη συμβατικότητα και τον ανεγκεφαλισμό) και ίσως η τρίτη στο επίπεδο της ποιητικής: επιδίωξη της έκπληξης σε κάθε σημείο του στίχου –γι’ αυτό και ο ποιητής Τσε– σε συνδυασμό με την ταυτότητα «ποίηση-επανάσταση». Στην «Ανταπόκριση»: το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ στέλνεται από την επαρχία στο κέντρο ή από τον ιδιωτικό στο δημόσιο χώρο, αλλά κυρίως υπονοείται η συνάντηση με το παρελθόν. Ανάλογη η πολυσημία στο ποίημα «Εκδοχή ατυχήματος», με μοτίβα επανερχόμενα στην ποίηση του, λ.χ. στο στίχο καρφώθηκα στον ουρανό.

Σπουδαία θέση κατέχουν οι διαπλοκές λέξεων, φράσεων, εικόνων -τέτοιες που μέσα από την αντίθεση τους να παράγουν ποιητικό σπινθήρα, όπως στον τίτλο της συλλογής που συνδυάζει το θόρυβο και τη σιωπή: ένα σκοτωμένο έρωτα («Βρεφοκρατούσα»), Πάλι γαλάζια καταδίκη («Οι λευκές ισοπαλίες»), έτοιμος για το φέρετρο / της καινούριας μέρας («Χαρούμενο ξεκίνημα»), Πρώτη φορά π’ αγάπησα φέρετρο («Πρώτη αγάπη»), και ν’ απειλεί ο ήλιος με δύση («Ανταπόκριση»). Επίσης, οι απροσδόκητοι συνδυασμοί λέξεων συντελούν στο να συγκεκριμενοποιείται το αφηρημένο με τρόπο αποτελεσματικό: πετονιά της φωνής («Οι φίλοι»), φτερούγες από άνεμο («Εκδοχή ατυχήματος»), κομμένο λεμόνι θάλασσα («Κασσάνδρα ’91»), κάργα καπνού («Οι λευκές ισοπαλίες»), πουλάκι στα γερμένα βλέφαρα («Οι καλές μαθήτριες»), έπαρση καπνού («Χαρούμενο ξεκίνημα»), ένοικος ζεστός της φλέβας («Η καταπακτή»), σούρουπο χιόνι («Μέρες του 1964 μ.Χ.»), μαντίλι μαρκίζα («Πρώτη αγάπη»).

Οπωσδήποτε η φροντίδα για το ρυθμό είναι καθοριστική: αυτός συχνά έχει το σχήμα μιας ιδιαίτερης έντασης («Εκδοχή ατυχήματος», «Έπαρση σημαίας», «Μεταερωτικό πρόσωπο»), άλλοτε μιας βραδύτητας που θέλει να αναδείξει το στίχο και τη φράση («Υποθήκες του ποιητή Τσε») ή την περιγραφική-αφηγηματική διάσταση του κειμένου («Ανταπόκριση»). Σε κάποιες περιπτώσεις αποδίδεται με τον τόνο της υψηλής προφορικότητας, προπάντων όταν ο λόγος απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο («Οι φίλοι», «Τα γράμματα του πατέρα»).

Η απόδοση των εμπνεύσεων του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου στη συλλογή Το περίστροφο της σιωπής και στο σύνολο της εκδομένης ποίησής του επιβεβαιώνει την ποιότητα της γραφής του και τη δημιουργική συνομιλία με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Η δύναμη και η υποβλητικότητα των ποιημάτων του επιτρέπουν να διακονεί με επάρκεια την τέχνη της ποίησης. Ο προσανατολισμός σε μια θεματική πνευματικών αναζητήσεων εμπλουτίζει το ιδίωμα του ποιητή και προσδίδει συναρπαστική διάρκεια στην αναμέτρηση με το χρόνο και την πορεία της αυτογνωσίας που ο ίδιος χαράζει.

Περ. Ακτή (Λευκωσία) 44 (Φθινόπωρο 2000) 375-383 =
Ανάτυπο από το περιοδικό Ακτή, 2001, σ. 3-11

Σημειώσεις

1. Σύμφωνα με τους στίχους του: ο γραμμένος στα μητρώα του σύννεφου/ ετεροδημότης στη Βέροια με ξένο καπέλο· στήνω το ξύλινο αλογάκι της τέχνης/ ως δαναός κρυπτοκομμουνιστής (Μοντέλο σώματος).
             2. Βλ. και Γιάννη Κουβαρά, «Η διπλή εξορία του ποιητή», εφ. Η Εποχή (31–1-1993), κριτικό σημείωμα με αναφορές κυρίως στο Μοντέλο σώματος και στην Ανοιγμένη φλέβα.
            3. Βλ. και Χρίστου Ηλιόπουλου, «Περιπλάνηση στο παρόν της ποίησης», εφ. Η Αυγή της Κυριακής (20-1-1997). Επίσης, του ίδιου, «Κριτική αμφισβήτηση στην κριτική», περ. Μανδραγόρας 5 (Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1994) 113-114.
            4. Σκότωσα πίσω την εβδομάδα μου· Τώρα η μοναξιά/ δεν είναι κοπέλα του αλλοτινού καιρού· Τότε ανάψτε του το επόμενο ψέμα· το άγριο βράδυ/ το δίχως σταγόνα έλεος στον ορίζοντα· Πέφτει ο ήλιος/ στον κερματοδέκτη του βουνού/ το σούρουπο χιόνι· ώσπου να χαμηλώσει κράνος  ο ουρανός του βλέμματος.
            5α. Την καταπακτή του συντελεσμένου/ φοβάται το ποίημα/ (...)/ ολόκληρο ένας πόνος  μα ένοικος ζεστός της φλέβας σου / (...)// Ομοίωμα ζωής το ποίημα/ την έξωση απ’ την καρδιά σου φοβάται («Η καταπακτή»).
               . κι εντός γαλβανισμένοι αύριο/ θα κατεβάσουμε ανώδυνα το κώνειο της μέρας («Ο δρόμος με τα φεγγάρια»).
              5γ. θέλω να μ’  αγαπάτε ή να με μισείτε/ δέντρο στη γύμνια του/ αλλιώς με φθείρετε/ (...)/ στην αγωνία της επινόησης με εξωθείτε/ (...)/ ανώνυμο να με χαράζετε/ το ίδιο δέρμα φορώ κι από μέσα/ ανώνυμο πυροβολήστε με/ το ίδιο πρόσωπο φορώ και στην απουσία («Αίτηση χάριτος»).
            6α. Κυκλοφορούσε/ με το ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ στο στήθος/ σαν τουριστικό δωμάτιο/ (...)// Μέρες που ήταν/ σοβάδες έπεφταν από τον ουρανό/ ουρά οι άστεγοι έξω από την πόρτα/ κι εκείνος μόνιμα έξω από το σώμα/ σ’ ένα κλαδί βροχής («ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ»).
             6β. Κι εσείς/ τα λευκά σας φτερά θα φορούσατε/ αν απαντούσατε/ στον ουρανίσκο του πρωινού/ ένα μικρό κοριτσάκι/ να τραγουδάει αντάρτικα/ κόβοντας βόλτες στο ρυθμό τους/ πάνω στο γλιστερό πεζοδρόμιο/ της Εγνατίας Βλάσοβα (Μοντέλο σώματος, σ. 23)· Αυτόπτης μάρτυρας κι εγώ του καιρού μου/ σύντροφοι δικαστές/ δεν έχω τίποτ’   άλλο/ να καταθέσω στη δίκη του/ παρά μόνο/ αυτό το τόσο όμορφα συσκευασμένο/ μα κομμένο κεφάλι μου (ό.π., σ. 35)· εγώ που για να σώσω την ανάσα μου/ πρέπει το δίχως άλλο/ να συναρμολογήσω το διαμελισμένο μου σώμα/ καθώς ψαράς τα σπασμένα του δίχτυα/ πώς θα μπορούσα να βγάλω μια άκρη/ χωρίς τα σύνεργα χέρια σας/ και δίχως στο κεφάλι μου/ ένα μοντέλο σώματος (ό.π., σ. 62).
            7α. Σε βλέπω/ μέσα μου να σκοτώνεις/ μιαν ακόμα ελπίδα (Απόπειρα εξόδου, σ. 52)· οι δράστες/ πάλι άγνωστοι/ (…)/  Εγώ πάντα γνωστός (ό.π., σ. 65).
            7β. Του ανταποκριτή μας, σ. 11.
            7γ. Μοντέλο σώματος, σ. 61, 9, 59.
            8α. Στο ποίημα «Περεστρόικα ή Ο καλός μαθηματικός του Μπέρτολτ  Μπρεχτ».
            8β. Ένας κομάντος αυτοκτονίας/ σας απειλεί κάθε στιγμή  στο ποίημα «Κομάντος αυτοκτονίας».
            8γ. Ακατοίκητο σπίτι/ το πρόσωπο σου/ σαν μια οβίδα/ εντός του να έσκασε στο ποίημα «Ακατοίκητο σπίτι».
            9α. Απόπειρα εξόδου, σ. 67: Δε θέλησε στη ζωή του/ να συντρίβει/ να σωπαίνει/ και να σκύβει/ (...)/ Ρεφενέ τον κηδέψαμε.
        9β. Παράξενος άνθρωπος// Βγαίνει από το καβούκι του/ μονάχα τη νύχτα/ αρτιμελής σταλακτίτης σιωπής (Μοντέλο σώματος, σ. 39, 59).
            9γ. σιωπηλός μηχανοδηγός ο Αλιάκμονας, είναι νύχτες που αιμορραγεί ακατάσχετα/ η σιωπή (Μοντέλο σώματος, σ. 50, 33).
            10α. επιστρέφουν το σούρουπο/ κινούμενα φέρετρα/ έμπλεα εκκωφαντικής σιωπής/ στο νεκροταφείο της Καισαριανής/ ή του Αιγάλεω στο ποίημα «Έλληνες εν ειρήνη».
          10β. Λίγο μετά το σιωπητήριο/ ανοίγουν δειλά την πόρτα του ψυγείου/ βγάζουν με προσοχή τα κεφαλάκια έξω/ να κόψουν κίνηση/ (...)/ και δώσ’ του πάλι πίσω/ μη και περάσει η έφοδος/ τα μικρά μου όνειρα στο ποίημα «Κατάσταση πολιορκίας».
           10γ. πιστέψαμε κάποτε στην αθανασία της ιδεολογίας μας/ και γίναμε τα μεγάφωνα των ξύλινων ρητόρων/ να ’μαστε πάλι στην αίθουσα αναμονής/ να καπνίζουμε και να σωπαίνουμε σαν γκρεμισμένα σπίτια/ το δέρμα να τρυπάμε με το γυαλί της αγωνίας στο ποίημα «Αυτοκριτική».
            11α. Στη θερισμένη αμμουδιά/ της σιωπής/ στο ύψος της επικράτειας του κύματος/ (...)/ συλλέκτης οστράκων/ ο έρωτας στο ποίημα «Συλλέκτης οστράκων».
            11β. Ερήμην μου ζω («΄Οψεις τεφρές της ερημιάς II»)· Σύντροφο θρέμμα της εντός ερημίας ελέησον// (... / θα σου μιλώ με σιωπές σαν εικόνα αρχαία στο ποίημα «΄Οψεις τεφρές της ερημιάς IIΙ».
          11γ. Μακρινοί μου φίλοι/ να ξέρατε πόσο άβολα νιώθω/ όταν σας τηλεφωνώ πότε πότε/ και καταστρέφω σιωπές από κρύσταλλο/ με μικρές τρικυμίες/ (...)/  εγώ με την πετονιά της φωνής σας/ ανασύρω απ’ το βυθό του μυαλού/ τη ναυαγισμένη μου νιότη στο ποίημα «Οι φίλοι». Πρβλ. Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη «Η στρατηγική της σιωπής», περ. Σημειώσεις 50 (1998) 59-63.



Τεστ κοπώσεως 
(Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 2002)



Ιγνάτης Χουβαρδάς

Η ροή του χρόνου όπως χαράζει πρό­σωπα και καταστάσεις, δημιουργώ­ντας μια γραμμική πορεία απόστασης από τα βιώματα του παρελθόντος, είναι η σκιά που συντροφεύει το βιβλίο ποιημάτων του Θανάση Μαρκόπουλου με τον τίτλο Τεστ κοπώσεως. Η σκιά αυτή έχει ταυτότητα: είναι η σκιά του Βερμίου, κάτω από το βάρος της οποίας ο χρόνος υποβάλλει το ερώτημα της αντοχής των υλικών, όχι μόνο του σώ­ματος αλλά κυρίως της ψυχής, στο ευ­ρύτερο πλαίσιο μιας διαρκούς προ­σπάθειας του ποιητή να βρει τις αναλο­γίες του με τον χώρο.

Το Βέρμιο σαν προπέτασμα ανάμε­σα στις δύο ταυτότητες του ποιητή, την περιφέρεια της Κοζάνης των παιδικών χρόνων και τη Βέροια της μόνιμης εγ­κατάστασης, γίνεται ένα βουνό διαρ­κούς αμφισημίας και ταλάντωσης του ψυχισμού, έλξης και απώθησης ανάμε­σα στο μητρικό στοιχείο του γενέθλιου τόπου και στο δυνητικό τοπίο της ενή­λικης ζωής, όπου το όνειρο παλεύει με την επιβίωση κι όπου μόνες σταθερές αξίες παραμένουν η μνήμη, το βλέμμα, τα οικεία πρόσωπα.

Τα ποτάμια Αλιάκμονας και Μπαρμπούτα, η θέα του κάμπου, η χειμωνιάτικη πάχνη, το λευκό σεντόνι του χιο­νιού, η ομορφιά της νεότητας, όλα αυτά αργά αλλά σταθερά οικοδομούν μια ζεστή φωλιά για το υποσυνείδητο, μια μοιραία σκάλα συμφιλίωσης με τον τό­πο, όταν άλλα στοιχεία όπως η ασφυ­κτική ρυμοτομία της πόλης, η μικροψυ­χία της επαρχίας και οι αργόσυρτοι ρυθμοί της, η πνευματική στασιμότητα, οδηγούν τον ποιητή σ’ έναν απομονω­τισμό, μια κατάσταση αυτοεξορίας. Από την έλλειψη επικοινωνίας προκύ­πτει ένας ψίθυρος διαμαρτυρίας, πα­ράπονου και άδολου φθόνου για τα με­γαλεία της πρωτεύουσας.

Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία της δο­κιμασίας του χρόνου, το τεστ κοπώσεως προδίδει τη φθορά θεμελιωδών συ­στατικών της ιδιοσυγκρασίας του ποι­ητή. Νεανικά οράματα μοιάζουν σκου­ριασμένα ή προδομένα, παλιές φιλίες αλλοτριωμένες. Την οργανική σχέση με τη φύση της παιδικής ηλικίας έχει αντικαταστήσει ένας ψυχρός μικροα­στισμός, διαπίστωση που προκαλεί αμηχανία κι ενοχή

Ακόμα δεν μπόρε­σα να καταλάβω
              πώς βρέθηκα ένα πρωί
              να μάχομαι τα χελιδόνια
              που ακάθεκτα εφορμούσαν
              να χτίσουν τη φωλιά τους
              στη βεράντα του καινού­ριου σπιτιού μου

Σ’ αυτόν τον πικρό απολογισμό, το αντίδοτο στις ρυτίδες του χρόνου είναι η συχνή επιστροφή στον γενέθλιο τόπο του νομού Κοζάνης, η ιστορική μνήμη (η αχαριστία της πατρίδας απέναντι σε αφανείς ήρωες που θυσιάστηκαν για τις ιδέες τους), επίσης το ερωτικό βάλσαμο, η οικογενειακή θαλπωρή.

Ανάμεσα στα υλικά που φθείρονται και σ’ εκείνα που αναδεικνύουν τη δυ­ναμική τους, διεκδικεί το δικό του με­ρίδιο το βλέμμα, η λεπτή παρατήρηση που καταγράφει το ελάχιστο, το ασή­μαντο, και το αναδεικνύει σε ουσιώδες, αντιπροσωπευτικό της ιστορίας ε­νός τόπου και των κατοίκων της. Εν­δεικτικό είναι το ποίημα «Φιλί στον ουρανό I», που αφορά ένα χαμηλόφω­νο συμβάν στους δρόμους της πόλης:

 

[...] κοπελίτσα λιγνή με μαλλιά γκρεμι­σμένα προσεγγίζει το στύλο της ΔΕΗ δίνει ένα φιλί στη σκοτωμένη δασκάλα και βροχερή συνεχίζει το δρόμο της άκρως ανυποψίαστη για τη μολότοφ που πέταξε εντός του απ’ τα παράθυρα των ματιών 

Όταν το βλέμμα ξεφεύγει από την ασφυξία της πόλης και χάνεται στη φύ­ση, τότε η λεπτή παρατήρηση αποκτά έναν δυναμισμό και μια ορμητικότητα διεισδυτική. Το βλέμμα ταξιδεύει στα άδυτα μιας φύσης αμφίσημης, όπου φωλιάζει η δυναμική της ζωής και πα­ράλληλα η δυναμική του θανάτου. Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλ­λογής έχει τον τίτλο «Το παιδί και το κοτσύφι»:

 

Αγόρι άγριο χουγιάζει τη γύμνια του κάτω στο ρέμα με τους σταλαγμίτες της λεύκας και το μαργωμένο κοτσύφι δε βρίσκει κλω­νάρι ν’ ακουμπήσει την κόπωση στο κλει­δωμένο τοπίο κι ολοένα γκρεμίζεται μα πάλι ανέρχεται την τελευταία στιγμή επι­στρατεύοντας το αδύνατο ώσπου το μάτι χτυπάει μαύρο όπως αίμα η γάζα και χύνε­ται εντός του σε μια άφεση δίχως επιστρο­φή ως τ’ ακρωτήρια των νυχιών και πέφτει γλυκός ο θάνατος στο πεινασμένο στόμα 

Όταν πάλι κυριαρχεί στον ποιητή η ψυχολογία μιας ιδιότυπης εξορίας-απομόνωσης, τότε το βλέμμα εγκλωβίζεται σε εικόνες αποφλοιωμένες, ηθε­λημένα άνευρες, που γειτνιάζουν με τα όρια της παρωδίας:

 

γεφύρια κομμένα γύρω μου και τα στενά πιασμένα οι φίλοι ξοδεμένοι ένδον ποντίζομαι τον κόσμο γνωρίζω πια μέσ’ απ’ τους καθρέφτες τα νέα της συνοικίας μου μέσω Αθήνας

Ο Μαρκόπουλος κινείται στον αντίπο­δα της ποίησης που εκφράζει τη ζωή στα μεγάλα αστικά κέντρα κι όπου η αναφορά στη φύση γίνεται με τη λογική της απόδρασης από την πόλη και της επιστροφής στον γενέθλιο τόπο της παιδικής ηλικίας. Ο Μαρκόπουλος α­κολουθεί την αντίστροφη πορεία, εκ­φράζει τη δυσκολία της ζωής στην περι­φέρεια και τον συνακόλουθο φθόνο για τα φώτα της πρωτεύουσας. Η αμφιταλαντευόμενη στάση του ποιητή απέ­ναντι στον τόπο της διαμονής του, η κί­νηση φυγής που ολοένα αναβάλλεται, αυτό το διαρκές ερωτηματικό βοηθά σε μια ανάγλυφη σκιαγράφηση της ζωής στην επαρχιακή πόλη, αληθινής και ουσιαστικής, χωρίς δείγμα υποκρισίας.

Στα ποιήματα της συλλογής υπάρχει μια νοητή γραμμή όπου τέμνονται οι κοινωνικές με τις προσωπικές συνι­στώσες, με αποκύημα μια ειλικρίνεια συνυφασμένη με τη συμπόνια για τον συνάνθρωπο, την προσωπική περιπέ­τεια γύρω από την καθημερινότητα της επαρχίας, τη διαδρομή του βλέμματος στη φύση, το ερωτικό στοιχείο, τη θαλ­πωρή του σπιτιού. Το θρυμμάτισμα του συλλογικού οράματος βρίσκει διέ­ξοδο στα σκόρπια θραύσματα του α­τομικού βιώματος. Το σταγονόμετρο του χρόνου οδηγεί νομοτελειακά στον φόβο του θανάτου, που άλλοτε αντιμε­τωπίζεται με πικρόχολο χιούμορ, άλ­λοτε σαν εμπαιγμός, άλλοτε σαν κρυ­φό άγχος μετατοπισμένο στο εξωτερι­κό περιβάλλον.

Οι στίχοι φωτίζουν το μωσαϊκό μιας ψυχής, όπου το φως και το σκοτάδι συνυπάρχουν ετεροβαρή, άλλοτε επι­κρατεί το ένα κι άλλοτε το άλλο· το υγρό στοιχείο άλλοτε είναι ανήλιαγο και διαβρωτικό κι άλλοτε ζωογόνο κι αισθησιακό∙ ο έρωτας ως παρελθόν και ως παρόν αντιδιαστέλλεται μ’ ένα αν­θρώπινο περιβάλλον κοντόθωρο, όπου το κακό γούστο περισσεύει, το ίδιο το βλέμμα σαν αποκύημα της ψυχής μα­θαίνει να διακρίνει στη φύση τη δισυ­πόστατη πλευρά των πραγμάτων, τη ζωή και τον θάνατο. Ο ποιητής επιχειρεί να συνταιριάξει μεταξύ τους το κοινωνικό με το προσωπικό στοιχείο, εγχείρημα δύσκολο που διασώζεται από ένα πνεύμα πρόθυμο ν’ αφεθεί σε μια γλώσσα ειλικρινή, στέρεα, αληθινή, ανθρώπινη.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βι­βλίου είναι αυτό που υποβόσκει πέρα από τις προθέσεις του ποιητή, το ίδιο το υποσυνείδητο μορφοποιημένο κά­τω από τη σκιά του Βερμίου. Το εξω­τερικό περιβάλλον, θετικό κι αρνητι­κό, αμφίσημο, μπορεί να σχολιάζεται με τον τρόπο της τυπικής λογικής∙ όμως, μονίμως αιωρείται η υποψία πως όλα διηθούνται στο βαθύτερο φίλτρο του υποσυνείδητου, εκεί που το βλέμμα ελεύθερο αναζητεί την εσωτερική του παράσταση, συνειρμι­κά κι αυτόματα. Ενώ τα ποιήματα επιδιώκουν ν’ αναδείξουν την αυτοτέλειά τους, μια βαθύτερη ροπή θέλει να τ’ αναποδογυρίσει, ν’ ανακατώσει τα στοιχεία τους, να τα ξαναφιλτράρει στην οθόνη ενός ονείρου τολμηρού και δυναμικού, στην καταπακτή μιας βαθύτερης κατάβασης προς το υπέ­δαφος της ψυχής. Έτσι, η αμφισημία γίνεται γενικότερη και στο επίπεδο των προθέσεων. Ο ποιητής επιδιώκει να μας παρουσιάσει μια πραγματικό­τητα που βιώνει μέσα από τη δοκιμα­σία του χρόνου, ενώ κατά βάθος οικοδομεί τους ιστούς ενός βαθύτερου ονείρου, γεμάτου θραύσματα της πραγματικότητας, παρόντος και πα­ρελθόντος, που αλληλοσυμπλέκονται με τους δικούς τους νόμους σ’ ένα διαρκές καθεστώς έλξης και απώθη­σης γύρω από τις δύο παρυφές του Βερμίου, όπου από τη μια κρύβεται η παιδική ηλικία κι από την άλλη η ενή­λικη ζωή.

 «Η σκιά του Βερμίου υπό το πρίσμα της ενδοσκόπησης»
Περ. Εντευκτήριο (Θεσσαλονίκη) 61 (Απρίλιος-Ιούνιος 2003) 130-132



Γιώργος Μύαρης

            η ωραιότητα κι η σιωπή συνοικούν στο ίδιο κλωνάρι

                                («Το φωτόδεντρο»)

 

Ο ποιητής Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος έρχεται έξι χρόνια μετά την έκδοση της ποιητικής συλλογής Το περίστροφο της σιωπής (Θεσσαλονίκη 1996) να παρου­σιάσει 27 ευαίσθητες νέες δημιουργίες του με τον ευρηματικό τίτλο Τεστ κοπώσεως, ορισμένες από τις οποίες ήδη είχαν δημο­σιευτεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Νέα Εστία, Μανδραγόρας, Παρέμβαση, ανά­μεσα στα 1999 και 2001. Ο τίτλος της έκτης συλλογής του, δανεισμένος από το ομώνυμο ποίημα, παραπέμπει σε δοκιμα­σία αισθητική (όχι εξεταστικό τεστ, λόγω της εκπαιδευτικής ιδιότητας του ποιητή) –σε κόπωση, όχι έμπνευσης, αλλά αμφιθυ­μίας υπαρξιακής, προσωπικής και ομαδι­κής– σε τεστ κοπώσεως και δοκιμασίας, όχι ηλικίας ή υγείας, αλλά πρωτίστως αντοχής της ποιητικής τέχνης και της ουσίας του υπάρχειν. Πρόκειται για μια απόπειρα που μετά την ανάγνωση των ποιημάτων με κάνει να νιώθω ανικανο­ποίητος. Διότι δεν αρκούν –μαζί με πρό­σφατες δημιουργίες άλλων ομότεχνων του– τα 27 ποιήματα-διαμάντια της συλ­λογής, για να κορέσουν τη δίψα για γνή­σια ποίηση στους καύσωνες και τη λειψυ­δρία της πεδινής ζωής μας.

Δηλώνω, ωστόσο, γοητευμένος διότι το Τεστ κοπώσεως επιβεβαιώνει περίπου τη σκέψη που διατύπωνε κάπου ο Νικη­φόρος Βρεττάκος για την ποίηση: μια πόρτα που μας εισάγει στο βάθος του κόσμου. Τη γνωρίζει, ασφαλώς, ο Θ.Ε. Μαρκόπουλος και την ενστερνίζεται. Κι ας αυτοσαρκάζεται για το δήθεν αντιποι­ητικό «βόλεμα» της τέχνης του («Αντίο ποιήματα»). Η ποιητική εξακολουθεί να είναι σωστικό σύνεργο και λειτουργία, σύμφωνα με το «Καλάμι ποίημα», παρά την προσωρινή εξασθένιση του κουράγιου που φέρει ο ποιητής («Οι λέξεις»).

Η ένδον πορεία του ποιητή συνεχίζε­ται πεισματική και ανανεωμένη, όπως και το βασανιστικό πελέκημα του στίχου. Εμφανής είναι και η αναζήτηση νέων τρό­πων έκφρασης. Υπερρεαλιστικές εικόνες, μεταφορές και παρομοιώσεις πυκνώνουν στα ποιήματα αυτά: κι ανάβει ο κόσμος τις φράουλες/ στα γκρεμισμένα του μάτια» (σ. 11), Περι­φέρομαι πάλι/ όπως άλογο στο πηγάδι (σ. 12), μπάτης κι έπαιρνε το σώμα στις μνήμες (σ. 15), ανήμπορος να σέρνεται φίδι στο θερισμένο δάπεδο (σ. 18), όμως εγώ φτερούγα και κύμα ενοικώ μονίμως στο ίδιο κλωνάρι στον ίδιο ουρα­νό στεγάζω το βλέμμα μου (σ. 19), Κόπωση μνήμης, κόπωση θέας και πέφτω (σ. 20), Πεύκο μονάχο σαλεύω στο βλέμμα μου επανδρώνω το σώμα μου μονάχα με λέξεις (σ. 20), μέρες θωρα­κισμένες και χόρτα που τσάκισαν σαν επανάσταση (σ. 24), έσφιγγε στα λευ­κά της δοντάκια το δράκο θάνατο (σ. 25), αποσπάσματα τρυφερών σωμάτων που βόσκουν το θάνατο στη θάλλουσα χλόη (σ. 32) κ.ά.

Κατάργηση της στίξης για την απόδο­ση του καθημερινού παραλογισμού ή του μουρμουρητού και της ειρωνείας· πυκνός και συνεχόμενος λόγος, για να καλύψει τις ανασφάλειες ή να προστατέψει σαν βλάστηση του λόγγου το καταδιωγμένο ανθρώπινο αγρίμι των καπιταλιστικών απόκεντρων· αφηγηματικές τεχνικές φθέγγονται για να ενισχύσουν το τούνελ διαφυγής· πεζογραφήματος μίμηση δίκην παραλλαγής της ψυχρής αδιαφορίας, για να μη φανεί στους γύρω η ερήμωση και η συντριβή του Ανθρώπου – φαινομενική αποκοπή από την παραδοσιακή φόρμα και επίμονο βούτηγμα στης σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας τα δροσερά νερά.

Ο Θ.Ε. Μαρκόπουλος περιπατεί στα υψώματα της ποίησης του Καρυωτάκη και του Αναγνωστάκη, του Αλεξάνδρου και του Κύρου, του Ευαγγέλου και του Ελύτη, από κοντά της Βακαλό και του Σινόπουλου. Και άλλοι νεότεροι των δεκαετιών του ’70 και του ’80, Θεσσαλονικιοί και Παλαιοελλαδίτες, οι συνδαιτυ­μόνες κι οι συμποσιαστές στο «μυστικό δείπνο» για την καταβαράθρωση του άλγους και των κακώσεων της ψυχής και του κόσμου.

Οι πνευματικές αναζητήσεις του ποιη­τή, μετά τη συλλογή Το περίστροφο της σιωπής που αποτελεί τομή στην ποίησή του, ενσωματώνονται στην πικρή γεύση των 'θεμάτων του. Η πολυσημία χαράσσεται στην ωριμότητα του περιεχομένου. Η ζωή ως αγνή απόλαυση («Αντίο ποιήμα­τα») κι ως έγνοια για την παράτασή της («Ένας φίλος απ’ τα παλιά»). Το παιγνίδισμα της ύπαρξης και της νιότης («Η μπαλάντα του άλφα και του ρο», «Φιλί στον ουρανό II»). Η ύπαρξη που κατά­ντησε αδήριτο «παιγνίδι» με το θάνατο («Εικονική πραγματικότητα»). Το παίγνιο της ματαιωμένης ύπαρξης («Δήλωση μετανοίας», «Στο γύρισμα του αιώνα», «Το Κούγκι»). Κι ο άνθρωπος μπαίγνιο του φόβου («Τεστ κοπώσεως», «Το εκμαγείο»), της ισοπέδωσης («Parking») και της συμβατικής ανησυχίας («Σπόνδυ­λοι στη χλόη»), των απρόσμενων μεταβο­λών («Η μάνα μου στα εβδομήντα»), των διαψευσμένων βεβαιοτήτων («Ρέκβιεμ για την πρώτη μεταπολεμική γενιά του χωριού μου»).

Ο άνθρωπος αποδίδεται αγωνιστής και αδιαπραγμάτευτα αξιοπρεπής ως τα στερνά του («Βίος και πολιτεία του Χρί­στου Βλαχάβα»)· τραγικά δεμένος πίσω από τη διάψευση, μα δυνατός μέχρι τα ύστατα όρια («Ο Ματούσιος λύνει την αντίφαση»)· συμπιεσμένος από το ανα­πόδραστο της γενικευμένης επίθεσης του χρόνου, της φθοράς σώματος και ήθους, της αλλοτρίωσης («Ο θεός που πεθαίνει», «Στο γύρισμα του αιώνα», «Το παιδί και το κοτσύφι»).

Ο θάνατος ως βίωμα, αίσθηση, στοχα­σμός παρίσταται συχνά, ίσως για να δηλώσει συμμετοχή ο ποιητής κι ο ανα­γνώστης στο απλοϊκό παιχνίδι της δήθεν κατανόησης και μίμησης του καβαφικού ήρωα (σαν έτοιμος από καιρό σα θαρ­ραλέος), αφού για στωική προσπάθεια και βιοθεωρία καιρός δεν περισσεύει πια: Πεύκο μονάχο σαλεύω στο βλέμμα μου (σ. 20), και πέφτει γλυκός ο θάνατος στο πεινασμένο στόμα (σ. 20). Φλογίζονται και παγώνουν συγχρόνως τα εσώτατα τοπία· λιγότερο με την προσέγγιση της αυτοκτονικής «λύσης» των βιωμένων αντιφάσεων («Το Κούγκι», «Ο Ματού­σιος λύνει την αντίφαση»)∙ περισσότερο με την αφορμή για θρήνο («Εικόνες με κρύο»), την απουσία αλληλεγγύης προς τους πάσχοντες («Ο ένοικος της τρίτης ερημίας»), για κάλεσμα αντίστασης ποιη­τικό («Το φωτόδεντρο»), ακόμη και ως εμπρόθετη θανάτωση του επαγγελματία θανάτου με διάθεση σατιρική: Στο κάτω κάτω βρε αδερφέ κάποτε πεθαίνει κι ο θάνατος όπως ένα σωρό παλιοί επαγγελματίες ο τσαγκάρης λ.χ. κι ο ράφτης λ.χ. ο έρωτας» («Επαγγελματικός προσανα­τολισμός»).

Η απάντηση και το όπλο είναι η ποίη­ση (θυμίζω πρόχειρα πως στην ποίηση του Γ. Βαφόπουλου η σωτηρία αναζητείται στο «παιγνίδι» της ποίησης): το «Καλάμι ποίημα» μπορεί να λυγάει τρεμίζοντας μπρος στο κενό του χαμού [...]/ κι επιστρέφει στον κόσμο/ όλο και σοφότερο επιστρέφει. Αναδύεται ο ποι­ητικός οίστρος του Θ.Ε. Μαρκόπουλου από τα διάσελα των δραματικών εκπυρσοκροτήσεων και τη συμπαρουσία Ιστο­ρίας, Πολιτικής και Ηθικής. Η ποίηση ενι­σχύει το γνώριμο πλέγμα αντιστάσεων στην προϊούσα κατάρρευση και στη γενί­κευση του εκμαυλισμού∙ πότε με την ανθρώπινη επαφή («Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας», «Ο ένοικος της τρίτης ερημίας»)∙ άλλοτε με τη συνειδητοποίηση των διαψεύσεων («Ρέκβιεμ για την πρώτη μεταπολεμική γενιά»)· ύστερα πάλι συναντά τη λυτρωτική υπεράσπιση της αξιοπρέπειας («Βίος και πολιτεία») και την ανιδιοτελή καταγγελία: Η Ελλάδα ξεβάφει με την πρώτη βροχή/ το νυφιάτικο σεντόνι της στο μπαλκόνι/ έχει πάντα την ατιμία του κραγιόν// Η Ελλάδα/ η ανεκτέλεστη καταδίκη («Σπόνδυλοι στη χλόη»)· από δίπλα ο μετεωρισμός στο αποκαλυπτικό της γνώσης, στο αναπότρεπτο της αλλοτρίωσης, στον πόνο για την ακινησία των συνειδήσεων («Στο γύρισμα του αιώνα», «Δήλωση μετανοίας», «Ένας φίλος απ’ τα παλιά», «Ο Ματούσιος λύνει την αντίφαση»). Ο ερωτισμός γίνεται χαραμάδα ελπίδας: όπως έτρεχα ρυάκι στο βαθύ ντεκολτέ της κυνηγώντας τη θάλασσα ράγισε η γη (σ. 23), αλλά και παρανάλωμα της ξοδεμένης νιότης («Γυναίκες ηλιοτρόπια»), άπελπις ζωοδότης («Φιλί στον ουρανό I, II), που τον πλήττουν τα μικρά και μάταια ενός κόσμου («Οι λέξεις»), που ούτε υπερβατικές αυταπάτες τον κινούν («Ο θεός που πεθαίνει»).

Το αίσθημα της απώλειας γιγαντωμένο επηρεάζει και την οργάνωση του ποιητικού νοήματος και τον προσανατολισμό της έμπνευσης του ποιητή. Φαίνεται ότι η ωριμότητα συναντά αναπόφευκτα την οδύνη:

Οι λέξεις

Έχουν κι οι λέξεις το δέρμα τους όπως οι έρωτες γι’ αυτό με τον καιρό συμπτύσσονται βγάζουνε κύστεις μελανώματα εκβλαστήσεις ποικίλες παλιώνουν κι οι λέξεις φθείρονται κάποτε γίνονται τελείως αγνώριστες και τρίβεις τα μάτια σου πώς είναι δυνατόν αυτή η ξεδοντιασμένη γριά με το τσαλακωμένο πρόσωπο τα βρόμικα χνότα να ’ναι η παιδούλα που ακράγγιζε άλλοτε γλάρος το κύμα τον ήλιο βότσαλο κι αμύγδαλο έσφιγγε στα λευκά της δοντάκια το δράκο θάνατο βέβαιη πως σπάζει το κέλυφος με εκπυρσοκροτήσεις ήχων ρυθμούς και τεχνάσματα όμως τώρα γέρνεις κι εσύ κληρωτός της φθοράς κι αναρωτιέσαι όλο και συχνότερα αν είναι οι λέξεις που γερνούν ή το δικό σου στόμα που γέμισε χώμα σαβούρα και πια δεν έχει βράχια θάλασσες ανέμους δεν έχει άγριους και πώς να σπάσουν κύματα οι λέξεις πάλι μέσα σου

«Των ένδον η περιπέτεια και η σαγήνη»
       Περ. Πόρφυρας (Κέρκυρα) 109 (Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2003) 505-507 

 


Ματιές ενόλω 
Αναγνωστάκης. Κύρου. Θασίτης. Χριστιανόπουλος. Ασλάνογλου. Μέσκος. Ευαγγέλου. Μάρκογλου 
(Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2003)



Γιάννης Κουβαράς

Eκτός από πάλαι ποτέ μεγάλη φτωχομάνα, η Θεσσαλονίκη υπήρξε ανέκαθεν μητέρα μεγαλόψυχη ποιητών και πεζογράφων, με αυτόχθονα λογοτεχνικό μύθο. Eυτύχησε να έχει και άξιους σκαπανείς και μελετητές της ποιητικής της παράδοσης, τόσο ντόπιους (σαρξ εξ σαρκός) όσο και εκ της μείζονος περιφερείας. Eνδεικτικά αναφέρω κάποια οδόσημα που φώτισαν την ποιητική της φωτογένεια: O Xριστιανόπουλος αρχαιολόγησε τα πρώτα της στρώματα (Aνθολογία Mακεδόνων ποιητών, 2001), ο Ξ. Kοκόλης με έμφαση στα μεσαία (Δώδεκα ποιητές. Θεσσαλονίκη 1930-1960, Eγνατία 1979), ο πρόσφατος ογκώδης τόμος H ποίηση της Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα, Πρακτικά, εκδ. Δήμος Θεσσαλονίκης 2003 (με συνεργασίες των Aργυρίου, Mουλλά, Kεχαγιόγλου, Zήρα, Σφυρίδη, Xατζηβασιλείου κ.ά.).

Στη χαρτογράφηση του μεταπολεμικού ποιητικού Άτλαντα της πόλης ο Θ.E. Mαρκόπουλος (Kρανίδια Kοζάνης 1951) καταθέτει τώρα τη δική του συμβολή. Διακονεί μάλιστα την ποίηση διπλά. Ως ποιητής (Tεστ κοπώσεως, εκδ. «Tο Tραμ» 2002 η τελευταία του συλλογή) και ως κριτικός.

O δεσμός του με τη Θεσσαλονίκη πνευματικός και βιωματικός. Eίναι η πόλη των σπουδών του (Nεοελληνική Φιλολογία) και της ανεξαγόραστης νιότης του. Aυτήν εξάλλου επέλεξε να εκπονήσει και το διδακτορικό του στην ποίηση του A. Eυαγγέλου.

 

Συνολική περιδιάβαση

 

O τίτλος Mατιές ενόλω λοξοκοιτάζει νεύοντας αφενός προς τον Στογιαννίδη (Eπί συνόλου) και αφετέρου προς τον Kύρου (Eν όλω), ανταποκρίνεται δε πλήρως στην ουσία, αφού πρόκειται για περιδιάβαση εφ’ όλης της ύλης των οχτώ ποιητών που συστεγάζει. Οι τρεις πρώτοι ανήκουν στη λεγόμενη κοινωνική τριάδα της Θεσσαλονίκης και στην α΄ μεταπολεμική γενιά, ενώ οι άλλοι πέντε στη β΄ μεταπολεμική. Όλοι τους Θεσσαλονικείς ή κατ’ επιλογήν και συνείδησιν (ο Eδεσσαίος Mέσκος και ο Kαβαλιώτης Mάρκογλου). Iδιαίτερα εύστοχοι οι υπότιτλοι, διαγράφουν μονοκοντυλιά το στίγμα ενός εκάστου ποιητή. Aναφέρω ενδεικτικά: «H βλάστηση της φύσης και του αισθήματος στο κλίμα της φθοράς» για τον Mέσκο, «O απεγνωσμένος του έρωτα» για τον Xριστιανόπουλο, «Aπό τους δρόμους της Iστορίας στους διαδρόμους της σιωπής» για τον Aναγνωστάκη, «Το ποίημα ως μέθοδος αναπνοής» για τον Eυαγγέλου, «O ένοικος της μνήμης και του ονείρου» για τον Kύρου κ.ά.

 

Kριτική διαύγεια

 

Tονίζουμε εξαρχής ότι η διπλά αγαπητική σχέση του συγγραφέα με το αντικείμενό του δεν θολώνει επ’ ουδενί την κριτική του διαύγεια, τουναντίον θα ’λεγα την ακονίζει, προβαίνοντας σε αξιολογήσεις χωρίς αισθητικές εκπτώσεις.

Προτάσσει σύντομα βιογραφικά στοιχεία για καθέναν ποιητή που εξετάζει, κατά κανόνα ελεγμένα και διασταυρωμένα, καθώς πέραν του συγχρωτισμού είχε και πρόσβαση σε κάποια αρχεία ποιητών. Eμβαθύνει στους όρους που διαμόρφωσαν τον ψυχισμό τους και τις καταβολές.

Περιοδολογεί το έργο τους, ανοίγει διάλογο με κριτικούς που έχουν προσεγγίσει το έργο τους, αναδιφεί εξονυχιστικά τη βιβλιογραφία. Aναδεικνύει τα χαρακτηριστικά της ποιητικής τους, σχολιάζει και αποκωδικοποιεί τα σύμβολά τους, εμμένει στις τεχνικές της θεματικής ανάπτυξης, στη δόμηση των ποιημάτων, παρακολουθεί τις εκδοτικές διαφοροποιήσεις από επιμέρους συλλογές σε συγκεντρωτικές όπου επισυμβαίνουν, διατυπώνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τεχνοτροπικά στοιχεία, προσεγγίζει ερμηνευτικά δύσκολα ποιήματα, προβαίνει σε εκ νέου αναγνώσεις. H εποπτεία που έχει όλης της ποίησης του επιτρέπει να προβαίνει και σε εύστοχες όσο και ενδιαφέρουσες συγκρίσεις ή αντιδιαστολές (λ.χ. Mέσκου με Bρεττάκο, Eλύτη, Γκανά), με ομότεχνους απ’ όλο το φάσμα.

Ένα βιβλίο διπλά αξιοσύστατο καθώς συνοψίζει εγκυκλοπαιδικά και κριτικά τα ουσιώδη της κριτικής ως τώρα και ταυτόχρονα καταθέτει νέες προτάσεις ερμηνείας με κριτική νηφαλιότητα, θεωρητική εμβρίθεια, έλλογη συναίσθηση. Σε εποχή που ο δημόσιος χώρος για την ποίηση διαρκώς στενεύει υπέρ της αδηφάγου πεζογραφίας, βιβλία σαν το εν λόγω υπερασπίζονται εν όλω την ποίηση, με το ίδιο σθένος των υπό μελέτην ποιητών και κυρίως μας παρηγορούνε διπλά: Φτωχές ελληνικές μου λέξεις/ πάνω σας γατζώνω τη φωνή μου, Διάφανες υδρίες τ’ ουρανού/ παραμυθούνε τη λειψή ζωή μας.

«Σαλονικιώτικο σαλόνι, ποιητική σύναξη...»
Εφ. Η Καθημερινή (30-3-2004)

Γιώργος Κορδομενίδης

Ποιητής ο ίδιος, αλλά και όρων φιλόλογος και ακούραστος με­λετητής και κριτικός της ποίησης, ο Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος έχει δη­μοσιεύσει τα τελευταία χρόνια πολλά άρθρα και μελετήματά του για νεοέλ­ληνες μεταπολεμικούς ποιητές σε ποι­κίλα λογοτεχνικά περιοδικά, άλλες φο­ρές στο πλαίσιο αφιερωμάτων κι άλλοτε όχι. Η πλειονότητα των μελετημάτων του αναφέρεται σε ποιητές που τους συνδέει η Θεσσαλονίκη ως τόπος όπου οι ποιητές αυτοί είτε γεννήθηκαν, είτε εγκαταστάθηκαν αργότερα, πάντως στη Θεσσαλονίκη διαμόρφωσαν το λογοτε­χνικό τους πρόσωπο, ακόμη κι αν μερι­κοί, κάποια στιγμή, την εγκατέλειψαν για να ζήσουν πλέον αλλού. Αυτή η σχέ­ση με τη Θεσσαλονίκη είναι το ίδιο κόκ­κινο νήμα που ενώνει μεταξύ τους τους οκτώ ποιητές στους οποίους αναφέρονται οι μελέτες του Μαρκόπουλου στον κομψό τόμο που κυκλοφόρησαν προ μηνών οι εκδόσεις Σοκόλη.

Ο τόπος ως συνδετικός κρίκος

Γεννημένοι στη Θεσσαλονίκη ο Κύρου (1921),ο Αναγνωστάκης(2925),ο Ασλά νογλου (1931-Αθήνα, 1996), ο Χριστιανόπουλος (1931) κι ο Ευαγγέλου (1937-1994) – ο Αναγνωστάκης κι ο Ασλάνογλου, στα τέλη της δεκαετίας του 70, θα εγκα­τασταθούν μονίμως στην Αθήνα. Παιδί 6χρονο ήρθε στη Θεσσαλονίκη ο Θα­σίτης (Μόλυβος Μυτιλήνης, 1923), στα 35 του ο Μάρκογλου (Καβάλα, 1935), λίγο μεγαλύτερος ο Μέσκος (Έδεσσα, 1935), ο πιο πλάνης απ’ όλους, καθώς έζησε για δεκαπέντε χρόνια στην Αθή­να (1965-1980), προτού εγκατασταθεί έκτοτε οριστικά στη Θεσσαλονίκη.

Αν χρειάζεται να εντοπιστούν κι άλλοι ενδιάμεσοι κρίκοι για τους ποιητές του βιβλίου, δεν έχει κανείς παρά να θυ­μίσει πως ο Αναγνωστάκης, ο Κύρου κι ο Θασίτης χαρακτηρίζονται, εδώ και χρόνια, ως η τριάδα των «κοινωνικών» ποιητών της Θεσσαλονίκης, ενώ ο Χριστιανόπουλος και ο Ασλάνογλου επίσης από χρόνια μνημονεύονται ως οι δύο από τους τρεις «ερωτικούς» ποιητές της (με τρίτον τον –πεζογράφο, κατά βά­ση– Γιώργο Ιωάννου). Τέλος, και οι οκτώ ανήκουν στην πρώτη και στη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στη φιλοδοξία του μελετητή να μιλήσει για το σύνολο του έργου κάθε ποιητή που παρουσιάζει, παρότι ο ίδιος ανα­γνωρίζει ότι έτσι κι αλλιώς καμιά απο­τίμηση δεν μπορεί να έχει οριστικό χα­ρακτήρα, εκτός των άλλων και επειδή τα λογοτεχνικά κείμενα είναι ανεξάντλητα και ξαναβρίσκουν το νόημα της ύπαρξής τους σε κάθε νέα ανάγνωση.

Όλα τα κείμενα του τόμου, στην αρχι­κή τους μορφή, πρωτοδημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά. Όμως, προκειμένου να τα συστε­γάσει σε έναν τόμο, ο Μαρκόπουλος έκανε το αυτονόητο – που όμως πολ­λοί άλλοι αποφεύγουν από καθαρή νωθρότητα και πνευματική οκνηρία: ξαναδούλεψε τα περισσότερα κείμενα, όχι μόνο για να διορθώσει (τα αναπό­φευκτα, άλλωστε) σφάλματα ή για να συμπληρώσει στοιχεία που του είχαν διαφύγει, αλλά και για να αναθεωρήσει ορισμένες απόψεις του· κυρίως όμως αποκατέστησε την ομοιομορφία των εισαγωγών του οι οποίες είχαν γραφεί σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και για διαφορετικά έντυπα, συμπληρώνοντάς τες στις περιπτώσεις που χρειαζόταν.

Τίτλοι-οδόσημα

Οι υπότιτλοι των επιμέρους μελετημά­των ευστοχούν διπλά: καθώς δεν είναι τυπικοί και «στεγνοί», αφενός τραβούν την προσοχή του αναγνώστη κι αφετέ­ρου –το κυριότερο– ευθύς εξαρχής δί­νουν με λίγες λέξεις το διακριτό στίγμα του κάθε ποιητή αλλά και το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζεται η ποίησή του. Λόγου χάρη, το μελέτημα για τον Αναγνωστάκη έχει υπότιτλο «Από τους δρόμους της ιστορίας στους διαδρόμους της σιωπής»· για τον Κύρου, «Ο ένοικος της μνήμης και του ονείρου»· για τον Χριστιανόπουλο, «Ο απελπισμένος του έρω­τα»· για τον Μέσκο, «Η βλάστηση της φύσης και του αισθήματος στο κλίμα της φθοράς»· για τον Ευαγγέλου, «Το ποίημα ως μέθοδος αναπνοής» – και ούτω καθεξής. Σε κάθε κείμενο, ο Μαρ­κόπουλος προτάσσει τα αναγκαία βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή, κι αμέσως μετά προσδιορίζει τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την προσωπικότη­τα του καθενός, επηρεάζοντας σε με­γάλο βαθμό το έργο τους. Επίσης, φέρ­νει στην επιφάνεια τις επισημάνσεις της κριτικής, με τις οποίες συχνά διαλέγε­ται· φωτίζει τις κρυφές πτυχές της ποι­ητικής ενός εκάστου· αναδεικνύει τα σύμβολα που συνηθίζουν να χρησιμο­ποιούν· εντοπίζει τυχόν αλλαγές από έκδοση σε έκδοση· «ξαναδιαβάζει» κομβικά –ή δύσκολα (ας τα πούμε έτσι)– ποιήματα, βοηθώντας μας να τα πλη­σιάσουμε και εμείς από καινούρια σκο­πιά, με πιο φρέσκο βλέμμα. Τα ποιή­ματα που ενσωματώνονται στα μελετήματα, είτε ολόκληρα είτε απο­σπασματικά, δρουν συμπληρωματικά προς τις απόψεις και τις παρατηρήσεις του μελετητή.

Στον τόπο μας και στον καιρό μας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποίηση και οι ποιητές (με λιγοστές εξαιρέ­σεις) ωθούνται σε ένα είδος περιθωρί­ου, καθώς η εκδοτική βιομηχανία επενδύει στην αναμφισβήτητα πιο κερδοφόρα πεζογραφία. Σε ένα τέτοιο κλίμα, με­λετήματα όπως αυτά του Μαρκόπου­λου, που συνδυάζουν τη συστηματικό­τητα του φιλολόγου, την ψυχραιμία του κριτικού και την ευαισθησία του ποιη­τή, προσεγγίζουν με ουσιαστικό και σύν­θετο τρόπο το έργο δημιουργών οι οποίοι έκαναν πλουσιότερη την ελληνική ποίηση.

Εφ. Αγγελιοφόρος [Θεσσαλονίκη] (23-5-2004)


Κούλα Αδαλόγλου


«Από τα μονοπάτια της Ιστορίας στους διαδρόμους της σιωπής» είναι ο τίτλος που δίνει ο Θανάσης Μαρκόπουλος στο δοκίμιο το οποίο αναφέρεται στο Μανόλη Αναγνωστάκη. Της σιωπής του που, με ε­λάχιστες εξαιρέσεις, έμελλε να είναι ορι­στική. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε στις 23 Ιουνίου 2005.

Ματιές ενόλω είναι ο τίτλος του τόμου με κριτικά δοκίμια του φιλόλογου, κριτι­κού και ποιητή Θανάση Μαρκόπουλου. Και, σαν υπότιτλος, δίνονται τα ονόματα οχτώ Θεσσαλονικέων ποιητών, τους οποί­ους αφορούν τα κριτικά δοκίμια: Αναγνω­στάκης, Κύρου, Θασίτης, Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Μέσκος, Ευαγγέλου, Μάρκογλου.

Από αυτούς ανήκουν στην πρώτη μετα­πολεμική γενιά οι Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης. Στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά οι Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Μέ­σκος, Ευαγγέλου, Μάρκογλου.

Προφανώς δεν αναφέρονται όλοι οι ποι­ητές της Θεσσαλονίκης. Πιθανότατα εκεί­νοι που είναι κοντά στις μελέτες του Μαρ­κόπουλου.

«Ενόλω» (: δανεισμένο ίσως από τον τίτλο συγκεντρωτικής ποιητικής συλλογής του Κλείτου Κύρου) σημαίνει ότι παρου­σιάζεται το έργο τους, το σύνολο της ποι­ητικής παραγωγής τους. Και πάλι όχι το σύνολο, εφόσον ορισμένοι ζουν και συνε­χίζουν να δημιουργούν.

Ποιητές της Θεσσαλονίκης σημαίνει ότι πέρασαν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους στη Θεσσαλονίκη (εγκαταστάθηκαν) και δημιούργησαν ένα σημαντικό κομμάτι της παραγωγής τους σ’ αυτήν. Φυσικά κά­ποιοι γεννήθηκαν και έζησαν στη Θεσσα­λονίκη, δεν απομακρύνθηκαν ποτέ από αυτήν ή άλλοι γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, αλλά μετοίκησαν στην Αθήνα.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος, γεννημένος στα Κρανίδια Κοζάνης το 1951, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εκεί έ­κανε τις μεταπτυχιακές σπουδές του και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή, σε χώρους πάντα της Νεοελληνικής λογοτε­χνίας. Ζει στη Βέροια και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση ως Σχολικός Σύμβου­λος Φιλολόγων. Ο τόμος αυτός έρχεται ύ­στερα από τις μελέτες του Τα πρόσωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα και τη Βιβλιογραφία Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996. Έχει δημοσιεύσει δοκίμια και κριτικά ση­μειώματα για σύγχρονους λογοτέχνες, ποιητές κυρίως. Οι αναγνώστες του Φι­λολόγου τον γνωρίζουν και από τα κείμε­νά του στις σελίδες «Απόψεις και από­ψεις». Ποιητής και ο ίδιος, έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές: Απόπειρα εξό­δου, Του ανταποκριτή μας, Μοντέλο σώματος, Ανοιγμένη φλέβα, Το περί­στροφο της σιωπής, Τεστ κοπώσεως. Είναι, λοιπόν, εύλογο το ενδιαφέρον του να στρέφεται στους ποιητές του βορειοελ­λαδικού χώρου, εφόσον και η ποίηση και ο γεωγραφικός χώρος τον αφορούν και αποτελούν κομμάτι της δικής του ζωής και πορείας.

Στον τόμο για τους οχτώ Θεσσαλονικείς ποιητές παρατίθενται πρώτα τα δοκίμια που αναφέρονται στην πρώτη μεταπολεμι­κή γενιά και ακολουθούν τα αντίστοιχα για τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Εσω­τερικά, σε κάθε υποδιαίρεση, οι ποιητές παρουσιάζονται ανάλογα με την πρώτη δημοσίευσή τους.

Οι άξονες στους οποίους τοποθετούνται οι ποιητές και το έργο τους είναι:

   Η εποχή στην οποία έζησαν

   Η θέση τους στην ποίηση

   Στοιχεία της προσωπικής ζωής του κά­θε συγγραφέα, που οπωσδήποτε σημάδε­ψαν το έργο τους και βοηθούν στην κριτι­κή τους αντιμετώπιση

Ως εκεί όμως. Το ποιητικό κείμενο πα­ραμένει αυτόνομο, το κέντρο της εστία­σης, και ο συγγραφέας έτσι το αντιμετω­πίζει στη συνέχεια, με παρατηρήσεις και αναλύσεις στα κείμενα του κάθε ποιητή. Υπάρχει πολύ προσεχτική, συστηματική καταγραφή της σύγχρονης και παλαιότερης βιβλιογραφίας. Γίνονται αναφορές σε άλλα κείμενα, όταν αυτά φωτίζουν το έρ­γο των ποιητών. Δίνονται αποσπάσματα από το έργο τους, με την ίδια αποδεικτική λειτουργία. Επίσης, γίνεται, συνοπτικά, πολύ καλή αποτίμηση του ποιητικού έρ­γου του κάθε ποιητή που μελετάται, στο τέλος του κάθε δοκιμίου.

Ο τίτλος, επίσης, του κάθε δοκιμίου πι­στεύω ότι δίνει το στίγμα του κάθε ποιητή στο ποιητικό στερέωμα. Διαφοροποιεί τον έναν ποιητή από τον άλλον και αποδίδει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του.* Πραγματι­κά, με μια μόνο φράση έχουμε το από­σταγμα της ποιητικής πορείας του καθενός από τους ποιητές που κρίνονται. Εξαι­ρετικά εύστοχη διατύπωση, στην οποία συντελεί άριστη η γνώση του ποιητικού έργου των Θεσσαλονικέων ποιητών από τον κριτικό Μαρκόπουλο. Είναι φανερή, ωστόσο η ταυτόχρονη παρουσία του ποιη­τή Μαρκόπουλου: λόγος αναφορικός και λόγος συγκινησιακός-ποιητικός...

Θεωρητικά θέματα που συζητιούνται, τόσο στον πρόλογο, όσο και στα δοκίμια, με αφορμή το έργο του ποιητή που παρου­σιάζεται:

   Η «ποίηση της ήττας» και η στάση της αριστεράς γενικότερα. Η Αριστερά της ε­ποχής καθόριζε την ποιητική έκφραση με τρόπο που προέτασσε το περιεχόμενο έ­ναντι της αισθητικής. Και μια κριτική στά­ση απέναντι σε κάθε αντίπαλο, καμία ό­μως αμφισβήτηση στην επίσημη δική της γραμμή. Η απόκλιση από το πρότυπο αυ­τό έγινε από ποιητές της αριστεράς, που αμφισβήτησαν, δήλωσαν πικραμένοι ως και απογοητευμένοι και προδομένοι, αλ­λά καθιέρωσαν άλλη αισθητική έκφρα­σης, χωρίς να παραιτούνται, από τα οράματά τους. Στους ποιητές αυτούς δόθηκε ο χαρακτηρισμός της «ποίησης της ήττας». Ο Αναγνωστάκης είναι ένας από τους ποιητές αυτούς, ο πρώτος από τους ποιη­τές της Θεσσαλονίκης, που όμως αμφι­σβητεί, μάλλον απορρίπτει τον όρο αυτό, «της ήττας».

 Η σχηματοποίηση σε ομάδες. Δικαιο­λογημένη από τη μία, εφόσον δείχνει κοι­νές συντεταγμένες, από την άλλη με όλο τον κίνδυνο των απλουστεύσεων που περι­κλείουν οι σχηματοποιήσεις. Ο Μαρκόπουλος αποδέχεται με πολλή προσοχή τις ομα­δοποιήσεις των Θεσσαλονικέων ποιητών.

   Ο λόγος της εξομολόγησης: η πορεία από το βίωμα των ποιητών, δηλαδή το α­τομικό, προς το γενικό επαγωγικά. Η τέ­τοια επεξεργασία του υλικού τους τους ξε­χωρίζει από τους σύγχρονους τους ποιη­τές της υπόλοιπης Ελλάδας.

 Ο λόγος της ειλικρίνειας και του ρεα­λισμού, ακόμα και στην ερωτική έκφραση (π.χ. Αναγνωστάκης, Χριστιανόπουλος. Ευαγγέλου). Από την άλλη, τα σύμβολα, οι συνδηλώσεις, η αφαίρεση, ο μεταφορι­κός, κάποτε ερμητικός λόγος. Ο ποιητής ξεκινά από το βίωμα που το μεταμφιέζει, το επεξεργάζεται, το αποστάζει στοχαστι­κά. Συνακόλουθος στις περιπτώσεις αυτές και ο λυρισμός (π.χ. Θασίτης, Μέσκος, Μάρκογλου).

• Η στράτευση και η αισθητική (Θασί­της και κυρίως Μάρκογλου), με την αντί­θεση της δηλωτικής έκφρασης ή της συνυποδήλωσης, του λόγου του αναφορικού δίπλα στον αφαιρετικό και τον ερμητικά λόγο. Γενικότερα, εξετάζεται το θέμα τον ύφους. Θα ήθελα να επισημάνω ως πολύ σημαντικές τις παρατηρήσεις σε θέματα αισθητικής και ύφους, σε σχέση με την ε­ποχή που έζησαν οι ποιητές, την ιδεολο­γία τους, τους κοινωνικούς προβληματι­σμούς και τις αναζητήσεις τους.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης κινείται από τα «μονοπάτια της Ιστορίας στους διαδρό­μους της σιωπής» (ο τίτλος που δίνει ο Μαρκόπουλος στο δοκίμιό του για τον ποιητή, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Στο εξής όπου αναφέρονται τέτοιες επιγραμ­ματικές φράσεις σε εισαγωγικά θα σημαί­νει ότι είναι οι τίτλοι των δοκιμίων). Δί­καια είναι το πιο εκτεταμένο κείμενο, για­τί το έργο του Αναγνωστάκη εισάγει και χρονολογικά και ουσιαστικά στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της Θεσσαλονίκης και διαμορφώνει τους εκφραστικούς και αισθητικούς άξονες που επηρέασαν σύγ­χρονους και κατοπινούς ποιητές... Στο δο­κίμιο αυτό, άλλωστε, συζητούνται πολλά από τα θεωρητικά θέματα που ανέφερα προηγουμένως.

Η ποίηση του Αναγνωστάκη διακρίνεται για τον πεζολογικό της στίχο, το διαλογικό της τόνο, την ειρωνεία και τη σάτιρα. Ο Αναγνωστάκης κάνει τα προσωπικά του βιώματα, τις πληγές και τις πικρίες του, τους κοινωνικούς και πολιτικούς προβλη­ματισμούς του εξομολόγηση, με ρεαλισμό και ειλικρίνεια, καταφέρνοντας να ανε­βάσει το ατομικό στο συνολικό. Αν η ποί­ησή του είναι αντίσταση σε συμβιβασμούς και κάθε είδους εκπτώσεις, αντίσταση εί­ναι και η απόφαση του για σιωπή. Διερευνάται η πορεία του Αναγνωστάκη προς τη σιωπή, οι ενδείξεις στις τελευταίες ποιητι­κές συλλογές του, ο ρόλος του Υ.Γ. Το δοκίμιο κλείνει με την αποτίμηση του Αλ. Αργυρίου που προσυπογράφει ο Μαρκό- πουλος – και πραγματικά κανένας δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει. Παραθέτω απόσπασμα, σ. 40: «Ποίηση πολιτική [...] στην οποία τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα κοιτάζονται και μετριούνται μέσα στην ανθρώπινη κλίμακα, όταν η γω­νία λήψεως της πολιτικής κρίνεται με την ηθική της διάσταση».

Ο Κλείτος Κύρου, ο «ένοικος της μνήμης και του ονείρου», είναι κυριολεκτικά ο έ­νοικος, ο μόνιμος κάτοικος, της οδού Αετορράχης. Ο τραπεζικός υπάλληλος που με την ποίηση δραπετεύει προς το όνειρο και προς τον έρωτα. Ο κοινωνικός ποιη­τής, μαζί με τον Αναγνωστάκη και το Θασίτη της ίδιας γενιάς, που ταυτόχρονα έχει πολύ καλή πρόσβαση στην ξένη λογοτε­χνία και τη μεταφράζει υποδειγματικά.

Ο Κύρου ξαναγυρνά συχνά στα ποιήμα­τα του, τα ξαναβλέπει, παρεμβαίνει (η αυ­τοδιόρθωση είναι κοινό χαρακτηριστικό των Θεσσαλονικέων ποιητών), τα ξαναδημοσιεύει. Μπορεί να μιλήσει κανείς για θεματικές στην ποίησή του που επανέρχο­νται σε κύκλους:

Τα ποιήματα του είναι οι Κραυγές ενός «εκκωφαντικά αθόρυβου ποιητή», που υ­ποφέρει από το σύνδρομο της τελειομανί­ας και, οπωσδήποτε, δεν αποδέχεται τον τίτλο του «ποιητή της ήττας».

Ο Πάνος Θασίτης είναι ο τελευταίος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, από τους ποιητές που συμπεριλαμβάνονται στη συ­γκεκριμένη μελέτη. Ο κοινωνικός Θασί­της, που δε δηλώνει ωστόσο με σαφήνεια την ιστορική εποχή στην οποία αναφέρεται και προτιμάει την αφαιρετική έκφρα­ση, με λόγο ερμητικό. Οι φωτεινές του ει­κόνες σκιάζονται συχνά από τη μελαγχο­λική του διάθεση. Ο σατιρικός και ειρωνι­κός του λόγος του είναι, επίσης, βασικό γνώρισμα της ποίησής του. Στοχαστικός ο Θασίτης, ανάγει το σύμβολο «ουρανός» σε κεντρικό στοιχείο της ποίησής του. Έ­νας ουρανός που δεν είναι «σαχτουρικός», αλλά «ένα είδος προθήκης που δια­σώζει την ωραιότητα των ανθρώπων από την καθημερινή βία και τη βαναυσότητα της εξουσίας». Ο Θ. Μαρκόπουλος, που, ας σημειωθεί, δεν κλείνει με γενική απο­τίμηση στο Θασίτη, τοποθετεί με τον τίτλο του την ποίησή του σε έναν «ουρανό από μνήμη και φως».

Τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά ανοίγει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Μαζί με τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου ιδρύουν την ε­ρωτική τάση, εφόσον δεχτούμε τη σύμβα­ση της κριτικής για τις τρεις θεματικές τά­σεις στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά: την κοινωνική, την ερωτική και την υπαρξια­κή-φιλοσοφική.

Με πολύ ξεκάθαρο τρόπο εντοπίζεται η πορεία του Χριστιανόπουλου από την ποί­ηση του υπαινιγμού και των προσωπείων στην άμεση εξομολογητική καταγραφή της ερωτικής του επιθυμίας, στην κοινωνι­κή στροφή και στην επικαιρότητα. Από τη λιτή ποιητική φόρμα στο πεζό –και πεζο­λογικό– ποίημα. Ο Χριστιανόπουλος είναι «Ο απεγνωσμένος του έρωτα». Ακόμα και όταν δε μιλά για τον έρωτα, την ηδονή και τις διαψεύσεις του, είναι η οπτική που του καθόρισαν οι ποιητικές του αναζητήσεις που διαμορφώνει και το κοινωνικό του κοίταγμα και την κοινωνική του ευαισθησία. Ο ποιητής που τόλμησε να εξομολο­γηθεί την αποκλίνουσα ερωτική του συ­μπεριφορά σε καιρούς που αυτό ισοδυναμούσε με κοινωνική απομόνωση, κατα­γράφει με την ίδια ένταση πρόσωπα, χώ­ρους και συμβάντα που συνδέονται με τη ζωή του, με την πόλη του, με την κοινωνι­κή ζωή γενικότερα.

Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου είναι ο άλ­λος ιδιότυπα ερωτικός και εξομολογητικός ποιητής του κύκλου της Διαγώνιου. Στον Ασλάνογλου το βίωμα γίνεται ποίη­μα, όταν χάσει την –άμεση– αυτοβιογραφική του χροιά. Επισημαίνεται η επιμονή του ποιητή να αυτοαναιρείται και να αυτοδιορθώνεται, ξανακοιτάζοντας τα ποιήματά του, επιδιώκοντας την υψηλή αισθη­τική στάθμη των κειμένων του. Η έκφρα­σή του έμμεση, συμβολική, αφαιρετική, ε­φόσον ο ποιητής κρύβει και υπαινίσσεται, απέναντι στη φανερή, ρεαλιστική, ωμή κάποτε έκφραση του Χριστιανόπουλου, που δε διστάζει να δηλώσει. Έτσι, πολύ εύστοχα μπαίνει ο τίτλος «Η άγρια μοναξιά του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου». θα έλεγα ότι δίνει το στίγμα της ζωής του μαζί με τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του «Δύσκολος θάνατος».       

Ο Μάρκος Μέσκος ανήκει στην κοινωνική τάση, σύμφωνα με την κατάταξη που προαναφέρθηκε. Ο ποιητής που ανήκει στη φύση, ζει μέσα της και την περιγράφει, ακόμα και όταν μετακομίζει στην Αθήνα. Τότε διευρύνεται ο ποιητικός του κώδικας με λέξεις και τοπωνύμια από το αστικό περιβάλλον, αλλά η φύση παραμένει κυρίαρχη και αγκαλιάζει το ποίημα. Μέσα από τις εικόνες της φύσης περνά τον προβληματισμό της κοινωνικής του συνείδησης. Η φθορά των αξιών αντι­σταθμίζεται από την άνθηση της φύσης. Ο Μ. Μέσκος κατορθώνει «να πλάσει έναν καινούριο κόσμο στα δικά του χρώματα, μεταφυτεύοντας στο κλίμα της φθοράς του καιρού μας τη βλάστηση της φύσης και του αισθήματος».

Ο τίτλος που δίνεται στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στον Ανέστη Ευαγγέ­λου είναι «Η ποίηση ως μέθοδος αναπνο­ής». Βασίζεται στην ποιητική συλλογή του Ευαγγέλου Μέθοδος αναπνοής, 1966. Πράγματι, στον Α. Ευαγγέλου η ποίηση γίνεται «Μέθοδος αναπνοής». Τον βοηθά, δηλαδή, να αντιμετωπίσει τους φόβους, τις εμμονές του, το θάνατο των αγαπημένων αλλά και τον επικείμενο δικό του, και, μέσω αυτής, να ζει γράφοντας. Ο Μαρκόπουλος κατατάσσει τον Ευαγγέλου στην υπαρξιακή-φιλοσοφική τάση, με βά­ση τις τρεις θεματικές τάσεις που αναφέρ­θηκαν πιο πάνω. Και συμπληρώνει «Βα­θύτατα υπαρξιακός, ακόμα και όταν στρατεύεται πολιτικά, αλλά διόλου μετα­φυσικός», σ. 174. Η ποίηση ως μέθοδος α­ναπνοής και ως έκκληση για επικοινωνία με τους ανθρώπους, για το μοίρασμα κοι­νών προβλημάτων και προβληματισμών.

Ο Πρόδρομος Μάρκογλου κλείνει την παρουσίαση των ποιητικών πορτρέτων, με την «αισθητική και ανθρώπινη εκδοχή στην ποίησή του». Δίνεται με σαφήνεια η σχέση του Μάρκογλου με την πρώτη μετα­πολεμική γενιά: δεν ενδιαφέρεται για το στίγμα της ήττας, οπότε απομακρύνεται ως προς αυτό το σημείο. Έχει όμως έντο­να πολιτικοκοινωνική οπτική, «επιμένει ανένδοτα και με μοναδική σαφήνεια στην ταξική θεώρηση των πραγμάτων», οπότε τέμνεται με τους ποιητές της πρώτης γε­νιάς. Έτσι και η γραφή του ταλαντεύεται ανάμεσα στη ρεαλιστική έκφραση και στη συνδήλωση. Με εξαιρετική προσοχή δίνε­ται από τον κριτικό εκτενής ανάλυση των τεχνικών στην ποίηση του Μάρκογλου: καταγράφονται οι θέσεις του ρήματος και του ουσιαστικού, βασικών μονάδων στην ποίησή του, καθώς και οι επιρροές του α­τό το δημοτικό τραγούδι και γενικότερα από τον έμμετρο λόγο. Η ποίηση του Πρό­δρομου Μάρκογλου εμπεριέχει την αι­σθητική εκδοχή μιας έντονα πολιτικής ποίησης.

Ως αναγνώστρια, θα ήθελα να επισημάνω την ιδιαίτερη σχέση που εισέπραξα, μέ­σα από τα κείμενα της κριτικής, ανάμεσα στον ποιητή ή και άνθρωπο Μαρκόπουλο και στους Θεσσαλονικείς που παρουσιά­ζει. Κάτι που μας συμβαίνει, και ως μελετη­τές και ως ανθρώπους: με κάποιους συγγε­νεύουμε στενότερα ή έχουμε σκύψει πάνω στο έργο τους περισσότερο, άλλοι μας συγκινούν διαφορετικά, με άλλον τρόπο. Μια σχέση που πηγαίνει πέρα από εκείνη την ομολογημένη στην εισαγωγή του βιβλί­ου, ως κριτήριο για τις επιλογές του.

Επισημαίνω, λοιπόν, την ιδιαίτερη προ­σοχή και φροντίδα με την οποία παρουσιάζει τον Χριστιανόπουλο. Τη συμπάθεια και τη διακριτικότητα με την οποία αγγίζει το έργο του Ασλάνογλου. Την προσεκτική προσέγγιση στο έργο του Θασίτη και του Μέσκου. Το συγκινημένο ενδιαφέρον για την ποίηση του Κύρου. Το σεβασμό, ίσως δέος, στον Πατριάρχη Αναγνωστάκη. Τη βαθιά γνώση του έργου του Ευαγγέλου, καρπό πολύχρονης μελέτης, άλλωστε. Και την αγαπητική σχέση με τον Μάρκογλου, την ποίηση του οποίου σε βάθος λεπτομέ­ρειας φαίνεται να γνωρίζει.

Η μελέτη του Θ. Μαρκόπουλου είναι έ­να έργο άρτιο και πολυεπίπεδο. Έργο ει­δικού μελετητή αλλά και ειδικού αναγνώ­στη. Απευθύνεται σε μια μεγάλη γκάμα α­ναγνωστών και καλύπτει τις ανάγκες τους: από τους ερευνητές και φιλολόγους ως τους αναγνώστες που απλώς ενδιαφέρονται να ενισχύσουν την ευαισθησία τους με λίγο περισσότερη πληροφόρηση. Τα θεωρητικά θέματα που συζητούνται, τα θέματα αισθητικής και ύφους, οι ακρι­βείς παραπομπές και η αντίστοιχη βιβλιο­γραφία, η σφαιρική κριτική θεώρηση του έργου των ποιητών που μελετώνται μαζί με την προσωπική ματιά του Μαρκόπου­λου είναι τα εχέγγυα μιας μελέτης που δίνει έντονα το στίγμα της στο πεδίο της λο­γοτεχνικής κριτικής.

* Στην ιδιαίτερη σημασία των τίτλων του κάθε δοκιμίου δίνουν ιδιαίτερη έμφαση ο Γιάννης Κουβαράς, Καθημερινή, 30.3.2004, και ο Γιώργος Κορδομενίδης, Αγγελιοφόρος, 23.5.2004. «Τίτλους οδόσημα» τους ο­νομάζει ο Κορδομενίδης, «διαγράφουν μονοκοντυλιά το στίγμα ενός εκάστου ποιητή» παρατηρεί ο Κου­βαράς. Και στα δύο κριτικά σημειώματα επισημαίνεται, επίσης, η ευτυχής προσέγγιση στο έργο των Θεσ­σαλονικέων ποιητών από το Μαρκόπουλο με την ιδιότητα του φιλολόγου, του κριτικού και του ποιητή.

«Από τα μονοπάτια της Ιστορίας στις ανη­φόρες της ποίησης»
Περ. Φιλόλογος 121 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005) 465-470 = 
Νήματα της γραφής. Πτυχές κειμένων. 49 λογοτέχνες, Ρώμη,
Θεσσαλονίκη 2019, σ. 430-437



Ανέστης Ευαγγέλου. Ο ποιητής. Ο πεζογράφος. Ο κριτικός
(Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2006)


Γιάννης Κουβαράς 

Αν ο Καβάφης (ένας από τους προπάτορες –κι ευπάτωρ– του Ανέστη Ευαγγέλου) πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του, στα 70 του, ο ίδιος ο Ανέστης Ευαγγέλου κηδεύτηκε (στα 57 του) την ημέρα της ονομαστικής του εορτής. Τι πιο οξύμωρο! (Ημέρα Αναστάσεως και το ‘Χριστός Ανέστη’ δεν έβγαινε από τα χείλη κανενός... Ημέρα Αναστάσεως με αίσθηση Μεγάλης Παρασκευής, έγραφε η αυτόπτης Μ. Κέντρου-Αγαθοπούλου).Το Ευαγγέλου μάλιστα είναι ψευδώνυμο (Α. Παπαδόπουλος το πραγματικό του –γεν. Θεσ/νίκη 1937), ως επίθετο δε απαντά ήδη στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και σημαίνει αυτόν που φέρνει καλές ειδήσεις. Το επέλεξε για την ευκολία του αλλά και τη νοηματική του συνήχηση έτσι ώστε να συναπαρτίζει δίπτυχο, ένα άρρηκτο όλον με το άλλο μισό του όνομα: Ανέστης / Ανάσταση / ευαγγελισμός. ‘Μου έκανε μεγάλη εντύπωση τ’ όνομά σας. Αγγέλλει τη χαρά’, του έγραψε σε επιστολή (1960) ο μυστικός Καρούζος.

Είναι από τους αξιόλογους ποιητές της γενιάς του, τη Β΄ μεταπολεμική που δεν έχει να επιδείξει ‘παρά μόνο τα βιβλία της και της πληγές της’ κατά τη διατύπωσή του. Μια γενιά που συνθλιμμένη ανάμεσα στην  ηρωική και ήδη μυθική Α΄ μεταπολεμική και στην ηχηρά διεκδικητική γενιά του ’70 που ‘ξεπέρασε σε δημόσιες σχέσεις και τους γαλαζοαίματους της πολυμήχανης γενιάς του 30 (Στεργιόπουλος), μόλις τελευταία βρίσκει τη γραμματολογική της δικαίωση.

Η παρούσα εργασία, καρπός εξάχρονης έρευνας, εκπονήθηκε κι εγκρίθηκε ως διδακτορική διατριβή στο Αριστοτέλειο. Ο Ευαγγέλου ευτύχησε να έχει ιδανικό ανάδοχο του Αρχείου και του έργου του τον Θ.Ε. Μαρκόπουλο, έναν ποιητή εκλεκτικής συγγένειας με τη δική του (γράφει ποιήματα που συγγενεύουν με τα δικά σου, έγραφε ο Μάρκογλου στον Ευαγγέλου συστήνοντάς τον εξαφορμής δημοσιευμένης μελέτης του). Σε επιστολή του ο Ευαγγέλου στον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο έγραφε: Όλοι οι άλλοι, όσο περισπούδαστοι, όσο μεθοδικοί, όσο ‘επιστημονικοί’ κι αν φαντάζουν σ’ όποιον δεν έχει άμεση, εξ αίματος, σχέση με την ποίηση, είναι καταδικασμένοι να περιφέρονται απ’ έξω εκτός του Παραδείσου και της Κόλασής τηςκαι να αγγίζουν μόνο το περίβλημά της’.

Ο Θ.Ε. Μαρκόπουλος διαθέτει όλα τα παραπάνω. Στέρεη φιλολογική σκευή –έχει σπουδάσει και Αρχαία αλλά και Νεοελληνική φιλολογία στο ΑΠΘ, έχει πλούσια θεωρητική κατάρτιση και ως ποιητής έχει σχέση αίματος με την ποίηση. Ξέρει να τρυπά και το περίβλημα, να αποφλοιώνει την ουσία αναδεικνύοντας εκ των ένδον δομές βάθους, να φτάνει στο πυρακτωμένο κέντρο. Και ως ποιητής φυσικά ξέρει πώς θα μιλήσει Αλεξανδρινός για Αλεξανδρινό. Είχε μάλιστα  επιπλέον και την αρωγή καθοδηγητικής τρόικας στην εν λόγω διατριβή του (τριμελή συμβουλευτική επιτροπή), άκρως καθ’ ύλην αρμόδιας, εγνωσμένης ευαισθησίας και βαθύτερης σχέσης με το αντικείμενο: Τον κ. καθηγητή Κοκόλη που πέραν ότι έχει ασχοληθεί σε βάθος με τους ποιητές της Θεσ/νίκης, ομίληκος του Ευαγγέλου ξεκίνησε κι ο ίδιος  ως ποιητής, την Φρ. Αμπατζοπούλου, κύρια προσανατολισμένη στην κριτική ενασχόληση με την ποίηση και την ποιήτρια και καθηγήτρια Α. Φραντζή με μελέτες στο έργο Ευαγγέλου.

Ο Μαρκόπουλος γνωρίζει τόσο το μέρος όσο και το όλον. Τους καρπούς της χρόνιας  κριτικής εντρύφησής του έχει στεγάσει στον τόμο Ματιές ενόλω, Σοκόλης 2003, όπου διερευνά το έργο 8 Θεσσαλονικαίων (ή κατ’ επιλογήν και συνείδησιν), οι 5 μάλιστα ανήκουν στη γενιά του Ευαγγέλου, συμβάλλοντας στην χαρτογράφηση του μεταπολεμικού ποιητικού άτλαντα της πόλης.

Στην παρούσα εργασία αξιοποίησε ιδιαίτερα σε όλο της το εύρος το πλούσιο Αρχείο του ποιητή (που του έθεσε στη διάθεση η κ. Ευαγγέλου) και ιδιαίτερα την εκτεταμένη αλληλογραφία του, άκρως διαφωτιστική σε πλείονα ζητήματα. Εμβαθύνει στους όρους που διαμόρφωσαν τον πρώιμο ψυχισμό και τις καταβολές του (το θάνατο του μικρού αδερφού και του πατέρα, το σαρκοβόρο βίωμα της δικής του ασθένειας του καρκίνου τα 4 τελευταία του χρόνια). Στο εκτενέστατο α΄ μέρος (474 σελ.) διερευνά τα χαρακτηριστικά του ποιητικού του έργου, κωδικοποιεί τα γνωρίσματα του προσωπικού του ιδιώματος (εξομολογητικός τόνος, υψηλή προφορικότητα, γυμνή έκφραση, καθημερινός λόγος), περιοδολογεί το έργο του (υπαρξιακή, κοινωνική, ερωτική, οντολογική / υπαρξιακή), διεξοδικά αναφέρεται στους τρόπους δόμησης του ποιήματος, στις δομικές συνιστώσες της προφορικότητας (κλητική προσφώνηση, θριαμβική κατάληξη του ποιήματος, αποστροφικότητα κ. ά.), στη λογοκρατική συνοχή, την εσωτερική μουσικότητα, την αφηγηματικότητα, στην αξιοποίηση της λειτουργίας του διασκελισμού, στους στόχους της ειρωνείας του. Διαλέγεται με τους κριτικούς που έχουν προσεγγίσει το έργο του, αποκωδικοποιεί τα σύμβολά του (σπίτι, χιόνι  κ. ά.), εξονυχιστικά αναφέρεται στις πειραματικές του προσπάθειες (χάικου κ. ά.) και μετά τη συστηματική δομική ανάλυση ποιημάτων στοιχειοθετεί τα συμπεράσματά του, σημειώνοντας  μεταξύ άλλων ότι ο Ευαγγέλου, όπως ο Ιωάννου στην πεζογραφία, γράφει σαν να προσεύχεται, ισορροπώντας ανάμεσα στον ψίθυρο του Αναγνωστάκη και την κραυγή του Χριστιανόπουλου. Κατορθώνει να σκιαγραφήσει με διαύγεια  το πρόσωπο ενός κατεξοχήν βιωματικού ποιητή οξυμμένης επικοινωνιακής ανάγκης που ήθελε την ποίηση κραυγή ναυαγού, όχι προϊόν εργαστηρίου, που έβλεπε τα κείμενα ως ιερούς δείκτες ματωμένης πορείας’ και με ανάλογο σεβασμό τα αντιμετώπιζε, γράφοντας με ‘αίμα, κι όχι τεχνουργώντας ουρές παγωνιών’. Ιδιαίτερα φωτίζει την υψηλή διακειμενικότητα ξετυλίγοντας το στημόνι και υφάδι των υπόγειων διακειμενικών σχέσεων. Καβάφης, Καρυωτάκης, Θέμελης, Σεφέρης, Καρέλλη, Σαχτούρης, Ρίλκε, Έλιοτ, Αναγνωστάκης, Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου είναι από τους προνομιακούς συνομιλητές του Ευαγγέλου.

Στο β΄ μέρος σχολιάζονται τα πεζογραφήματα του Ευαγγέλου, με βάση τους δείκτες του χώρου και του χρόνου, του μύθου και των τεχνικών της αφήγησης, ενώ στο γ΄ εξετάζονται τα κείμενα κριτικής του Ευαγγέλου, το δοκίμιό του περί ποίησης και ποιητικής και η γνωστή Ανθολογία για τη γενιά του (Παρατηρητής 1994), που υπήρξε έργο ζωής και τον βοήθησε στην τελευταία πράξη του δράματος της ζωής του, ‘καθώς η αγωνία του ανθολόγου, κατά τον τρόπο της Σεχραζάτ, όσο διαρκούσε, παρέτεινε τη ζωή του Ευαγγέλου’ (κατά την εύστοχη έκφραση του Μέσκου). Σωστά επισημαίνει ο Θ. Μαρκόπουλος, ανάμεσα στις πολλές χρήσιμες επισημάνσεις του, ότι κακώς δεν επιλέγεται στην εν λόγω Ανθολογία κανένα ποίημα ποιητικής του Ευαγγέλου, η οποία αποτελεί βασική συνιστώσα του συγκεκριμένου έργου (έλλειψη που π.χ. δεν επαναλαμβάνει η πρόσφατη ανθολόγηση των Φωστιέρη-Νιάρχου – Ποίηση για την ποίηση, Καστανιώτης 2006).

Βιβλίο που συνοψίζει μεθοδικά και κριτικά τα ουσιώδη της κριτικής ως τώρα, προάγει την έρευνα στο ultra non plus, καταθέτοντας ταυτόχρονα νέες προτάσεις ερμηνείας, με νηφαλιότητα, θεωρητική εμβρίθεια, έλλογη συναίσθηση, κάνοντας να αναδυθεί ανάγλυφο το πρόσωπο του δημιουργού Ευαγγέλου που έγραφε: Τα μεθυσμένα λόγια των ποιητών/ κρυώνουν πάντα μέσα στις σελίδες των βιβλίων/ κι αδιόρθωτα ονειρεύονται διαρκώς αποδράσεις’. Ο Μαρκόπουλος ηθικός αυτουργός υπέθαλψε κατά συρροήν, συνέργησε και υποβήθησε τα μάλα σ’ αυτές τις αποδράσεις, ανοίγοντας μυστικές κρύπτες, ελευθερώνοντας ερμηνευτικές διόδους, περάσματα, στέλνοντας τον αναγνώστη ξανά και ξανά στο πρωτότυπο, να ψαύσει ολόκληρο το κατορθωμένο ποιητικό σώμα ενός κατεξοχήν σωματικού ποιητή ένοχου όλων των δακρύων’, που είπε ‘ναι στα αιχμηρά πράγματα/ στην απαράμιλλη λάμψη της απόλυτης γύμνιας/ στους αδάμαντες των δακρύων’.                                                                                                      
Σημείωση
Το κείμενο σε μια συντομευμένη μορφή δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή-Αναγνώσεις (11-3-2007).

«Ανάμεσα στον ψίθυρο και την κραυγή»
                                                                    Περ. Παρέμβαση 139 (Μάρτιος-Απρίλιος-Μάιος 2007) 80-82


Μarios-Byron Raizis

Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994) ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά των ποιητών της Θεσσαλονίκης, η οποία συνεισέφερε σημαντικά στη λογοτεχνική παραγωγή της Ελλάδας. Συγγραφέας δεκαεφτά περίπου έργων προσωπικής ποίησης, κριτικής, σχολίων, μαζί και μιας ανθολογίας (1994) με αντιπροσωπευτικά έργα σαράντα πέντε ποιητών της δεύτερης γενιάς, που εμφανίζεται μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ευαγγέλου άξιζε την ακαδημαϊκή αναγνώριση, που η εμπεριστατωμένη διατριβή του Θανάση Μαρκόπουλου προσθέτει στην ήδη ευρεία αποδοχή του από το κοινό.

Το μεγάλο σε όγκο, αν και καλά δομημένο, βιβλίο Ανέστης Ευαγγέλου. Ο ποιητής ο πεζογράφος ο κριτικός είναι λεπτομερώς οργανωμένο σε πέντε βασικά κεφάλαια (καθένα από τα οποία περιλαμβάνει αρκετά υποκεφάλαια) και καλύπτει τους ποιητικούς τρόπους, τα βασικά θέματα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής του Ευαγγέλου. Ύστερα από κάποιες συμπληρωματικές παρατηρήσεις η παρουσίαση συνεχίζει με το πεζογραφικό του έργο (πέντε μικρά σε έκταση μέρη) και έπειτα με το έργο του ως κριτικού (τρία μέρη). Ένας επίλογος, τρία επίμετρα, μία επιλεγμένη βιβλιογραφία –αρκετά εντυπωσιακή, με περισσότερα από τετρακόσια πενήντα λήμματα– και τα ευρετήρια (πρόσωπα, εφημερίδες και περιοδικά, μοτίβα και όροι, επιστολές του Ευαγγέλου και επιστολές άλλων προς τον ίδιο) κλείνουν το ανεκτίμητο αυτό βιβλίο. Ο Μαρκόπουλος καταγράφει ένα πλήθος απόψεων και θέσεων –με αναφορές ακόμη και σε μελετητές από την άλλη άκρη του κόσμου–  και αναντίρρητα φαίνεται αντικειμενικός, ενημερωμένος και αντιδογματικός. Ακόμη και το γεγονός ότι περιλαμβάνει στο βιβλίο του έναν κατάλογο με τις ξενόγλωσσες μεταφράσεις των ποιημάτων του Ευαγγέλου σε εφτά γλώσσες αποδεικνύει τη σχολαστικότητά του ως μελετητή.

Επιπλέον, η επιλογή παραθεμάτων από άλλους κριτικούς γίνεται επίσης με προσοχή. Για παράδειγμα, σχολιάζοντας τον Ευαγγέλου ως κριτικό, ο Μαρκόπουλος υιοθετεί μια άποψη, που δημοσιεύτηκε το 1981: «Αν και κατά βάση ιμπρεσιονιστική (με την έννοια που οι Αγγλόφωνοι κριτικοί κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο συστηματικό και το ‘‘δημοσιογραφικό’’ κριτικό λόγο), η προσέγγιση του Ευαγγέλου δείχνει μια αξιοσημείωτη καλλιτεχνική ευαισθησία και διαίσθηση και συχνά μια στάση συμπάθειας απέναντι στα επιτεύγματα ποιητών με ‘‘αισθητικές ομοιότητες’’. H σύντομη αλλά ώριμη εκτίμηση του Γιώργου Θέμελη … με κάνει να πιστέψω ότι ο ποιητής αυτός θα μπορούσε να ξεχωρίσει ως κριτικός της λογοτεχνίας, αν χρησιμοποιούσε και κινητοποιούσε όλα του τα μέσα, με σκοπό να συγκεντρωθεί στην εκτενή μελέτη των σημαντικών Ελλήνων συγγραφέων της εποχής μας».

Πραγματικά, αν δεν επερχόταν πρόωρα ο θάνατός του, ο Ευαγγέλου θα μπορούσε να είχε φτάσει πολύ ψηλά στον Όλυμπο των Ελλήνων λογοτεχνών. Πρέπει να επαινέσουμε το Θανάση Μαρκόπουλο για την εντυπωσιακή του μελέτη – ένα ολοκληρωμένο έργο αγάπης.

Περ. World Literature Today [Oklahoma, USA]
(November-December 2007) 77-78
Μετάφραση: Μαρία Μαρκοπούλου
Περ. Η Παρέμβαση 142 
(Δεκέμβριος 2007-Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2008) 81

Διονύσης Στεργιούλας

Η λογοτεχνική ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι για πολλούς ένα θολό και ομιχλώ­δες τοπίο. Στη δημιουργία αυτής της αίσθησης έχει παίξει ουσιαστικό ρόλο το γεγο­νός ότι οι περισσότεροι από εκείνους που έχουν προσεγγίσει το θέμα αποτελούν μέρος του τοπίου αυτού με αποτέλεσμα η ματιά τους να είναι υποκειμενική και ελά­χιστα αποστασιοποιημένη. Ωστόσο, η μεροληπτική διάσταση τέτοιων κειμένων δεν αφαιρεί από την αξία τους. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος, ποιητής και λογοτέχνης και ο ίδιος, κάνει τη δική του προσπάθεια αντικειμενικής καταγραφής του λογοτεχνι­κού τοπίου της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης με αφορμή την ανάσυρση στοιχείων από το αρχείο του ποιητή Ανέστη Ευαγγέλου. Το έργο είναι καρπός πολύχρονης εργασίας. Μία μονογραφία τέτοιας έκτασης και ποιότητας με την ταυτόχρονη ανά­δειξη ενός λογοτεχνικού αρχείου αποτελεί κάτι εξαιρετικά σπάνιο στην ελληνική βιβλιογραφία. Ο συγγραφέας, παρ’ ότι γνωρίζει τα θεωρητικά μοντέλα ερμηνείας της λογοτεχνίας, γράφει κατά βάσιν εμπειρικά. Έτσι, ο αναγνώστης δεν χειραγω­γείται και του δίνεται η δυνατότητα να καταλήξει αβίαστα στα δικά του συμπερά­σματα. Ο αναγνώστης καλείται, μετά τη μελέτη του φιλολογικού αυτού πανοράμα­τος, να κρίνει εάν το έργο του Ευαγγέλου τον ικανοποιεί κατ’ αρχήν αισθητικά, και στη συνέχεια, εάν τον θεωρεί αντιπροσωπευτικό δημιουργό της γενιάς του ή της εποχής του. Νομίζω ότι αυτό που κυρίως κάνει ενδιαφέρουσες για το ευρύ κοινό τις απόψεις ενός ποιητή και τις λεπτομέρειες από τη ζωή του είναι η ποιότητα του λο­γοτεχνικού του έργου και δευτερευόντως όλοι οι άλλοι παράγοντες.

Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994), όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Θ.Μ., ήταν ένας άνθρωπος δραστήριος και δημιουργικός, που νοιαζόταν για τα πολιτικά και λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής του. Η ποίησή του έχει υπαρξιακό προσανα­τολισμό, αλλά υπάρχει έντονη και η κοινωνική διάσταση. ΄Εβλεπε τον εαυτό του ως κύτταρο μιας κοινωνίας που μεταμορφώνεται, και όχι ως μονάδα ανάμεσα σε άλλες μονάδες. Συνεργάζεται, συμμετέχει, συζητά, επικοινωνεί, προσπαθεί να λειτουργή­σει συλλογικά και τελικά συνειδητοποιεί ότι είναι μόνος του ή σχεδόν μόνος του και ότι τα περιθώρια επικοινωνίας με τους ομοτέχνους του έχουν στενέψει δραματικά. Αρχίζει να δίνει έμφαση, όχι στο ποιητικό φαινόμενο καθ’ εαυτό και στη μαγεία του, αλλά σε ιστορικές-φιλολογικές παραμέτρους, παραβλέποντας ότι η ιστορία μιας λογοτεχνικής γενιάς (στη συγκεκριμένη περίπτωση της δικής του) δεν γράφε­ται όταν τα μέλη της βρίσκονται ακόμη στην πλήρη δημιουργική τους ακμή.

Η ποιητική γενιά του Ευαγγέλου νιώθει να συνθλίβεται ανάμεσα στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και τους ποιητές του ’70. Ο Ευαγγέλου, εγκλωβισμένος στο μικρόκοσμο της πόλης του και του καιρού του, λειτουργεί σαν να βρισκόταν στο κέ­ντρο της παγκόσμιας λογοτεχνικής σκηνής και αν αυτό για μας σήμερα θυμίζει επαρχιωτισμό, για εκείνον ήταν κάτι που έδινε νόημα στη ζωή του και διέξοδο στη δημιουργικότητα του. Μοιάζει ρομαντικός αλλά είναι στο βάθος τραγικό πρόσωπο, όταν ερμηνεύει ως «συνωμοσία σιωπής» την αδιαφορία του μεγάλου κοινού και των άλλων ποιητών για το ποιητικό έργο ανθρώπων της γενιάς του.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει ο συγγραφέας στην ποιητική παραγωγή τον Ευαγγέλου. Το σχετικό κεφάλαιο καλύπτει τα δύο τρίτα του βιβλίου. Μιλά για το περιεχόμενο, τις πηγές και τις διακειμενικότητες στα ποιήματά του και καταγράφει εξαντλητικά τους τρόπους εκφοράς του ποιητικού λόγου, τα γλωσσικά και συντακτικά σχήματα, τη χρήση των λέξεων. Πίσω από τους στίχους του διακρίνεται μία διαρκής απαισιοδοξία και απογοήτευση, σχεδόν σαν μόνιμο μοτίβο, και μία καλά κρυμμένη αμυντική στάση, καθώς και μία διαρκής εσωτερική αναζήτηση, που θυμίζει ποιήματα της Ζωής Καρέλλη και του Γιώργου Θέμελη. Ο Ευαγγέλου αρνείται να δείξει ποιος είναι δίνοντας συχνά την εντύπωση ότι δεν έχει αφομοιώσει τις πηγές του. Οι επιρροές είναι εμφανείς σε όλη την έκταση του έργου του. Σε πολλές όμως από τις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται για αδυναμία αφομοίωσης των ξένων στοιχειών αλλά για συνειδητή χρήση τους με αυτό τον τρόπο, δηλαδή για μία επιλογή που αφορά στο μέρος της τεχνικής των ποιημάτων του.

Η μελέτη του Θ. Μ. απευθύνεται πρωτίστως σε αναγνώστες εξοικειωμένους με θέματα όπως η ιστορία της λογοτεχνίας, η μεταπολεμική ποίηση και η λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Είναι ωστόσο ένα βιβλίο πολυδύναμο και πολυσυλλεκτικό, με τεράστιο αριθμό παραπομπών και ενδολογοτεχνικών αναφορών, όπου μπορεί κα­νείς να ανακαλύψει πολλές άγνωστες αλλά ενδιαφέρουσες και πάντα τεκμηριωμέ­νες πληροφορίες για την ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία.

Περ. Οδός Πανός 140 (Απρίλιος-Ιούνιος 2008) 211-212


Δημήτρης Κόκορης


Ο Θανάσης Μαρκόπουλος έχει μία γόνιμη ποιητική συνεισφορά, που εγγίζει τις τρεις δεκαετίες, αλλά και ως φιλόλογος και κριτικός είναι από τους επαρκέστερους θεράποντες της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Πέραν των εύστοχων βιβλιοκρισιών στα φιλολογικά–λογοτεχνικά έντυπα, δημοσίευσε ένα μελέτημα για την πεζογραφία του Μάριου Χάκκα (εκδ. «τα τραμάκια, 1995), τη Βιβλιογραφία Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996 (εκδ. «Παρέμβαση», 1996), τον τόμο κριτικών κειμένων Ματιές ενόλω (εκδ. «Σοκόλη», 2003), που αναφέρεται στο έργο οκτώ σημαντικών μεταπολεμικών ποιητών. Με την παρουσιαζόμενη μελέτη, που κατατέθηκε ως διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ, ο Μαρκόπουλος φωτίζει με επάρκεια το έργο ενός από τους πλέον αξιόλογους εκπροσώπους της δεύτερης λογοτεχνική γενιάς του μεταπολέμου.

Ο πυρήνας της λογοτεχνικής παρουσίας του Ανέστη Ευαγγέλου (1937-1994) είναι η ποίηση, γι’ αυτό σωστά ο Μαρκόπουλος αφιερώνει το ποσοτικά μεγαλύτερο μέρος της μελέτης του στη διερεύνηση των ποιητικών τρόπων του Ευαγγέλου. Στη θεματική περιοχή των ποιητικών συλλογών του ανιχνεύονται μνήμες της παιδικής ηλικίας, ποιήματα ποιητικής, το βίωμα του έρωτα αλλά και του θανάτου, τόσο ως τραύμα από την απώλεια αγαπημένων προσώπων όσο και ως βαθμιαία διογκούμενη απειλή για τον ίδιο τον ποιητή ως ανθρώπινη υπόσταση. Οι δημιουργικές επιρροές που ασκήθηκαν στην ποιητική έκφραση του Ευαγγέλου από μείζονες του ποιητικού μας λόγου (από τον Κ. Π. Καβάφη και τον Γιώργο Σεφέρη έως τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο) ανιχνεύονται και στοιχειοθετούνται, ενώ (σωστά, κατά τη γνώμη μας) υπογραμμίζεται ότι η λειτουργικότερη επίδραση ασκήθηκε από τον μεταπολεμικό «ποιητικό ρεαλισμό» (εξομολογητικός τόνος, προσπάθεια έκφρασης του απογυμνωμένου βιωματικού πυρήνα, εκδίωξη λογοτεχνικής πόζας), τον οποίο προώθησαν ποιητές σαν τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ο Μαρκόπουλος αποδεικνύει ότι στην ποίηση του Ευαγγέλου κάνει αισθητή την παρουσία του περισσότερο ο δηλωτικός και λιγότερο ο συνδηλωτικός λόγος, αφού ο πρώτος είναι λιγότερο κρυπτικός και εναρμονίζεται με τον οικείο και καθημερινό τόνο της ποιητικής γλώσσας. Σκιαγραφείται ως παράγων υψηλόβαθμης δραματικότητας αρκετών ποιημάτων του Ευαγγέλου η ειρωνεία που εκπηγάζει από την αντίθεση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, ενώ γίνεται και μία επιτυχημένη προσπάθεια ερμηνείας των ποιητικών συμβόλων : το σπίτι είναι η παιδική ηλικία, σαν πανδοχείο συμβολοποιείται η αρνητική πραγματικότητα, της οποίας η κοινωνικοπολιτική διάσταση ενσαρκώνεται ποιητικά μέσα από την ομίχλη, το χιόνι, τη νύχτα, το μαχαίρι. Το χιόνι, η νύχτα και ο ανοίκειος χώρος, που λεκτικά συμπυκνώνεται στην έκφραση «τα ξένα», εκτείνουν τη συμβολική τους διάσταση έως και το βίωμα του θανάτου, ενώ το καράβι συμβολίζει την πορεία του ανθρώπου στο κοινωνικό γίγνεσθαι και στη ζωή γενικότερα. Χαμηλόφωνη και υπαρξιακή η ποίηση τού Ευαγγέλου, εκτείνεται και στην ποιητική ενσάρκωση τραυμάτων που προέρχονται από τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Στη μελέτη προσεγγίζεται και η στάση της κριτικής απέναντι στην ποίηση του Ευαγγέλου, η οποία υπήρξε εν γένει θετική και σε λίγες περιπτώσεις αρνητική, με αντιρρήσεις ιδεολογικού (και σπανιότερα τεχνοτροπικού) χαρακτήρα.

Το πεζογραφικό έργο του Ευαγγέλου δεν είναι ποσοτικά μεγάλο και ουσιαστικά αποτελείται από οκτώ πεζογραφήματα σχετικά μικρής έκτασης. Η θεματική της ποίησής του διοχετεύεται και στην αφηγηματική του πεζογραφία, αλλά μπορεί να διατυπωθεί μία παρατήρηση, την οποία και ο Μαρκόπουλος εμμέσως πλην σαφώς οικοδομεί: παρότι το βιωματικό υπόστρωμα, στο οποίο στηρίχτηκε και ο Ευαγγέλου, οδήγησε και οδηγεί βασικούς πεζογράφους του βιωματικού ρεαλισμού (Γιώργος Ιωάννου, Τόλης Καζαντζής, Περικλής Σφυρίδης, Χριστόφορος Μηλιώνης, Δημήτρης Πετσετίδης, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Τάσος Καλούτσας, Σωτήρης Δημητρίου κ.ά.) στη συγκινησιακά δραστική αλλά λογικά και παραδοσιακά στοιχειοθετημένη δόμηση του αφηγηματικού υλικού, ο Ευαγγέλου αξιοποιεί το ονειρικό και φευγαλέο, το παρόδοξο, το αποσπασματικό, ενίοτε και θραυσματικό, αγγίζοντας τη νεωτερίζουσα αφηγηματική παράδοση του Μεσοπολέμου, αλλά και τη νεωτερική μεταπολεμική δυναμική της υπαρξιακής αναζήτησης και του εσώτερου εφιάλτη, την οποία προώθησαν ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Νίκος Καχτίτσης, σε ορισμένες πτυχές της πεζογραφίας του ο Πρόδρομος Μάρκογλου κ.ά.

Η κριτική, τέλος, συνεισφορά του Ανέστη Ευαγγέλου δεν είναι καθόλου αμελητέα και ο Θανάσης Μαρκόπουλος το αποδεικνύει επαρκέστατα. Εστιάζει τη φιλολογική του ματιά τόσο σε κριτικά δοκίμια και βιβλιοκρισίες του ποιητή, που περιλαμβάνονται στον τόμο Ανάγνωση και γραφή (1981), όσο και στο δοκίμιο ποιητικής Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (1990), «το οποίο διακρίνεται για τους υψηλούς διακηρυκτικούς του τόνους, που του προσδίδουν το χαρακτήρα του μανιφέστου» (σελ. 26). Σε αυτό του το κείμενο ο Ευαγγέλου συνδέει τον αναπόδραστο ανθρώπινο κλήρο της υπαρξιακής γύμνιας με τη βιωματική και απλή ποιητική έκφραση, στην οποία ταιριάζουν η «χαμηλή φωνή» και η εξομολογητικότητα. Ο πυρήνας όμως του κριτικού Ευαγγέλου εντοπίζεται στην έκδοση αναφοράς Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970). Ανθολογία (1994). Πρόκειται για έργο γραμματολογικών αξιώσεων (η εισαγωγή είναι του κριτικού Γιώργου Αράγη), που συγκροτεί πολύ καλή εισαγωγή στην ποίηση των βασικότερων εκπροσώπων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, δηλαδή των ποιητών που γεννήθηκαν μετά το 1929 και φάνηκαν στα γράμματα από το 1950 έως και τη δεκαετία του ’60. Ο ισχυρός προσωπικός τόνος της Ανθολογίας μορφοποιείται από το ότι το κριτήριο του Ευαγγέλου για την επιλογή των ποιημάτων δεν ήταν η αντιπροσωπευτικότητά τους ως προς την ποιητική παρουσία του κάθε δημιουργού (αυτό, για παράδειγμα, είναι το κριτήριο των Ανθολογιών του Αλέξανδρου Αργυρίου, που επίσης συγκροτούν έργα αναφοράς), αλλά η κατά την κρίση του ανθολόγου ποιότητά τους.

Η υποδειγματική εργασία του Θανάση Μαρκόπουλου ολοκληρώνεται με το «Χρονολόγιο Ανέστη Ευαγγέλου», με τη «Βιβλιογραφία Ανέστη Ευαγγέλου (1956-1999», που περιλαμβάνει την εργογραφία του, κρίσεις για τα έργα, δημοσιευμένα σχόλια και ποικίλες πληροφορίες, καθώς και το τμήμα «Κείμενα», στο οποίο δημοσιεύονται ανέκδοτα ή δυσεύρετα κείμενα του Ευαγγέλου, όπως και τέσσερις ανέκδοτες επιστολές του, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για το έργο του αλλά και για το έργο των ποιητών της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Το βιβλίο του Θανάση Μαρκόπουλου είναι μία συμβολή. Νηφάλιο, φιλολογικά άρτιο, απόρροια κοπιώδους και εξαντλητικής έρευνας, φωτίζει με επάρκεια ένα πολύπλευρο λογοτεχνικό έργο, που δεν πρέπει αβασάνιστα να προσπεράσουμε. Ο μελετητής προσεγγίζει τη συνεισφορά του Ανέστη Ευαγγέλου στο πλαίσιο της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης, γιατί σε αυτό το πρωτογενές περιβάλλον ο ποιητής γαλουχήθηκε πνευματικά και κοινωνικά και σημαδεύτηκε βιωματικά, αλλά είναι απολύτως ορθή η επιλογή του Μαρκόπουλου να εντάξει τον Ευαγγέλου στο γενικότερο πλαίσιο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Η σύνδεση της τοπικής παράδοσης και πνευματικής παραγωγής με τα γενικότερα πολιτισμικά συμφραζόμενα διευρύνει και ολοκληρώνει τη θέαση του καλλιτεχνικού τοπίου, αποδεσμεύοντάς το από τη μονομέρεια του στείρου τοπικισμού.


«Εντελής προσέγγιση πολύπλευρου λογοτεχνικού έργου»
Εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή-Αναγνώσεις (19-10-2008)



Μικρές ανάσες 
(Μελάνι, Αθήνα 2010)



Δημήτρης Μάνος

Αν, ποίηση, κατά μία εκδοχή, είναι η δικαίωση του λόγου, λόγος καθ’ αυτός και λόγος ύπαρξης ποίησης και ποιήματος, η ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου επιβεβαιώνει την εκδοχή αυτή, και τούτο διότι ο ποιητικός του λόγος, διευρύνει το συναίσθημα, καθώς αντανακλά κατά τρόπο ελλειπτικό, πλήρως όμως περιεκτικό ως προς την διατύπωσή του το βίωμα.
        Ποίηση υφίσταται, γράφεται, εκδίδεται κατά κόρον, πλην όμως, δεν αποτελεί πράξη δικαίωσης, ποιητικής ύπαρξης η γραφή, η έκδοση ενός ποιήματος, μιας ποιητικής συλλογής απλώς και μόνο, αλλά ο τρόπος προσέγγισης, διεύρυνσης του ερεθίσματος. Η νίκη του λόγου πάνω στο κράτος των αισθήσεων. Ιδιαίτερα δε, ο τρόπος διατύπωσης των συγκινήσεων μέσω της γλώσσας.
        Γλώσσα της ποίησης, είναι η λέξη, η αφαίρεση, η σημειολογία της σιωπής, που μέσα από την κρυπτότητα απελευθερώνει την έννοια που το υποκείμενο, ο ποιητής, συλλαμβάνει, ήτοι την αλήθεια του πράγματος που απορρέει από τα νοήματα που ένας στίχος, μια γραφή θέλει να προσδιορίσει, να αναδείξει, να επαληθεύσει – συναίσθημα, βίωση, επεξεργασία, συγκίνηση, αποτέλεσμα.
        Αν, τα όρια της ποίησης, είναι τα όρια της γλώσσας, όπως  ορθώς λέγεται, επίσης, για έναν ποιητή, και, γλώσσα, κατά Χάιντεγκερ, ποίηση κατ’ ουσία, η γλώσσα και η αρχιτεκτονική σε όλο το ποιητικό φάσμα του Θ. Μαρκόπουλου είναι και κεκτημένη και διευρυμένη, καθώς είναι μια γλώσσα άκρως  ποιητική, αφαιρετική, σημειολογική, χωρίς φραστικούς εντυπωσιασμούς, ποιητικίζοντα σχήματα και εκκωφαντικές εκφράσεις. Μια γλώσσα που αναδεικνύει την προνομιακή σχέση του ποιητή μαζί της.
        Ο Θανάσης Μαρκόπουλος, πιστός στην αισθητική του λόγου και του ύφους του αποκωδικοποιεί, αρνούμενος την κατασκευασμένη πραγματικότητα,  αρχέτυπες ανθρώπινες καταστάσεις και με έναν κώδικα, απλό ως προς την διατύπωσή του, διεισδυτικό ως προς τα νοήματά του, απελευθερωτικό ως προς θεατρικόητά του, καταθέτει τις κοινωνικές (Εμφύλιο ΧώμαΚορυσχάδες), συναισθηματικές (Κόκκινη Στάχτη), οντολογικές-υπαρξιακές  (Απόπειρα Άλωσης, Νόστοι Μεσήλικος) προσλαμβάνουσες, κινούμενος ανάμεσα ενός ποιητικού ρεαλισμού και οντολογικού ιδεαλισμού.
        Καμία φωνασκία! Λόγος λιτός, άγονος επιτήδευσης, μεστός περιεχομένου. Νοήματα ελλειπτικά, χωρίς παρεμβολές, μετατοπίσεις, διασπάσεις. Ατομικές καταθέσεις μέσα από το πρίσμα της αρνητικής βίωσης και της κοινωνικής ερμηνείας. Απογοητεύσεις που διεκδικούν την απώλεια των στιγμών μας, θρύμματα ευτυχίας που θυμίζουν την απόγνωσή μας. Μοναξιά, ιστορικές μνήμες, προσωπικές εκκρεμότητες πλήρωσης, επαμφοτερίζουσες παλινδρομήσεις, συνεχείς μεταπτώσεις –εφαλτήρια αυτογνωσίας– συνθέτουν το κορμό της τελευταίας (8ης) ποιητικής συλλογής του, Μικρές Ανάσες, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μελάνι». 

Mετά το θρυλικό γονάτισμα/ μπροστά στην Ιερά Εξέταση/ το πρωινό εκείνο της 22ας Ιουνίου/              του σωτηρίου έτους 1633/ ο Γαλιλαίος/ τράβηξε πάλι για το στέκι του/ ήπιε κατεξαίρεση/ ένα               ολόκληρο καραφάκι ούζο/ και πήρε το δρόμο για το σπίτι/ ευδαίμων που η γη ακόμα γύριζε/                   μαζί με το κεφάλι του

Άρρητες εικόνες που συνιστούν την ποιητική ουσία, που δικαιώνουν την ύπαρξη γραφής.


http://dimitrismanos.blogspot.com/ (29-4-2010 και 21-1-2012)



Παντελής Τσαλουχίδης

         Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
                κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
                έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
                ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
 
                κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
                έστω και μια φορά;
                είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
                για τους απεγνωσμένους;
                        (Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Ενός λεπτού σιγή»
                        Ανυπεράσπιστος καημός, 1960)

Εικοσιοκτώ χρόνια επίσημης θητείας στην ποίηση κλείνει με την τελευταία συλλογή του ο Θανάσης Μαρκόπουλος, εικοσιοκτώ χρόνια διακριτικής παρουσίας σε έναν χώρο που στις μέρες μας έχει αρχίσει, φοβάμαι, να αποκτά χαρακτηριστικά αρένας, γεμάτος καθώς είναι με πομφόλυγες [που] σκάνε χαλάνε τον κόσμο όπως έγραφε παλιότερα ο ποιητής. Ούτε και η παραμονή του άλλωστε σε επαρχιακή πόλη βοηθά στην όποια αναγνώριση ενός (ιδιαίτερα αξιόλογου κατά ομολογία των κριτικών που το πρόσεξαν) ποιητικού έργου. Στην πρωτεύουσα πάντα μοιράζουν τη δόξα και τις γροθιές, στην επαρχία απομένουν τα μούσκλια στον ασάλευτο νου και η φοβερή γαλήνη που τέλος δεν έχει για να αντιγράψω και πάλι παλιότερους στίχους του ποιητή. Αλλά εδώ πια αγγίζω τα όρια της γκρίνιας και σταματώ.

Γραμματολογικά ο Μαρκόπουλος ανήκει στους όψιμους της γενιάς του ’70, αν και η ποίησή του ενσωματώνει στοιχεία από την ποιητική τόσο της πρώτης (περισσότερο) όσο και της δεύτερης (λιγότερο) μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς. Στην πραγματικότητα βέβαια υποψιάζομαι ότι με τις τρεις τουλάχιστον τελευταίες συλλογές του έχει περάσει στον κύκλο ποιητών που συνθέτουν οι Βορειοελλαδίτες ποιητές Μάρκος Μέσκος, Μιχάλης Γκανάς, Βασίλης Γκουρογιάννης, Χρήστος Μπράβος και πρόσεξε πρώτος ο Γ.Π. Σαββίδης.1 Υπάρχουν κοινά βιώματα, αρκετές κοινές επιλογές στη φόρμα και στα θέματα της ποίησής τους, γνωριμία και αλληλοεκτίμηση. Απαιτείται πάντως εκτενέστερη και συστηματικότερη διερεύνηση για να τεκμηριωθεί επαρκώς η παραπάνω υποψία και δεν επιμένω περισσότερο προς το παρόν.

Έως σήμερα ο Θανάσης Μαρκόπουλος έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές: Απόπειρα εξόδου 1975-1981 (Σύγχρονη Εποχή, 1982), Του ανταποκριτή μας (Σύγχρονη Εποχή, 1985), Μοντέλο σώματος (Σύγχρονη Εποχή, 1988), Ανοιγμένη φλέβα (Παρατηρητής, 1991), Το περίστροφο της σιωπής (Τα Τραμάκια, 1996), Τεστ κοπώσεως (Τα Τραμάκια, 2002), Μικρές ανάσες (Μελάνι, 2010). Οι πρώτες τέσσερις εκδίδονται σταθερά ανά τριετία, μετά όμως το χρονικό χάσμα διευρύνεται: πέντε και έξι χρόνια αντίστοιχα για την πέμπτη και έκτη, ενώ η συλλογή Μικρές ανάσες απέχει από την προηγούμενη οκτώ χρόνια, μεγάλο διάστημα ακόμα και για τα όψιμα εκδοτικά συνήθεια του ποιητή. «Όλο και χειρότερα», σχολιάζει ο ποιητής και συμπληρώνει: «Δεν ξέρω αν είναι η έμπνευση που μας εγκαταλείπει ή οι αισθητικές απαιτήσεις της ωριμότητας. Όπως κι αν είναι, όλο και πιο δύσκολα βγαίνει ο στίχος και δε φταίει γι ’αυτό που ακρίβυνε η βενζίνη, όπως έλεγε κάποτε ο Πάνος Θεοδωρίδης».2 Από τα ποιήματα της συλλογής πάντως προκύπτει ότι η δεύτερη εκδοχή, οι αισθητικές απαιτήσεις της ωριμότητας, είναι ξεκάθαρα επικρατέστερη.

Ο τίτλος της συλλογής, όπως μας εξηγεί ο ποιητής στην παρουσίασή της,  «μπορεί να σημαίνει μικρά ποιήματα, μικρά διαλείμματα σε ανηφορικούς δρόμους ή μικρές αχτίδες φωτός και μικρές ελπίδες. [...] Μπορεί όμως να υποδηλώνει και τους μικρούς άσημους ανθρώπους, άσημους ακόμα κι όταν έχουν ονόματα, που είναι πολλοί και ζουν τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία. Αληθινά και οι δύο ερμηνείες έχουν επαρκή υποστήριξη στα κείμενα της συλλογής, όμως θα σταθώ στη δεύτερη, γιατί θεωρώ ότι εδώ πιστοποιείται το ενδιαφέρον του Μαρκόπουλου προς τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, κάτι που μπορεί να ανιχνευτεί σε αρκετά ποιήματα και στο Τεστ κοπώσεως. Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι το ενδιαφέρον αυτό χρονολογείται ήδη από τις πρώτες συλλογές και δεν είναι κάτι το καινούριο∙ εκεί όμως ο «βασανισμένος άνθρωπος» ήταν το μέσον για καταγγελία της κοινωνικής αδικίας, ενώ εδώ είναι ο ίδιος το επίκεντρο.

Η συλλογή αποτελείται από τριανταπέντε κείμενα με είκοσι εννιά ποιήματα και έξι πεζά ποιήματα (προσωπικά θεωρώ ότι είναι περισσότερο πεζά παρά ποιήματα). Τα τελευταία (τελευταία και στη συλλογή), σύντομα και λιτά, όπως και τα καθαρόαιμα ποιήματα, ξεδιπλώνουν ένα ποίημα σε πεζό λόγο, όπως συχνά συμβαίνει και στο Τεστ κοπώσεως. Επιπλέον υπάρχει σε όλη τη συλλογή ενότητα λόγου και ύφους. Αφηγηματικά στην πλειοψηφία τους, τα ολιγόστιχα κείμενα υιοθετούν έναν κουβεντιαστό, καθημερινό αλλά και αρμονικό λόγο, εξελιγμένη μορφή –πιο κοντά στο ρεαλισμό και τη δήλωση– της «αναφορικής»3 χρήσης της γλώσσας που χαρακτηρίζει το σημαντικό μέρος της ποίησης του Μαρκόπουλου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η σχεδόν πλήρης απουσία των υπερρεαλιστικών χαρακτηριστικών που δε λείπουν από καμία προηγούμενη συλλογή του ποιητή: η αμεσότητα και η καθαρότητα των μηνυμάτων μοιάζουν να είναι σε απόλυτη προτεραιότητα. Έχουν συντελεστεί επιπλέον και άλλες σημαντικές αλλαγές∙ ο σαρκασμός, σταθερό όπλο του ποιητή απέναντι στη ρηχή και συχνά βάναυση καθημερινότητα, έχει οριστικά εξαφανιστεί αφήνοντας ως ανάμνηση μόνο μια ελαφριά ειρωνεία, κάποτε στα όρια του χιούμορ, σε τρία μόλις κείμενα, «Το ούζο σώζει το Γαλιλαίο» , «Κάθοδος Βορείου» και «Το ανθρωπάκι». Ο διδακτισμός και ο ρητορικός τόνος πάλι, εκφραστικές λύσεις που ποτέ δεν αγνόησε η ποίηση του Θ. Μαρκόπουλου, εμφανίζονται και εδώ έστω και χωρίς την επικουρία του σαρκασμού (λ.χ. στο ποίημα «Το χούφταλο»). Αντί για σαρκασμό ή ειρωνεία μια αδιόρατη θλίψη διαπερνά τα περισσότερα κείμενα, θλίψη που κλιμακώνεται και κορυφώνεται στο τέλος σε πίκρα. Η τεχνική της κλιμάκωσης βέβαια καλλιεργείται από τις πρώτες συλλογές και βελτιώνεται σημαντικά στο Περίστροφο της σιωπής, όμως, ενώ πριν κατέληγε σε αιχμή (ειρωνεία, σαρκασμό), εδώ καταλήγει τις περισσότερες φορές σε έναν πνιγμένο λυγμό.

Ο σαφώς λιγότερο τουλάχιστον σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές συνδηλωτικός λόγος του ποιητή και η έλλειψη σαρκασμού και ειρωνείας ενισχύουν την πιθανότητα να διολισθήσει το ποίημα σε άρρυθμη πεζολογία. Αξιοπρόσεκτη συνεπώς η για τις ανάγκες του ρυθμού σποραδική αλλά διόλου απαρατήρητη χρήση ημιστιχίων ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου σε δίστιχα, τρίστιχα ή και τετράστιχα ακόμη (για παράδειγμα οι στίχοι 7-10 στο «Τσάι Βουνού» και οι στίχοι 11-13 στην «Τεχνητή βροχή», αλλά και σι περισσότεροι στίχοι στο ποίημα «Οι πόρτες της Φλώρινας»). Στην ίδια κατεύθυνση και οι εύστοχες επαναλήψεις λέξεων ή και φράσεων, πάλι κατά τα πρότυπα του δημοτικού τραγουδιού. Σε κάθε περίπτωση η αρτιότητά του τελικού αποτελέσματος είναι εντυπωσιακή, κάτι που μπορεί να πιστοποιηθεί για παράδειγμα στο ποίημα «Νόστοι μεσήλικος»: οικείος λόγος, επιγραμματικός, μετρημένα επίθετα (τέσσερα μόλις) και απολύτως λειτουργικά, κλιμάκωση της έντασης μέσα από εύστοχα επιλεγμένες εικόνες, σύντομη παύση, δραματική κορύφωση στους τελευταίους τρεις στίχους:

Κάθε που γυρίζω στη μικρή πατρίδα

πληθαίνουν τα άγνωστα πρόσωπα

οι σκιές στους δρόμους

τα σπίτια που μπάζουν νερά της βροχής

τα μνημόσυνα του Σαββάτου

 

Κάθε που επιστρέφω στη μικρή πατρίδα

όλο και πιο λίγο φθείρεται η παλάμη μου

από θερμές χειραψίες.

Και ένα επιπλέον παράδειγμα με ένα ποίημα ποιητικής, ο «Αυτόματος Ποιητής», όπου το μήνυμα-ποίημα είναι ένα ζωτικό μέσο επικοινωνίας του ποιητή με τους υπόλοιπους ανθρώπους ,καθώς μ’ αυτά και μ’ αυτά/ κρατιέται στη ζωή:

Ο ποιητής απουσιάζει

στο ορυχείο των στίχων

 

Παρακαλώ

μετά το χαρακτηριστικό ήχο

ακούστε το μήνυμά του

 

Μ’ αυτά και μ’ αυτά

κρατιέται στη ζωή

Η ποιητική και η μνήμη είναι λοιπόν δύο από τις θεματικές περιοχές που. αξιοποιούνται σε αυτή τη συλλογή –ή καλυτέρα, και σε αυτή τη συλλογή του ποιητή, καθώς σχετικά ποιήματα δε λείπουν από καμιά συλλογή. Ιδιαίτερα η μνήμη κυριαρχεί∙ με τις ποικίλες μεταμορφώσεις της ορίζει τον πρώτο από τους δύο θεματικούς άξονες της συλλογής. Η μνήμη ως νόστος, πικρός και ανεκπλήρωτος είτε πρόκειται για τη γενέθλια πόλη («Νόστοι Μεσήλικος», «Εικόνες εποχής – Δεσκάτη») είτε για φίλους και έρωτες της φοιτητικής ζωής – νόστος κι αυτός αδιέξοδος στο «Τσάι Βουνού» και στις «Μέρες του 1969 – το πολύ 70 μ.Χ.», είτε για τα χρόνια που πέρασαν και δεν υπάρχει καμιά συνταγή Ελληνοσύρων μάγων για να τα φέρει πίσω («Ήταν καιροί»). Ως ιστορική μνήμη, μνήμες του εμφυλίου διαθλασμένες μέσα από ατομικές ιστορίες («Εμφύλιο χώμα», «Τεχνητή Βροχή», «Κορυσχάδες»).4 Μνήμες προσώπων, ζωντανών και νεκρών («Η μάνα απόψε», «Τα κάδρα»). Μνήμες, τέλος, με τη μορφή σύντομων επιτύμβιων επιγραμμάτων για τα άτομα στο τρίπτυχο ποίημα «Χαμηλά πορτρέτα». Τα άτομα αυτά, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, μικρές ανάσες κατά τον ποιητή, χαράζουν το δεύτερο θεματικό κύκλο που συχνά, φανερά ή υπόγεια, τέμνει τον πρώτο (όπως λ.χ. στα «Χαμηλά πορτρέτα», στο «Τσάι Βουνού» ή στο «Εικόνες εποχής»). Τα συγκεκριμένα πρόσωπα δεν είναι ακριβώς ήρωες∙ θα μπορούσε αντίθετα να ξεγελαστεί κανείς και να τα θεωρήσει Ελπήνορες, αν δεν υπήρχε πάνω τους ένα στοιχείο τραγικότητας ή κρυμμένου ηρωισμού (όπως λ.χ. ο «Άνθρωπος από πέτρα», «Το Χούφταλο», οι «Ιτιές») ή και ομορφιάς ακόμη («Η κυρία με τις ανεμώνες», «Γυναίκα μόνη μπροστά στη θάλασσα»). Αυτό το αίσθημα, μείγμα ενός λανθάνοντος ηρωισμού μαζί με θλίψη ή οίκτο, επεκτείνεται κάποτε και στα άψυχα, όπως στα «Οι πόρτες της Φλώρινας», «Την απόγνωση σκέφτομαι», «Οι προτομές της Βέροιας», «Τα κάδρα». Να σημειώσω τέλος άλλα δύο θέματα: την επιμονή στη μορφή της μάνας με τρία ποιήματα («Το Χούφταλο», «Η μάνα απόψε», «Είπα να γράψω») έναντι μόλις ενός πεζού ποιήματος («Ο πατέρας σε ενέδρα») για τον πατέρα που ως τώρα κατείχε τα πρωτεία αναφορών στην ποίηση του Θ. Μαρκόπουλου. Και το θέμα της ερωτικής επιθυμίας που άλλοτε φανερώνεται και άλλοτε λανθάνει –πιο πολύ το δεύτερο– σε ποιήματα, όπως «Η κόκκινη στάχτη», «Καφές στην Ελιά» και στο πεζό ποίημα «Οι μαμάδες».

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος ακολουθεί τον αντίστροφο δρόμο από τη συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών ποιητών. Στην κυριαρχία του κλειστού ατομικού βιώματος και του ολοένα και πιο δυσπρόσιτου λόγου αντιτάσσει το (σταθερό) ενδιαφέρον του για τον Άλλον και έναν λιτό και απλό αλλά όχι απλοϊκό λόγο. Να ευχηθούμε μόνο, όσο και αν έχουν αυξηθεί «οι αισθητικές απαιτήσεις της ωριμότητας», να μην χρειαστεί να περιμένουμε πολύ για την επόμενη συλλογή∙ ακριβή έχει γίνει η καλή ποίηση, ακριβότερη και από τη βενζίνη ακόμη.


Περ. Πολιτιστικά Δρώμενα (Βέροια) 56 

(Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος 2010) 36-39

Σημειώσεις

   1.    Г. Π. Σαββίδης Εφημ. Το Βήμα, 2-7-1989 [βιβλιοκριτική για τα Γυάλινα Γιάννενα του Μ. Γκανά]
        2. Κατά την παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής Μικρές ανάσες, 24/04/2010 στην 7η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Παραθέτω και το σχετικό ποίημα του Πάνου Θεοδωρίδη με τον τίτλο «Ποίημα»: Από πότε οι προσωπικές εμπειρίες/ γίνονται ποίηση διαρκής και λαγαρή / κι ως πότε την πτωχεία των υψηλών/ νοημάτων θα κρύβουν· χειμώνιασε/ οι γνωστοί δουλεύουν η βενζίνη ακρίβυνε / με δυσκολία βγαίνει ο στίχος (Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ, Ύψιλον, 1980).
        3.   Ψευδοαναφορικής για την ακρίβεια, εφόσον καταφέρνει να αποκρύπτει σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο ανάγνωσης τις –αναπόφευκτες και αναγκαίες για την ποίηση– συνδηλώσεις της.
        4.  Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο εμφύλιος έχει σταθερή εκπροσώπηση σε όλες τις συλλογές του ποιητή και πάντα μέσα από ατομικές ιστορίες. Οι συνέπειές του και οι τραγωδίες που έσπειρε στο ευρύτερο και στενότερο περιβάλλον του ποιητή είναι ένα ιδιαίτερα τραυματικό βίωμα που δε φαίνεται να το έχει εξαντλήσει ποιητικά ακόμη ο Θ. Μαρκόπουλος – και ας μου επιτραπεί το σχόλιο: προς όφελος του αναγνώστη.


Ιγνάτης Χουβαρδάς

Η πραγματικότητα όπως ρευστοποιείται μέσα από το κόσκινο του υποσυνείδητου, σαν ένα πηγάδι όπου στο σκοτεινό νερό στο βάθος αντικατοπτρίζονται με τη βοήθεια της μνήμης και της παρατήρησης οι αμφισημίες ενός βαθύτερου εαυτού, είναι νομίζω η λειτουργία που χαρακτηρίζει την τελευταία ποιητική περίοδο του Θανάση Μαρκόπουλου. Σε αυτήν τη διαδικασία υπάρχουν πολλά απρόβλεπτα που ανατρέπουν την ειλικρινή προδιάθεση του ποιητή να προσδώσει μια αντικειμενικότητα στα πράγματα. ΄Ενας τέτοιος στόχος αποδεικνύεται στην πράξη ανέφικτος κι εκείνο που επικρατεί είναι η προσωπική στάση, οι ολοκληρωμένες εντυπώσεις όπως θα έλεγε ο Σωλ Μπέλοου, εντυπώσεις που μεγεθύνονται και κάποτε κυριαρχούν χάρη σε κάποιες εγκάρσιες τομές στο σώμα της παράδοσης.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος αντλεί το υλικό του από τα εντόσθια μιας πραγματικότητας που μοιάζει με υγρασία, όπως μουλιάζει σε σπίτια παλιά τα οποία δυσκολεύονται ν’ αντικρύσουν το φως  του ήλιου. Το θέμα του είναι η διάβρωση στη ροή του χρόνου, αυτή η πάλη να συγκρατήσεις το αγαθό της ζωής μέσα στην ασφυκτική πολιορκία της αποπνικτικής μούχλας και της σκουριάς που νομοτελειακά θα επικρατήσει (Την απόγνωση του νεκρού συλλογίζομαι/ όταν μετά την επιχωμάτωση αποσύρονται όλοι/ και τον εγκαταλείπουνε μόνο).

Μικρές ανάσες ονομάζει τα τελευταία του ποιήματα ο Θανάσης Μαρκόπουλος, δηλαδή μικρές ηλιαχτίδες φωτός που έρχονται να ξεγελάσουν το βάρος ενός επαπειλούμενου θανάτου, ποιήματα που ουσιαστικά συντίθενται στη ροή ενός αντίστροφου χρόνου, μιας αντίστροφης μέτρησης, αυτή που διακατέχει κάθε άνθρωπο που μετρά τα χρόνια του και τα βρίσκει ολοένα περισσότερα, επομένως ολοένα λιγότερα στην κλεψύδρα της ζωής. Ο Μαρκόπουλος, άνθρωπος που δείχνει αρκετά κλειστός και απαισιόδοξος, κατά βάθος παλεύει μέσα του να συντηρήσει την ομορφιά μιας ζωής σχεδόν αγιοποιημένης, στα στενά όρια της οικογένειας και της επαρχιακής πόλης (Δώσ’ μου το σώμα σου κορίτσι/ να περάσω πάλι στον κόσμο). Στην περίπτωσή του νομίζω ότι κρύβεται μια αντίφαση: ενώ έχει τα μάτια του ανοιχτά προς την κοινωνία (γιατί η πίστη του σε μια ιδεατή κοινωνία εξακολουθεί ν’ αποτελεί κρυμμένο του όνειρο), τα ποιήματα μοιάζουν με αντεστραμμένο αντίβαρο της κοινωνικής του συνείδησης, θραύσματα του ασυνείδητου που φέγγουν ετερόφωτα στον εσωτερικό του κόσμο, στοιχεία μιας προσωπικής αλήθειας που ανατρέπει την καντιανή λογική κι αφήνεται στην παλίρροια μιας παρορμητικής παιδικότητας.

Αυτό που ονομάζω «διαβρωτική υγρασία» είναι εδώ η ασφυξία μιας ζωής που χάνει το νόημά της μέσα σε μια φασματική ανθρώπινη συνάφεια, η πόλη και οι άνθρωποι με το ζόρι διασώζονται από το να είναι φαντάσματα, γιατί το ζητούμενο μιας αυθεντικής ομορφιάς γαλουχημένης στο υπογάστριο της αγάπης και του διαφωτιστικού πνεύματος ολοένα απομακρύνεται. Έτσι οι μικρές ανάσες ζωής περιορίζονται στην αναπόληση ενός παρελθόντος έμπλεου από στιγμές του γενέθλιου τόπου, της παιδικής ηλικίας, της φοιτητικής ζωής, από πρόσωπα που έρχονται από το παρελθόν για να σταθούν ανάχωμα στη μούχλα που εξαπλώνεται, συγγενείς και φίλοι μέσα από τα οστά της ιστορίας, με την ανίχνευση μιας ικμάδας ηρωισμού ως αγίασμα. Αντίθετα από τη δεξαμενή του παρόντος οι ωραίες στιγμές είναι ευκαιριακές και δυσεύρετες, κάποια ελάχιστα πρόσωπα, μακρινές εικόνες μιας καλοκαιρινής φύσης, μεμονωμένες στιγμές σαν εξαίρεση και πάντα με αρκετή δόση καχυποψίας που αγγίζει τα όρια της καρυωτάκειας ειρωνείας (Πίνω την παγωμένη μοναξιά μου στην παραλία της Ελιάς κάτω απ’ τον ίσκιο των πουλιών έχω στη διάθεσή μου ένα ολόκληρο πούρο πριν ξανακόψω οριστικά το κάπνισμα και η ημίγυμνη γκαρσόνα γλάρος σερφάρει στα γαλάζια μου μάτια// Κάθομαι εδώ στην άκρη του σύμπαντος άκρως ασήμαντος χωρίς ένα σύννεφο μες στο κεφάλι μου και χαζεύω ολόγυρα ολόγυρα και πέρα ως τις εκπνοές του Αλιάκμονα το σταθμό Λιτοχώρου ως κάτω στο Κάστρο εκεί που αίμα ζεστό το Zastava ανέρχεται ακόμα τις φλέβες του Πλαταμώνα).

Ο αρνητισμός του ποιητή μοιάζει με το θαμπό φίλτρο που χρειαζόμαστε για ν’ αντικρίσουμε το φως του ήλιου την ώρα της έκλειψης, η στυφή γεύση και η απαισιοδοξία όχι απλά δεν αναιρούν τη διαδικασία της ανεύρεσης του αυθεντικού αλλά αντίθετα ενισχύουν τη δυναμική αυτού του φίλτρου. Ο Μαρκόπουλος στέκεται μελαγχολικός κι απορριπτικός απέναντι στον ασφυκτικό διάκοσμο μιας πόλης βουβής κι άνευρης κι η στάση αυτή ισοδυναμεί αντίστροφα με τη φόρτιση της κατάλληλης ενέργειας για ν’ ανακαλύψει τον κρυμμένο παλμό αυτής της πόλης, τα φωτεινά δευτερόλεπτα, τα ζεστά πρόσωπα, τις ελάχιστες φωνές, τη γνήσια ομορφιά –όλο αυτό το τοπίο που είναι πίσω από την επιφάνεια, το απόλυτα ταπεινό και χαμηλότονο, που όμως είναι και το πιο αληθινό (Εκείνη ομορφαίνει τόσο την όψη της λεωφόρου/ Βέβαια δεν είναι κλωνάρι της άνοιξης/ στάχυ του θέρους/ έχει όμως επάνω της μια τέτοια απόχρωση φθινοπώρου/ που σε κάνει ν’ αγαπήσεις για λίγο/ το χέρι της πόλης που σε πνίγει/ το σώμα σου που το αντέχει).

Με εικόνες που έχουν τη δομή της πέτρας που σκληραγωγεί την ψυχή και τη σάρκα,1 ο ποιητής ωθεί τα πρόσωπα και τα τοπία σε μια περιδίνηση γύρω από το χρόνο και το σώμα, με πυξίδα προσανατολισμού εκείνο το αχνό φως που τρεμοφέγγει σ’ ένα σκοτεινό βάθος (το υποσυνείδητο), όπου ο θάνατος ενεδρεύει αλλά δεν πρωταγωνιστεί, το ζητούμενο αντίθετα είναι μια εκκρεμότητα από την παιδική ηλικία, γεμάτη ρίγος και συγκίνηση, αθωότητα και δοτικότητα. Εδώ το κλίμα είναι θρησκευτικό, γιατί πώς αλλιώς ν’ αποκαλέσω ένα κλίμα όπου εκείνος που εξουσιάζει είναι η αγάπη, γαλουχημένη με την αφέλεια και την αθωότητα του παιδιού. Στη δεδομένη περίπτωση ενός παιδιού μεγαλωμένου στην ύπαιθρο έξω από την Κοζάνη, με φίλους και συγγενείς που με το πέρασμα του χρόνου σχεδόν αγιοποιούνται (Είναι μεσημέρι/ Η πλατεία άδεια/ Μονάχα δυο άντρες/ συζητώντας/ ξεχάστηκαν στον ήλιο// Ο Τρικαλίδης με το Φλώρο), με την πόλη της ενήλικης ζωής –τη Βέροια– να μοιάζει διαρκώς να επιχειρεί να βρει τις αναλογίες της με τον γενέθλιο τόπο.

Μέσα στο σκοτάδι και στη σιωπή, σ’ ένα χώρο που του έχουν αφαιρεθεί τα χρώματα και τα προσχήματα, πρωταγωνιστούν τα βλέμματα σαν πυγολαμπίδες: το καθένα κουβαλά τη δική του αλήθεια, αρέσκεται στη σιωπή, είναι στραμμένο κατηφορικά προς τον κάτω κόσμο, με το λιγοστό φως μιας ανόθευτης στιγμής που καθαγιάζει τη ζωή. Αυτό το φως είναι ο γενέθλιος τόπος ως πραγματικός χρόνος μιας αυθεντικής αλήθειας. Ποια είναι η προέλευση αυτών των βλεμμάτων; Η φαρέτρα είναι  πλούσια: τα νήματα του παρελθόντος ως παρακλάδι πρόσφατο ή μακρινό από τα έγκατα της ιστορίας, καθημερινές στιγμές που έχουν ένα βάρος κι ένα νόημα, απλοί ταπεινοί άνθρωποι που υφίστανται αγόγγυστα και καρτερικά το προσωπικό τους μαρτύριο κι υποδεικνύουν την πηγή της αγιότητας (Δυο χρόνια «Θεαγένειο»-Σκύδρα/ πήγαινε κι ερχόταν δήθεν για δουλειές/ ο έμπορος ηλεκτρικών συσκευών/ Γιώργος Κελεσίδης/ απόφοιτος Δημοτικού).

Ένας συγκερασμός ετερόκλητων βλεμμάτων σε μια βουβή χορογραφία, όπου η υγρασία που μουλιάζει παλεύει με το ελάχιστο φως που αναπτερώνει, με φόντο το σκοτάδι του θανάτου. Σε αυτόν το χορό δεν υπάρχει στεγνότητα αλλά μια διαβρωτική υγρασία, μεταμορφωμένη κάποτε σε εξαγνισμένο νερό, λουσμένο στο φως. Το υγρό στοιχείο μεταφέρεται στα βλέμματα, τα υγροποιεί, τα ωθεί να συμφύρονται έτσι ώστε να αλλοιώνονται οι μορφές, αμυδρά μέσα στο συγκερασμό τους να διαγράφουν το σχήμα ενός τοπίου ως κρυμμένο μυστικό, ως ο κήπος μιας ευδίας όπου ο κόπος εξαϋλώνεται κι οδηγείσαι στην κάθαρση. Είναι αυτή η ελάχιστη στιγμή, πριν το φάσμα του θανάτου, όπου όλα φέγγουν. Έτσι ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αμφίδρομη κίνηση, η πάλη ανάμεσα στη διάβρωση και στο φως κι από την άλλη αυτή η υγρότητα που ρευστοποιεί τις μορφές, ανατρέπει τις προθέσεις, ριψοκινδυνεύει με την ιδέα ότι μια αλλόκοτη γραφική παράσταση μπορεί να οδηγήσει σε άλλο αποτέλεσμα. Ο ποιητής δείχνει να είναι στραμμένος προς τον έξω κόσμο, στο χώρο της συνείδησης, κι όσο σκάβει με τις λέξεις, γίνεται δέσμιος βλεμμάτων που τον οδηγούν στο βάθος του υποσυνείδητου. Οι προτομές της λεωφόρου Ανοίξεως, βουβοί μάρτυρες των δρώμενων στην άκρη της πόλης, με πλάγιο τρόπο διασταυρώνονται με τον κρυφό ερωτισμό των νεαρών μανάδων στα παιδικά πάρκα κι αυτές πάλι χάνουν σταδιακά τη φρεσκάδα τους, έτσι όπως συμφύρονται με τα βλέμματα των γυναικών που περνούν το προσωπικό τους μαρτύριο ως συμπαραστάτες στα νοσοκομεία αγαπημένων τους προσώπων. Κι ύστερα το υγρό τοπίο μοιάζει να στερεοποιείται περιστασιακά από το καθαρό βλέμμα του πατέρα ή από το βλέμμα της γυναίκας που πουλάει ανεμώνες, βλέμματα που λειτουργούν σαν σηματωροί στην ιστορία μιας ζωής που κοντεύει να χάσει το στόχο της. Κι από την άλλη βλέμματα που λιποτακτούν από τον κάτω κόσμο, με διορία χρόνου, οι φιγούρες στα κάδρα του σπιτιού ρευστοποιούνται, κυκλοφορούν στο δρόμο, συνυπάρχουν με τους ζωντανούς ωσότου να ξανακουρνιάσουν στην παγωμένη επιφάνεια των κάδρων που μοιάζει με ταφόπλακα.

Ο Μαρκόπουλος αποτυπώνει την πραγματικότητα γύρω του, όχι σε έγχρωμο αλλά σε ασπρόμαυρο φιλμ, κι όπου στη διαδικασία της εμφάνισης του φιλμ αυτό που εμφανίζεται είναι αλλοιωμένο, σχεδόν ανάποδο στη μορφή του. Φωτογραφίζει στο μουντό φως κι αυτό που εμφανίζεται είναι σκοτάδι, όχι ο χώρος του Άδη, αλλά ένας μεταιχμιακός τόπος όπου οι ζωντανοί συναντιούνται με τους νεκρούς, τα βλέμματα διασταυρώνονται, υγροποιούνται, μεταλλάσσονται. Ο φόβος έχει το όνομα θάνατος κι είναι το μαύρο πηχτό σκοτάδι στο βάθος, όμως τα ποιήματα ισορροπούν σ’ ένα μεταβατικό σκοτάδι, ρευστό (το «σκοτεινό ποτάμι» του χρόνου) όπου η περιδίνηση ανάμεσα στη φθορά και την αναζωογόνηση καταργεί τους κανόνες. Η γοητεία του Μαρκόπουλου οφείλεται στο γεγονός ότι μοιάζει αθώος και ανυποψίαστος για την υποχθόνια πρόθεση των ποιημάτων του. Θεωρεί ότι αποτυπώνει στοιχεία της πραγματικότητας ως αμετανόητος ρεαλιστής αλλά το αποτέλεσμα τον ξεπερνάει, υπερβαίνει τις προθέσεις του, εκθέτει την αγνότητα ενός παιδιού που εξερευνά με περιέργεια τον κόσμο. Το μοτίβο που κυριαρχεί είναι η κάθοδος προς τον κάτω κόσμο, όμως εδώ ο μεταβατικός τόπος συνάντησης των μορφών είναι ένα μαγνητικό πεδίο περιδίνησης όπου η ζωή με το φορτίο της αντιπαλεύει το αίνιγμα του θανάτου. Ο ποιητής εκκινεί από την πραγματικότητα αλλά το ποίημα αφορά το υποσυνείδητο, το χώρο όπου οι μορφές ρευστοποιούνται ποικιλόμορφα ανοίγοντας διάπλατα τον ορίζοντα της δυνητικότητας. Κατά τη γνώμη μου ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι ένας μεταιχμιακός ποιητής, αποτυπώνει τον συνοριακό χώρο ανάμεσα σ’ αυτό που βλέπω κι αυτό που με κοιτάζει, σ’ αυτό που επιχειρώ να καθορίσω τις διαστάσεις του και σ’ αυτό που με παραπλανά και με σαγηνεύει.

Κι αν η ποιητική του Θανάση Μαρκόπουλου είναι μια φυγόκεντρος δύναμη ανάμεσα στη φθορά και τον κατευνασμό της, ανάμεσα στην πόλη που σε σφίγγει ασφυκτικά με το κενό νοήματος που αποπνέει και τις μικρές αποσπασματικές συστάδες ζωής που απομονώνει ο ποιητής, κι αν το ποιητικό σώμα στηρίζεται σε μια οξύμωρη σχέση ανάμεσα στον αρνητισμό –σχεδόν αναχωρητισμό– του ποιητή απέναντι στην κοινωνία που τον περιβάλλει κι από την άλλη μέσα από το φίλτρο της άρνησης της καταγραφής αντιπροσωπευτικών στιγμών της στάχτης και της ελάχιστης ομορφιάς αυτής της πόλης, –τότε έρχεται από την άλλη ένα ποίημα κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτικό, που όμως μοιάζει με κομβικό σημείο, εκεί που η περιδίνηση ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο καταργείται, σχεδόν τυχαία, όπου ο ποιητής δε γράφει το ποίημα αλλά το ποίημα γράφει τον ποιητή, τον ξεπερνά, τον πιάνει στη φάκα, τον υποβάλλει σε μια κατάσταση που ο ίδιος δεν είχε προετοιμάσει. Είναι αυτό που ονομάσαμε εγκάρσια τομή στην πραγματικότητα και που θα μπορούσα συνειρμικά να το συνδέσω με μια ανάμνηση προσωπική στη Βέροια, από έναν φίλο του Θανάση Μαρκόπουλου, τον μουσικό Σούλη Λιάκο, έναν άνθρωπο υπερβολικά γενναιόδωρο που η δοτικότητά του στους ανθρώπους έμοιαζε με κινούμενο παράδοξο στα σπάργανα της πόλης. Λοιπόν αυτός ο ταλαντούχος άνθρωπος σε μια παρέα όπου συμμετείχα,2 σε κεντρικό καφέ της πόλης, ένα απόγευμα όπου όλα φαίνονταν αδιάφορα και περιττά,  έριξε στο τραπέζι της συζήτησης τον εξής προβληματισμό, για έναν στίχο που να μην είναι ετεροχρονισμένος του βιώματος αλλά σύγχρονος, ποίηση και πράξη να ταυτίζονται, ο στίχος να είναι ταυτόχρονα βίωμα, ή καλύτερα υπέρβαση του βιώματος, το άλμα προς το όνειρο. Πρότεινε αντί να καθόμαστε τώρα εδώ, να φτιάξουμε έναν στίχο, όχι να τον επινοήσουμε αλλά να τον ζήσουμε, κι έτσι ο στίχος να είναι διάφανος ακόμα κι όταν θα γίνει λέξεις, κάλεσμα ανοιχτό που ζητά αέναα την πορεία από τη θεωρία στην εφαρμογή, όπως στα βιβλία της φυσικής. Ο Λιάκος πρότεινε συγκεκριμένα, βλέποντας πως έξω είχε αρχίσει να βρέχει, να πάμε με αυτοκίνητο σ’ ένα χωριό του κάμπου, μετά τον ποταμό Αλιάκμονα κι ύστερα να περπατήσουμε με τα πόδια μέχρι το επόμενο χωριό. Το σύνθημα ήταν: «Ό,τι αντικρίσουμε, ό,τι νιώσουμε, ό,τι ανακαλύψουμε ξαφνικά, αυτό θα είναι το ποίημα». Το γεγονός ότι δεν ανταποκριθήκαμε εκείνο το απόγευμα στο κάλεσμα του Λιάκου οφείλεται στον  αιφνιδιασμό που δέχτηκε η ραθυμία μας κι όχι στο ότι βαθιά μέσα μας είχαμε στολίσει τις σκέψεις του φίλου με τις γιρλάντες της γραφικότητας.

Το ποίημα του Μαρκόπουλου που έρχεται να κάνει πράξη τα λόγια του μουσικού Σούλη Λιάκου  έχει τον τίτλο «Η κόκκινη στάχτη»:

Με την ανάληψη των καθηκόντων
είπε ως νέος διαχειριστής ν’ αλλάξει το κλίμα
τον ύπνο των ενοίκων να ταράξει
κι ανάρτησε ένα ποίημα στα διερχόμενα βλέμματα
 
«Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου»
 
Την άλλη μέρα
μια όμορφη γυναίκα πυρπολούσε το ποίημα
κι άφηνε πίσω της κόκκινη στάχτη
 
Έκτοτε είναι αυτός που έχασε τον ύπνο του
αναζητώντας τα χείλη της
με δήθεν αδιάφορες ερωτήσεις και καθόδους τυχαίες
στην είσοδο της πολυκατοικίας
στον κήπο του καυστήρα
στο σκοτεινό υπόγειο της φοβερής λαχτάρας.
 

Οι δύο πρώτοι στίχοι αναδεικνύουν την κοινωνική διάσταση της προβληματικής του Μαρκόπουλου. Ο ποιητής αναλαμβάνει διαχειριστής στην πολυκατοικία που κατοικεί, ένα καθήκον κοινωνικό, μια μέριμνα για το καλό του συνόλου, χωρίς ανταμοιβή. Η λέξη «είπε» στο δεύτερο στίχο, είναι ο βαθύς αναστεναγμός ενός ανθρώπου που το περιβάλλον γύρω του τον έχει πνίξει. Η κατάσταση είναι οριακή κι η ιδιότητα του διαχειριστή δίνει στον ποιητή την ευκαιρία να κάνει μια αυθόρμητη παρέμβαση, να ταράξει τον ύπνο των ενοίκων,  αναρτώντας ένα ποίημα στον πίνακα ανακοινώσεων. Η ενέργεια δε μοιάζει ιδιαίτερα προετοιμασμένη, είναι περισσότερο ένα ξέσπασμα από την ασφυξία της στασιμότητας, ένα φως μέσα στο βάλτο. Διαλέγει ένα στίχο ερωτικό, νιώθοντας σαν κηπουρός που θέλει να ευωδιάσει τον εσωτερικό χώρο της πολυκατοικίας.

Το πιο πιθανό είναι ότι ο ποιητής ήθελε να παραμείνει στη ρεαλιστική διάσταση του ποιήματος. Όμως εδώ η πραγματικότητα τον υπερβαίνει, τον κοιτάζει στα μάτια και του υποδεικνύει πως είναι δέσμιος ενός σκηνικού με έντονα συμβολικά στοιχεία που κατά κάποιο τρόπο αποτυπώνει θεατρικά την προσωπική του αλήθεια. Ως διαχειριστής των αναγκών μιας κοινότητας κι επομένως διαχειριστής μιας αλήθειας που μόνο η υλική της διάσταση δεν τον καλύπτει, ο ποιητής αμφιταλαντεύεται από το ερώτημα αν ο ευδαιμονισμός ενός κοινωνικού συνόλου περιορίζεται μόνο στην προστατευτική ομπρέλα των πρακτικών διευκολύνσεων ή μήπως χρειάζεται το μπόλιασμα με το σπόρο του πνεύματος και του έρωτα για ν’ αποκτήσει η ζωή αληθινό περιεχόμενο. Το ζητούμενο είναι η αλήθεια μέσα στα πράγματα, μια αλήθεια που για να έχει κύρος οφείλει να είναι φιλεύσπλαχνη κι ανθρώπινη, το νερό της αγιότητας είναι διαφορετικό από την υγρασία της φθοράς. Ο στίχος που αναρτάται είναι το μικρόβιο του πνεύματος και της ερωτικής παρόρμησης που σαν ιός επιζητά ν’ αναστατώσει τη βολεμένη ησυχία των ενοίκων. Μέχρι εδώ ο ποιητής είναι κυρίαρχος της πραγματικότητας κι αναδεικνύει τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και το ποιητικό του διακύβευμα. ΄Ομως η ανατροπή έρχεται από το κόκκινο κραγιόν που αποτυπώνεται στο ποίημα, σημείο φωτιά, εγκάρσια τομή στην πραγματικότητα, αναζωογόνηση των δεδομένων, το σκηνικό μεταπλάθεται έξω από τις προθέσεις του ποιητή. Η ρευστότητα, που απλώνεται στα κενά διαστήματα ανάμεσα στα ποιήματα του Μαρκόπουλου, εδώ είναι ολοκληρωτική, οι μορφές αποκολλώνται από το περιεχόμενο, το πνεύμα κι ο έρωτας μπολιάζουν το χώρο της πολυκατοικίας με το μυστικό του ονείρου, ο ποιητής ως έφηβος γίνεται δέσμιος μιας έντονης υπερκινητικότητας, προκειμένου να ανακαλύψει την υφή του μυστικού. Δε διστάζει να αναζητήσει την ταυτότητα του δράστη μέχρι το υπόγειο του κτιρίου, δηλαδή μέχρι το δικό του υποσυνείδητο, γιατί ο δράστης δεν είναι παρά το εκτοπισμένο απόθεμα της δικής του παιδικής ηλικίας, εκεί όπου η δράση φέρνει αντίδραση ώστε να δημιουργηθεί μια άλλη ατμόσφαιρα, σχεδόν ονειρική. Τώρα όλα έχουν αποκτήσει μια άλλη ταυτότητα, η πολυκατοικία είναι ένα δαιμονισμένο δάσος, οι ένοικοι προσφιλή πρόσωπα από το παρελθόν που ανατρέψαν τη ροή του χρόνου, ο καυστήρας είναι η λίμπιντο, η είσοδος της πολυκατοικίας η πύλη του Άδη, όχι για να γίνει η συνάντηση με τον θάνατο αλλά για να αρπάξει ο Ορφέας την Ευρυδίκη και να την επαναφέρει στον επάνω κόσμο.

Σύμφωνα με τη ρήση του Λιάκου, το ποίημα εδώ είναι ταυτόσημο του βιώματος, όχι για να καταγράψει αλλά για ν’ αφήσει ανοιχτό το χώρο για το μελλοντικό βίωμα. Εδώ είναι ο διάφανος ορίζοντας της δυνητικότητας, όπου το όνειρο δεν αποτελεί θέσφατο αλλά διαρκές κάλεσμα για υλοποίηση, με το ζητούμενο της δυναμικής παρέμβασης έτσι ώστε οι μορφές ολοένα να τροφοδοτούνται με καινούριο περιεχόμενο. Το ρίγος που έχει συνεπάρει την «κόκκινη στάχτη» και που έχει διαλύσει την οποιαδήποτε μούχλα, είναι σίγουρα μια στιγμιαία ονειρική κατάσταση. Γρήγορα όλα θα ξαναπάρουν το πρώτο τους σχήμα. Η υποψία πως ίσως το πρόσωπο που άφησε το κόκκινο κραγιόν στο χαρτί, έκανε μόνο μια αυθόρμητη πλάκα της στιγμής, η υποψία αυτή με την πάροδο του χρόνου θα γίνεται βεβαιότητα, από το κραγιόν θα απομείνει μόνο η στάχτη. Όμως μια ελάχιστη αμφιβολία ότι το κραγιόν σήμαινε κάτι παραπάνω, θα παραμένει. Αυτό το «ίσως» αντιπροσωπεύει μια ελάχιστη πλευρά της ζωής. Μερικοί ποιητές όλο τους το έργο το θεμελιώνουν σε αυτό το «ίσως». Σε άλλους, όπως ο Θανάσης Μαρκόπουλος, αυτό το «ίσως» λειτουργεί ως αντίβαρο, κομβικό σημείο, κρυμμένο μυστικό που ρευστοποιεί τα πράγματα, πύλη μετάβασης από τη συνείδηση στο υποσυνείδητο, μαγνητικό πεδίο περιδίνησης ανάμεσα στη μούχλα και το ζωτικό φως –κάποτε, όπως στην «Κόκκινη στάχτη», ορμητικός χείμαρρος που διαλύει το φάσμα του θανάτου. Ο ποιητής μιλάει για τη στάχτη αλλά μας παραπλανά και μας γοητεύει, γιατί στην περίπτωσή του η στάχτη έχει ένα αμυδρό κόκκινο χρώμα.

«Η στάχτη που έχει κόκκινο χρώμα»
Ιγνάτης Χουβαρδάς-Δημήτρης Κόκορης
Ο ποιητής και κριτικός Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος

Επιμέλεια: Σωτηρία Σταυρακοπούλου
Δήμος Θεσσαλονίκης-Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο
Θεσσαλονίκη 2010, σ. 7

 Σημειώσεις

 1.  «Εικόνες από πέτρα»: μια παρατήρηση που έκανε η ποιήτρια Κούλα Αδαλόγλου για την ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου (περιοδικό Παρέμβαση, τεύχος 105, Δεκ.1998-Φεβ.1999, σελ.7).
          2.  Στην παρέα εκτός από τον Σούλη Λιάκο και τον υποφαινόμενο, ήταν παρόντες οι ποιητές Φίλιππος Ντυμένος, Βασίλης Δασκαλάκης και ο ζωγράφος Ηλίας Μάντζος. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος δεν έτυχε να είναι παρών.


Παναγιώτης Γούτας

Οχτώ χρόνια μετά τη συλλογή Τεστ κοπώσεως (που όπως φαίνε­ται βγήκε αρνητικό στη λήθη του χρόνου), επιστρέφει με τις Μι­κρές ανάσες, ένα βιβλίο τυπωμένο από τις καλαίσθητες εκδόσεις Μελάνι. Ο λόγος για τον εκ Βεροίας ποιητή και κριτικό Θανάση Μαρκόπουλο, που, όπως ο ίδιος δηλώνει, γράφει, τελευταία, όλο και πιο αραιά. Από τον τίτλο ακόμη της συλλογής προϊδεαζόμαστε για το τι θα επακολουθήσει. Οι Μικρές ανάσες, που είναι και τίτλος τριών μικρών ποιημάτων, προσδιορίζουν το ύφος και το στιλ του Μαρκόπουλου. Ποιήματα μινιμαλιστικά, καθημερινά, κουβεντιαστά, ποιήματα σαν κοφτές αναπνοές ενός φανατικού περιπατητή της πόλης, που βαδίζει με σταθερό βήμα, ενίοτε γοργό, παρατηρώντας και αναπολώντας σημεία και πρόσωπα σταμπαρισμένα από τα χρόνια και τη ζωή:


Πέρασε τις προάλλες

από εκείνο το πεζοδρόμιο

αλλά δεν ήταν νύχτα του 70

και δεν έβρεχε

δεν ήταν δίπλα του

και δεν κρατούσε ουρανό

ούτε φορούσε

το αεράκι στο σώμα της

την απειλή στα χείλη

 

Τι γύρευε λοιπόν

σ’ αυτό το πεζοδρόμιο 

Το αίσθημα της νοσταλγίας και της αναπόλησης είναι εμφανές σε αρκετούς στίχους της συλλογής. Νοσταλγία υγρή, διάσπαρτη με βουρκωμένες μνήμες, και μια αναπόληση βαριά, επώδυνη αλλά λυτρωτική: 


[...] γονατιστός 
 ν’ αντλεί μ
ε τα χέρια
εμφύ­λιο χώμα
να ρίχνει το δισάκι στον ώμο
να φεύγει για το τε­λευταίο ταξίδι
        («Εμφύλιο χώμα», αφιερωμένο, μάλλον, στη μνήμη του πατέρα του)

 

παρακάτω:

 

Τώρα οι φίλοι μου μίσεψαν

άνεμοι και τους πήρανε

σε ορεινούς ορόφους […]

κι εγώ στη λευκή ερημία

βουβό καραβάνι

αναπαράγω το λυγμό μου

        («Τσάι του βουνού»)

ή αλλού:

 Με θλίβουν τα κάδρα με λυπούν
               των προσφιλών προσώπων
               που διάβηκαν ένα πρωί
               το σκο­τεινό ποτάμι
                    («Τα κάδρα»)

κι αλλού:

Κάθε που επι­στρέφω στη μικρή πατρίδα
              όλο και πιο λίγο φθείρεται η παλάμη μου
              από θερμές χειραψίες

(«Νόστοι μεσήλικος») 

Εκτός από την αναπόληση και την καταβύθιση στην παιδική ηλικία (συχνά η πιο γλυκιά πατρίδα των ποιητών), τόποι του σή­μερα και του χθες δεσπόζουν στα ποιήματα του Μαρκόπουλου. Η Βέροια με την περιοχή της Ελιάς, αλλά και με τις παράδοξες προτομές της Λεωφόρου Ανοίξεως που αντικρίζουν ανέκφραστες/ τις απρόσωπες πολυκατοικίες, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν ν’ ατενίζουν τον ευρύχωρο ορίζοντα που απλώνεται μπροστά τους και πυρπολείται από τις περιπτύξεις των εφήβων και τις πυρκαγιές των δέντρων, η Φλώρινα με τις παλιές λιτές ξυλόγλυπτες πόρ­τες της, η Θεσσαλονίκη με την οδό Μελενίκου απέναντι από τη Φιλοσοφική Σχολή, τα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου και τους εξώστες του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, και τέλος η Αθήνα, με το Hotel Titania, όπου ο ποιητής –όπως μας αποκαλύπτει στο «Κάθοδος Βορείου», ένα ποίημα, όπου παρωδείται η επαφή των Βο­ρειοελλαδιτών με τα πρόσωπα και τα ήδη της πρωτεύουσας– σπανίως κατεβαίνει:

Σπανίως κατέρχομαι στο άστυ

Πάνω και κάτω κόσμος στ’ αλήθεια 

Ο Μαρκόπουλος σε αρκετά του ποιήματα αυτοσαρκάζεται πε­ρίτεχνα («Το ανθρωπάκι», «Αυτόματος ποιητής», «Κάθοδος Βορείου»), σε άλλα παρατηρεί και στοχάζεται («Η κυρία με τις ανεμώνες», «Οι πόρτες της Φλώρινας», «Οι προτομές της Βέροιας», «Οι μαμάδες»), σε άλλα είναι βουτηγμένος στα πλοκάμια της μνήμης, ενώ κάποιοι στίχοι του, πυκνοί κι απέριττοι θυμίζουν αρχαία επιγράμματα. Ξεχωρίζω τα «Χαμηλά πορτρέτα», όπου η πύκνωση και η λιτή γραφή εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη, ενώ η απλότητα του λόγου σε συνδυασμό με τη γύμνωση του νοήματός τους δημιουργούν αξιοθαύμαστο ποιητικό μείγμα. Πιστεύω πως το «Η θεία Αγγελική», το «Η θεία Μαρία» και το «Άνθρωπος από πέτρα» θα ήταν ιδανικά ταφικά επιγράμματα αφανών ηρώων της καθημερι­νότητας, που η πένα του ευαίσθητου ποιητή τους ξεχώρισε από άλλους συνανθρώπους μας για το λιτό κι απέριττο της ζωής τους, γι’ αυτό το ταπεινό κι ελάχιστο της ύπαρξής τους (εντέλει τόσο σημαντικό) που ακτινοβολεί. Αντιγράφω τους στίχους από το «Η θεία Αγγελική» των «Χαμηλών πορτρέτων»:

Έζησε πέθανε
              κλειστό παραθύρι
              Τη λέγανε Γιώργαινα 

Κορυφαία στιγμή της συλλογής θεωρώ το ποίημα «Την απόγνωση σκέφτομαι», όπου ο Μαρκόπουλος ξεπερνώντας την απλή παρατήρηση, την ήπια αναπόληση και τον εύκολο στοχασμό εμβαθύνει στα δύσκολα της ζωής, βουτάει στα βαθιά, δίνοντας ένα δυνατό ποίημα, που οι τρεις καταληκτικοί στίχοι, με την αδρή εικονοποιία που τους χαρακτηρίζει, δρουν ως γροθιά στο στομάχι:

Την απόγνωση του νεκρού συλλογίζομαι
              όταν μετά την επιχωμάτωση αποσύρονται όλοι
              και τον εγκαταλείπουνε μόνο

Πιστεύω πως ο ποιητής Θ. Μαρκόπουλος είναι μια σημαντική μορφή των γραμμάτων μας. Στους στίχους του καιροφυλακτεί πάντα μια μικρή ή μια μεγάλη έκπληξη. Τα ποιήματά του, γυμνά, λειασμένα, καίρια, μιλούν κατευθείαν στην καρδιά. Και μας κερδίζουν με το πρώτο.

Περ. Ένεκεν (Θεσσαλονίκη) 17 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2010) 230-232 =
Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων. Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011)
                                                                                                     Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 176-178


Κούλα Αδαλόγλου

Οι Μικρές ανάσες είναι η έβδομη συλλογή του Θανάση Μαρκόπουλου. Ποιητική συλλογή, αφού ο Μαρκόπουλος επιμένει πιστά στην ποιητική γραφή. Συστηματικά και επίμονα συγκεντρώνει τα εργαλεία του συλλογή τη συλλογή, διαμορφώνει τη φωνή του και τον κόσμο της ποιητικής του αναφοράς. Ο πεζός λόγος υπηρετείται από τον συγγραφέα με τις μελέτες και με τα κριτικά του σημειώματα. Με λόγο κα­τά βάση αναφορικό, όπως αρμόζει, αλλά με τη μείξη του συγκινησιακού λόγου. Και με τίτλους που συχνά μοιάζουν με στίχους ποιήματος. Αναφέρομαι κυρίως στο Ματιές ενόλω και σε τίτλους όπως «Ο ένοικος της μνήμης και του ονείρου» για τον Κλείτο Κύρου, «Ουρανός από μνήμη και φως» για τον Πάνο Θασίτη.

Γυρίζω στην παρούσα συλλογή του. Θα σταθώ σε δύο κυρίως άξονες: τον χρό­νο και την ερωτική περιγραφή. Αφού όμως πρώτα επιχειρήσω μια προσέγγιση στη δομή των ποιημάτων και, φυσικά, στα συμφραζόμενα του τίτλου.

Ο τίτλος Μικρές ανάσες μπορεί να δηλώνει κάποιο διάλειμμα ανάσας, σαν για να πάρει κάποιος δύναμη και να συνεχίσει. Ή εκείνο το πνίξιμο της δύσπνοιας, όπου μικρές βγαίνουν οι ανάσες, για να επιβιώσει αυτός που υποφέρει. Μπορεί να δηλώνει και τα δύο. Και άλλα. Τη μικρή φόρμα των ποιημάτων, ας πούμε. Ή τη χαμηλή κλίμακα της ζωής των προσώπων που πρωταγωνιστούν στις ποιητικές αφηγήσεις. Ο τίτλος «Χαμηλά πορτρέτα» σε μια ενότητα ποιημάτων με οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Μακραίνουν οι σιωπές. Ασκήσεις λιτότητας στη γραφή. Ρωγμές, για να περάσει ο αναγνώστης το δικό του βίωμα, άρα χρειάζονται οι μι­κρές ανάσες. Έχω αρχίσει να περνώ σε θέματα δομής.

Στη συλλογή αυτή κάποτε ακολουθείται η εξής δομή: πρώτη στροφή, συγκεκρι­μένη περιγραφή τόπου ή περίστασης. Δεύτερη στροφή (ή και περισσότερες), η ποι­ητική έκφραση ανοίγεται σε πιο ελεύθερους δρόμους, με εικόνες και λέξεις που ση­ματοδοτούν ένα σύμπαν ανθρώπων και αντικειμένων με το άγγιγμα της φθοράς και του χρόνου, και κάποτε την έκρηξη συναισθήματος. Για παράδειγμα, «Τσάι βουνού», «Η κόκκινη στάχτη», «Νόστοι μεσήλικος», «Η μάνα απόψε», «Το χούφταλο».

Άλλοτε το θέμα εκτείνεται στο κυρίως σώμα του ποιήματος και έρχεται ένα δί­στιχο ή τρίστιχο σχόλιο-κατακλείδα να κλείσει το ποίημα δίνοντας στο περιεχόμε­νο την τελική του διάσταση. Το δίστιχο-τρίστιχο αυτό διαβάζεται με άλλο ύφος, χαμηλόφωνα συνήθως, σαν εσωτερική κατάθεση, σαν εξομολόγηση. Για παράδειγ­μα, «Μέρες του 1969 το πολύ 70– μ.Χ., III», «Την απόγνωση σκέφτομαι», «Το ανθρω­πάκι», «Τεχνητή βροχή».

Και υπάρχουν κάποια πεζότροπα ποιήματα, αφηγηματικά, στα οποία, ενώ λι­γοστεύουν οι σιωπές, ο ποιητής δίνει εκείνες μόνο τις λεπτομέρειες που σηματοδο­τούν την ποιητική έκφραση στην ιδιαιτερότητά της, όπως «Κορυσχάδες», «Ιτιές», «Ο πα­τέρας σε ενέδρα».

Ο χρόνος, τώρα, ο ατομικός και ο γενικότερος χρόνος. Ο Μαρκόπουλος ορίζει με λεπτομέρειες και σαφήνεια την ατομική του πορεία στο χρόνο: πόλεις, σημεία, οδοί, πάρκα, άνθρωποι. Με την ίδια ακρίβεια, μεγαλύτερη θα έλεγα, με σαφήνεια έπακρη αλλά και ταυτόχρονα με λιτότητα εξαιρετική, διαγράφει την πορεία μέσα στο χρόνο, στον τόπο καταγωγής του και σε γειτονικούς, αλλά και μέσα στην ιστο­ρία, άλλων ατόμων, ανιόντων, συγγενικών και όχι. Είναι σαν η ατομική-προσωπική του πορεία να συναντάται με τη γενικότερη, σε ένα είδος αυτοβιογραφίας που αντανακλά το γενικότερο πλαίσιο. Η γενικότερη αυτή βιογραφική καταγραφή εί­ναι ανθρώπων απλών, ακατέργαστων, παραμελημένων ίσως, από τόπους ορει­νούς, με βασικές αναφορές στον τόπο καταγωγής του ποιητή, και συχνά με αριστε­ρή καταβολή. Τα πρόσωπα αυτά κρατούν την αξιοπρέπεια στην πορεία τους στη ζωή, ενώ η χρονική στιγμή μιας πράξης ή του θανάτου τους ή γενικά της παρου­σίας τους τους φέρνει σε επαφή με τη ροή της ιστορίας και, μέσα από την ποιητική αποτύπωση, καθίστανται αθάνατα. Έτσι η Γιώργαινα, που μόνον ο τίτλος του ποι­ήματος δίνει το πραγματικό όνομά της: Αγγελική.

Η θεία Αγγελική
 
Έζησε πέθανε
κλειστό παραθύρι
Τη λέγανε Γιώργαινα

Τρεις στίχοι, ένας τίτλος, και μια ολόκληρη ιστορία μπροστά μας, με τα κοινω­νικά συμφραζόμενα μιας –παρελθούσης εν πολλοίς– εποχής. Από την ίδια ενότη­τα, τα «Χαμηλά πορτρέτα», μια ακόμη ιστορία, ενός άντρα αυτή τη φορά, με τις ίδιες αδρές πινελιές. Εδώ η τομή της ζωής του είναι με τη σύγχρονη ιστορία. Η μαρτυ­ρική γενναία αντιμετώπιση της αρρώστιας, βουβή το πιθανότερο.

Άνθρωπος από πέτρα 

Δυο χρόνια «Θεαγένειο»-Σκύδρα

πηγαινοερχόταν δήθεν για δουλειές

ο έμπορος ηλεκτρικών συσκευών

Γιώργος Κελεσίδης

απόφοιτος δημοτικού

Να προσεχθεί ότι και στις δυο περιπτώσεις ο χαρακτήρας ξεπηδά με μια μετα­φορά: Στην Αγγελική με το κλειστό παραθύρι, στο Γιώργο με τον τίτλο άνθρωπος από πέτρα. Λόγος δουλεμένος με τη λιτότητα στο έπακρο, με τη συμπύκνωση της έκφρασης πολλές φορές στα όριά της.

Επιχειρώ μια σύνδεση με τη συλλογή Τεστ κοπώσεως, επειδή θεωρώ ότι οι δύο αυτές τελευταίες συλλογές ορίζουν μια ενότητα στο θέμα του ατομικού και γενι­κότερου χρόνου, καθώς και σε θέματα δομής επίσης. Το θέμα των αναφορών σε συγκεκριμένα πρόσωπα που σηματοδοτούν με στιγμιότυπα της ζωής τους την ιστορία του τόπου αρχίζει να εμφανίζεται αραιά στο Τεστ κοπώσεως και εντείνεται με συστηματικότητα εμφάνισης στις Μικρές ανάσες.

Να επισημάνω τον κεντρικό ρόλο του χρόνου στα περισσότερα ποιήματα στη συλλογή Τεστ κοπώσεως. Το παρελθόν εισβάλλει ορμητικά στο παρόν με ένα κα­ταλυτικό συναισθηματικό φορτίο. Όταν ο χρόνος είναι ατομικός, αφορά δηλαδή την πορεία του ποιητικού υποκειμένου, έντονη είναι η νοσταλγία του παρελθόντος και, πάντως, δύσθυμα αντιμετωπίζεται το παρόν και οι προοπτικές του μέλλοντος, για παράδειγμα τα ποιήματα «Ένας φίλος από τα παλιά», «Τεστ κοπώσεως», «Το εκμα­γείο», «Οι λέξεις», «Κούγκι». Στις περιπτώσεις ποιημάτων, όπου ο χρόνος αφορά ευρύ­τερα σύνολα ανθρώπων πάλι, η μοίρα των επιγόνων φαντάζει επιδεινούμενη («Ρέ­κβιεμ για την πρώτη μεταπολεμική γενιά τον χωριού μου»). Παρουσιάζει επίσης εν­διαφέρον να διαβαστεί αντιστικτικά στο ποίημα «Κάθοδος Βορείου», και στις δύο εκδοχές του από τις Μικρές ανάσες, το «Αντίδοση» της συλλογής Το περίστροφο της σιωπής, όπου η ζωή στην Αθήνα αντιμετωπίζεται ως κάτι ποθητό. Ο πραγματικός χρόνος μαζί με τον αφηγηματικό χρόνο της ποιητικής γραφής μεταβάλλονται.

Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι στην τελευταία συλλογή του Μαρκόπουλου εμφανίζεται συχνότερα ο έρωτας. Γιατί ο έρωτας δεν εμφανίζεται συχνά στα ποι­ήματα του Μαρκόπουλου, τουλάχιστον άμεσα. Στο Τεστ κοπώσεως έχουμε τις «Γυναίκες ηλιοτρόπια» και ένα στίχο από την «Μπαλάντα του άλφα και του ρο»: κι όπως έτρεχα ρυάκι στο βαθύ ντεκολτέ της κυνηγώντας τη θάλασσα. Έτσι ανατρέχω και στην πιο προηγούμενη συλλογή του, στο Περίστροφο της σιωπής. Η συγκομιδή ελάχιστη, με πιο αξιοσημείωτη αναφορά, για το συγκεκριμένο θέμα, το ποίημα «Απόψε»:

 

να τρέξει η μνήμη
το ζωντανό σου σώμα
από τον όρμο του Λιμνιώνα
στο φωτεινό φεγγάρι του Αυγούστου
που δόλωμα το πόντισα
στο βυθό των ματιών σου απόψε

Οι αναφορές αυτές πάντως είναι βαθιά αισθαντικές. Και πάντα η γυναίκα αντι­μετωπίζεται με ερωτικό σεβασμό και με ηθελημένα κρυμμένη τρυφερότητα.Στην τελευταία του συλλογή ο έρωτας εμφανίζεται πότε ως συγκαλυμμένος ερωτισμός, αλλά και πότε ως απροκάλυπτη ερωτική επιθυμία. Το πιο ερωτικό ποί­ημα της συλλογής, και από τα πολύ ερωτικά θεωρώ που έχω διαβάσει, το «Κόκκινη στάχτη». Με τη δομή που προαναφέρθηκε: ο διαχειριστής αναρτά το ποίημα στο ασανσέρ – το τυχαίο γεγονός.


Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου

Όμως εμφανίζεται το κορίτσι με τα κόκκινα χείλη και πυρπολεί το ποίημα, αφήνοντας κόκκινη στάχτη. Το ποιητικό υποκείμενο-αφηγητής καίγεται, και ανα­ζητά τα χείλη της σε δήθεν τυχαίες ερωτήσεις και σε δήθεν τυχαίες καθόδους στην είσοδο της πολυκατοικίας και, ακόμη βαθύτερα, στον καυστήρα και στο σκοτεινό υπόγειο της φοβερής λαχτάρας.

Ερωτική επιθυμία στο «Απόπειρα άλωσης», εσωτερική και υπόγεια (κι εσύ ανυ­ποψίαστη/ ολόκληρο με μπάζεις/ από την πίσω πόρτα τον μυαλού/ μα πάλι/ μια σπίθα απ’ το κορμάκι σου/ δε νιώθω στην αφή μου), ερωτισμός στο «Καφές στην Ελιά», εμφανής και ίσως απόμακρος (και η ημίγυμνη γκαρσόνα γλάρος σερφάρει στα γαλάζια μου μάτια). Εμφανής αλλά εξαιρετικά έντονος ο ερωτισμός στο «Οι μαμάδες»: 

Μ’ αρέσουν οι νέες μαμάδες που βλέπω στο δρόμο [...] 

Μ’ αρέσει που δεν αφέθηκαν να πνιγούν στο νεροχύτη να ξεχειλώσει το σώμα τους που ακόμα συχνάζουν στις ακτές του φραπέ κι ανελκύουν στενάζοντας τον καπνό εκβαθέων ενώ τα βλαστάρια τους διαρκώς επιστρέφουν δροσερά κυματάκια στα υπέροχα πόδια τους 

Στο τρίτο ποίημα της ενότητας «Μέρες του 1969 –το πολύ 70– μ.Χ., III», που στη δομή του αναφέρθηκα πιο πάνω, η ερωτική απώλεια σφραγίζει το παρόν με την αίσθηση της ματαιότητας ας προσεχτεί το τελευταίο δίστιχο-σχόλιο: 

Πέρασε τις προάλλες
από εκείνο το πεζοδρόμιο
αλλά δεν ήταν νύχτα του 70
και δεν έβρεχε
δεν ήταν δίπλα του
και δεν κρατούσε ουρανό
ούτε φο­ρούσε
το αεράκι στο σώμα της
την απειλή στα χείλη

             Τι γύρευε λοιπόν
             σ’ αυτό το πεζοδρόμιο 

Ο κόσμος της ποιητικής αναφοράς του Μαρκόπουλου μοιάζει να οριοθετείται αυστηρά, οριακά θα έλεγα, με τη συλλογή του αυτή. Ακόμα και τα συναισθήματα αμβλύνονται μπορώ να υποθέσω αλλεπάλληλες γραφές για τη μη συγκινησιακά φορτισμένη έκφραση. Πρόσωπα που κινούνται στωικά και δωρικά στο μονοπάτι του βίου τους. Το ποιητικό υποκείμενο μετρά απώλειες και διαψεύσεις το ίδιο δω­ρικά. Τοπίο τραχύ, άνθρωποι φαινομενικά αλύγιστοι, το ποιητικό υποκείμενο συ­χνά συντριμμένο, ωστόσο αγέλαστο και επίμονο. Και ένα πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό γύρω από τα πρόσωπα αυτά, σαν σε χορό τραγωδίας. Για την προηγού­μενη ποιητική του συλλογή σημείωνα τη λείανση των αιχμηρών γωνιών. Όχι γιατί είχε πάψει ο ποιητής να κοιτά γύρω του με κριτικό μάτι και να ενοχλείται από τις διάφορες πραγματικότητες. Όχι ότι συμβιβαζόταν με τα γεγονότα. Αλλά η συγκαλυμμένη τρυφερότητα που έβγαινε σαν οργή, με «εικόνες από πέτρα» στο Περί­στροφο της σιωπής, εκεί αχνοφαινόταν σαν συμπάθεια και συμπόνια στα ανθρώ­πινα. Η τρυφερότητα ανέτελλε και το συναίσθημα αφηνόταν πιο ελεύθερο. Εδώ η τρυφερότητα έχει πάλι συγκαλυφθεί και το συναίσθημα συμπιέζεται, με μια φαι­νομενική ηρεμία που εγκυμονεί υπόγεια έκρηξη. Τόσο πολύ, που από κάπου έπρεπε να υπάρξει δικλείδα ασφαλείας, για αποφόρτιση. Κι έρχεται ο έρωτας να απε­λευθερώσει τη συναισθηματική ένταση και να χρωματίσει γήινα την ποιητική έκ­φραση. Δωρικός λόγος με πολιτικά συμφραζόμενα και ερωτική επιθυμία της κα­θημερινότητας. Ευτυχής συνάντηση.

«Το συμπιεσμένο συναίσθημα και η κόκκινη στάχτη της διαφυγής»
Περ. Νέα Παιδεία 136 (Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010) 144-148 =
Νήματα της γραφής. Πτυχές κειμένων. 49 λογοτέχνες, ό.π., σ. 97-102



Θεοδόσης Πυλαρινός

Πρόσφατα έλαβα, τη μια μετά την άλλη, δύο κομψές ποιητικές συλλογές, σταλ­μένες από δύο καλούς ποιητές μας, της γενιάς της δικής μου· από τον καλό και παλιό φίλο Ηλία Κεφάλα τη συλλογή, Το δέντρο που έγνεθε τη βροχή και τρα­γουδούσε (εκδ. Ροές, 2010), και από τον Θανάση Μαρκόπουλο, γνώριμό μου από τα έργα του, φιλία πνευματική εκ του μακράν, την τελευταία συλλογή του, Μικρές ανάσες (εκδ. Μελάνι, 2010).

Βαθιά ανάσα, θα έλεγα εγώ, τα δώ­ρα των φίλων και εν όπλοις αδελφών, που θέλησα να παρουσιάσω από κοινού τη δουλειά τους, για τον λόγο ότι τα κοινά χνάρια που αφήνουν και η ομό­τροπη στην ουσία αντιμετώπιση της ζω­ής με άγγιξαν, νομίζω, στο ίδιο ευαίσθη­το σημείο, που εκείνους τους έστρεψε στην ανακουφιστική εκτόνωση με την ποιητική σύνθεση.

Παρατηρώ, λοιπόν, ότι η γενιά αυτή μοιάζει με το παλιό καλό κρασί· όσο ω­ριμάζει, τόσο στοχεύει στο ίδιο κέντρο: στον χρόνο, τον χρόνο που ταυτίζεται με την απώλεια και τη μνήμη, τον χρόνο που ανασύρει βασανιστικά ένα απροσ­διόριστο νόστο (ίσως τον νόστο για την άγνωστη πατρίδα), τον χρόνο που ισοδυναμεί με νηφάλια και παράλληλα ε­ναγώνια πορεία προς το άγνωστο, δη­λαδή προς το μελαγχολικό τέλος, προς τον θάνατο, που και οι δύο ποιητές τον αντιμάχονται με την ποίησή τους, ένα είδος εκδίκησης για το πεπερασμένο του ανθρώπου και ως εκ τούτου της α­δυναμίας του να ολοκληρώσει το φύσει ανολοκλήρωτο.

«Γρατζουνάμε τη μαύρη πόρτα» ή­ταν η φράση του ενός ποιητή, όταν του μετέφερα τις πρώτες σκέψεις μου για τη συλλογή του· αποχρώσεις φθινοπώ­ρου διαπιστώνει ο άλλος στο όμορφο ποίημά του «Η κυρία με τις ανεμώνες», «ξεφυλλίζοντας μνήμες», μνήμες-γλυκές πληγές.

Αναπολήσεις, απομεσήμερα καυτά, που μεταξύ ύπνου και ξύπνου, ψηλώνει ο νους· τόποι στη θεσσαλική φύση ο Κε­φάλας, στη μακεδονική πόλη ο Μαρκόπουλος· μνήμες βάλσαμο και μνήμες μαχαίρια· αγαπημένοι που χάθηκαν, η παράδοση και η συνέχεια που διακρί­νεις ότι επάξια τις κράτησαν ψηλά. Παι­δικές αναμνήσεις και πικρό χαμόγελο για τα χρόνια της αθωότητας, φίλοι που γέρασαν, φίλοι που χάθηκαν, έρωτες που δεν λησμονιόνται. Μνήμες ιστορικές και τα σημάδια του εμφύλιου, ουλές βα­θιές· και οι μνήμες των ημερών της ακυρωθείσας αναγέννησης, όλα ορατά. Ευ­χάριστη αναδρομή σε φωτεινά σημεία της μεταπολεμικής ελληνικότητας, αλλά και εγκαυστικές αποτυπώσεις στο υπο­συνείδητο. Απίθανοι κι όμως αληθινοί, μαγικοί, θα έλεγα, όπως διαμορφώθη­καν με τα χρόνια, συνδυασμοί προσώ­πων, τόπων και πράξεων, που κατέλη­ξαν σε μνημονικές ιεροτελεστίες, για να συνοστεωθούν στους στίχους των ποιη­μάτων. Και νοσταλγία από άκρη σε ά­κρη των σελίδων τους, ανάμικτη με τον γλυκό πόνο του απολεσθέντος εν όψει ενός αδιόρατου αλλά επελαύνοντος τέ­λους. Συζεύξεις και συνειρμοί μοναδι­κοί, τόπων με μνήμες επίσης μοναδικές, ερώτων με δρόμους και συνοικίες, που αποτυπώνονται άπαξ. Και σε περίοπτη θέση οι νεκροί, νεκροί προσφιλείς, νε­κροί τόποι, νεκρά μέλη, απονεκρωμένες πράξεις. Και, ακόμη, ισχυρά κοντράστ του απολιθωμένου δάσους του παρελθό­ντος από τη μια και της σφύζουσας ζωής από την άλλη, αμέριμνης και τραυ­ματικά αδιάφορης μπροστά στους αποχωρούντες ταξιδιώτες του παντός. Απου­σία προσώπων και οικτιρμοί. Αλλά, ας τα δούμε με τα λόγια των ποιητών τα πράγματα. Γράφει, λοιπόν, ο Θανάσης Μαρκόπουλος στο ποίημα «Οι προτομές της Βέροιας»:

 

Πιο πολύ κι απ’ τις προτομές

του Μουσείου

εγώ εκείνες της Λεωφόρου Ανοίξεως

οικτίρω

έτσι που ισοβίως τις δίκασαν

ν’ αντικρίζουν ανέκφραστες

τις απρόσωπες πολυκατοικίες

ενώ πίσω τους μαίνονται

οι περιπτύξεις των εφήβων

οι πυρκαγιές των δέντρων

τα κύματα της χλόης

ως πέρα στη θάλασσα

στις ακτές του ορίζοντα

στο βλέμμα το έκπληκτο του φεγγαριού

 Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με συνομιλία δύο ομογάλακτων ποιητών με κοινά σημεία αναφοράς και διαφορετι­κούς μόνο τους προσωπικούς τεχνικούς τρόπους τους, με κοινό εχθρό τον χρόνο αλλά με διαφορετικά μέσα εξορκισμού του από ένα έκαστο· με κοινή νοσταλγία για άλλες αγάπες ο καθένας. Η τυχαιότητα, που την ορίζει ωστόσο υποσυ­νείδητο βάθος, οδηγεί και τους δύο να αφιερώσουν έκαστος από ένα ποίημά του στην πόρτα: «Η παλιά πόρτα» του Ηλία Κεφάλα σύμβολο της διάβασης, του περάσματος αλλά και του πορθμεί­ου. «Οι πόρτες της Φλώρινας» του Θα­νάση Μαρκόπουλου σύμβολα του περά­σματος της ζωής και αυτές. Πρόκειται για συνομιλία γύρω από την παροδικότητα και τη ματαιότητα, που αμφότερες καταγράφονται με ονόματα πόλεων, δρόμων, προσώπων, για να πολεμηθούν με το όπλο της αϊδιότητας που διαθέτει η ποίηση· η ποίηση που καλείται να κο­νταροχτυπηθεί με τον θάνατο, ο οποίος καιροφυλακτεί, όπως αποκαλύπτεται με προσωπικό τρόπο στο ποίημα «Η μάνα απόψε», του Μαρκόπουλου, που το φω­τίζει με την οδύνη της μνήμης ο ήλιος του θανάτου:

 

Πέφτει ο ήλιος

στον κερματοδέκτη του βουνού

το σούρουπο χιόνι στα έλατα

κι η μάνα με το μαύρο μαντίλι

να βλέπει απ’ τη φωτογραφία

ανύποπτη

 

Άναψε τα κεριά

το καινούριο καντήλι

άναψε το τσιγάρο

πήρε φωτιά η μνήμη

 

«Θα ’χει πολύ φως η μάνα απόψε»

είπε

Ο Ηλίας Κεφάλας, πάλι, αθεράπευ­τος εραστής από καιρό και όχι όψιμος θεωρητικός, αναζητεί την ερμηνεία της νύχτας, την εξήγηση των απλών αλλά αδιερεύνητων φαινομένων της φύσης, συ­νάπτοντας τα αναπάντητα ερωτηματικά με το διάβα του ανυπεράσπιστου αν­θρώπου από τη ζωή και το δέος μπρο­στά στο μεγαλείο του συμπαντικού α­χανούς, ευελπιστώντας στη διάσωση ό­σων βιώσαμε επί γης στην αιώνια περι­στροφή μας στο εκείσε. Το ποίημα «Κανένας» διαμηνύει αυτή τη φυσική παντοδυναμία και την εφησυχασμένη συνείδηση του ποιητή για τη μοναξιά του ανθρώπου:

 

Μην αφουγκράζεσαι βαθιά

Ο ψίθυρος είναι του νερού

Κι άλλος κανένας

 

Μη ξεγελιέσαι από φωνές

Ο άνεμος είναι που μονολογεί

Κι άλλος κανένας

 

Μη την ανάσα σου κρατάς

Η νύχτα στάζει τη σιωπή της

Κι άλλος κανένας 

Όντως, άλλος κανένας. Ικέτης της μνήμης ο Ηλίας Κεφάλας (εξορκιστής της λησμονιάς, δεν υπάρχει βαθύτερο πηγάδι από τη λησμονιά, θα μας πει), έχοντας βαθιά συναίσθηση και αυτός ότι είναι η μόνη τιτρώσκουσα και ενταυτώ σώζουσα (ο τρώσας και ιάσεται), στο ποί­ημά του «Προτρέχοντας» την (ανα)καλεί συμπαραστάτη στη μεγάλη λύπη, στη με­γάλη απώλεια, της μετάβασης στο επέ­κεινα· την καλεί να διατηρήσει με τη βοήθεια της ποίησης το πέρασμά του α­πό τα εγκόσμια. Είναι η απέραντη θλί­ψη από τις μεταφυσικές ανησυχίες του οριστικού αφανισμού, το absurdum του ανασφαλούς εαυτού μας, η μόνη ελπίδα συνέχειας:

 

Κοντά σε δέντρα θέλω ν’ αποκοιμη­θώ: ας πούμε

ιτιές με υπόγεια νερά και αγκιστρωμένες φωνές

προαπελθόντων. Βέβαια

λέω για τη μέρα που οι φίλοι

θα πάψουν πια να μ’ αγαπούν

(πώς ν’ αγαπάς μια χούφτα αέρα;)

και η μόνη τιμή θα είναι να με θυ­μούνται. 

Η ποίηση του Κεφάλα είναι φυσικά και απροσποίητα πεισιθάνατη, χωρίς να είναι απαισιόδοξη. Βλέπει μακριά από καιρό και διακρίνει τώρα ολοένα και πιο ευδιάκριτα, πιο ρεαλιστικά, το τέρ­μα. Διαπιστώνει ψύχραιμα ότι πέφτει νωρίς το βράδυ. / σε λίγο θα είναι μόνο βράδυ. Η μνήμη, ωστόσο, τον επανα­φέρει στην τάξη και επανέρχεται στην αναπόληση των πρώτων πηγών, στο ποίημα «Βρέχει στα παιδικά μου χρό­νια»:

 

Παγώναν τα βατόμουρα στις κορυ­φές των βάτων

Μικρές λιμνούλες φούσκωναν στις

πλάτες των προβάτων

Κι εγώ έστεκα μόνος βουβός στις

πύλες των αβάτων.

 

Ποιητικές συγγένειες και ομοιότη­τες των καιρών; Μήπως το ίδιο αναπά­ντητο ερώτημα, ιδωμένο με τους φα­κούς της ίδιας εποχής και των παρεμφε­ρών βιωμάτων; Η ποίηση ακολουθεί τους δικούς της μυστικούς δρόμους και οι γενιές των ποιητών επαναλαμβάνουν το αναπάντητο ερώτημα, προσαρμοσμέ­νο στις συνθήκες του καιρού τους. Όμως, πάντα και πάντα, στους αιώνες των αιώνων, το ίδιο αναπάντητο ερώτη­μα: και μετά τι;

                                                                                                                                                                                       «Αποχρώσεις φθινοπώρου» με φόντο «τη μαύρη πόρτα» 
       Ηλίας Κεφάλας, Το δέντρο που έγνεθε τη βροχή και τραγουδούσε, Εκδ. Ροές, 2010 
Θανάσης Μαρκόπουλος, Μικρές ανάσεςΕκδ. Μελάνι, 2010
Περ. Πόρφυρας 137 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 385-386

 
Ηλίας Κεφάλας

Ποιητής, εν πρώτοις, φιλόλογος, στη συνέχεια, και κριτικός της λογοτεχνίας εν τέλει, ο Θανάσης Μαρκόπουλος αναλώνει τον χρόνο και τις επιθυμίες του ανάμεσα στη δημιουργική γραφή, τις φιλολογικές μελέτες επί του έργου και της ιστορίας της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και σ’ αυτήν καθαυτή την κριτική τέχνη. Γνώστης, λοιπόν, της λογοτεχνίας και ειδικότερα της ποίη­σης, τόσο από την εσωτερική, όσο και από την εξωτερική πλευρά της, μας χαρίζει εφέ­τος το δωδέκατο, εν συνόλω, βιβλίο του, ήτοι το όγδοο ποιητικό, με όλη τη σιγουριά που αναδίνει η κατάκτηση της προσωπικής του φωνής και με όλη την αμφιβολία και ακόμα, τον μεταφυσικό φόβο που προκαλεί η τριβή και η προσπάθεια δαμασμού της ύψιστης μούσας.

Μικρές ανάσες είναι η επίτιτλη προσαγόρευση των τριάντα πέντε ποιημάτων της συλλογής αυτής και αυτό έχει να κάνει όχι μόνο με τη μικρή έκταση των ποιημάτων, που είναι ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό, αλλά και με την ασθματική μας σχέση με την ίδια την ποίηση: με μικρές ανάσες, αργά και σταθερά να μπαίνουμε μέσα στο μυστή­ριό της, λίγο λίγο και ολοένα και περισσό­τερο να γινόμαστε κοινωνοί της κρυμμένης συγκίνησης.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος, στο από­γειο αυτή τη στιγμή της ωριμότητάς του, μάς χαρίζει ποιήματα σωματικά και βιωμα­τικά. Τα ποιήματά του, δηλαδή, εγγράφονται πάνω στην ιστορική του διαδρομή, καθώς κουβαλούν τα εχέγγυα της προσωπικής εμπειρίας και τα γνωρίσματα ενός συγκε­κριμένου γεωγραφικού χάρτη. Αποφαίνεται δηλαδή επί πραγμάτων τα οποία όχι μόνο επεξεργάστηκε φαντασιακά, αλλά κυρίως έζησε. Άρα, τόπος, ιστορία και άνθρωποι συνενώνονται μέσα σε μια ομόλογη δέσμη συγκίνησης, η στοχαστική άνωση της οποίας συνιστά την ποίησή του.

Η σωματική ποίηση αναδιφά πάντα τα μονοπάτια της μνήμης. Στην περίπτωση του Θανάση Μαρκόπουλου τα ποιητικά αυτά μονοπάτια φέρνουν στο φως τους γεννήτο­ρες, το σφύζον αίμα του συγγενικού χώρου, καθώς και τους απώτερους ή εγγύτερους φίλους που διασταυρώθηκαν κάποια στιγμή μαζί του, αποδίδοντας όμορφες χρονικές συγκυρίες και βαθιά, πηγαία αισθήματα. Α­τραποί της εφηβείας, σπαράγματα του εμφυλίου, καταυγάσματα της φιλίας, ευθύνες του καθήκοντος, επίμονες προσεγγίσεις της τέχνης και πάνω απ’ όλα ο έρωτας στις αδιάλειπτες διαχρονικές του εκδοχές γίνο­νται τα εναύσματα της θεματικής του. Ανάμεσά τους δεσπόζουσα θέση κατέχει η έννοια της καθημερινής φθοράς, η κατα­κρήμνιση του ανθρώπου προς το εσωτερι­κό του και η προοδευτική αποξένωση.

 

Κάθε που γυρίζω στη μικρή πατρίδα

πληθαίνουν τα άγνωστα πρόσωπα

οι σκιές στους δρόμους

τα σπίτια που μπάζουν νερά της βροχής

τα μνημόσυνα τού Σαββάτου

 

Κάθε που επιστρέφω στη μικρή πατρίδα

όλο και πιο λίγο φθείρεται η παλάμη μου

από θερμές χειραψίες       

(«Νόστοι μεσήλικος») 

Ο ανθρώπινος πόνος όμως είναι αυτός που υπεισέρχεται αλώβητος μέσα στη μνήμη και, συνεπώς, στην ποίησή του, η όποια επιμένει να ξεφυλλίζει τα φύλλα της μνήμης, αναζητώντας στα βάθη καταχωνια­σμένα ναυάγια. Το ποίημα ανακαλύπτει δεξιότητες εκφραστικές και νοηματικές για να καταδειχθεί το τρυφερό θάλπος, που θα κατευθυνθεί άμεσα προς τις χαμένες ζωές και την οδύνη των ταλαιπωρημένων σωμά­των.

 

Μαυροφόρες που γέρνουν κατεβαίνουν με τις βροχές στα νοσοκομεία των πόλεων [...] προσεύχονται προσεύχονται κι ελπίζουν κι έτσι αποκαμωμένες απ’ την ατέλειωτη προσμονή γέρνουν σαν ιτιές στις όχθες του πόνου ενώ αιφνίδιες κραυγές αναταράζουν κάθε τόσο τον ύπνο τους

(«Ιτιές») 

Με τις καταδείξεις των τοπίων που αλ­λάζουν επώδυνα μπροστά στο μάτι που πα­ρατηρεί και καταγράφει, με τις παρασύρσεις της ηλικίας προς επικίνδυνες κατωφέ­ρειες που δίνουν σκοτεινή απόχρωση στη γλώσσα που περιγράφει, οι ποιητικές ανά­σες του Θανάση Μαρκόπουλου γίνονται ακόμα πιο μικρές, φτάνοντας στη λυρική πυκνότητα του επιγράμματος με τη χαρα­κτηριστική εννοιολογική του αυτοτέλεια. Εκεί η μέγιστη οικονομία του υλικού χαρί­ζει αμεσότητα, ευθυβολία, σαφήνεια, ανατροπή και έκπληξη. Και η γλώσσα, η γλώσ­σα του ποιήματος, θυμάται άλλες πλησιό­χωρες φωνές, αναζητά τις εκλεκτικές συγ­γένειες που δεν είναι άλλες παρά ήχοι χω­νεμένοι της πατρίδας, πλάγιοι τρόποι του δημοτικού τραγουδιού, θρήνοι που καταλά­γιασαν κάποτε μέσα μας, επιφωνήματα της απελπισίας:

 

Βροχή βροχούλα του μυαλού

με σκάβει με νεροφαγιές

με χτίζει με γεφύρια

(«Τεχνητή βροχή») 

Εύγε!


Περ. Νέα Ευθύνη 2 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010) 160-161

Χριστίνα Αργυροπούλου

Ο ποιητής Θ. Μαρκόπουλος, με την όγδοη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Μικρές ανάσες, μας ταξιδεύει ευχάριστα στο ποιητικό του τοπίο, ένα τοπίο τρυφερό, ανθρώπινο και νοσταλγικό. Τα θέματα αυτής της ποιητικής του συλλογής έχουν σχέση με τον χρόνο, με τη ζωή και τον θάνατο, με τον παρόντα και απόντα ως μνήμη έρωτα, με τους ανθρώπους που γνώρισε, με τον χρόνο μέσα από την ανθρώπινη ύπαρξη.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος, γήι­νος και ονειροπόλος ποιητής, τρυφε­ρός και ρεαλιστής συγχρόνως, με την ποιητική του γραφή και τέχνη προ­βάλλει, μεγιστοποιεί και μεταπλάθει σε ποίηση μνήμες, αισθήματα και κα­ταστάσεις, περνώντας από τον γενέθλιο και βιωμένο τόπο του ως την πρωτεύουσα και τη συμπρωτεύουσα, κάποτε και από άλλες πόλεις και τόπους της Ελλάδας, διαγράφοντας ποιητικά και αφαιρετικά τοπία και τόπους μέσα από κάποια στοιχεία που μεταφέρουν μνήμες και καλλιερ­γούν ευαισθησίες μιας άλλης τάξης, καταξιώνοντας το πέρασμα του ανθ­ρώπου από αυτή τη ζωή. Έτσι οι Μικρές ανάσες είναι ουσιαστικά μεγάλες ανάσες, αναπνοές ενός ξεχω­ριστού ποιητικού οξυγόνου.

Πιο αναλυτικά, η συλλογή καλύ­πτει 54 σελίδες με εξώφυλλα και εσώφυλλα και εμπεριέχει 35 ποιή­ματα, άλλα σύντομα και άλλα πιο εκτενή, που καλύπτουν τη σελίδα. Οι εκδόσεις «Μελάνι» έχουν δώσει ένα πολύ καλό αποτέλεσμα σε χρώματα και η εικονογράφηση στο εξώφυλλο υπαινίσσεται αγάπη και φιλιά, φιλιά που ομορφαίνουν τη ζωή. Στο μέσον σχεδόν των ποιημάτων βρίσκεται το ποίημα με τον ομώνυμο τίτλο της συλλογής, αλλά θεωρώ ότι οι Μικρές ανάσες είναι μεγάλες, καθώς ποιητής και αναγνώστης μπορούν να δουν με τα μάτια της ψυχής και της μνήμης – πέρα από την καθημερινότητα– την άλλη ζωή σε στιγμές ξεχωριστές, σε στιγμές που έχουν φύγει αφήνοντας το στίγμα τους, σε μνήμες ευχάριστες και σε λύπες και αγωνίες που σημα­δεύουν ως οδόσημα τη ζωή. Όσον αφορά τον χρόνο ο ποιητής ενδοσκοπεί και ενδοσκοπείται, καθώς ο χρό­νος αποτελεί ποιητικό μοτίβο, που καθορίζει τον άνθρωπο, που τον διατρέχει και τον προσπερνά, όπως το τρεχούμενο νερό που πάει στην εκβολή και την κοίτη του συγχρόνως, μια κοίτη που συμπίπτει με την επι­στροφή στη γη, οπότε το δίπολο ζωή- θάνατος είναι παρόν ως δίδυμα αδέρφια.

Στο πρώτο ποίημα με τον τίτλο «Απομεσήμερο» συνδηλώνεται το είναι και το μη είναι σε συγκεκρι­μένο τόπο και χρόνο, εκεί στο χωριό του ποιητή, ανάμεσα ύπνου και ξύ­πνου, που τον κυνηγάει η μνήμη του πραγματικού κόσμου και του αό­ρατου, εκείνου που φεύγει ως καπ­νός στον ορίζοντα, που αφήνει τις ακτές της ζωής και οδεύει στον θά­νατο. Το ποίημα αφήνει τη φαντασία του αναγνώστη να εμπλέξει και τα δικά του βιώματα και να ταξιδέψει τόσο στο ένα απομεσήμερο του ποι­ήματος όσο και στα πολλά δικά του, έχοντας μια γεύση πικρόγλυκη στη σκέψη. Το ποίημα με τίτλο «Απόπει­ρα Άλωσης» είναι ερωτικό και δη­λώνει ό,τι καταγράφει, μια απόπειρα άλωσης του άλλου σώματος με έναν ξεχωριστό τρόπο, με τις λέξεις και την ποίηση, π.χ. Γραφιάς και περι­φέρομαι/ κάτω απ’ τις ντάπιες των ματιών σου/ ακροβατώ στις λέξεις (Μικρές ανάσες, σελ. 8).

Το ποίημα «Εμφύλιο χώμα» μι­λάει για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, που φεύγει για το μακρι­νό ταξίδι, πολεμιστής και νικητής της ζωής, π.χ. κι από κάτω αυτός/ γονατιστός/ [...] / να ρίχνει το δι­σάκι στον ώμο/ να φεύγει για το τε­λευταίο ταξίδι/ κάτω απ’ την αψίδα ενός ουράνιου τόξου (ό.π., σελ. 9). Με εξαιρετικό τρόπο μιλάει το ποί­ημα για τις προτομές της Βέροιας, που γίνονται ακούσιοι μάρτυρες, ωτακουστές των εφηβικών περιπτύ­ξεων και είναι καταδικασμένες να ατενίζουν τις απρόσωπες πολυκα­τοικίες με ό,τι συνεπάγεται η πολυσημική έκφραση και με έκδηλο το σκωπτικό στοιχείο (ό.π., σελ. 10). Από τα αποφθεγματικά ολιγόστιχα ποιήματα των δύο στίχων, χωρίς στί­ξη, καταγράφω εκείνο που γίνεται πρόκληση και πρόσκληση στη ζωή με τίτλο «III. Γεφύρι», π.χ.

 

Δώσ’ μου το σώμα σου κορίτσι

να περάσω πάλι στον κόσμο

(ό.π., σελ. 11) 

Με μια αντιποιητική θα έλεγα λέξη, «Το χούφταλο», ο ποιητής μάς παρουσιάζει ποιητικά τον γερασμένο πατέρα κάθε επώνυμου και ανώνυμου και τον σεβασμό που οφείλουμε όλοι σε αυτόν και γενικά στα γηρατειά που πλανιόνται στους διαδρόμους των νοσοκομείων (ό.π., σελ. 13). Πόνο από τον μισεμό, τον χαμό των φίλων αποπνέει και το επόμενο ποίημα «Τσάι βουνού». Με το ύφος της γραφής του ο ποιητής μνημειώνει ονόματα απλών ανθρώ­πων, γυναικών και ανδρών, καταθέ­τοντας την τρυφερότητά του για τον άνθρωπο. Θεατρικά στήνεται το ποί­ημα «Η κόκκινη στάχτη», όπου το δημοτικό διακείμενο και η αξιο­ποίηση υπερρεαλιστικών στοιχείων αναδεικνύουν μια άλλη διάσταση του ερωτικού στοιχείου, που ξυπ­νάει μνήμες στο σκοτεινό υπόγειο της φοβερής λαχτάρας (ό.π., σελ. 17).

Από τη συλλογή δεν λείπει και ο ταπεινωμένος από την Ιερά Εξέταση Γαλιλαίος, ο μάρτυρας εκείνος της μεγάλης ανακάλυψης ότι η γη κι­νείται, όπως κινείται το κεφάλι του από το καραφάκι ούζο, σύμφωνα με την ποιητική σύλληψη του Μαρκόπουλου. Ακόμα την ποίηση αυτή απασχολεί και η γυναίκα της μεταιχμιακής ηλικίας, που αναζητά ματαίως τη νιότη της με τον χρόνο και τη φθορά να διαπερνούν το ποίημα. Η γυναίκα-έρωτας, ίσως και η γυναίκα-ελευθερία, που αργεί να έρθει να πάρει τα δώρα της, δυο πορτοκάλια, καθιστούν αμφίσημο το ποίημα, που η χρονολογία τού δίνει βιωματική υπόσταση, αλλά και ιστορική (1969, 1970). Το πορτοκάλι, βέβαια, παρα­πέμπει σε δημοτικά μοιρολόγια για εκείνους που φεύγουν, το ποίημα στήθηκε με πετυχημένες εικόνες από τον πραγματικό τότε κόσμο στο σύγ­χρονο και με εκείνη την αγάπη άφα­ντη (ό.π., σελ. 21-22). Ακολουθεί το ποίημα που έδωσε τον τίτλο στη συλ­λογή και δομείται σε ανισοσύλλα­βους στίχους, σε ύφος διαλόγου, πάντα χωρίς στίξη, με ερωτήματα που άπτονται της ζωής.

Στο επόμενο ποίημα η μορφή της μάνας με το μαύρο μαντίλι, η μάνα στη φωτογραφία με τη συνδήλωση θανάτου της και το καινούριο κα­ντήλι με τον άκρως σαρκαστικό και πονεμένο στίχο Θα ’χει πολύ φως η μάνα απόψε/ είπε αναδεικνύουν τον πόνο του γιου για τη μάνα που έφυγε, όπου και πάλι η μνήμη αναπλάθει και τροφοδοτεί την ποίηση (ό.π., σελ. 24). Στον ποιητή αναφέρονται τα δύο επόμενα ποιήματα, στον αφανή ήρωα της γραφής, που κρατιέται στη ζωή γράφοντας, π.χ. Ο ποιητής απουσιάζει/ στο ορυχείο των στίχων (ό.π., σελ. 27). Η μνήμη και η αποκατάσταση στον γενέθλιο τόπο συγκροτούν το υλικό και του ποιήματος «Τεχνητή βροχή», όπου η αυτοαναφορικότητα της ποίησης οδηγείται στην κορύφωση με την επαναδίπλωση της λέξης και του υποκοριστικού της «βροχή βροχούλα» και του δραστικού ρηματικού λόγου στους τρεις τελευταίους στίχους, οι οποίοι συνομιλούν με λαϊκά βιώματα. Το ποίημα δίνει σχη­ματικά τα στοιχεία εκείνα του οικεί­ου τόπου, όπου ο αφηγητής γαλη­νεύει και ως γενέθλιο τόπο κουβαλά μαζί του, π.χ. Βροχή βροχούλα του μυαλού / με σκάβει με νεροφαγιές/ με χτίζει με γεφύρια (ό.π., σελ. 28).

Εικόνες και άνθρωποι που φεύ­γουν, ο χρόνος και ο θάνατος, ο κύκ­λος της ζωής αποτελούν τη θεματική του ποιήματος «Εικόνες Εποχής – Δεσκάτη» με ιδιαίτερη μνεία στη μνήμη του Χρήστου Μπράβου. Η τελευταία στροφή που αφιερώνεται στη μνήμη του Μπράβου συνομιλεί με τις παραλογές και τον Μίλτο Σαχτούρη, σε μια γόνιμη εκδοχή, π.χ.

 

VI

Ο φοιτητής του θανάτου

Χρηστός Μπράβος

βγάζει απ’ το στάβλο

την αγελάδα με το μοσχάρι

να τα ποτίσει στον ουρανό

(ό.π., σελ. 30) 

Θεωρώ ότι είναι πολύ ωραία εικαστικά δοσμένο και εμπνευσμένο από το τοπικό χρώμα της Φλώρινας και το ποίημα «Οι πόρτες της Φλώ­ρινας», με όλες τις δηλώσεις και τις συνδηλώσεις της πόρτας από σημειωτική άποψη. Έτσι, οι πόρτες της Φλώρινας, οι χρωματιστές, οι ξυλό­γλυπτες, οι ξέθωρες, οι εχέμυθες, που άνοιξαν και έκλεισαν σε χαρές και θανάτους, έγιναν οι ίδιες καπά­κια στα τελευταία φέρετρα εκείνων που τις έζησαν, κλείνοντας εντός τους την αλλοτινή ζωή της πόλης, π.χ. πόρτες πιστές εχέμυθες/ πόρ­τες παλιές της Φλώρινας/ καπάκια αρμοστά υπέροχα/ στα τελευταία φέρετρα (ό.π., σελ. 31). Έτσι, ένα μέρος του σπιτιού και του παιδότο­που ταυτίζεται με τον θάνατο, αφού και το ίδιο γίνεται θάνατος, στοιχείο που μάλλον ξορκίζει το ποιητικό υποκείμενο με έναν υπόρρητο σαρ­κασμό.

Το ποίημα «Η κυρία με τις ανε­μώνες» αποκαλύπτει την ευαισθη­σία του ποιητή για τον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του. Στη μάνα φί­λου αναφέρεται και το ποίημα «Είπα να γράψω», που είναι ποίημα ποιη­τικής, αν και καταλήγει στο ότι Δε γράφεται το ποίημα με ξένο πόνο, ωστόσο αναδεικνύει πώς γράφεται ένα ποίημα και με πόσο αυθεντικό και βιωμένο ατομικό πόνο, καθώς λέξεις, ποιητής και ποίημα είναι δε­μένοι στην ίδια ανέμη και ταυτί­ζονται, για να βγει το ποίημα. Η μοναξιά ως υλικό ποίησης δίνεται υπέροχα με τον ρεμβασμό μιας γυ­ναίκας στη θάλασσα. Το ποίημα «Καφές στην Ελιά» αναφέρεται στη μοναξιά του ποιητή, εκεί σε τόπο και χρόνο, στην παραλία της Ελιάς κάτω από τον ίσκιο των δέντρων και τα τραγούδια των πουλιών, όπου ο ποι­ητής ως αφέντης του τόπου του στην άκρη του σύμπαντος απολαμβάνει τον καφέ του και ονειροπολεί, μια ονειροπόληση ποιητική που ξανοίγει το μάτι στο βάθος και το πλάτος του τοπίου –Ελιά, Λιτόχωρο, Αλιάκμο­νας, Πλαταμώνας–. Η φύση ως ανοι­χτός χώρος αγκαλιάζει το συνολικό βίωμα του ποιητή, που με τη μορφή διακειμένου εμπεριέχεται στο ποίη­μα ως επώνυμη και δημοτική ποίηση, ως ζωντανό ποιητικό υλικό.

Από αυτή τη συλλογή δε λείπουν και ποιήματα με ιστορικό στίγμα και με αναφορές σε άλλους δημιουργούς (Κλείτος Κύρου), όπως παρατηρού­με στα ποιήματα «Κορυσχάδες» και «Ιτιές» (ό.π., σελ. 39, 42). Τρυφερό και ερωτικό είναι και το ποίημα «Οι μαμάδες» σε πρωτοπρόσωπη αφήγη­ση. Γλυκά ανθρώπινο είναι και το πεζόμορφο ποίημα «Ιτιές», που αναφέρεται στις αφοσιωμένες συζύγους στο κρεβάτι του πόνου των συζύγων που τους παρηγορούν, αλλά τελικά η πραγματικότητα τις λυγίζει και γέρνουν σαν ιτιές στις όχθες του πόνου ενώ αιφνίδιες κραυγές ανατα­ράζουν κάθε τόσο τον ύπνο τους (ό.π., σελ. 42).

Η συλλογή ολοκληρώνεται με το ποίημα «Πατέρας σε ενέδρα», ποίη­μα αφιερωμένο στον πόνο ενός πα­τέρα, που ήταν ψάλτης με πολλά παιδιά και εγγόνια, που μέσα από αυτά και γύρω από το τραπέζι της οικογένειας αναπολεί τα νιάτα του, τα χρόνια που πέρασαν, έτσι στήνει την ενέδρα στην οποία εγκλωβίζεται, καθώς συνειδητοποιεί ότι μεγάλωσε μέσα από την παρουσία παιδιών και εγγονών, π.χ. σπάζει η φωνή δακρύ­ζει το μάτι σαν κλήμα [...] κι εκείνος σπίτι που καπνίζει στο χιόνι σιάζει τα μεγάλα του φρύδια ακουμπώντας με δέος το βλέμμα στο τραπέζι του άλλου καιρού (ό.π., σελ. 43). Το διακείμενο σε εισαγωγικά με τον χυμώδη δημοτικό του λόγο αναδεικνύει τον ανθρώπινο πόνο για τα νιάτα που έφυγαν, π.χ. τραπέζι χρυσοτράπεζο και χρυσοκεντημένο δεν ήμουν νιος καμιά φορά δεν ήμουν παλικά­ρι (ό.π., σελ. 43).

Συνοψίζοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι όλη η συλλογή με τα ποιήματά της μας ταξιδεύει στον τόπο και στον άνθρωπο, σε πρόσωπα, σε πράγματα και σε ψυχικές καταστά­σεις και αντανακλάσεις, οδηγώντας μας ως αναγνώστες στην απόλαυση, στη συγκινησιακή φόρτιση και διευ­ρύνοντας την εμπειρία μας για τη στάση του ανθρώπου μπροστά στη ζωή και τον θάνατο.

Τέλος, θα ήθελα να καταθέσω στον φίλο Θανάση τα συγχαρητήριά μου και την προτροπή μου να συνε­χίσει έτσι δυναμικά, διότι η προσφο­ρά του στα ελληνικά γράμματα είναι σημαντική τόσο στην ποίηση όσο και στη συγγραφή μελετών και κριτικών, αλλά και στην εκπαίδευση την οποία υπηρετεί υπεύθυνα. Μα χρειάζεται η ποίηση ίσως θα ρωτούσε κάποιος καλοπροαίρετος. Ναι, χρειάζεται, η ποίηση είναι η αναπνοή μας, όλοι την έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα σε καιρούς σακάτικους σαν κι αυτούς που περνάμε.

                                                                             Περ. Η Παρέμβαση 155 (Χειμώνας 2010-2011) 108-111


Γιώργος Χ. Θεοχάρης

Ολιγόστιχα, κυρίως, ποιήματα περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Θανάση Μαρκό­πουλου Μικρές ανάσες, σαν κοντανάσαιμα μπροστά στο δέος που προξενεί η εσω­τερική φθορά στον άνθρωπο και στα πράγματα, ως προπαρασκευή του θανάτου. Ποίηση αφηγηματική, βιωματική, όπου το βίωμα γίνεται ποίημα που αυτονομείται προγραμματικά. Ο ποιητής στέκει στις εκβολές της μνήμης και ξεδιαλέγει ιζήματα πόνου από φερτά υλικά της ζωής του και της ζωής των άλλων που κοσκινίστηκαν στην ηθική του ευαισθησία. Από εκεί παίρνει τις αφορμές. Από τον πόνο της καθημερινότητας. Από περιπτώσεις, φαινομενικά, ανάξιες προσοχής. Αυτούς τους άνθρακες μνήμης μάς προσφέρει ως αδάμαντες ποίησης. Μιας ποίησης ταπεινής μα πολύτιμης. Με ανοικτό ορίζοντα, έτσι που έχουμε την εντύπωση ότι ο ποιητής κοι­τάζει το ποίημα μέσα από τον αναγνώστη, με το βλέμμα της ηθικής προσήλωσής του στη ζωή.

           Ποιητής του γενέθλιου τόπου, από την Δυτική Μακεδονία όπου ζει συνομιλεί με τον γείτονά του Μάρκο Μέσκο, με τον Μιχάλη Γκανά και τους άλλους ποιητές του πάνω κόσμου της ελληνικής επαρχίας, συνομιλεί και με τον Χρήστο Μπράβο, στον Κάτω κόσμο, εκεί όπου ο πρόωρα χαμένος της Δεσκάτης, ο φοιτητής (αυτός) του θανάτου/ [...]/ βγάζει απ’ το  στάβλο/ την αγελάδα με το μοσχάρι/ να τα ποτίσει στον ουρανό.

Η αναπόληση της νεότητος, της αμεριμνησίας, των προσδοκιών, των ερώτων που δεν εκφράστηκαν αλλά σφράγισαν την ψυχή και την ανάμνηση, η γήρανση του σώματος, η ακηδία προς την αξία της ζωής και της φύσης, η εγκατάλειψη, η απουσία, η αποξένωση, η φθορά, ο αφανισμός της ζωής, ο θάνατος, η ευγνωμοσύνη στην ύπαρξη, είναι οι σταθερές στις οποίες οικοδομεί ο Θ. Μαρκόπουλος:

 

Τσάι βουνού

 

Λιγνοί κι αθώοι σαν τσάι βουνού

οι φίλοι μου κάποτε ήταν εδώ

στην οδό Μελενίκου στην Τούμπα

στ’ αμφιθέατρα

στους εξώστες του Κρατικού

 

Τώρα οι φίλοι μου μίσεψαν

άνεμοι και τους πήρανε

σε ορεινούς ορόφους

κύματα τους βυθίσανε

σε σκοτεινά κοχύλια

κι εγώ στη λευκή ερημία

βουβό καραβάνι

αναπαράγω το λυγμό μου 

                                                                     Περ. Πάροδος (Λαμία) 39-40 (Δεκέμβριος 2010) 4787-4788


Χλόη Κ. Μουρίκη

Μικρές ανάσες (Μελάνι) τιτλοφορεί τη νέα ποιητική συλλογή του ο Θανάσης Μαρκόπουλος. Στα περισσότερα ποιήματα ιχνογραφείται ποικιλοτρόπως το τοπίο της ιδιαίτερης πατρίδος του συγγραφέα (Β. Ελλάδος), μέσα από ευσύνοπτα σκίτσα ενός μικροκλίματος, στο οποίο η συνείδηση της προσωπικής ήττας συναντά την αντίστοιχη του συλλογικού: «Στον Κωνσταντίνο Μαρκόπουλο (1921-2004). Βορείως βράχια κι αφάνες/ σκιές που οσμίζονται σώμα/ Νοτίως μνήμη κατάκοιτη/ σε μορφή γαριφάλων/ Άνωθεν ουρανός/ με κραυγές και ζωστήρες/ κι από κάτω αυτός/ γονατιστός/ ν’ αντλεί με τα χέρια/ εμφύλιο χώμα/ να ρίχνει το δισάκι στον ώμο/ να φεύγει για το τελευταίο ταξίδι/ κάτω απ’ την αψίδα ενός ουράνιου τόξου» («Εμφύλιο χώμα»). «Πιο πολύ κι απ’ τις προτομές/ του Μουσείου/ εγώ εκείνες της Λεωφόρου Ανοίξεως/ οικτίρω/ έτσι που ισοβίως τις δίκασαν/ ν’ αντικρίζουν ανέκφραστες/ τις απρόσωπες πολυκατοικίες/ ενώ πίσω τους μαίνονται/ οι περιπτύξεις των εφήβων/ οι πυρκαγιές των δέντρων/ τα κύματα της χλόης/ ως πέρα στη θάλασσα/ στις ακτές του ορίζοντα/ στο βλέμμα το έκπληκτο του φεγγαριού» («Οι προτομές της Βέροιας»). Με καλά αφομοιωμένες επιρροές από δοκιμασμένους, καβαφικούς επιγόνους, ο Θ.Μ. εστιάζει σταθερά στα δικά του μυθολογήματα: «Πόρτες λιτές ξυλόγλυπτες/ πόρτες καφέ γαλάζιες πράσινες/ δίφυλλες πόρτες τρίφυλλες/ με το κομμένο χέρι/ πόρτες σκεβρές γδαρμένες ξέθωρες/ πόρτες γριές/ άλλες τυφλές/ κι άλλες με μάτια ορθάνοιχτα/ με κουρτινάκια βλέφαρα/ και φρύδια μισοφέγγαρα/ πόρτες που προβοδίσατε/ τη χαρά και το θάνατο/ με τρίξιμο παράπονο/ κι αμίλητες συντροφέψατε/ νυχτέρια ατέλειωτα/ στα ξύλινα κατώφλια/ πόρτες πιστές εχέμυθες/ πόρτες παλιές της Φλώρινας/ καπάκια αρμοστά υπέροχα/ στα τελευταία φέρετρα» («Οι πόρτες της Φλώρινας»). Δεν λείπουν από τη συλλογή καίρια ενσταντανέ του άστεως, όπως τα συλλαμβάνει ο πρόσκαιρος, εσωτερικός μετανάστης, που πάντα βρίσκει ηρεμία στο νόστο, ταχυδράματα αυτογνωσίας και σύντομες, πλην αποτελεσματικές, αποτυπώσεις μιας γκάμας ευρύτερων θεμάτων με άξονα το χρόνο και τη φθορά.

Περ. Το Δέντρο 181-182 (Ιούνιος 2011) 195-196


Γιάννης Στρούμπας

Πρόσωπα οικεία, αγαπημένα, με προφίλ συνήθως χαμηλό, που αναπνέουν διακριτικά στο πλαίσιο μιας επίπονης καθημερινότη­τας, πέρα από τη συστηματική διεκδίκηση κάποιας αναγνωρισιμότητας, ακόμη κι όταν η ποιοτική τους συγκρότηση θα το επέτρεπε, συν­θέτουν το χαρακτηρολογικό πάνθεον των ηρώων του Θανάση Μαρκόπουλου στην έβδομη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο Μικρές ανάσες. Οι Μικρές ανάσες παραμερίζουν τον ασθματικό ρυθμό της μεγαλούπολης και το λαχάνιασμά της παραχωρεί τη θέση του σε μια επαρχιακή γαλήνη, που, χωρίς να συνιστά πανάκεια για καθετί το δυ­σαρμονικό στον ανθρώπινο βίο, εξανθρωπίζει ωστόσο το πρόσωπό του καθιστώντας το ευκολότερα προσπελάσιμο και ιάσιμο.

Τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα και οι τόποι υπηρετούν τη σχεδια­σμένη προοπτική. Άνθρωποι ψημένοι από τον μόχθο, με υγιή θέαση της ζωής, επιδρούν θετικά στους φανερούς ή αφανείς συνομιλητές τους, μεταδίδοντας τους την προσωπική τους ζεστασιά. Ακλόνητο στήριγμα σε κάθε αρρώστια ή δύσκολη στιγμή, γονιός κάθε διακεκρι­μένου ή άσημου προσώπου, η μάνα αγωνίζεται αγόγγυστα, έστω και σαν χούφταλο, ηλικιωμένη κι αποκαμωμένη. Δουλευτής κι εμψυχωτής, ο πατέρας ακουμπά με δέος το βλέμμα στο τραπέζι του άλ­λου καιρού» στήνοντας ενέδρα στη νοσταλγία. Οι θείες, σκιά των κοι­νωνικών συμβάσεων στον περιβάλλοντά τους χώρο, στηρίζουν ολό­κληρες γενιές με την καρτερικότητά τους. Οι φίλοι, γήινοι και συνά­μα οραματιστές, κατευνάζουν και παρηγορούν. Οι χαμηλόφωνες προ­σωπογραφίες του Μαρκόπουλου («Χαμηλά πορτρέτα»), με τα αντιηρωικά πρόσωπα και τη βασανισμένη τους καθημερινότητα, παράγουν κατανόηση και τρυφερότητα, ενώ διακρίνονται και για την αξιοπρέπειά τους («Η κυρία με τις ανεμώνες»).

Πλάι στα πρόσωπα οι τόποι με τον δικό χους χαρακτήρα διαμορ­φώνουν στάσεις ζωής. Ο ευρύτερος χώρος της Βόρειας Ελλάδας, όπου η γενέθλια γη και ο τόπος κατοικίας του Μαρκόπουλου («Οι προ­τομές της Βέροιας»), αντικρίζεται σαν ρίζα ζωογόνα που τροφοδοτεί με θρεπτικές εμπειρίες χους ανθρώπους του. Γι’ αυτό κι η απομά­κρυνση από τη μικρή πατρίδα («Νόστοι μεσήλικος») επιφέρει την αλ­λοτρίωση. Αντιθέτως, κάτω απ’ τον ίσκιο του Βερμίου η μνήμη αναστηλώνει καθετί πολύτιμο. Ο σταματημένος χρόνος της επαρχιακής Δεσκάτης εικονογραφεί «Εικόνες εποχής», με τη δική τους ανθρώπινη, ονειρική πνοή. Ακόμη κι όταν η παραμελημένη ή παρατημένη επαρ­χία συνομιλεί με την απουσία ή τον θάνατο («Н απουσία γνέθει» ή «Όλοι κοιτούν το θάνατο»), το συναίσθημα μιας παρελθοντικής, γνή­σιας κι αναντικατάστατης συντροφικότητας είναι κυρίαρχο. Στο ποίη­μα «Οι πόρτες της Φλώρινας» οι πόρτες των εγκαταλειμμένων σπιτιών, αν και παρομοιάζονται με καπάκια αρμοστά υπέροχα/ στα τελευταία φέρετρα, δεν παύουν να αποτελούν συντρόφους εχέμυθους σε νυ­χτέρια ατέλειωτα/ στα ξύλινα κατώφλια. Στον αντίποδα, η κάθοδος από τη Βόρεια Ελλάδα στην Αθήνα («Κάθοδος Βορείου»), στο απρόσω­πο άστυ, ισοδυναμεί με εγκλωβισμό στον κάτω κόσμο, με κάθοδο στον Άδη και παράδοση στον θάνατο: Σπανίως κατέρχομαι στο άστυ// Πάνω και κάτω κόσμος στ’ αλήθεια.

Το ταξίδι της ζωής στον Μαρκόπουλο, με αναπόδραστη κατάληξη τον θάνατο, χαρακτηρίζεται από τη διαρκή πάλη ανάμεσα στο αγύρι­στο ταξίδι και τη ζήση, η οποία συμπορεύεται με τον έρωτα, που την ανανεώνει και τη διαιωνίζει. Н ζωή πάντα αναζητά τη χαμένη νιότη («Η τρελή του φεγγαριού»), έστω κι αν η αναζήτηση προδικάζεται μάταιη, εφόσον τα χρόνια που φεύγουν μοιάζουν με τ’ ανυποψίαστα πουλά­ρια τ’ ατίθασα, που δεν δαμάζονται («Ήταν καιροί»). Δικό της όμως όπλο αδάμαστο διαθέτει η ζωή τον έρωτα, σε μία διαρκή «Απόπειρα άλωσης», όπου η ερωτική λαχτάρα πυρπολεί τις καρδιές. Н ποίηση κατέχει ξεχωριστό ρόλο στην ερωτική πολιορκία, εφόσον βάζει φωτιές («Η κόκκινη στάχτη»). Μα κι εκείνη με τη σειρά της πυρπολείται, όταν πάνω στον φορέα της, το χαρτί, δύο κόκκινα χείλια αφήνουν το απο­τύπωμα και την κόκκινη στάχτη από το φλογερό κραγιόν τους. Πα­ράλληλα με το αντιθετικό δίπολο ζωή-θάνατος αναπτύσσεται, με ανάλογη λειτουργία, το δίπολο κίνηση-ακινησία: Δώσ’ μου το σώμα σου κορίτσι/ να περάσω πάλι στον κόσμο (κίνηση)· και Να ’σαι ψά­ρι στο καφάσι/ και να κάνει κρύο (ακινησία) («4Χ2»).

Ο ρόλος της ποίησης, μάλιστα, εξαιρετικά σημαίνων, υπερβαίνει την εξυπηρέτηση του ερωτικού παιχνιδιού και αναδεικνύει την ανά­γκη της επικοινωνίας και μέσω του δικού της, ξεχωριστού τρόπου έκ­φρασης. Έτσι ο Μαρκόπουλος, σαν «Αυτόματος ποιητής» στη θέση αυτόματου τηλεφωνητή, απευθύνει προσκλητήριο, μέσω του μηνύματος που αφήνει, για επίσκεψη στο ορυχείο των στίχων. Το εγχείρη­μα αξίζει, καθώς δεν αποζημιώνει μόνο με τις ιδέες που συζητά και τα συναισθήματα που γεννά, μα και με τον εκφραστικό του πλούτο: οι χρησιμοποιούμενες μεταφορές υπερβαίνουν την αποκλειστική λει­τουργία εντός μεμονωμένων στίχων και υπηρετούν το σύνολο των ποιημάτων («Απόπειρα άλωσης»: η ερωτική πολιορκία διεξάγεται κάτω απ’ τις ντόπιες των γυναικείων ματιών, έχει κερκόπορτα την πίσω πόρτα του γυναικείου μυαλού, κι έκβαση την ερωτική αφλογιστία), ενώ οι ευφάνταστες εικόνες εντυπωσιάζουν: Πέφτει ο ήλιος/ στον κερματοδέκτη του βουνού και η ημίγυμνη γκαρσόνα γλάρος σερφάρει στα γαλάζια μου μάτια. Γενικότερα, τα μάτια κατέχουν ιδιαίτε­ρη θέση στην ποίηση του Μαρκόπουλου, σαν εκφραστικός καθρέφτης της ψυχής, σαν γέφυρα του έσω και του έξω κόσμου.

Ο Μαρκόπουλος, με τη χαμηλόφωνη ποίησή του, πετυχαίνει να σκαλώσει στη μνήμη, όπως ακριβώς το χαλικάκι στο παπούτσι («Το ανθρωπάκι»), αποπνέοντας μια διάφανη ζεστασιά που σαν χαμός γλυ­κός βαραίνει τα ματόκλαδα. Οι Μικρές ανάσες αποδίδουν τόσο τη λιτή φόρμα των ποιημάτων όσο και τις λαξεμένες επισημάνσεις: διαπι­στώσεις σαν κοφτές αναπνοές∙ κοφτές αναπνοές σαν κοφτερά μαχαί­ρια· κοφτερά μαχαίρια σαν την παιδική αλήθεια, που πηγάζει από την αγνότητα και την αθωότητα των ηρώων.

«Στο ορυχείο των στίχων»
Περ. Τα Ποιητικά 3 (Σεπτέμβριος 2011) 21




Ο ποιητής και το ποίημα 
(Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2010)



Δημήτρης Κόκορης

Μία ακόμη  πτυχή του έργου του Θανάση Μαρκόπουλου αφορά ως πεδίο εφαρμογής τη διδακτική της λογοτεχνίας, τομέα τον οποίο ο Μαρκόπουλος έχει εμπλουτίσει ως φιλόλογος της σχολικής τάξης αρχικά και ως Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων στη συνέχεια. Σε αρκετά περιοδικά που θέτουν ως έναν από τους θεμελιώδεις άξονες της στόχευσής τους τη διδακτική πράξη – αναφέρω ενδεικτικά τη Νέα Παιδεία, τη Φιλολογική, περιοδικό που εκδίδεται από την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, και τον Φιλόλογο, το περιοδικό των αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης – έχουν κατά καιρούς  δημοσιευτεί αρκετά μελετήματα του Μαρκόπουλου ως διδακτικές προτάσεις. Δεκαοκτώ από αυτές τις προτάσεις συγκρότησαν, επιτελώντας το ρόλο διδακτικών σεναρίων, το βιβλίο Ο ποιητής και το ποίημα  (εκδ. Σοκόλη, 2010). Εδώ προσεγγίζονται διδακτικά, κείμενα οκτώ σημαντικών ποιητών μας (Κ.Γ. Καρυωτάκη, Μίλτου Σαχτούρη, Μαρίας Κέντρου- Αγαθοπούλου, Κικής Δημουλά, Ντίνου Χριστιανόπουλου, Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου, Μιχάλη Γκανά και Αντώνη Φωστιέρη) και αυτές οι προσεγγίσεις βοηθούν λειτουργικά και ουσιαστικά τόσο τους δασκάλους όσο και τους μαθητές του λογοτεχνικού φαινομένου.

Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών
Πολιτιστικός Πολυχώρος Δ. Χατζής
19-10-2013



Ένα πουλί στην άσφαλτο
 Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου
(Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2013)



Γιώργος Βαϊλάκης

Η παρούσα έκδοση αποτελεί μία πραγματικά σημαντική συμβολή στη μελέτη και επαναπροσέγγιση του έργου του ποιητή

 

Είναι ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές με μία φωνή ήρεμη αλλά και σπαρακτική, με μια εκρηκτική και ηλεκτρισμένη ποίηση της μοναξιάς, του ανεπίδοτου έρωτα, της ματαίωσης, της άσκοπης περιπλάνησης μέσα στη σύγχρονη πόλη. Υπάρχει ένα τραγούδι του Σαββόπουλου που απευθύνεται στον παλιό του φίλο, τον Αλέξη Ασλάνογλου. Μια καταιγιστική εξομολόγηση του συνθέτη, η οποία ονομάστηκε «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Αυτός θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος της μοναχικής διαδρομής του ποιητή, από την αστική οικογενειακή ακμή στην κατοπινή υπερήφανη παρακμή, και από την ερωτική θλίψη στην τελειωτική κατάθλιψη.

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) ήταν γόνος αστικής οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη, στην ιδιοκτησία της οποίας υπήρχε μια κλωστοϋφαντουργία. Ο νεαρός ποιητής απέτυχε ή απέφυγε, ωστόσο, να ενταχθεί στο αναμενόμενο μοντέλο της επαγγελματικής διαδοχής αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας.

Αναπόφευκτα, τον θάνατο του πατέρα ακολούθησε μία παρατεταμένη παρακμή. Πάντως, νωρίτερα, είχε εμφανιστεί στα γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία με τη μονόπρακτη ενότητα «Θάλασσα και συγχρονισμός» (1951), στην οποία διαφαίνεται μια πρώιμη και έντονη οδύνη: Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια/ νύχτα/ κάτω από τους ίδιους αστερισμούς. Περιμένουμε/ χωρίς να περιμένουμε/ ελπίζουμε χωρίς να ελπίζουμε. Συνολικά, από τη δεκαετία του ’50 είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί: ταξίδια, παραθερισμοί, βόλτες με τζιπ, στρατιωτική θητεία. Αλλά και λίγο αργότερα όταν λάτρεψε τη Γαλλία, όπου σε σχετικά μεγάλη ηλικία βρέθηκε για σπουδές φιλολογίας, ξοδεύοντας τα κατάλοιπα της οικογενειακής περιουσίας. Αυτή η σχεδόν μυθική εποχή για εκείνον, είχε πια παρέλθει ως μία ακόμα ανάμνηση.

Η ασυνήθιστη οικονομική δυσχέρεια στην οποία περιέπεσε, σε συνδυασμό με την ερωτική ιδιοτυπία του σε εποχές απόλυτης κατακραυγής της ομοφυλοφιλίας, δημιούργησαν συνθήκες απροσπέλαστης απελπισίας σ’ έναν άνθρωπο ιδιαίτερα ευαίσθητο κι αξιοπρεπή. Ως εκ τούτου, το θέαμα της διαπόμπευσής του από κοινωνικά αποβράσματα στο ζαχαροπλαστείο «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης ή οι βρισιές που άγνωστοι έγραφαν στις σκάλες της πολυκατοικίας που διέμενε, αποτελούν ενμέρει μια εξήγηση για την πληγωμένη εσωστρέφεια και την πνιγηρή απομόνωση του ποιητή.

«Μέσα σ’ αυτή τη διαπάλη μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και του εσωτερικού», εξηγεί ο ίδιος, «γεννιέται μια σύγκρουση, ένα δράμα, που εξωτερικεύεται με μια στιχουργική προσωπική, μέσα σε μια θεματολογία που υπαγορεύεται από την ίδια την ψυχοσύνθεση του ποιητή, από τον ιδιαίτερο ψυχισμό του». Η μοναξιά, λοιπόν, έμελλε να γίνει σταδιακά η μόνιμη συνθήκη του έργου του, με την κυριαρχική παρουσία της να αποδίδεται με πηγαίο λυρισμό: παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί/ κι η πόλη σου είναι ξένη.

 

Επτά ενότητες


Οι επτά ποιητικές ενότητες («Αισθηματική ηλικία», «Δύσκολος θάνατος», «Ο θάνατος του Μύρωνα», «Ποιήματα για ένα καλοκαίρι», «Νοσοκομείο εκστρατείας», «Ποιήματα της τελευταίας άνοιξης» και «Αργό πετρέλαιο») οι οποίες απαρτίζουν την οριστική έκδοση 122 ποιημάτων του με τίτλο Ο δύσκολος θάνατος, αποτελούν αποσπάσματα μιας εξομολόγησης που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε με κύριο σκηνικό τη γενέθλια πόλη.

Μόνο που ο χώρος δράσης μεταμορφωνόταν σε συναισθηματικό τοπίο, με τον ποιητή να πρωτοπορεί στην εισαγωγή μοντέρνων στοιχείων που συνυπήρχαν επιδέξια με μια μεσοπολεμική σκηνοθεσία. Στην ποίηση του Ασλάνογλου η καθημερινότητα αποτυπώνεται μέσα από χαμηλωμένα φώτα, φωνές που σβήνουν, μια ομίχλη φωτεινή, βροχή και δάκρυα, μουσική και ψιθυρίσματα αλλά και μεγάφωνα ανοιχτά, αυτοκίνητα, φώτα ηλεκτρικά, σφαιριστήρια, γήπεδα, παραθαλάσσια καφενεία, θέρετρα, παγωμένα γιαπιά, λάσπες, νεόχτιστα, θρύψαλα, χειρουργεία, λειτουργίες ερωτικές και τέφρα, ασφάλτους που πύρωσε η ημέρα και ένα επίμονο ψιχάλισμα, εργατουπόλεις και σκοτεινά τοπία, μηχανές και εργοστάσια, φώτα του γκαζιού και σκονισμένες θάλασσες, πράσινες ακρογιαλιές και ερειπωμένους σταθμούς, κτίρια γυμνά και ελπιδοφόρα σήματα, γνώριμα κλειστά τοπία και ένα ζεστό συννεφιασμένο πρωινό...

Πρόκειται για έναν κρυπτικό λόγο, μία έμμεση εξομολόγηση που ξεκινάει από την ερωτική εμπειρία επιδιώκοντας να αποκρυπτογραφήσει την απουσία μιας ειλικρινούς επαφής, αλλά και να κρυσταλλώσει την πικρή αίσθηση της μοναξιάς και της στέρησης. Μια τέτοια γραφή προκύπτει τόσο από την ερωτική ιδιαιτερότητά του όσο και από τη φυσική ατολμία και συστολή που τον διέκρινε, προτιμώντας τους χαμηλούς τόνους, το θαμπό φως, τις λυπημένες Κυριακές, την απογευματινή ομίχλη.

Η παρούσα έκδοση με τίτλο Ένα πουλί στην άσφαλτο. Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου (εκδ. Μελάνι) με δοκίμια του Θανάση Μαρκόπουλου αποτελεί μία πραγματικά σημαντική συμβολή στη μελέτη και επαναπροσέγγιση του έργου του ποιητή. Ένα έργο που χαρακτηρίζεται από μια εντυπωσιακή αντινομία-καταφέρνει και συνταιριάζει στοιχεία εκ διαμέτρου αντιθετικά: τον έντονο λυρισμό με το δραματικό περιεχόμενο, τις μυστικές μουσικές σχέσεις των λέξεων με το απεγνωσμένο ξεγύμνωμα της ψυχής, τις στιχουργικές σαγηνευτικών μουσικών συνδυασμών με το τρομακτικό κενό της ερωτικής απόρριψης ή εγκατάλειψης: Μια πολυκατοικία άδεια κι ασυνάρτητη/ επιστρατεύει το λυγμό μου κάθε βράδυ. Στην ουσία, αυτό ακριβώς το εκρηκτικό συνταίριασμα της σκορπισμένης ελπίδας με τη μουσική, του λυρικού με το δραματικό, είναι που καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και διαχρονική την ποίησή του...

«Η εκρηκτική ποίηση του ανεπίδοτου έρωτα»
Εφ. Ημερησία (25-5-2013) 
http://origin2.imerisia.gr/article.asp?catid=26513&subid=2&pubid=113049399


 Παναγιώτης Γούτας

Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, είναι, μαζί με τον Μιχάλη Κατσαρό και τον Μίλτο Σαχτούρη, από τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις ποιητών στη σκιά. Ποιητών δηλαδή που, για διάφορους λόγους και όχι κατ’ ανάγκη εξ αιτίας κάποιας ανεπάρκειας του συνολικού τους έργου, έρχονται σε δεύτερη μοίρα, στη δεύτερη γραμμή των δημιουργών που χάραξαν ή διαμόρφωσαν, ποιητικά, την εποχή μας.

Ωστόσο το έργο του είναι σημαντικότατο και δεν είναι διόλου τυχαίο που ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τον συμπεριέλαβε στην περιβόητη τριάδα των ερωτικών ποιητών της Θεσσαλονίκης (Ασλάνογλου, Χριστιανόπουλος, Ιωάννου), οι οποίοι, όπως σχολιάζει ο Περικλής Σφυρίδης στη δική του μελέτη για τον Ασλάνογλου (Ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Μελέτη, Μπιλιέτο, Παιανία, 2009), «αποτέλεσαν τον αρχικό και βασικό ποιητικό πυρήνα του λογοτεχνικού περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983), που είχε εκδότη και διευθυντή τον Χριστιανόπουλο» (σελ. 1).

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος (ποιητής, φιλόλογος και κριτικός, Κρανίδια Κοζάνης, 1951), κάνοντας ένα μοντάζ σε παλιότερες μελέτες και δοκίμιά του, συνέθεσε ένα αξιοπρόσεχτο και κατατοπιστικό κριτικό πόνημα, τυπωμένο με καλή αισθητική και λιτότητα από τις ποιοτικές εκδόσεις Μελάνι, αναφορικά με τον Ν.-Α. Α. Ο τίτλος του πάρθηκε από στίχο του ποιητή: Ένα πουλί στην άσφαλτο, και ο υπότιτλος: ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Κείμενο συνολικής δουλειάς αρκετών χρόνων, που αποτελεί ένα άρτιο και ολοκληρωμένο φιλολογικό και ποιητικό πορτρέτο του μεγάλου ερωτικού ποιητή της Θεσσαλονίκης.

Το βιβλίο ξεκινά με τα ποιήματα «Εκκοκκιστήρια Α΄ και Β΄» του Ασλάνογλου, με τα οποία η Βέροια (ο τόπος διαμονής του Μαρκόπουλου) περνά οριστικά στην ελληνική ποίηση χάρη στο καίριο σύμβολο που προσφέρει στην ευαισθησία του ποιητή (σελ. 23).

Στο δεύτερο μέρος, ο Μαρκόπουλος σχολιάζει και επισημαίνει πώς αδυνατίζει –ίσως και ακυρώνεται– ένα ποίημα με την αντικατάσταση μιας μόνο λέξης, από φοβία και πρόθεση απόκρυψης του δημιουργού, που, όμως, μπορεί να σταθεί μειωτική ακόμη και για το συνολικό του έργο. Χειροπιαστή απόδειξη των παραπάνω, το ποίημα του Ασλάνογλου «Οι κερασιές ανθίζουν», που με την αντικατάσταση της αρχικής λέξης μελανιές με το κερασιές, το ποίημα έχασε σε ευθύτητα και δραστικότητα, σχεδόν απονευρώθηκε. Σ’ αυτήν την ενότητα ο Μαρκόπουλος κάνει και μια αντιπαράθεση της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας των Χριστιανόπουλου και Ασλάνογλου, καταλήγοντας πως ο μεν πρώτος μιλά απροκάλυπτα στα ποιήματά του, λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους και έτσι κερδίζει σε ευθύτητα και αμεσότητα, ενώ ο δεύτερος συχνά διστάζει, σκεφτόμενος τις αντιδράσεις του περίγυρού του, με όσα γράφει, κι αυτό αδυνατίζει τη συνολική του προσπάθεια. 

Η μοίρα του Μύρωνα

Ακολουθούν «Τα ποιήματα του Μύρωνα». Εδώ ο συγγραφέας μελετά διεξοδικά τις αλλαγές των στίχων του Ασλάνογλου αναφορικά με το πρόσωπο του Μύρωνα, ενώ προσπαθεί να εξηγήσει και να ερμηνεύσει την παρουσία του. Καταλήγει πως η έμμονη παρουσία του Μύρωνα (που κατά τον Σφυρίδη είναι υπαρκτό πρόσωπο, μια ματαιωμένη εφηβική αγάπη του Ασλάνογλου) τον ανάγει σε ποιητικό σύμβολο. Επιπλέον κρίνει πως οι αλλεπάλληλες αλλαγές στους στίχους και στα ποιήματα που αναφέρονται στον Μύρωνα, οφείλονται στη λαχτάρα του ποιητή να αγγίξει τα όρια της αισθητικής τελείωσης. Ο Μύρωνας παρουσιάζεται σε όλες τις περιπτώσεις ως «τέλος». Λέει χαρακτηριστικά ο Μαρκόπουλος. «Είτε πρόκειται για θάνατο βιολογικό είτε για τη λήξη μιας σχέσης ερωτικής, η μοίρα του Μύρωνα σημαδεύει τον ποιητή, γίνεται έμμονη ιδέα, αδειάζει ολόκληρο τον κόσμο από τα μάτια του» (σελ. 52).

Η τέταρτη ενότητα του βιβλίου αφορά τα πρωτόλεια ποιήματα του Ασλάνογλου. Η ύπαρξή τους βασίζεται σε 2 τεφτέρια που χάρισε στον Μαρκόπουλο ο Χριστιανόπουλος. Ο συγγραφέας, σχολαστικά και με μεγάλη λεπτομέρεια στις παρατηρήσεις του, διακρίνει τις αλλαγές των στίχων των πρωτολείων (20 ποιήματα τον αριθμό) και σ’ αυτούς που διασώθηκαν στον Δύσκολο Θάνατο. Οι αλλαγές αυτές, κατά τον Μαρκόπουλο, πιστοποιούν το υψηλό επίπεδο γραφής του Ασλάνογλου, εφόσον στα 47 του χρόνια επιστρέφει σε κατακτήσεις της εφηβείας (15 έως 18 χρονών).

Στο «Το ζήτημα των επεξεργασιών», ο Ασλάνογλου χαρακτηρίζεται αναθεωρητικός, αφού αντιμετώπισε το έργο του συνολικά σαν ένα ποίημα εν προόδω, κάτι που κατά τον Μαρκόπουλο δεν απασχόλησε όσο θα έπρεπε την κριτική (σελ. 102). Διάφοροι κριτικοί, πάντως, στάθηκαν σ’ αυτήν την παράμετρο του έργου του Ασλάνογλου άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά.

Στην υποενότητα «Η περιπέτεια της γραφής», ο Μαρκόπουλος επισημαίνει πως ο Ασλάνογλου προτιμά την ποίηση της «προσωπικής εξομολόγησης» επειδή ήταν επιφυλακτικός στον ρητορισμό των «κοινωνικών ποιητών». Εντούτοις, διαπιστώνει πως ο Ασλάνογλου δεν γλίτωσε σε κάποιους στίχους του τη «φθαρμένη λέξη της αγοράς, την τραχύτητα της έκφρασης και τον κραυγαλέο τόνο», ό,τι δηλαδή γνώριζε πως είναι μειωτικό για το έργο του και προσπαθούσε ν’ αποφύγει. Ο σαρκασμός και η επιθετικότητα, κρίνει ο Μαρκόπουλος, που θα ταίριαζε στον Ντίνο Χριστιανόπουλο. δεν ταιριάζουν στον Ασλάνογλου «ο οποίος, μόνο όταν μιλά πίσω από το φύλλωμα, βρίσκει τη φωνή του» (σελ. 123).

Τέλος, αναφορικά με το πώς δούλευε ο ποιητής τους τίτλους και τους στίχους των ποιημάτων του, ο Μαρκόπουλος μας λέει πως αυτό γινόταν άλλοτε με γνώμονα την πύκνωση, άλλοτε την πρόθεση απόκρυψης στοιχείων, την απάλειψη κακόηχων φράσεων αλλά και τη μεγαλύτερη παραστατικότητα και τελειότητα των στίχων του.

Ακολουθεί Κριτικό υπόμνημα, οι ενότητες Παραλειπόμενα Α΄ και Β΄ με αναλυτικές και διαφωτιστικές σημειώσεις, το Επίμετρο, οι πρώτες δημοσιεύσεις των δοκιμίων-ενοτήτων του βιβλίου και Ευρετήριο ονομάτων.

Μερικές σκέψεις...

Καταθέτω κάποιες τελευταίες προσωπικές –ίσως αυθαίρετες– σκέψεις διαβάζοντας το σύνολο των ποιημάτων της ενότητας Παραλειπόμενα Β΄ του βιβλίου. Με μια πρόχειρη ματιά πολλοί τίτλοι ή στίχοι ή και θέματα ολόκληρα των ποιημάτων του Ασλάνογλου σ’ αυτήν τους τη μορφή θυμίζουν έντονα Ντίνο Χριστιανόπουλο. Είναι γνωστή η επιρροή του Χριστιανόπουλου στον Ασλάνογλου την περίοδο της φιλίας τους και της συνεργασίας τους στη Διαγώνιο. Επίσης είναι πάλι γνωστή η καθοδήγηση που υπέστη (όχι απαραίτητα με την κακή έννοια της λέξης, αλλά πάντως με τον περιορισμό και το φορτίο που αυτή υποδηλώνει) ο Ασλάνογλου από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, σε βαθμό που, ο πρώτος, να τη θεωρήσει υπέρ το δέον φορτική και να αποσχιστεί μελλοντικά από τον δεύτερο, καταφεύγοντας στην Αθήνα. Αν και το όλο θέμα στα χέρια ενός ερευνητή-μελετητή μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα (ζώντος και του Χριστιανόπουλου), θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον ένας όχι εμπαθής, δίκαιος και αποστασιοποιημένος μελετητής να ερευνήσει μέχρι ποιου βαθμού φτάνει αυτή η ώσμωση ή η επίδραση ή η επιρροή, αντιπαραβάλλοντας ποιήματα και χρονολογίες, και πώς φτάνουν σε σημείο οι δύο μεγάλοι μας ποιητές να χρησιμοποιούν μέχρι και ίδιες φράσεις ή λέξεις στους στίχους τους: μουτράκι και Μουτράκια, Πώς την κατάντησαν την πόλη μας και Κατατρέχουν τη γραφικότητα, Αδειούχος και Αποστρατευμένος, η μουσική δε ζαχαρώνει και είναι πολύ ζαχαρωμένα τα τραγούδια σας, και τόσα πολλά άλλα. Αυτή μου η παρατήρηση, φυσικά, και η ιδέα για μελλοντική μελέτη (που, λόγω ακεραιότητας χαρακτήρα αλλά και ικανοτήτων θα μπορούσε να την αναλάβει πάλι ο Μαρκόπουλος ή ο Περικλής Σφυρίδης, που είναι γνώστης αυτής της αλληλεπίδρασης και μελέτησε διεξοδικά το έργο και των δύο) δεν μειώνει ούτε ακυρώνει στο ελάχιστο το έργο των δύο σπουδαίων ερωτικών ποιητών της πόλης μας. Απλώς θα μπορούσε να φωτίσει νέες πτυχές τόσο της προσωπικής σχέσης που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους όσο και των διακειμενικών αλληλεπιδράσεων του έργου τους.

Συμπερασματικά: O Θανάσης Μαρκόπουλος εκμεταλλευόμενος την τριπλή του ιδιότητα (προσεχτικός και αναλυτικός φιλόλογος, ευαίσθητος και οξύνους κριτικός και αξιόλογος ποιητής) φώτισε με αυτό του το βιβλίο έναν κάπως ξεχασμένο στις μέρες μας ποιητή, που για πολλούς όμως, μέρα με την ημέρα, αρχίζει να βαραίνει μέσα μας όλο και περισσότερο.

(20-6-2013)


Θάνος Σταθόπουλος

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) είναι από τους πλέον ιδιαίτερους και σημαντικούς ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Η ποίησή του μελαγχολική, πρωτότυπη, χαμηλόφωνη, αισθητική, με το ρίγος των προσώπων και των πραγμάτων να αποτυπώνεται σ’ έναν κόσμο μοναξιάς, καταστροφής και εγκατάλειψης, σ’ ένα καθορισμένο τέλος, απηχεί το κλίμα «μιας κοινωνικής πραγματικότητας που παίρνει το όχημα της ερωτικής αγωνίας», όπως είχε πει. «Στο πλαίσιο της ποιητικής Θεσσαλονίκης των χρόνων 1930-1960 [ο Ασλάνογλου] συγκροτεί μαζί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Γιώργο Ιωάννου τον ερωτικά ιδιότυπο κύκλο των ποιητών της Διαγωνίου (1958-1983)», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Θανάσης Μαρκόπουλος.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος, φιλόλογος, κριτικός και ποιητής, συγκεντρώνει στον παρόντα τόμο φιλολογικές μελέτες του για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου από το 1997 έως σήμερα. Με βαθιά γνώση, ενδελέχεια και διεισδυτικότητα εξετάζει τόπους και όψεις της ποίησης και της ποιητικής του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου.

Εκκινώντας από την ευρύτερη σχέση του ποιητή με τον μακεδονικό χώρο, εστιάζει στα ποιήματα «Εκκοκκιστήρια Α΄» και «Εκκοκκιστήρια Β΄» ως σημεία ερωτικής ματαίωσης. Τα εκκοκκιστήρια ήταν άλλοτε τα κατ’ εξοχήν εργοστάσια στη Βέροια. Ο Ασλάνογλου, αστικός ποιητής κατά βάση, ποιητής του τοπίου και των μεταμορφώσεών του, του αλόγιστου ξοδέματος, κινείται σε πόλεις και χώρους του άστεως με τη σύνθλιψη της ομορφιάς στα μάτια του και «την αδυναμία να ολοκληρωθεί κανείς σε μια ανθρώπινη σχέση». Ο Μαρκόπουλος καταγράφει ενδεικτικά τίτλους ποιημάτων: «Αθήνα», «Κέρκυρα», «Κόρινθος», «Σταθμός Λιτοχώρου», «Μες στα αυτοκίνητα», «Πρατήριο βενζίνης», «Αεροδρόμιο Μίκρας», «Θάλασσα της Τεργέστης», «Γήπεδο στο Κιέρι», «Πένθιμο τραγούδι της Επανομής», «Μασσαλία», «Περαία», «Στο φθινοπωρινό ξενοδοχείο», «Salon d’ auto», «Νοσοκομείο εκστρατείας» κ.ά., επισημαίνοντας συγχρόνως τις πολυπληθείς αναφορές του άστεως στο ποιητικό σώμα του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου: Βέροια, Δράμα, Καστέλλα, Γλυφάδα, Βαρσοβία, Πασαλιμάνι, Πλατεία Ναυαρίνου, «Δελφίνια», προάστια, δρόμοι, άσφαλτος, καφενεία, συνοικιακά φροντιστήρια, αερολιμένας, προκυμαία, εργοστάσια, τρένα, σταθμοί, νοσοκομεία, θάλαμοι – και δισκοθήκες, θα προσέθετα με έμφαση, που τόσο πολύ αγάπησε ο ποιητής και επανέρχονται εμμονικά στα ποιήματά του.

«Πιστεύω πως ο χώρος είναι ο πρωταγωνιστής του δράματος. Τοπωνύμια, τοπία, χώρες, πλατείες και δρόμοι, πόλεις ολόκληρες θα ’λεγε κανείς πως είναι τα υπεύθυνα πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές μιας τραγωδίας, οι πέτρες μέσα στον χρόνο. Καμία σχέση με τη ρομαντική φθορά. Το πρόσωπο είναι ένα, ομοιογενές, αδιαίρετο. Ο χώρος όμως το σπάζει, όχι ο χρόνος», θα πει ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου σε μια συνέντευξή του, το 1988, στο περιοδικό Το Δέντρο.

 

Ο εμβληματικός Μύρων

Στη μελέτη «Τα ποιήματα του Μύρωνα» ο Θανάσης Μαρκόπουλος αναφέρεται σ’ ένα από τα εμβληματικά πρόσωπα της ποίησης του Ασλάνογλου, τον Μύρωνα, σύμβολο της ευτυχισμένης ερωτικής σχέσης αλλά και του αναπόφευκτου τέλους, έτσι όπως εμφανίζεται στις δύο ποιητικές συλλογές του Ο θάνατος του Μύρωνα (1960), Τρία Ποιήματα (1987), αλλά και αλλού.

Τα ποιήματα που έγραψε ο ποιητής μεταξύ 1946 και 1949, δηλαδή από την ηλικία των δεκαπέντε έως δεκαοκτώ ετών, τα οποία περιέχονται στη συγκεντρωτική έκδοση Ο δύσκολος θάνατος (1978), υπό τον τίτλο «Αισθηματική ηλικία», παρουσιάζονται και σχολιάζονται διεξοδικά στις διαφορετικές τους εκδοχές, καταδεικνύοντας την πρώιμη αισθητική συνείδηση του Ασλάνογλου, οπωσδήποτε υψηλή, από πολύ νωρίς.

Στην πλέον εκτεταμένη μελέτη του τόμου («Το ζήτημα των επεξεργασιών») εντοπίζονται και αναδεικνύονται οι επίμονες αλλαγές που επιφέρει ο Ασλάνογλου μέσα στα χρόνια σε ποιήματα, στίχους, τίτλους ποιημάτων, μότο κ.λπ. στο σύνολο του έργου του. Η αναθεωρητική του τάση υποβάλλει το έργο του σε πολλαπλές επεξεργασίες, διορθώσεις και αφαιρέσεις ποιημάτων, κάτι που, όπως επισημαίνει ο Θανάσης Μαρκόπουλος, «δείχνει την ακοίμητη λαχτάρα του για αισθητική τελείωση αλλά και μια καλλιτεχνική ανασφάλεια, η οποία για έναν βιωματικό ποιητή σαν τον Ασλάνογλου δεν μπορεί παρά να συναρτάται και με ανασφάλεια ζωής».

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο οποίος από το 1979 εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη για να εγκατασταθεί στην Αθήνα, έζησε στη σκιά μέχρι τον θάνατό του, όπως ακριβώς έγραψε: Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση/ σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες/ όπου η ζωή χορεύει.

«Περιπλάνηση στις σκιές της ζωής
Όψεις της ποίησης του Ασλάνογλου»
Εφ. Η Καθημερινή (21-7-2013)


Παντελής Τσαλουχίδης

            Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
            Αλέξη πες μου
            Αλέξη πες μου αν με θυμάσαι
            το καλοκαίρι έχει τελειώσει
            από καιρό έχει τελειώσει
            τι ζητάς

           (Δ. Σαββόπουλος, «Η θανάσιμη  μοναξιά 

           του Αλέξη Ασλάνη») 

Αναγνώστες και μελετητές της λογοτεχνίας συχνά καταφεύγουν, σε βαθμό εμμονής, σε ορισμένα κείμενα.  Ο αναγνώστης συνήθως επιλέγει, λίγο πολύ ελεύθερα, τις εμμονές του· τον μελετητή όμως συχνά τον επιλέγουν τα ίδια τα κείμενα που εξετάζει, τα βρίσκει μπροστά του ξανά και ξανά, εκεί που νομίζει ότι τελείωσε ξαναρχίζει. Έτσι που, για να παραφράσω τον Αναγνωστάκη, “ξαναγυρίζει κάθε φορά στον ίδιο τόπο’’ – πολλές φορές, ευτυχώς, όχι άσκοπα.

Στην ποίηση του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου επιστρέφει και ο Θανάσης Μαρκόπουλος για πολλοστή –τέταρτη συγκεκριμένα–  φορά. Ήδη το 1994 ολοκληρώνει την πρωτεύουσα μεταπτυχιακή του εργασία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ με τίτλο Τα ποιήματα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Κριτικό υπόμνημα. Σχόλια. Εργογραφία. Κριτικογραφία. Όχι χωρίς συνέχεια ωστόσο, καθώς δυο χρόνια αργότερα εκδίδει την Βιβλιογραφία του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996, μια αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη έκδοση του τμήματος της εργασίας που αφορούσε την εργογραφία, σχόλια και κριτικογραφία για τον ποιητή. Την ίδια χρονιά, το 1996, δημοσιεύει και μια εργασία στο Τραμ με  τον εύγλωττο τίτλο «Η άγρια μοναξιά του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου», εργασία που εντάσσεται το 2003 στον συγκεντρωτικό τόμο  Ματιές ενόλω. Τέταρτο συνεπώς  στη σειρά το ανά χείρας πόνημα, επιχειρεί να συγκεντρώσει μια σειρά από δοκίμια για τον Ασλάνογλου, που γράφτηκαν ανάμεσα στα 1994-2008 μαζί με το ανέκδοτο υπόλοιπο της μεταπτυχιακής εργασίας.

Γεννημένος το 1931 ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (κατά κόσμον Νίκος Αρσλάνογλου), εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή Δύσκολος Θάνατος το 1954 και ακολουθούν Ο θάνατος του Μύρωνα (1960), Ποιήματα για ένα καλοκαίρι (1963), 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964 (1970), Ο δύσκολος θάνατος (συγκεντρωτική έκδοση του 1978 και πέμπτη με ελάχιστες αλλαγές το 1985), Ωδές στον Πρίγκιπα (1981), Τρία ποιήματα (1987).1 Γραμματολογικά ο Ασλάνογλου  ανήκει στην δεύτερη μεταπολεμική γενιά των ποιητών που παρουσιάζονται στη λογοτεχνική σκηνή  κυρίως στα χρόνια 1955-1965. Μια γενιά ποιητών  που στρέφεται θεματολογικά σε έναν πιο ατομικό χώρο –ιδιωτική οδύνη τον ονομάζει ο Πάνος Θασίτης2–,  εγκαταλείποντας την κοινωνική ποίηση της γενιάς της Κατοχής και του Εμφυλίου που προηγήθηκε. Ο ίδιος ο Ασλάνογλου επιχείρησε να δώσει το στίγμα της γενιάς του ως εξής: «Μετά τον κατακερματισμό των ιδανικών που η πολεμική γενιά έζησε και εξέφρασε πολλές φορές με σπάνια οξύτητα, το μόνο που απόμεινε στους νέους του 1950 ήταν να διατηρήσει ο καθένας τους ό,τι μπορούσε να περισωθεί από την  ψυχή του. Έτσι εξηγείται η ευαισθησία της νεότατης γενιάς σε θέματα ηθικής τάξεως και ατομικής ευθύνης, η ανάγκη μιας κάθαρσης μέσα στην κόλαση της καθημερινότητας, η εμμονή στον ατομικό χώρο και στην ατομική περίπτωση, συνείδηση κοινή σε όλους». Όσον αφορά την ποιητική γεωγραφία της Θεσσαλονίκης, με βάση τον  κανόνα των ποιητών «θεμελιωτών  της ποίησης στη Θεσσαλονίκη» του Ντίνου Χριστιανόπουλου,3 ανήκει στην τριάδα των ερωτικών  ποιητών της πόλης: Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Ιωάννου.

Τα παραπάνω γραμματολογικά στοιχεία βοηθούν στο να διακριθούν ήδη εξαρχής  δυο πρωτεύοντα χαρακτηριστικά της ποιητικής του Ασλάνογλου:  ο κλειστός χώρος του ατομικού βιώματος («ατομικό πάθος» κατά τον Σινόπουλο),4 που συνεπάγεται μια γραφή έντονα βιωματική, και ο προσανατολισμός του σε μια ποίηση ερωτική και ειδικότερα εκείνη της απόκλισης από την ερωτική νόρμα, κοινή με τους Χριστιανόπουλο και Ιωάννου. Από τα δυο αυτά χαρακτηριστικά προκύπτουν εν πολλοίς και τα υπόλοιπα, όπως ο εξομολογητικός τόνος, που δεν οδηγεί όμως σε άμεση και ρητή έκφραση του βιώματος, όπως λ.χ. στον Χριστιανόπουλο, η διάθεση απόκρυψης και τέλος  η αναθεωρητική προς το έργο του στάση του ποιητή.

Στα παραπάνω στοιχεία της ποίησης και της ποιητικής του Ασλάνογλου θα εστιάσει το ενδιαφέρον του ο Θανάσης Μαρκόπουλος μέσα από τα δοκίμια του παρόντος τόμου με τον ευτυχή, κατά την κρίση μου, τίτλο Ένα πουλί στην άσφαλτο, που  προέρχεται από τη συλλογή Ο θάνατος του Μύρωνα: βαραίνω αργά εντός σου κι απομένω/ μοναχικό πουλί στην άσφαλτο [...] («Μες στ’ αυτοκίνητα»). Από τις πέντε εργασίες του τόμου οι τρεις πρώτες («Τα εκκοκκιστήρια», «Οι κερασιές κι οι μελανιές» , «Τα ποιήματα του Μύρωνα») είναι προσεγγίσεις πάνω σε σύμβολα και προσωπεία της ποίησης του Ασλάνογλου  και η τέταρτη («Πρωτόλεια») παρουσιάζει και σχολιάζει 20 νεανικά του ποιήματα. Το πέμπτο δοκίμιο καλύπτει το δεύτερο μισό του βιβλίου και εξετάζει επισταμένα το ζήτημα των επεξεργασιών και τον αναθεωρητικό χαρακτήρα της γραφής του ποιητή.

Στο πρώτο δοκίμιο, «Τα εκκοκκιστήρια», ο Θ. Μαρκόπουλος αρχικά επιχειρεί να εισαγάγει τον αναγνώστη στη λειτουργία του τοπίου, όπως αυτό παρουσιάζεται στην ποίηση  του Ασλάνογλου. O χώρος που κινείται ο ποιητής είναι ιδιαίτερα ευρύς (Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Αφρική) και οι αναφορές σε πόλεις συχνές σε τίτλους ποιημάτων («Ερείπια της Παλμύρας», «Μασσαλία», «Αθήνα») αλλά και μέσα στα κείμενα (Μπάαλμπεκ, Βαρσοβία, Βέροια, Ελασσόνα). Το ίδιο και οι ανώνυμοι χώροι, όπως δωμάτιο, νοσοκομείο,  προκυμαία, τρένα , φυλάκια. Ο ίδιος ο ποιητής είχε άλλωστε δηλώσει σχετικά: «Πιστεύω ότι ο χώρος είναι ο πρωταγωνιστής του δράματος. Τοπωνύμια, τοπία, χώρες, πλατείες και δρόμοι, πόλεις ολόκληρες, θα ’λεγε κανείς πως είναι τα υπεύθυνα πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές μιας τραγωδίας, οι πέτρες μέσα στο χρόνο».5 Ειδικότερα ο μακεδονικός χώρος μοιάζει να κερδίζει την προτίμησή του, καθώς μέσα στην ερήμωση των εργατουπόλεων,  της υπαίθρου και των συνοριακών φυλακίων «καταυγάζει ή πεθαίνει η ομορφιά, δίνει το νόημα και το περιεχόμενο που αυτή θέλει στο νεκρό τοπίο».6 Στενεύοντας λίγο το οπτικό πεδίο στην πόλη της Βέροιας, ο μελετητής θα εντοπίσει δύο ποιήματα («Εκκοκκιστήρια Α΄»  και «Εκκοκκιστήρια Β΄») που αξιοποιούν τοπογραφικά –αλλά διόλου ηθογραφικά– τα μεταπολεμικά εκκοκκιστήρια βάμβακος της πόλης. Κοινό μοτίβο τους  η ερήμωση και η απώλεια του ερωτικού συντρόφου: γεγονός στο πρώτο ποίημα, ενδεχόμενο και μύχιος φόβος στο δεύτερο. Το εκκοκκιστήριο, χώρος όπου αποσπάται ο καρπός από την ίνα του βαμβακιού, γίνεται σύμβολο του ερωτικού χωρισμού· δυσδιάκριτο κάπως στο πρώτο ποίημα αλλά εμφανέστατο στο δεύτερο, που κλείνει με τους στίχους : Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής. Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε σχεδόν σκορπίσει.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ποιητή, τη διάθεση απόκρυψης, αναδεικνύει στο αμέσως επόμενο δοκίμιό του με τίτλο  «Οι κερασιές κι οι μελανιές» ο Θ. Μαρκόπουλος. Στο επίκεντρο το ποίημα «Οι κερασιές ανθίζουν»: Οι κερασιές ανθίζουν πάλι. Πρόσκαιρες/ έρχονται και περνούν με τη βροχή/ βλασταίνουνε με το φιλί κι ύστερα σβήνουν.// Γι’ αυτό τις ψηλαφίζω και πικραίνομαι/ φυτοζωούν για λίγο κι ύστερα εξατμίζονται/ μαζί με το φιλί σου, χάνονται/ για πάντα μες στο ρεύμα του καιρού. Το ποίημα πρωτοεμφανίζεται στη συλλογή 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964 (1970) και φτάνει ως την τελική συγκεντρωτική έκδοση του 1978/51985 Ο δύσκολος θάνατος. Ακριβώς αυτή η διατήρηση στο corpus των 141 ενός ποιήματος με εμφανείς αδυναμίες από έναν εγνωσμένα περφεξιονιστή ποιητή είναι που κεντρίζει το ενδιαφέρον του ερευνητή. Τονίζονται η τεχνική αρτιότητα του ποιήματος αλλά και οι πολλές, ευδιάκριτες και μη, εκφραστικές αστοχίες και συνδηλωτικές του ανεπάρκειες. Η συστηματική και λεπτολόγος έρευνα των προβλημάτων του ποιήματος οδηγεί μοιραία σε ένα ερμηνευτικό αδιέξοδο: το κεντρικό σύμβολο, οι ανθισμένες κερασιές, αποτυγχάνει να λειτουργήσει ως  σύμβολο του ερωτικού πάθους. Εκτός βέβαια αν δεν πρόκειται για κερασιές. Δυο κείμενα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που ψέγουν τον ποιητή για φορμαλιστική και επιφανειακή σχέση με τη γλώσσα  –για «στιχουργική σπασμωδικότητα» μιλά το δεύτερο κείμενο–,  χρησιμοποιούν ως παράδειγμα ατυχούς επιλογής του Ασλάνογλου τη λέξη «κερασιές» αντί για «μελανιές». Και πράγματι, αν γίνει η αντικατάσταση, το ποίημα «ανθίζει πάλι». Πέρα από ιδιοσυγκρασία, η διάθεση απόκρυψης  πηγάζει κυρίως  από το ιδιότυπο ερωτικό ένστικτο του ποιητή, το οποίο προφανώς οι τα φαιά φορούντες της εποχής του δύσκολα θα ανέχονταν.

Στην ποίηση του Ασλάνογλου τα επώνυμα πρόσωπα σπανίζουν. Όσα υπάρχουν αναφέρονται μόνο με το μικρό τους όνομα (Δημήτρης, Βαγγέλης, Γιαννάκης) ή κάποια ιδιότητά τους (ταξιδιώτης από το Βορρά, στρατιώτες, μπασκετμπολίστες, παίκτες).  Ξεχωρίζει ωστόσο ανάμεσα στα άλλα το πρόσωπο του Μύρωνα για τη συχνότερη εμφάνισή του μέσα στα ποιήματα αλλά και σε τίτλους ποιημάτων και μιας συλλογής (Ο θάνατος του Μύρωνα). Η τρίτη εργασία έχει τίτλο «Τα ποιήματα του Μύρωνα» και εξετάζει την παρουσία του και τη λειτουργία του στο σύνολο του ποιητικού έργου του Ασλάνογλου. Ο Θ. Μαρκόπουλος παρακολουθεί  το (υπαρκτό) πρόσωπο του Μύρωνα μέσα από αλλεπάλληλες επεξεργασίες των ποιημάτων, από την ομώνυμη συλλογή  έως την τελευταία συγκεντρωτική.  Από τις επτά συνολικά αρχικές αναφορές στον Μύρωνα θα μείνουν τέσσερις σε δύο ελευθερόστιχα ποιήματα και ένα πεζόμορφο. Παρ’ όλα αυτά διακρίνεται μια εμμονή του ποιητή στο πρόσωπό του. Ίσως λοιπόν να είναι ορθή η παρατήρηση του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου ότι ο Μύρωνας δεν είναι «απλώς “βιογραφικό” επεισόδιο, ούτε στενόκαρδα ποιητικός ήρωας αλλά στάση με την οποία ταυτίζεται ο αφηγητής  – μια persona του ποιητή».7 Και ως σύμβολο όμως μόνο ο Μύρωνας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς, όπως παρατηρεί ο Θ. Μαρκόπουλος,  «παρουσιάζεται πάντα ως ένα τέλος. Είτε πρόκειται για θάνατο βιολογικό είτε για τη λήξη μιας σχέσης ερωτικής, η μοίρα του Μύρωνα σημαδεύει τον ποιητή, γίνεται έμμονη ιδέα, αδειάζει ολόκληρο τον κόσμο από τα μάτια του. Ο Μύρωνας ‘‘αδιάφθορος και ωραίος σαν θεός’’ εκφράζει την ευτυχισμένη ερωτική στιγμή, την ευτυχία της πλήρωσης, την ομορφιά εντέλει μέσα στην ασχήμια του κόσμου, εξού και η κακή του τύχη». Κρατώ επίσης τα επιγραμματικά λόγια του ίδιου ποιητή: «Ο Μύρωνας είναι ένας πραγματισμός, μία αξία μη ανταλλάξιμη, ένα τέρμα».8

Το τέταρτο δοκίμιο καταγράφει τη σπάνια τύχη του ερευνητή να δουλέψει πάνω σε ένα εν πολλοίς ανέκδοτο ποιητικό υλικό, να κρυφοκοιτάξει δηλαδή στο εργαστήρι του ποιητή.  Δύο δεφτέρια με πιστά φωτοαντίγραφα από χειρόγραφα ποιήματα του Ασλάνογλου δωρήθηκαν το 2006 στον Θ. Μαρκόπουλο από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Η καβαφική πρακτική των δεφτεριών με χειρόγραφα ποιήματα ξεκινά με τον Χριστιανόπουλο, τέλη δεκαετίας του ’40, και την αντιγράφει ο Ασλάνογλου. Το πρώτο δεφτέρι έχει στοιχεία στο εξώφυλλο : Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου/ Δώδεκα ποιήματα και μία έκσταση/ 1949 –με αφιέρωση στον Χριστιανόπουλο–   και το δεύτερο:  Αλέξης Ασλάνογλου/ Συνέχεια ενός επιλόγου. Ποιήματα της παρακμής/ 1949. Γραμμένα ανάμεσα στα 15 με 18 χρόνια του ποιητή είναι σαφώς πρωτόλεια, είκοσι στον αριθμό (13+7), που όμως δεν έμειναν, όλα τουλάχιστον, αφανή. Έξι πέρασαν στην πρώτη συλλογή Δύσκολος θάνατος το 1954 και από αυτά τα πέντε μαζί με άλλα τρία έφτασαν στην τελική συγκεντρωτική Ο δύσκολος θάνατος του 1978/51985. Κανένα ωστόσο δεν  παρέμεινε αλώβητο στη τελική έκδοση και κανένα δεν διατήρησε την αφιέρωση που υπήρχε σε 14 από τα 20 ποιήματα. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνεται, στόχος είναι η ολοένα και μεγαλύτερη πύκνωση του λόγου και ο περιορισμός της διάχυσης του συναισθήματος. Επιπλέον διατυπώνονται μια σειρά από ουσιαστικές επισημάνσεις πάνω στη φόρμα, τη θεματική και το κλίμα των ποιημάτων. Δημοσιεύονται φυσικά αυτούσια και τα είκοσι ποιήματα, δείγματα του πόσο νωρίς είχε διαμορφώσει τον πυρήνα της ποιητικής αλλά και της θεματικής του ο Ασλάνογλου.

Η εκτενέστερη και σαφώς απαιτητικότερη  εργασία είναι  η σχετική με το ζήτημα των επεξεργασιών στα ποιήματα του Ασλάνογλου. Περιλαμβάνει επτά μέρη: «Εισαγωγή», « Συντομογραφίες», «Η περιπέτεια της γραφής», «Κριτικό Υπόμνημα», «Παραλειπόμενα Α΄», «Παραλειπόμενα Β΄», «Επίμετρο». Ουσιαστικά το ζήτημα που τίθεται εξαρχής για το έργο του ποιητή είναι η αντίληψή του να το αντιμετωπίζει ως ένα ποίημα εν προόδω. Και αυτό τον οδηγεί όχι μόνο να επιχειρεί προσθήκες, αφαιρέσεις και μεταβολές σε ποιήματα στις επανεκδόσεις των έργων του (κάτι όχι άγνωστο σε ποιητές της Διαγωνίου), αλλά να πράττει το ίδιο και σε ποιήματα που έχουν ήδη εκδοθεί. Η διαδικασία αυτή ουσιαστικά αναιρεί τη δυνατότητα του αναγνώστη ή του κριτικού να διακρίνει την εξελικτική πορεία του ποιητή με βάση μία μόνο συγκεντρωτική συλλογή· τα παλαιότερα ποιήματα έχουν υποστεί εκτενέστατες συχνά τροποποιήσεις με βάση τις πρόσφατες αισθητικές αντιλήψεις του ποιητή, κάτι που προσέχουν αρκετοί κριτικοί, όπως ο Βάσος Βαρίκας, ο Τάκης Καρβέλης ή ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Και ο ίδιος όμως ο ποιητής δήλωνε ότι τον ενδιέφερε η προβολή μόνο της ώριμης δουλειάς του· αν ένα παλαιότερο  ποίημα μπορούσε να σωθεί, τότε επενέβαινε να το σώσει, ανεξάρτητα με το αν είχε εκδοθεί ή όχι, αλλιώς το απέρριπτε.  

Αυτό ακριβώς δικαιολογεί την ανάγκη ύπαρξης ενός αναλυτικού όσο και «ιδιόρρυθμου», κατά τον ερευνητή, κριτικού υπομνήματος που σκοπός του δεν είναι η ανασύνθεση του πρωτοτύπου, όπως στα αρχαία κείμενα, ούτε η σύνθεση ενός πιθανού κειμένου, όπως λ.χ. στα σχεδιάσματα του Σολωμού. Στην ενότητα με τίτλο «Η περιπέτεια της γραφής» ο Θ. Μαρκόπουλος εξετάζει την εξελικτική πορεία της γραφής του Ασλάνογλου μέσα από τις  αισθητικές, εκφραστικές  και θεματολογικές του επιλογές και προσπαθεί να τις αιτιολογήσει μέσα από τις επεμβάσεις που επιχειρούνται στην συλλογή 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964 και στην συγκεντρωτική Ο δύσκολος θάνατος, όπου πολλές από τις αλλαγές της επιλογής του 1970 αναιρούνται. Αυτές τις παρατηρήσεις για την διαδρομή και ωρίμανση του ποιητή, καθώς και τα συμπεράσματα για την τελειομανία αλλά και τις ανασφάλειες του ποιητή, έρχεται να τεκμηριώσει αναλυτικά το κριτικό υπόμνημα, που, έχοντας ως οριστικό κείμενο εκείνο της τελικής έκδοσης των ποιημάτων, καταγράφει τις προηγούμενες γραφές από την πρώτη έκδοση του κάθε ποιήματος.  Στα «Παραλειπόμενα Α΄»  παρουσιάζονται τα 24 ποιήματα που υπήρχαν σε συλλογές, αλλά δεν συμπεριλήφθηκαν στα 122 της οριστικής έκδοσης Ο δύσκολος θάνατος. Δυσεύρετα τόσο αυτά όσο και εκείνα που καταγράφονται στα «Παραλειπόμενα Β΄» (συνολικά 26), τα οποία είχαν δημοσιευτεί σε περιοδικά, αλλά δεν ενσωματώθηκαν σε κάποια συλλογή. Στο «Επίμετρο» τέλος περιγράφονται συνοπτικά οι τρεις τελευταίες συλλογές, ιδιαίτερα όμως οι ενότητες της τελευταίας  συγκεντρωτικής συλλογής, που είναι ουσιαστικά όλες οι προηγούμενες συλλογές του ποιητή, με έμφαση στις αλλαγές που επιχειρεί  ο ποιητής στον αριθμό των ποιημάτων, στη δομή τους και σε άλλα  χαρακτηριστικά τους.

Χωρίς να θεωρηθεί παραγνωρισμένο, το ποιητικό έργο του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου δεν έχει ιδιαίτερα προβληθεί ίσως και λόγω των ιδιαιτεροτήτων του που προαναφέρθηκαν.  Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να το φωτίσει πολύπλευρα αλλά και ταυτόχρονα να συμπληρώσει το corpus των ποιημάτων με λανθάνοντα και δυσεύρετα ποιήματα. Κάτι που, όπως μπόρεσα να κρίνω, γίνεται με ιδιαίτερη ευσυνειδησία, μεθοδικότητα, θεωρητική επάρκεια και κριτική ικανότητα. Ιδιότητες που, συγκεντρωμένες σε μια φιλολογική δουλειά, δεν είναι πια και ό,τι συνηθέστερο.


«Η ενδοχώρα του ποιητή»
Περ. Η Παρέμβαση 168-169
(Τέλος θέρους-Αρχή φθινοπώρου 2013) 39

Σημειώσεις 

 1. Ουσιαστικά το σύνολο του αναγνωρισμένου από τον ποιητή ποιητικού του έργου είναι τα 122 ποιήματα της συγκεντρωτικής συλλογής Ο δύσκολος θάνατος (1978, 51985) μαζί με τα 16 της συλλογής Ωδές στον Πρίγκιπα (1981) και τα 3 πεζά ποιήματα στα Τρία ποιήματα (1987). Συνολικά 141 ποιήματα.
         2.  Πάνος Θασίτης, «Ποιητικά ρεύματα και ποιητές στη νεότερη Θεσσαλονίκη», περ. Νέα εστία 850 (1-12-1962) 1759.
      3. Ολόκληρη η λίστα αποτελείται από δώδεκα ποιητές: τρεις στοχαστικούς (Βαφόπουλος, Καρέλλη, Πεντζίκης), τρεις λυρικούς (Θέμελης, Βαρβιτσιώτης, Στογιαννίδης), τρεις κοινωνικούς (Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης) και τρεις ερωτικούς (Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Ιωάννου).
       4. Τάκης Σινόπουλος, «Ν.Α.Ασλάνογλου Ο θάνατος του Μύρωνα (1960)»,  περ. Διαβάζω 367 (Οκτώβριος 1996) 30-31 (και στον τόμο με συγκεντρωμένες τις βιβλιοκρισίες του ιδίου: Χρονικό Αναγνώσεων. Βιβλιοκρισίες για τη μεταπολεμική ποίηση, Σοκόλης, Αθήνα 1999, σ. 103).
         5.  Περ. Το Δέντρο 41 (Νοέμβριος 1988) 38.
         6.  Περ. Διαβάζω 118 (8-5-1985) 70.
         8. 
Περ. Το Δέντρο, ό.π., σ. 37.


Ιορδάνης Κουμασίδης

Να λοιπόν που το ενδιαφέρον για την ποίηση τον Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου αυξάνεται με το πέρασμα του χρόνου,  δικαιώνοντας όσους τον κατατάσσουν στους αδικημένους ποιητές αναφορικά με την αναγνώριση που είχαν όσο βρίσκονταν εν ζωή. Μια σημαντική έκδοση αποτίμησης του έργου του ποιητή κυκλοφόρησε από τον ομότεχνό τον και μελετητή Θανάση Μαρκόπουλο.

Εν  συντομία,  ο  Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (το «Αλέξης», προσωπική του επιλογή και προσθήκη στο κανονικό όνομα, ως ένδειξη τιμής και ταύτισης  με  τον  ομώνυμο  ντοστογιεφσκικό ήρωα – ΝΑΑ στο εξής) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931, εξέδωσε μόλις έξι συλλογές οι οποίες συγκεφαλαιώνονται στη συγκεντρωτική του έκδοση Ο δύσκολος θάνατος (πρώτη έκδοση 1978, στη συνέχεια 1985 και 2007, εκδ. Νεφέλη) με ορισμένες απαλείψεις ποιημάτων, και, στη συνέχεια, τις Ωδές στον Πρίγκηπα και τρία πεζογραφικά κείμενα στις εκδόσεις Ύψιλον. Πέθανε  στην Αθήνα το 1996.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος γεννήθηκε στα Κρανίδια Κοζάνης, και, μετά τις σπουδές του, στράφηκε στην ποίηση και στην κριτική της, δημοσιεύοντας επτά συλλογές και πέντε τόμους μελέτης. Μεταξύ των μελετημάτων του, άμεσα συνυφασμένη με την παρούσα εργασία, εμφανίζεται μια καταγραφή της σχετιζόμενης με τον ΝΑΑ βιβλιογραφίας (εκδ. της Παρέμβασης, 1996). Ο παρών τόμος έρχεται να συμπληρώσει ένα σημαντικό και συνάμα παράδοξο βιβλιογραφικό κενό: παρ’ ότι συναντάμε πλείστες μνείες και σημειώματα για το έργο του ΝΑΑ σε λογοτεχνικά περιοδικά, εν τούτοις σπανίζουν έως ελλείψεως τα αυτόνομα, αμιγή μελετήματα της ποιητικής του, ειδικά αποτυπωμένα σε βιβλίο – ρόλο που αναπληρώνει σε ιδιαίτερα ικανοποιητικό βαθμό το αφιέρωμα του περιοδικού Οδός Πανός, τ. 90-92, 1997.

Η ύλη του τόμου είναι οργανωμένη σε πέντε δοκίμια. Στο πρώτο δοκίμιο, ο συγγραφέας, με αφορμή τα ποιήματα «Εκκοκκιστήρια Α΄» και «Β΄», αναφέρεται στη σχέση του Ασλάνογλου με τον μακεδονικό χώρο. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα  τη θέση του Μαρκόπουλου, πως «το τοπίο κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ποίηση του Ασλάνογλου», θα έλεγα πως η ποίηση του Ασλάνογλου είναι σε μεγάλο βαθμό και επί της ουσίας μια τοπ(ι)ογραφία, εσωτερική και εξωτερική. Αναφορικά με την καθ’ εαυτή σημασία του χώρου, νομίζω πως η επαρχία εμφανίζεται ως σημαίνον εικονοποιητικό επίκεντρο στην ποίησή του, και όχι ως εξαίρεση μιας «σοβαρής», αστικής ποίησης, όπως συνηθίζεται. Τούτη η τοπ(ι)ογραφία μετατρέπεται σε ποίηση με εντελώς κινηματογραφικό τρόπο. Ομοίως και με τους διεθνείς προορισμούς, όπου εμφανίζεται ένας συμβολικός κοσμοπολιτισμός. Ο Μαρκόπουλος παραθέτει επιπλέον έναν πλήρη κατάλογο με τα τοπωνύμια που χρησιμοποιεί ο ποιητής.

«Οι μελανιές ανθίζουν»

Στο δεύτερο δοκίμιο, ο συγγραφέας καταπιάνεται με το ποίημα «Οι κερασιές ανθίζουν» και, με σειρά από ερμηνευτικά και πραγματολογικά επιχειρήματα, προσπαθεί να αποδείξει πως ο Ασλάνογλου στην πραγματικότητα επιθυμούσε να γράψει «Οι μελανιές ανθίζουν», όπως και ήταν η αρχική γραφή – τελικώς την αντικατέστησε με το «κερασιές», εξαιτίας της διαρκούς πρόθεσης απόκρυψης από μεριάς του αλλά και της διστακτικότητας λόγω του περιρρέοντος, συντηρητικού κλίματος των δεκαετιών 1960-70. Ακόμα και αν συμφωνήσει κανείς με την πραγματολογική στοιχειοθέτηση του συμβάντος (ο Μαρκόπουλος επικαλείται διπλή, έντυπη μαρτυρία του Χριστιανόπουλου επ’ αυτού, η οποία φαίνεται έγκυρη), οι ενστάσεις ως προς την ερμηνευτική μέθοδο είναι πρόδηλες: Ο Μαρκόπουλος προβάλλει έναν κακώς εννοούμενο φιλολογισμό στην προσέγγιση, αναπτύσσοντας επιχειρήματα όπως «οι κερασιές δε μπορούνε  να βλασταίνουνε» (σελ. 28), επικαλούμενος το Λεξικό της Κοινής Ελληνικής (!) που αναφέρει πως βλασταίνω σημαίνει βγάζω, εκφύω βλαστούς, ή πως «το νερό, η βενζίνη, ο ενθουσιασμός, ακόμα και ο έρωτας εξατμίζονται. Αλλά το άνθος;» (ό.π.). Ποιητική αδεία, προφανώς, δεν μπορεί να δικαιο­λογείται ολική αυθαιρεσία ή μια πανσημία – ενδεχομένως ακόμα και σε εκδοχές υπερρεαλιστικής ή συμβολιστικής ποίησης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οφείλουμε να εξε­τάζουμε τις μεταφορές αναφορικά με το κατά πόσον εξυπηρετούν μια αδιάρρηκτη σχέση με την κυριολεξία (και μάλιστα επικαλούμενοι τη λεξικογραφία), γιατί έτσι διαλύουμε την ποίηση ως τέχνη παρεμβολής και διαστρέβλωσης της σχέσης σημαίνοντος-σημαινομένου, με τελικό θύμα και την ίδια τη μεταφορά. Και εν τέλει, εφ’ όσον οι κερασιές δεν «βλασταίνουν» ούτε τα άνθη «εξατμίζονται», γιατί να δεχθούμε το ίδιο για τις μελανιές; Κατά τον Μαρκόπουλο, στο ποίημα δεν λειτουργεί το κεντρικό σύμβολο και έτσι «καταντά ανοργασμική σπα­ζοκεφαλιά». Ουδέν σχόλιον εδώ…

Στο τρίτο δοκίμιο, συναντούμε μια εξαιρετική, λεπτολογική γραμ­ματολογική δουλειά πάνω στις αποκλίνουσες γραφές των ποιημά­των που αναφέρονται στο πρό­σωπο του Μύρωνα. Το κεφάλαιο συμπεριλαμβάνει την ευστοχότατη επισήμανση πως, σε αντίθεση με τα τοπωνύμια, που εμφανίζονται πολύ συχνά στους στίχους και τους τίτλους των ποιημάτων του Ασλάνογλου, τα πρόσωπα σπανίως ονο­ματίζονται. Εξέχουσα εξαίρεση, ο Μύρωνας, ο οποίος γίνεται μέχρι και τίτλος συλλογής (Ο θάνατος του Μύρωνα) και η συνεχιζόμενη ανα­φορά του τείνει να τον συμβολο- ποιήσει, όπως ορθώς επισημαίνει ο Μαρκόπουλος. Ο επικρατέστερος συμβολισμός, συμπεραίνει, κλείνο­ντας το κεφάλαιο, είναι αυτός του τέλους.

Στην τέταρτη ενότητα, παρου­σιάζονται και σχολιάζονται είκοσι πρωτόλεια ποιήματα του Ασλάνογλου, γραμμένα από την εφηβεία μέχρι την ηλικία των 18, οκτώ εκ των οποίων συμπεριλήφθηκαν και στην οριστική, συγκεντρωτική έκ­δοση Ο δύσκολος θάνατος. Χαρα­κτηριστικό που διατρέχει την πλει­ονότητα τούτων των ποιημάτων είναι οι αφιερώσεις και οι χρονο­λογικές σημάνσεις, όπως και το με- τέπειτα ξαναδούλεμά τους, πρα­κτική που συνήθιζε ο ποιητής, η οποία είναι και το βασικό θέμα του πέμπτου μέρους του βιβλίου: ο διαρκής αναθεωρητικός χαρακτήρας της γραφής του Ασλάνογλου, που συνήθιζε να επεμβαίνει, να διορθώνει, να μεταλλάσσει αλλά και ενίοτε να επαναφέρει σε πρότερη μορφή τα ποιήματά του. Αντι­μετώπιζε, δηλαδή, το έργο του ως έργο «εν προόδω», όπως σημειώνει ο Μαρκόπουλος (σελ. 102). Αυτή η τάση, προφανώς, δυσχεραίνει και συσκοτίζει το έργο της κριτικής κατά την αναζήτηση του νήματος, της εκδίπλωσης και της εξέλιξης της γραφής του ποιητή. Ακολουθεί η παράθεση όλων –δυσκολεύομαι να πειστώ πως μπορεί να έχει ξεφύγει κάτι από τη λεπτομερή δου­λειά του Μαρκόπουλου– των αλ­λαγών στις οποίες προέβη ο Ασλάνογλου, κυρίως στις δυο πρώ­τες συγκεντρωτικές εκδόσεις, αυτή του 1970 (44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964) και εκείνη του 1978 (Ο δύσκολος θάνατος), η οποία αποτελεί και το πρόπλασμα για αυτή που μπορεί να βρει σήμερα κανείς στην αγορά με τον ίδιο τίτλο. 

Εξαντλητική γραμματολογική μελέτη

Ο Μαρκόπουλος προβαίνει σε μια ολική, εξαντλητική γραμματολο­γική μελέτη του έργου του Ασλά­νογλου, και, ως προς αυτό, είναι σαφώς άξιος συγχαρητηρίων. Μο­λονότι κλείνει τους πραγματολο­γικούς και βιβλιογραφικούς λογα­ριασμούς του με τον ποιητή με μια εκτενή και συγκροτημένη δουλειά, έχω την αίσθηση πως εισέρχεται ορισμένες φορές σε έναν φιλολογισμό, στο πεδίο δηλαδή της τε­λεσίδικης ερμηνείας (μεταμφίεση του παιγνιώδους ερωτήματος «Τι θέλει να πει ο ποιητής;», ή, σε επί­πεδο λογοτεχνικής θεωρίας, του αυτοσκοπού της ανίχνευσης της συγγραφικής πρόθεσης). Εκ του προηγουμένου συμπεράσματος, επανέρχεται το ερώτημα της ερ­μηνευτικής της ποίησης: η επανανακάλυψη της ηδονικής όψης της (δίχως να διακυβεύεται η σοβαρό­τητα της ως λογοτεχνικό είδος) απαλλαγμένης από τον παλιό, αραχνιασμένο φιλολογισμό ή από προ­σεγγίσεις που θυμίζουν τον τρόπο με τον οποίο «διδάσκεται» στα σχο­λεία.

Τέλος, προσωπικά, θα προτι­μούσα τα αδημοσίευτα ποιήματα να εκδοθούν σε ένα ξεχωριστό cor­pus και όχι να βρίσκονται σε έναν ερμηνευτικό τόμο που δεν πληρο­φορεί καν στο εξώφυλλο για την παρουσία τους.


Περ. The  BooksJournal 41 (Μάρτιος 2014) 85



Ματιές ενμέρει 
Κείμενα κριτικής 1993-2013
(Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2014)



Γιάννης Κουβαράς

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος (Κρανίδια Κοζάνης, 1951) ζει και δημιουργεί εκτός των τειχών (Βέροια), διακονώντας την ποίηση διπλά. Ως ποιητής έχει εκδώσει 7 συλλογές και ως κριτικός 7 βιβλία (3 μελέτες και 4 τόμους με κείμενα κρι­τικής· το διδακτορικό του έχει θέμα το έργο του Α. Ευαγγέλου). Στον εν λόγω τόμο επιλέγει 45 κείμενα από την κατά πολύ μεγαλύτερη σοδειά του των ετών 1993-2013, που αναφέρονται αντίστοι­χα σε επιμέρους έργα ή σε συγκεντρω­τικές εκδόσεις 20 μεταπολεμικών ποιη­τών (Λίκος, Βακαλό, Αλεξάνδρου, Καρούζος, Λάσκαρης, Γκόρπας, Μέσκος, Μαρκίδης, Γκανάς, Πατίλης, Σουλιώ­της, Υφαντής, [Κουβαράς], Θεοχάρης, Μπακονίκα, Κάλφας, Λουκάτος, Ζιόβας, Γκανίδου, Χουβαρδάς), 20 πεζογράφων (Αγαθοπούλου, Η.X. Παπαδημητρακόπουλος, Χριστιανόπουλος, Βαλτινός, Σφυρίδης, Μάρκογλου, Λαχάς, Νικηφόρου, Χατζητάτσης, Μάνος, Καλούτσας, Μαυρουδής, Γ. Μαρκόπουλος, Μίγγας, Αδαλόγλου, Β.Π. Καραγιάννης, Σκαμπαρδώνης, Κοψαχείλης, Μ. Καραγιάννης, Μποτονάκη) και 5 κριτικών (Αργυρί­ου, Αράγης, Ζήρας, Κεφάλας, Κόκορης). Αν λάβουμε υπόψιν ότι αρκετοί από τους πεζογράφους είναι πρωτίστως και ποιητές, η πλάστιγγα κλίνει εμφανώς υπέρ της ποίησης. Τα κείμενα έ­χουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα Αυ­γή και στα περιοδικά Αντί, Ακτή, Δια­βάζω, Εντευκτήριο, Μανδραγόρας, Πα­ρέμβαση, Φιλόλογος κ.ά.
        Στον Πρόλογο ο συγγραφέας σημειώνει ότι πολλά ξαναδουλεύτηκαν∙ ιδι­αίτερα όσα, λόγω στενότητας χώρου των εντύπων, παρουσιάστηκαν σε συ­νοπτικότερη μορφή, εδώ αποσυμπιέζονται στην τελική τους εκδοχή. Η επιλογή ενός κειμένου για κάθε συγ­γραφέα προτιμήθηκε για να είναι ευρύ­τερο και αντιπροσωπευτικότερο το γραμματολογικό φάσμα. Ο συγγραφέας προτάσσει σύντομα κατατοπιστικά βιογραφικά στοιχεία των ποιητών, όταν πρόκειται για συγκεντρωτικές εκδό­σεις· εστιάζει σε όρους που διαμόρφω­σαν τον ψυχισμό τους και τις καταβο­λές τους· συνομιλεί με κριτικούς που έχουν προσεγγίσει το έργο τους· σχο­λιάζει τεχνικές θεματικής ανάπτυξης∙ προβαίνει σε συγκρίσεις, αντιδιαστολές, αξιολογήσεις. Αλλά και όταν πρόκειται για επιμέρους συλλογές, ανατρέχει συ­νοπτικά σε προηγούμενες του ποιητή, για να κατανοηθεί καλύτερα με μια αναδρομή, όποτε κρίνεται αναγκαίο.
            Η πλειονότητα των κειμένων για την πεζογραφία αφορά συλλογές διη­γημάτων και τρία μόνο μυθιστορήμα­τα, ενώ ένα αναφέρεται σε σενάριο του Βαλτινού για τη ζωή του Σολωμού. Κι εδώ προτάσσει ευσύνοπτο εργοβιογραφικό των πεζογράφων· αναδεικνύει την ιδιοπροσωπία και τα χαρακτηριστικά τους· εστιάζει στον ψυχισμό των ηρώ­ων, στους θεματικούς πυρήνες, στις αφηγηματικές στρατηγικές, στις εξελί­ξεις από βιβλίο σε βιβλίο, προπαντός στη χρήση της γλώσσας· προβαίνει σε εσωτερικούς συσχετισμούς ποίησης και πεζογραφίας όταν πρόκειται για συγγραφείς που υπηρετούν και τα δύο είδη. Διαφωτιστικά και ενδιαφέροντα είναι και τα κείμενα που αφορούν κρι­τικούς (Αργυρίου, Αράγη, Ζήρα κ.ά). Ιδιαίτερα ευθύβολους βρίσκουμε τους υπέρτιτλους όλων σχεδόν των κριτι­κών κειμένων.
        Ο Θ. Μαρκόπουλος, που με το κομβικό βιβλίο του Ματιές ενόλω: Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης, Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Μέσκος, Ευαγ­γέλου, Μάρκογλου (Σοκόλης 2003) έχει συμβάλει τα μάλα στη χαρτογρά­φηση του μεταπολεμικού ποιητικού άτλαντα της πόλης της Θεσσαλονίκης και της μείζονος περιοχής της, τώρα, με το Ματιές ενμέρει, με κριτική νηφα­λιότητα, φιλολογική εμβρίθεια και θεωρητική επάρκεια, επεκτείνει το ψηφιδωτό της δημιουργικής του κα­τάθεσης χωροχρονικά και ειδολογικά. Κι αν διαβάζουμε «και με τις ρώγες των δάχτυλων», στην καλαίσθητη έκδοση, που το εξώφυλλό της κοσμείται με το έργο της Γεωργίας Τριανταφυλλίδη Η αναγνώστρια, η πρόκληση και η από­λαυση της ανάγνωσης είναι διπλή.

«Μερικό λογοτεχνικό πανόραμα»

Περ. Εντευκτήριο 108 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2015) 139-140


Δήμητρα Σμυρνή

Η κριτική του Θανάση Μαρκόπουλου είναι κριτική «που μοιράζεται με το δημιουργό τη συγκίνηση και το πάθος της τέχνης». Κι αυτό, γιατί ο κριτικός Μαρκόπουλος ξέρει πολύ καλά το πάθος και τη συγκίνηση της δημιουργίας, αφού είναι ο ίδιος όχι μόνο γνωστός και καταξιωμένος κριτικός αλλά κι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές των ημερών μας.

Μετά από εφτά συλλογές ποιημάτων, τρεις μελέτες και τρεις τόμους με κείμενα κριτικής, έρχεται πριν δύο μήνες στο φως ένα καινούργιο βιβλίο του με κείμενα κριτικής, που τιτλοφορείται Ματιές ενμέρει (εκδόσεις Μελάνι).

Ο κριτικός αντιδιαστέλλει το παρόν βιβλίο από προηγούμενο, που εκδόθηκε το 2003, με τίτλο Ματιές ενόλω. Εκείνο πραγματευόταν εκτεταμένα το συνολικό έργο οχτώ μεταπολεμικών ποιητών, ενώ το «ενμέρει» αναφέρεται σε επιμέρους έργα και πάλι μεταπολεμικών δημιουργών, είκοσι ποιητών, είκοσι πεζογράφων και πέντε κριτικών, κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε έντυπα του κέντρου και της περιφέρειας (1993-2013).

Φωτίζοντας ο Θανάσης Μαρκόπουλος τα κείμενα που φιλοξενεί στο βιβλίο του, δε χρησιμοποιεί το φως με τη μορφή σκληρού προβολέα που γυμνώνει, αλλά με κείνο το φως που αποκαλύπτει χωρίς να παραμορφώνει, που διεισδύει χωρίς να πονά, που κατανοεί αιτιολογώντας…

Τοποθετεί το δημιουργό μέσα στο χώρο και το χρόνο, συνδέοντάς τους λειτουργικά και αναδεικνύοντας εκείνες τις συνθήκες, μέσα στις οποίες γεννιέται ο δημιουργός.

Και είναι πραγματικά παρατηρήσεις όπως οι παρακάτω: «Όμως το άστυ και η πολυκατοικία στα χρόνια της δικτατορίας του ’67 είναι σύμβολα ενός τρόπου ζωής που δρα καταλυτικά και διαλυτικά για τις παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας, η οποία, καθώς από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε από την γκλίτσα του τσοπάνη στο μικρόφωνο της τηλεόρασης κι από το κιτρινισμένο δόντι του χωρικού στο κάτασπρο της Colgate, έχασε τον προσανατολισμό της, με αποτελέσαμε να συγχέει τα αυτονόητα και να οδηγείται σε καταναλωτικές ακρότητες» ή «…αν κάποιος έχει κάτι να πει, βρίσκει τον τρόπο να το πει. Αυτό που συχνά λείπει από τα μυθιστορήματα του καιρού μας δεν είναι ο τρόπος αλλά η εμπειρία ζωής, το χώμα και το αίμα», παρατηρήσεις όχι μόνο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και ελκυστικές για τον αναγνώστη αλλά και εντυπωσιακές για την ευθύβολη στόχευσή τους.

Με μια κατακτημένη, από τη συνεχή θητεία του στην ποίηση, ικανότητα συμπύκνωσης του ουσιώδους, εντυπωσιάζει τον αναγνώστη, καθώς ξεκινά την ανάγνωση κάθε κριτικού κειμένου με τους απόλυτα αφαιρετικούς τίτλους, που εμπεριέχουν ταυτόχρονα έναν κρυφό δυναμισμό, όπως: «το διάφανο σκότος», «ο σπασμένος καιρός», «γονατισμένοι ουρανοί», «βαφές θανάτου»…

Παράλληλα, έχοντας βαθιά επιστημονική γνώση της λογοτεχνίας, ανατέμνει τα κείμενα με λεπτό χειρουργικό νυστέρι, όχι μόνο χωρίς να τα πληγώνει, αλλά αναδεικνύοντας με σεβασμό και αγάπη τις φλέβες της δημιουργίας, που τα ζωντανεύουν.

Τέλος, παραθέτοντας στο κείμενό του σχετικά αποσπάσματα –περισσότερα ποιήματα λιγότερα πεζά– δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το δημιουργό αλλά και στο δημιουργό να ακουστεί άμεσα η φωνή του, χωρίς τη γέφυρα του κριτικού.

Σαφώς, στο βιβλίο, οι είκοσι προσεγγίσεις των ποιητικών κειμένων υπερτερούν σε σχέση με τις εικοσιπέντε των πεζών, κι αυτό, όχι γιατί οι δεύτερες υπολείπονται σε ικανότητα προσέγγισης –η ματιά κοφτερή και σίγουρη είναι πάντα η ίδια– αλλά γιατί τα ποιητικά κείμενα από τη φύση τους έχουν τη γοητεία της πύκνωσης, και όταν προβάλλονται μόνα, χωρίς την κριτική ματιά, αλλά κι όταν προβάλλονται μέσα απ’ αυτήν. Άλλωστε ο ίδιος ο Μαρκόπουλος επισημαίνει τη διαφορά λέγοντας: «Στην ποίηση δε βλέπουμε τόσο τα πράγματα όσο τη σκιά τους, το άρωμα, το αδιόρατο ίχνος που αυτά αφήνουν στο πέρασμά τους».

Έτσι, μπορεί το πρώτο μέρος να φαίνεται πως ενδιαφέρει περισσότερο τον αναγνώστη, το υπόλοιπο όμως, το σχετικό με την πεζογραφία, είναι εκείνο που ολοκληρώνει την άποψη για το βιβλίο, τις προθέσεις του συγγραφέα αλλά και τη δικαίωση των προθέσεων.

Ένα βιβλίο χρήσιμο όχι μόνο για όσους μελετούν τη λογοτεχνία, αλλά και για κείνους που απλά την αγαπούν και τη διαβάζουν.

 

(Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί έργο της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου)


«Μια κριτική θεώρηση βάθους και ουσίας»
faretra.info/index.php/epikairotita/epikairotita-group /
grammata-texnes/3726-grammata-smyrni-markopoulos-maties
(3-3-2015)

Δημήτρης Κόκορης

Η πνευματική προσφορά του Θανάση Μαρκόπουλου είναι πολύπτυχη: ποιητική, φιλολογική, κριτική. Οι επτά ποιητικές συλλογές του από το 1982 έως το 2010 συγκροτούν μία νεωτερική έκφραση που έχει ενσωματώσει δημιουργικά τον ποιητικό ρεαλισμό, τον κοινωνικό προβληματισμό και την υπαρξιακή αναζήτηση. Η ερμηνευτική ανάλυση των λογοτεχνικών κειμένων με αξιοποίηση στοιχείων από τη λογοτεχνική θεωρία, η κριτική αξιολόγηση των ποιημάτων και των πεζογραφημάτων με ταυτόχρονη ένταξή τους σε ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, ο αλληλοσυσχετισμός των κειμένων και η θεώρησή τους υπό το πρίσμα χρονικής διαδοχής, η βιβλιογραφική έρευνα, καθώς και η προσέγγιση της λογοτεχνίας ως διδακτικού υλικού συγκροτούν βασικούς άξονες της πολύπτυχης φιλολογικής λειτουργίας, ενώ συναποτελούν και τα βασικά πεδία της φιλολογικής δραστηριοποίησης του Θανάση Μαρκόπουλου, η οποία ενέχει ως σημείο αιχμής τη μεταπολεμική νεοελληνική παραγωγή ως προς την ποιητική και την πεζογραφική έκφραση.

Ο Μαρκόπουλος ως φιλόλογος έχει προσεγγίσει τα πρόσωπα της πεζογραφίας του Μάριου Χάκκα (εκδ. Τα Τραμάκια, 1993), έδωσε τη Βιβλιογραφία Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996 (εκδ. Παρέμβαση, 1996) και μία εμπνευσμένη ερμηνεία του έργου του ποιητή (εκδ. Μελάνι, 2013), ανέλυσε την ποίηση οκτώ μειζόνων εκπροσώπων (Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης, Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Μέσκος, Ευαγγέλου, Μάρκογλου) της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (εκδ. Σοκόλη, 2003), αναδίφησε κάθε πτυχή της δουλειάς του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Σοκόλη, 2006), ενώ με τη μελέτη του Ο ποιητής και το ποίημα (εκδ. Σοκόλη, 2010) διανοίγει το τοπίο της διδακτικής της λογοτεχνίας, εισφέροντας διδακτικά σενάρια για ποιήματα οκτώ δημιουργών (Καρυωτάκης, Σαχτούρης, Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Χριστιανόπουλος, Μάρκογλου, Γκανάς, Φωστιέρης), τα οποία ανθολογούνται στα σχολικά εγχειρίδια λογοτεχνίας.

Τα κείμενα, που συγκροτούν το βιβλίο Ματιές ενμέρει, υποδεικνύουν ότι ο ποιητής και φιλόλογος Θανάσης Μαρκόπουλος έχει υπηρετήσει τη λογοτεχνία και ως κριτικός της. Χρησιμοποιούμε τη συγκεκριμένη διατύπωση μετά γνώσεως λόγου, γιατί οι βιβλιοκρισίες του Μαρκόπουλου, που γίνονται με όρους εκδοτικής επικαιρότητας ως προς την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή, δεν εμπεριέχουν ακκισμούς και πόζα, δεν σκοπούν στην ενοχλητική περιαυτολογία, δεν κατατρύχονται από το άγχος της επίδειξης φιλολογικών γνώσεων. Αντίθετα, υπηρετούν το κρινόμενο λογοτέχνημα, ακολουθώντας μία παλιά αλλά σωστή άποψη περί λογοτεχνικής κριτικής, άποψη που με συμπυκνωμένο τρόπο είχε εκφράσει στις Δοκιμές του (τόμος Α', Αθήνα, Ίκαρος 1981, σ. 131) και ο Γιώργος Σεφέρης: «Ο ρόλος του κριτικού είναι, αν μπορώ να πω, ο ρόλος του ραβδοσκόπου. Βρίσκει μέσα μας τις νέες πηγές ευαισθησίας, τις πηγές που κάνουν τα τέλματα τρεχάμενα νερά». Η αποστολή της κριτικής, δηλαδή, δεν είναι απλώς και επιφανειακά να απονείμει τον έπαινο ή τον ψόγο, αλλά σκοπεί και στο «να ολοκληρώνει μια ορισμένη ευαισθησία» (Σεφέρης, ό.π.).

Ο Μαρκόπουλος, επειδή ακριβώς δεν είναι επαγγελματίας κριτικός, επιλέγει (και σωστά) να κρίνει δημοσίως βιβλία που τον έχουν αγγίξει και τον έχουν ελκύσει. Μέσα από τις σελίδες περιοδικών και εφημερίδων, που εγκύπτουν με ενδιαφέρον και σοβαρότητα στο λογοτεχνικό φαινόμενο (Ακτή, Αντί, «Αναγνώσεις» της Αυγής, Διαβάζω, Ελίτροχος, Εντευκτήριο, Μανδραγόρας, Νέα Εποχή, Παρέμβαση, The Books Journal, Φιλόλογος), παρουσιάζει βιβλία που έχουν ερεθίσει το αναγνωστικό του ενδιαφέρον, χωρίς όμως να εξαντλείται στην περιγραφή του περιεχομένου τους ή στη διατύπωση μιας απλής θετικής γνώμης. Οι Ματιές ενμέρει περιλαμβάνουν σαράντα πέντε κριτικά κείμενα, στα οποία προσεγγίζονται ισάριθμα βιβλία που εκδόθηκαν κατά την εικοσαετία 1993-2013 (είκοσι ποιητικά, είκοσι πεζογραφικά και πέντε που ανήκουν στην κατηγορία της φιλολογικής-κριτικής μελέτης). Ο κριτικός δεν έχει αναγάγει σε βασικό γνώμονα αξιολόγησης την προσωπική του ποιητική (συγγραφείς με ισχυρή λογοτεχνική προσωπικότητα συχνά δεν αποφεύγουν αυτήν την πρακτική κατά την κριτική τους δραστηριότητα). Αντιθέτως: στηρίζει σε λογικά και αναγνωστικά επιχειρήματα την κριτική του γνώμη, με απλότητα, με διαύγεια, με φιλολογική επάρκεια και προπάντων με ειλικρινή αγάπη προς τους συγγραφείς και το έργο τους. Ο νηφάλιος και ακριβής κριτικός λόγος εμπλουτίζεται και καθίσταται λειτουργικός με τις Ματιές ενμέρει. Σε έναν χώρο από τον οποίο δεν λείπουν αφενός οι άκριτες υμνολογίες (σε αρκετές περιπτώσεις θα μπορούσαμε, δυστυχώς, να τις χαρακτηρίσουμε και γλοιώδεις) και αφετέρου οι εμπαθέστατες και άδικες κατηγόριες, οι εμπεριστατωμένες και χαμηλότονα εκφρασμένες κριτικές θέσεις μάς δίνουν το σωστό μέτρο και αυτό είναι κάτι, το οποίο πρέπει να προσγραφεί στα πολλά θετικά στοιχεία της συγγραφικής παρουσίας τού Θανάση Μαρκόπουλου.


«Λειτουργικός κριτικός λόγος»

Εφ. Η Αυγή της Κυριακής-Αναγνώσεις (3-5-2015)



Χαμηλά ποτάμια 
(Μελάνι, Αθήνα 2015)



Αλεξάνδρα Μπακονίκα


Όσο κι αν μια υποδόρια μελαγχολία αφήνει το ίχνος της στα ποιήματα της καινούργιας συλλογής του Θανάση Μαρκόπουλου, η λαχτάρα για τη χαρά και την απόλαυση της ζωής κυριαρχεί ως κλίμα και διάθεση εκ μέρους του ποιητή. Μπορεί σε στιγμή απελπισίας να θέλει να πάρει το λεωφορείο «με το περίστροφο για την Πρέβεζα», όμως πε­ρισσότερο τον κερδίζει η αισιόδοξη προοπτική του στο μέλλον, που έρχε­ται «με ανοιχτά ενδεχόμενα/ σαν παρά­θυρα θέρους» και «θάλασσες που ανθί­ζουν». Η “βιοτεχνία” της μίζερης σκο­τεινιάς και θλίψης, που συχνά βλέπου­με να κατακλύζει την ποίηση άλλων ποιητών, και στο παρελθόν αλλά και στην εποχή μας, απουσιάζει από τους στίχους της συλλογής. Ακόμη κι όταν τα θέματα που θίγονται είναι η φθορά, η απώλεια, η διάψευση, ο θάνατος, ε­κείνο που κυρίως αποκομίζουμε είναι ελπίδα και κατάφαση στη ζωή. Από το βλέμμα του Μαρκόπουλου δεν λείπουν ο θαυμασμός και η λατρεία για τα νιάτα και την ομορφιά, που κατορθώνουν με την εκτυφλωτική λάμψη τους να κρα­τούν μακριά τα ζοφερά και «ανήλια σκότη». Το σωματικό κάλλος, όπου κι αν το συναντήσει, όχι μόνο καίρια τον μαγεύει, αλλά σε πολλές περιπτώσεις εντυπώνεται αναλλοίωτο στη μνήμη του, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Επίσης, έντονες μνήμες από παλιά ειδύλλια επιστρέφουν για να ζεστάνουν τον εσωτερικό του κόσμο. Επιζητεί παθιασμένες συνουσίες που επιτείνουν τον αισθησιασμό του, ως αντίδοτο στον φό­βο του θανάτου. Ενδεικτικό το ποίημα «Η χειραψία»: Αν ήταν κάτι να κρατή­σω/ απ’ όλα τα μουσεία της μνήμης μου/ θα κρατούσα μονάχα/μια επιτύμ­βια χειραψία με χέρια κομμένα/ που εί­δαμε ένα καλοκαίρι στο Δίο/ τότε που απεγνωσμένα σμίξαμε/ θεόγυμνοι στο κύμα.

Όμως, το σώμα και οι αισθήσεις του Μαρκόπουλου επίσης βρίσκουν βαθιά αγαλλίαση στην ανάμνηση εικόνων και στιγμών από την παιδική του ηλι­κία, όταν ο κόσμος έμοιαζε στα αθώα του μάτια σαν κάτι μαγικό, με αστείρευ­τη ροή εκπλήξεων. Τώρα, στην ώριμη ηλικία των 62 χρόνων του, οι αναμνή­σεις αυτόκλητες τον κυριεύουν ως πα­ρηγοριά μπροστά στην οδυνηρή επέλα­ση της φθοράς του σώματος. Αναμφίβο­λα, η κυριαρχία της νεότητας στην επο­χή μας άλλαξε τρόπους και συμπεριφο­ρές. Με ευστοχία, στο ωραίο ποίημα «Οι γιαγιάδες», ο Μαρκόπουλος παρατηρεί και επισημαίνει την απομάκρυνση από την παράδοση, όταν οι παλιές γιαγιάδες κυκλοφορούσαν μαυροντυμένες, με πρόσωπο τσαλακωμένο από τις ρυτίδες και με το «δειλινό στο βλέμμα». Τώρα οι γιαγιάδες με κάθε τρόπο θέλουν να πα­ραμένουν λαμπερές κι επιθυμητές, «βά­φουν τους πόθους, ενυδατώνουν το ψέ­μα τους». Όμως, όταν ο φόβος του ανί­κητου χρόνου τις κυριεύει, σύμφωνα με τον ποιητή, τρέχουν πανικόβλητες να βρουν παρηγοριά στο ήθος και στη ζε­στασιά εκείνων των παλιών γιαγιάδων.

Κανένα είδος συναισθηματικής στεγνότητας δεν συναντούμε στα ποιήμα­τα της συλλογής. Ο Μαρκόπουλος έχει πολλές διεξόδους για τους προβληματι­σμούς και τις αγωνίες του. Επιζητεί να βιώνει την ομορφιά, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις αισθήσεις αλλά και σε σχέση με συναισθήματα και πνευματικές κα­τακτήσεις. Στους στίχους του ποιήματος «Το απολωλός ποίημα», με ενάργεια εκφράζει την ευφορία που τον πλημμυρίζει όταν βυθίζεται στην ποι­ητική σύνθεση, κι εξυπονοείται ότι η τέχνη τον συνοδεύει στην πορεία του ως μέγα και σπουδαίο αγαθό. Φτάνει μά­λιστα στο σημείο να παρομοιάζει αυτή την ευφορία με ερωτική υπερδιέγερση: Έμπαινα επιτέλους στο ποίημα/εν πληρει στύσει/ σκαμπανέβαζα πες σε κρεβά­τι τριζάτο... Συνακόλουθα και η μονα­ξιά δεν είναι ζοφερή για τον Μαρκόπουλο· αντίθετα, κάτι ευεργετικό αναδύε­ται. Μέσα από τη σιωπή της μοναξιάς, έρχεται σε δημιουργική συνάφεια με τον βαθύτερο εαυτό του, ανιχνεύει κρυμμένες αλήθειες, φωτίζεται ο ορί­ζοντας της αυτογνωσίας του κι αντι­λαμβάνεται καλύτερα το αίνιγμα της ύπαρξης.

Ο Μαρκόπουλος δεν κρύβει τη συμ­πόνια και την τρυφερότητά του για τους πιο αδύναμους συνανθρώπους του, για τους βιοπαλαιστές, τους πρό­σφυγες, τους μοναχικούς γέρους, τις σκληρά εργαζόμενες γυναίκες της υ­παίθρου ή των λαϊκών στρωμάτων, γε­νικά για όλους τους περιθωριακούς αυ­τού του κόσμου ανά τους αιώνες. Ό­μως, μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού του, μια πικρή τύψη σαν ραγισματιά τον πληγώνει για το γεγονός ότι, ενώ γύρω του η βία, ο πόνος και τα δάκρυα με μανία διαβρώνουν τη ζωή, ο εαυτός του, «στεγνός κι απάνεμος», παθητικά παραμένει «στο κάδρο, θεατής ανία­τος»· οι παλιές εποχές των ηρωικών ξε­σηκωμών για να αλλάξει ο κόσμος έ­χουν πλέον παρέλθει.

Στη συλλογή πνέει ένας αέρας που φέρνει εικόνες και καταστάσεις και από αστικούς χώρους, αλλά και από την ύ­παιθρο, καθώς η καταγωγή του ποιητή είναι από τα Κρανίδια της Κοζάνης, που παρέμεινε τόπος διαμονής των γο­νιών του. Όχι μόνο σεβασμός, αλλά σχέσεις αφοσίωσης και λατρείας συνδέ­ουν τον ποιητή με τους γονείς του. Όλες οι οικογενειακές αξίες της συμ­παράστασης και προσήλωσης στην α­νάγκη, στην αρρώστια, στον θάνατο, εκδηλώνονται σε κάθε σκέψη και πρά­ξη του γιου, μέσα στο πλαίσιο της αμέριστης γονικής θαλπωρής που δέχτη­κε. Παράλληλα, μέσα από τις διηγήσεις του πατέρα, αναβιώνουν συγκλονιστι­κές μνήμες της πρόσφατης Ιστορίας, όπως βιώματα από τον Εμφύλιο, τη Χούντα και τη Μεταπολίτευση. Παρα­θέτουμε το ποίημα «24 Ιουλίου 1974»: Τη μέρα που έπεσε η Χούντα ο πατέρας άνοιξε μια μπίρα άναψε κι ένα τσιγάρο κι έκαψε δροσερά τις εφτά σιωπές του. Οι αγαπημένοι νεκροί του ποιητή, που είναι ο πατέρας του και οι φίλοι –ειδι­κότερα ο ποιητής Χρήστος Μπράβος– έρχονται και συνομιλούν μαζί του με γλυκές κουβέντες αγάπης και συντρο­φικότητας, όπως ακριβώς συνέβαινε κι όταν ζούσαν. Έρχονται όμως «νυχτω­μένοι» από τα μαύρα τάρταρα του θα­νάτου, με το παράπονο στα χείλη, κα­θώς κάτι με λύπη «σπάει μέσα τους», τα λόγια τους σκορπούν σαν μήλα από «τη μαύρη μηλιά τους».

Το κατακτημένο προσωπικό ύφος, η άμεση κι ώριμη τεχνική στην έκφραση, η γνήσια προσέγγιση ουσιαστικών θεμάτων, αποτελούν αδιάψευστες αρε­τές του Μαρκόπουλου, που με την και­νούργια συλλογή του εξασφαλίζει ένα επιπλέον βήμα ανόδου στην καταξιωμένη ποιητική του πορεία.

«Με απαντοχή για τα δύσκολα που έρχονται»
περ. Εντευκτήριο 111 (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2015) 119-120



Χλόη Κουτσουμπέλη

Αν μία συλλογή είναι πουλί, τι είδος πουλιού είναι; Στο πρώτο ποίημα της συλλογής του Θανάση Μαρκόπουλου ένα τεμαχισμένο σπουργίτι πίσω από τις περσίδες. Το βλέμμα του ποιητή, άραγε αποσπασματικό, άραγε αποστασιοποιημένο;

Στο δεύτερο ποίημα είναι τα λόγια της μάνας που φτεροκοπούν και πέφτουν στην θάλασσα, ενώ ορίζεται ο τόπος, Θεσσαλονίκη, ενώ ορίζεται η μάνα, μέσα, σπάει, κάτι.

Στο τρίτο ποίημα το πουλί είναι η μνήμη, φτερουγίζει και αφήνει επιτύμβια χειραψία με χέρια κομμένα και έναν έρωτα που παλεύει με απόγνωση να πιαστεί από την κουπαστή της ανάμνησης.

Ολοκαύτωμα στο Δίο και ένα κορίτσι πάντα να φυλάει το φως, ως σκοτάδι, ως τύψη, ως ειμαρμένη.Κι ύστερα ένα πλάνο σταθμού, ο ποιητής πίσω από την περσίδα, το τεμαχισμένο σπουργίτι, η κατασκευή μιας ανάμνησης, όχι δικής του, αλλά αυτό δεν είναι η τέχνη και πιο πολύ ενός συναισθήματος και ακόμα περισσότερο ενός ποιήματος, αποσκευή ξεχασμένη, δεν πετάει, βρέχεται, δεν είναι δική του, ή ίσως είναι πιο δική του από δική του.

Ένα πουλί φωτιάς ή ίσως ένα τηλεφώνημα, ένα γυναικείο όνομα, Ρεβέκκα, μία φλόγα, μία Ανάσταση, στον λόφο. Υπήρξε, δεν υπήρξε, δεν έχει σημασία, καίγεται.

Ένας αποχαιρετισμός, εδώ η μάνα δεν ορίζεται, ορίζεται ο γιος, στο φτερό, ποιο πουλί άραγε;

Γιαγιάδες περίεργα πουλιά προβάλλουν και απεκδύονται τα μαύρα τους φουστάνια, αποκτούν φτιασίδια και πολύχρωμα φτερά, τρέχουν να κρυφτούν, πίσω απ’ την φυλλωσιά της δικής τους γιαγιάς.

Μία γυναίκα που κουβαλά, μία γυναίκα από χώμα, γη, γυναίκα, χειραφέτηση στο χώμα.

Το παιδί από την Βεργίνα, έχει ήδη πετάξει, δύο μικροί μίσχοι στηρίζουν την απουσία του, η λεζάντα γράφει το όνομά του, λέγεται έφυγα.

Οκτώ με δέκα, μικρό πουλί σε χούφτα ξένη, κεράσια μαύρα και μια μάνα που κρύβει κάτω από τα φαρδιά της φορέματα, χαμηλό πορτάκι κάτω από σκάλα, εδώ δεν ορίζεται η μάνα, ούτε ο γιός αλλά το σπίτι.

Η Λολομπριτζίτα, Βασίλισσα του Σαββά, εξωτικό πουλί, η περσίδα πέφτει, ολόκληρη η γυναίκα στην οθόνη, το θαύμα στα έφηβα μάτια που αστράφτουν.

Η επέλαση των νέων, γυμνά, μικρά, γυμνασμένα πουλιά, σε σμήνη, νέα, ορμητικά, ανθεκτικά, φεύγουν για να ξανάρθουν καινούργια.

Ένας τάφος προγούλι στο πρόσωπο, ευημερία, ευοί, ευάν, ο καθρέφτης, γελάμε για να τον ξεγελάμε.

Το ίδιο βλέμμα όχι πίσω από την περσίδα, αλλά σε κάδρο, κάποιος πετάει στην βροχή, ο ποιητής μέσα στεγνός, το βλέμμα προστατευμένο εντός. Όμως τα δάκρυα κάνουν τις δικές τους πτήσεις.

Ποιο πουλί είναι το βράδυ με την μαύρη φτερούγα του, τι τελειώνει, τι περιστρέφεται γύρω από το περίστροφο;

Σκέτος αέρας ύλη για πέταγμα τι μένει τι υπάρχει τι αιωρείται πούπουλα φτερά;

Όταν υπάρχει η αλήθεια και η ομορφιά, ο Παρθενώνας και η Πνύκα, τα χαρτιά ορυχεία ψεύδους. Και η απώλεια; Πάντα παρούσα, δεν χάθηκε ποτέ.

Ποίημα απολωλός που ο ποιητής κυνηγά με φουσκωμένα πανιά, ποίημα που θα μείνει αποίητο, διακεκομμένο από τηλεφώνημα.

Και τραγούδι με τριζόνια, λύκους, φεγγίτες φλέβες μοναχικό σαν αρχαία σιωπή.

Και αστραπές βουβές, η μία τρυφερό λυχνάρι, η άλλη σκοτωμένο νερό και η τρίτη η πιο πολύτιμη, απαγορευμένο περγαμόντο.

Και κεράσια, ένα κορίτσι που γίνεται κυκλάμινο, το θαύμα του θεατή που περνάει επιτέλους το γεφύρι και ένα βασιλόπουλο που κλαίει στ’ αλήθεια και μία σολίστ κοριτσάκι που πεινάει.

Και ένα βλέμμα όχι του ποιητή αλλά των άλλων, εδώ ούτε η μάνα, ούτε ο γιος, ούτε το σπίτι, εδώ ορίζεται η ηλικία.

Μοναχοί φωτός στο σκότος που περικλείει, μοναχοί ή ίσως όχι.

Η γυναίκα του κύριου Παναγιώτη είναι χελιδόνα, οι καρέκλες παραμένουν δύο, ο φίκος πάντα ένας.

Ένας καφές, ένας φίλος που χάθηκε, ένας φίλος ποιητής που κάπνιζε, ένας φίλος ποιητής που κάπνιζε και χάθηκε, που δεν τον σκότωσαν τα τσιγάρα, τα ποιήματα τον σκότωσαν με το φαρμάκι τους, μαύρη μηλιά, Δεσκάτη, κάπου στον κόσμο.

Ένα γράμμα που στέλνει ένα παιδί σε ένα διήγημα, και ένα διήγημα που ο ποιητής έκλεισε μέσα σε ένα ποίημα, κι αν το παιδί δεν έχει την διεύθυνση του παππού του για να στείλει το γράμμα, ο ποιητής έχει άραγε την διεύθυνση της μοναξιάς για να στείλει το ποίημα με το διήγημα μέσα; Ναι την έχει και την γράφει.

Πολυχρόνης Μπαϊρακταρίδης, παιδικός φίλος, κούραζε τα κοτσύφια στο βαθύ χιόνι, γιατί υπάρχουν και ποιήματα εικονοστάσια, ανάβεις ένα κερί και ανθίζουν.

Ο γιος της μάνας είναι ποιητής και φτερουγίζει, φτερουγίζει ασταμάτητα, τι είδους πουλί είναι η συλλογή αυτή, η μάνα μεγαλώνει, ο γιος μεγαλώνει, και ο γιος φεύγει και επιστρέφει σαν το φεγγάρι. Εδώ ορίζεται η αγάπη.

Μία φωτογραφία εικασία θανάτου, πώς να ζητήσεις από την μάνα να ποζάρει μελλοντικό πένθος για να απαθανατίσεις αθανασία;

Ο πατέρας ανεβαίνει στο κάδρο του. Τυφεκιοφόρος εθνικού χαμού κλάσεως 44. Τι είδος πουλιού φτερουγίζει τώρα σ’ αυτό το ποίημα; Πες κάργες. Τρεις.

Πάνω από τον πατέρα. Που πλέει ακύμαντος. Βάμμα αγάπης, έκρηξη θέρους, μαλλιά νύφης. Πέντε σιωπές που φτερουγίζουν. Ο πατέρας θάβει, ο πατέρας φοβάται, ο πατέρας σωπαίνει, ο πατέρας χάνει βαθμιαία όλα του τα φτερά, στην παιδική ηλικία του ποιητή, ο πατέρας χάνει τα φτερά του. Κακό φτερό φέρνει τον θείο στην πένθιμη συνοικία. Κάργες πάλι στο σπίτι και ένα παράπονο που αναβλύζει από τους στίχους, καίει το κάδρο του πατέρα, καίει και λυτρώνει.

Διαβάζοντας κανείς την συλλογή αυτή ακούει φτερούγες πουλιών που ανοιγοκλείνουν, μία ασθματική ανάσα και τον χτύπο της καρδιάς του ποιητή. Αυτό το αδιάκοπο φτερούγισμα άλλωστε είναι που κάνει την συλλογή αυτή τόσο σπαρακτικά αληθινή.

«Το αδιάκοπο φτερούγισμα»
Περ. Φρέαρ, http://frear.gr/?p=12321 (19-1-2016)


Ιγνάτης Χουβαρδάς

Κυρίαρχο μοτίβο στα ποιήματα του Θανάση Μαρκόπουλου είναι η αναζήτηση της ταυτότητας, με τη διαδικασία της επιστροφής στις πατρογονικές ρίζες. Στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο Χαμηλά ποτάμια, η έννοια της ταυτότητας σκιαγραφείται κυρίως με τη μορφή του πατέρα, με την οργανική και τη συμβολική σημασία του όρου. Ο Μαρκόπουλος από παλιότερα διακρινόταν για την εμμονή του γύρω από τον γενέθλιο τόπο, που είναι η περιφέρεια της Κοζάνης, αποτυπώνοντας μια διαδικασία εξορίας (καθώς έλαχε να ζει στην ενήλικη ζωή στη Βέροια), μια συνθήκη απόστασης την οποία επιχειρεί να αμβλύνει.

Τη συνθήκη αυτή ο ποιητής την καταγράφει με τρόπο καθαρά βιωματικό, προσκολλημένος στα υλικά μιας πραγματικότητας συνήθως πικρής και αποκαρδιωτικής, που στιγματίζεται από τη ροή του χρόνου, το φάσμα του θανάτου, τη σταδιακή μετάβαση από τον κόσμο των ζώντων στον κόσμο των τεθνεώτων. Τα γεράματα που ελαύνουν καταγράφονται με τον τρόπο του ντοκιμαντέρ, κι εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι η αμεσότητα και καθαρότητα της περιγραφής αφήνει ένα κατακάθι βαθύτατης ανθρωπιάς, μια ψίχα βαθιά ευλαβική, έναν ασπασμό σε κώδικα ηθικών αξιών. Ο Μαρκόπουλος είναι ρεαλιστής με την έννοια της αμετανόητης πίστης στις βαθύτερες αξίες της ζωής, είναι ουμανιστής, εγκάρδιος, συμπονετικός. Θα έλεγα πως η πέτρινη υφή του λόγου του, αυστηρή και τραχιά, περήφανα ασκητική και ορεσίβια, είναι μια πανοπλία, ένα μέσο για να σταθεί ψύχραιμος και ορθός σε θέματα που τον συγκινούν και τον συγκλονίζουν. Εκείνο που τον διακρίνει είναι η επίμονη προσπάθειά του να καταστήσει μια αντικειμενικότητα στα πράγματα, να ορίσει μια αναντίρρητη αλήθεια, να είναι κατά κάποιο τρόπο απόλυτος, την ίδια ώρα που η ροπή του αυτή τελείται με τα πιο υποκειμενικά, φερτά και αναλώσιμα υλικά, που αποτυπώνουν τον ευαίσθητο ψυχισμό ενός εξορισμένου παιδιού.

Υπάρχουν στο βιβλίο ποιήματα που για να τα γράψει κανείς απαιτούν ψυχικό σθένος, αποτυπώνουν την ανθρώπινη συντριβή, την πτώση, τη φθορά και την υπαγωγή του ανθρώπου στην αναξιοπρέπεια. Υπάρχουν σκέψεις και εικόνες που γεννιούνται από τα ακίνητα δευτερόλεπτα, τη ρωγμή του χρόνου προς τον εκμηδενισμό, τις ναρκωμένες σιωπές που σκύβουν στην απόγνωση και το αναπόδραστο τέλος:

 

Οι ναυαγοί των ματιών

 

Όταν η υπέργηρη μητέρα μου έπαθε σοκ υπογλυκαιμίας για πρώτη φορά μπροστά στα μάτια τού επίσης υπέργηρου και ήδη αναρρώνοντος από μακρά ασθένεια πατέρα ο μικρός αδερφός μου που ανάστατος έσπευσε στο Κέντρο Υγείας τους βρήκε να κλαίνε βουβά ναυαγισμένοι ο ένας στο βλέμμα του άλλου

                                                                                                                                                                         απόγευμα

Στο βιβλίο αυτό η θεματολογία παραμένει περίπου ίδια με παλιότερα βιβλία (το πέρασμα του χρόνου, ο φόβος των γερατειών, οι αρρώστιες, οι παλιοί φίλοι, οι αναμνήσεις, το θάμπος της νεότητας που δε σου ανήκει, ο φόβος και η πραγματικότητα του θανάτου) αλλά το ύφος, γνώριμο κι αυτό, είναι πιο κατασταλλαγμένο και δόκιμο, ο λόγος κατακτημένος, το κείμενο απόλυτα ταυτισμένο με την αναπνοή του ποιητή, μια φωνή που έκδηλα θέλει να συγχρωτιστεί με τους γείτονες γεωγραφικά ποιητές Χρήστο Μπράβο και Μιχάλη Γκανά που αναφέρονται στο βιβλίο (και με τον Ανέστη Ευαγγέλου, θα πρόσθετα, από Θεσσαλονίκη, που αγαπά επίσης ιδιαίτερα ο Μαρκόπουλος).

Η μορφή του πατέρα εκτυλίσσεται σπονδυλωτά, σαν ψηφιδωτό, σε διάφορες χρονικές φάσεις, με την μεγέθυνση της λεπτομέρειας, που συνήθως μοιάζει ταπεινή και αμελητέα, κι όμως είναι το σημείο εκείνο που λάμπει, που αποκαλύπτει τον άλλο χρόνο, όπου όλα ανακατεύονται, εκεί όπου πραγματικότητα και ασυνείδητο ωθούν σε μια κατάβαση στην μύχια ταυτότητα του ποιητή. Ο πατέρας είναι ο κανόνας που ορίζει το γενέθλιο τόπο, η έννοια της παράδοσης πάνω στην οποία επεμβαίνει διαμορφώνοντας το δικό του εγκόλπιο της ζωής, το πρόσωπο που κατευθύνει τη δυναμική και το περίγραμμα του ψυχισμού του παιδιού του, ο πατέρας είναι τα μάτια της ψυχής και η ασφάλεια του σπιτιού κι ο τρόπος του βιοπορισμού. Το παιδί παραλαμβάνει από τον πατέρα αυτή την κληρονομιά, την ίδια ώρα που η μητέρα είναι η άλλη θεμελιώδης αρχή που διασφαλίζει την προστασία και τη συνέχεια της παράδοσης. Η μητέρα προσφέρει τρυφερότητα και ασφάλεια στην αγκαλιά της παράδοσης, ο πατέρας κτίζει και αλλάζει κάποια σημεία του κανόνα και το παιδί νιώθει το βάρος της αποστολής να παραλάβει την κληρονομιά, να προστατεύσει αυτό που παρέλαβε, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να κάνει κι αυτό δυναμικές αλλαγές στα πλαίσια της παράδοσης που διασφαλίζει η μητέρα. Από αυτή την άποψη ο χρόνος είναι η σταδιακή συνείδηση ότι είσαι η συνέχειά του πατέρα στην προστατευτική αγκαλιά της μητέρας και μαζί με αυτούς συνεχίζεται και το τοπίο και τα πρόσωπα και η ζωή που έχτισες. Οι ίδιες οι ρυτίδες της ζωής οδήγησαν τον Θανάση Μαρκόπουλο στην ταύτιση με τα δύο πρόσωπα που ορίζουν το γενέθλιο τόπο, οι στίχοι αποτυπώνουν τη σύγκρουση με την ανελέητη ροή του χρόνου και προετοιμάζουν τη διαδικασία του πένθους, μια διαδικασία εσωτερική και ζωογόνος όπου τα αγαπημένα πρόσωπα φωλιάζουν οριστικά μέσα σου.


http://www.bookpress.gr/kritikes/poiisi/mrkopoulos-e-thanasis-melani-chamila-potamia?utm_source=Newsletter&utm_medium=email (25-1-2016)

Ευγενία Καβαλλάρη

Τη νέα του ποιητική κατάθεση μας χαρίζει ο ποιητής Θανάσης Μαρκόπουλος με τη συλλογή του Χαμηλά ποτάμια που οριοθετεί τις αισθητικές απαιτήσεις της ωριμότητάς του, βιολογικής και ποιητικής. Με οδηγό «τα μουσεία της μνήμης του» στοχαστικά επεξεργάζεται πρόσωπα και στιγμιότυπα της καθημερινότητας της μακεδονικής γης με έμφαση μάλιστα της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κοζάνης και του γενέθλιου τόπου του. Ο ποιητής της παρατήρησης και του στοχασμού –ας μας επιτραπεί αυτός ο χαρακτηρισμός– μας προσφέρει ποιήματα ανταποκρίσεις σε επισκέψεις ζωής, σε λόγια, σε πράξεις, σε ακούσματα, διαβάσματα, φόβους, όνειρα και διαψεύσεις, όλα όσα τον άγγιξαν βαθιά, φιλτράρονται από το δικό του βλέμμα και γίνονται ποίημα.

Η μνήμη, η νοσταλγία, ο τελεσμένος θάνατος και ο φόβος για τον επερχόμενο, η απώλεια και η αγωνία για τη μέλλουσα απώλεια αναδύονται από τους στίχους του με δεσπόζοντα χαρακτηριστικά την λιτότητα στην έκφραση και τον καίριο-πολυσήμαντο λόγο. Αυτή η συγκεκαλυμμένη πλημμυρίδα συναισθήματος μεταδίδεται με λιτό τρόπο και με δύναμη ισχυρή που απορρέει από συγκλονιστικές εικόνες, φράσεις και συμβάντα της καθημερινότητας. Εξάλλου μόνο ένας ποιητής μπορεί να διακρίνει σ’ αυτά την ανθρωπιά και τη φιλοσοφία ζωής που κρύβουν.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος δεν φωνάζει, του αρκεί ο ψίθυρος και ο υπαινιγμός, χειραγωγεί τον αυθορμητισμό του. Ακόμα και όταν ο πόνος απ’ την απώλεια του πατέρα τον πληγώνει, ακόμα και όταν η αγωνία για την ούτως ή άλλως αναπόφευκτη απώλεια της μητέρας τον ταράζει.

Το προσωπικό του βίωμα και συναίσθημα δεν κινείται στα στενά πλαίσια του ιδιωτικού βίου, δεν αποτελεί μια απλή ατομική περίπτωση, επικοινωνεί με τον αναγνώστη και τον αφυπνίζει συναισθηματικά και πνευματικά. Η κοινωνική του ματιά πιο ισχυρή σε σχέση με τις τελευταίες του συλλογές, άλλοτε διοχετεύεται με λεπτή ειρωνεία, άλλοτε με πικρή διαπίστωση και άλλοτε με αδιόρατη καταγγελία.

                                                                                                    Εφ. Η Άλλη Άποψη [Βέροια] (15-2-2016)


Παντελής Τσαλουχίδης

            Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά

            πάρε και τον πατέρα∙ απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τόνε

            σα να ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά

            εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχονο

                     στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

          (Μιχάλης Γκανάς, «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»

                   Γυάλινα Γιάννενα, 1989)

Είναι άραγε η επαρκής γνώση ενός ποιητικού σώματος στο σύνολό του ασφαλής και επαρκής προετοιμασία πριν ο προσεκτικός αναγνώστης προσεγγίσει την τελευταία συλλογή του ποιητή; Ή μήπως είναι καλύτερο να ξεκινά την ανάγνωσή του ανυποψίαστος αλλά και χωρίς προσχηματισμένες εντυπώσεις ή κρίσεις που ασυνείδητα θα τείνει να επαληθεύει; Δύσκολη η απάντηση∙ όσο και να επιδιώκει κανείς σταθερά το πρώτο, βασανίζεται εξίσου σταθερά από το σύνδρομο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, την ιδέα ότι οι αρχικές εντυπώσεις προδιαγράφουν και χει­ραγωγούν τις τελευταίες. Αντίστοιχα, έχοντας στο παρελθόν ασχοληθεί αρκετά συστηματικά με την ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου, ο γράφων καλείται με την τελευταία ανά χείρας συλλογή Χαμηλά ποτάμια να θέσει υπό κρίση τις ερμηνευτικές του βεβαιότητες και τα ως τώρα συμπεράσματά του.

Ο παραπάνω πρόλογος, ενείδει captatio benevolentiae, επιχειρεί να καλύψει την αμηχανία του γράφοντος μπροστά σε μια συλλογή που μοι­άζει άλλοτε τόσο οικεία και άλλοτε τόσο διαφορετική από όσα πιθανόν να περίμενε. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος, γεννημένος το 1951 στα Κρανίδια της Κοζάνης, μόνιμος κάτοικος Βέροιας εδώ και αρκετές δεκαετίες, σπούδασε Αρχαία Ελληνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε τις μεταπτυχιακές και διδα­κτορικές του σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στο καμίνι της ποίησης μπαίνει από την αρχή της μεταπολίτευσης, εκδίδει όμως την πρώτη του συλλογή, Απόπειρα εξόδου 1975-1981 στη Σύγχρονη Εποχή το 1982. Και ακολουθούν άλλες επτά συλλογές: Του ανταποκριτή μας (Σύγχρονη Εποχή, 1985), Μοντέλο σώματος (Σύγχρονη Εποχή, 1988), Ανοιγμένη φλέβα (Παρατηρητής, 1991), Το περίστροφο της σιωπής (Τα Τραμάκια, 1996), Τεστ κοπώσεως (Τα Τραμάκια, 2002), Μικρές ανάσες (Μελάνι, 2010) και Χαμηλά ποτάμια (Μελάνι, 2015). Από τους τελευταίους της γενιάς του 70, αν και δεν έχει πια και τόση σημασία μια τέτοια κατάτα­ξη τριάντα τρία χρόνια μετά. Έχει όμως τη σημασία της η χρονική διαφο­ρά ανάμεσα στις δυο τελευταίες συλλογές: πέντε χρόνια, ούτε λίγα ούτε και πολλά αν τα συγκρίνει κανείς με τα οκτώ που χωρίζουν τις δυο προη­γούμενες συλλογές. Και μπορεί με τα χρόνια να βγαίνει όλο και πιο δύσκολα ο στίχος, καθώς παρατηρούσε στο παρελθόν ο ποιητής1 αλλά έχει οριστικά παρέλθει ο κίνδυνος της αφωνίας.

Ο τίτλος Μικρές ανάσες έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πολλές πλευ­ρές. Είναι μετά από χρόνια ο δεύτερος μόλις τίτλος στο ποιητικό έργο του Θανάση Μαρκόπουλου που δεν σχετίζεται με πάθη ή λειτουργίες του σώματος (ο πρώτος ήταν Το περίστροφο της σιωπής το 1996). Όχι πως το σώμα και τα βάσανά του εξαφανίζονται από την θεματολογία της συλλο­γής αλλά μάλλον το κέντρο βάρους του ποιητικού λόγου έχει αλλού μετατοπιστεί. Το Χαμηλά ποτάμια συνειρμικά θυμίζει αρκετά τις Μικρές ανάσες καθώς και πάλι μοιάζει να σχετίζεται με «μικρούς άση­μους ανθρώπους, άσημους ακόμα κι όταν έχουν ονόματα, που είναι πολ­λοί και ζουν τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία.2 Υπάρχουν κάποια ποιήματα στη συλλογή που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν μια τέτοια ερμηνεία («Το παιδί απ’ τη Βεργίνα», «Η χειραφέτηση της γυναίκας») αλλά όχι αρκετά ούτε και θεματικά κυρίαρχα. Ο τίτλος της συλλογής προ­έρχεται από το μότο της ενότητας «Ο πατέρας ανεβαίνει στο κάδρο», ωστόσο συνυποδηλωτικά εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πεζό ποίημα «Καφές στη Δεσκάτη», όπου ο ποιητής συνομιλεί με τον από χρόνια νεκρό ποιητή Χρήστο Μπράβο, μια συνομιλία που δε μένει σε ένα επί­πεδο φανταστικού ρεαλισμού και μόνο αλλά επεκτείνεται σε διακριτικό διάλογο με το ποιητικό έργο του Μπράβου και το ποίημά του «Η μηλιά»: Σε φράκτη τελείωνε η γυναίκα,/ ματωμένη. Έφερνε αέρας τα σκυλιά,/ τα ’παιρνε πάλι.// Επέρασ’ ένας μ’ άλογο,/ κυνηγημένος. Η ματωμέ­νη τραύλιζε. /Αυτός βαριά ελυπήθη./ Κι όπως την κάμα ετράβηξε/ κι απόστρεψε τα μάτια// σκίστηκε η γης/ βγάζει μηλιά/ τα μήλα φορτω­μένη// κι αυτή σε μαύρο σύννεφο/ –ωι μηλιά–/ για χαμηλά ποτάμια/ ετραβούσε. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος έχει από χρόνια μελετήσει το έργο του Χρήστου Μπράβου,3 όπως επίσης και ο Μιχάλης Γκανάς, που αναφέρεται στο ποίημα και στον οποίο αφιερώνεται το ποίημα. Αυτό που προσέχουν και αξιοποιούν τόσο ο Γκανάς όσο και ο Μαρκόπουλος, καθένας με τη δική του διακριτή ποιητική ευαισθησία, είναι το μεγάθεμα (για την ποίηση του Μπράβου) του θανάτου, ιδιωτικού ή ιστορικού στον Μπράβο αλλά συνήθως μόνο ιδιωτικού στους άλλους δυο ποιητές. Ο «Καφές στη Δεσκάτη» είναι μία σπονδή στον πρόωρα χαμένο Μπράβο και ίσως το πιο πολυδιάστατο ποίημα της συλλογής, καθώς μεταφέρει το θέμα του ιστορικού θανάτου στη «Μηλιά» στον χώρο του ιδιωτικού θανάτου, παραπέμπει διακριτικά στον Γκανά άρα και στην ποίησή του και με τους τελευταίους στίχους φωτίζει τον τίτλο Χαμηλά ποτάμια με τη διπλή, άμεση και έμμεση, αναφορά στη «Μηλιά»: ...και τράβηξε χαμηλά για τον Αλιάκμονα ενώ πίσω του έριχνε τα μήλα της η μαύρη μηλιά του. Τέλος, το ποίημα εισάγει τον αναγνώστη στο θεματικό επίκε­ντρο της συλλογής, εκείνο του θανάτου· άλλωστε οι τίτλοι των συλλογών του Θανάση Μαρκόπουλου ποτέ δεν ήταν τυχαίοι ή άσχετοι με τον κύριο θεματικό άξονα της εκάστοτε συλλογής. Αντίθετα, και μόνο με βάση τους τίτλους θα μπορούσε κανείς αδρομερώς να παρακολουθήσει την πολύ­χρονη διαδρομή του ποιητή στην κακοτράχαλη ανηφοριά της ποίησης.

Η συλλογή καλύπτει ποιητική παραγωγή μιας πενταετίας (2011-2015, όπως προκύπτει από τις δημοσιεύσεις) και την απαρτίζουν δυο ενότητες. Η πρώτη αποτελείται από δυο υποενότητες με είκοσι τρία ποιήματα και επτά πεζά ποιήματα αντίστοιχα. Ακολουθείται δηλαδή η ίδια σειρά που παρατηρείται και στις Μικρές Ανάσες: πρώτα τα καθαρόαιμα ποιήματα και μετά η ποιητική πρόζα. Η δεύτερη ενότητα με τίτλο «Ο πατέρας ανε­βαίνει στο κάδρο» αυτονομείται με τον δικό της τίτλο και το μότο από τη «Μηλιά» του Μπράβου αλλά και από το μονοθεματικό της περιεχόμενο. Είναι ουσιαστικά μια μικρή συλλογή εγκιβωτισμένη στην κύρια που τη συνθέτουν εικοσιένα κείμενα –ποιήματα, πεζά, σημειώματα–, όλα γύρω από τον θάνατο του πατέρα, την “ανάβαση στο κάδρο”. Ξεχωριστές ενό­τητες στο σώμα μιας συλλογής έχουν να εμφανιστούν από τις δυο πρώ­τες συλλογές του ποιητή αλλά, για όσους γνωρίζουν την ιδιαίτερη θέση που κατέχει ο πατέρας στην ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου, μια τέτοια οργάνωση δεν αποτελεί έκπληξη

Τα γλωσσικά και υφολογικά χαρακτηριστικά που εντοπίστηκαν στις Μικρές ανάσες4 μοιάζουν εδώ να έχουν οριστικά παγιωθεί. Το αίτημα για λιτότητα φτάνει στη συλλογή αυτή στα όρια της αφαίρεσης, με τα ποιήματα σπάνια να ξεπερνούν τους δώδεκα ή δεκατρείς στίχους. Βέβαια, αν εξαιρέσει κανείς τις δύο πρώτες συλλογές, η ροπή προς τη μικρή φόρμα είναι πάγια στην ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου, αλλά εδώ ο ποιητής μοιάζει να έχει οριστικά καταλήξει στο τελικό μορφικό σχήμα με τα «γνήσια» ποιήματα να γίνονται όλο και πιο ολιγόστιχα και, όταν απαιτείται ευρύτερη ανάπτυξη (λ.χ. αφήγηση), να προτιμάται το πεζό ποίημα, που ως πρόζα, έστω και ποιητική, έχει μεγαλύτερη ελαστι­κότητα. Η πρακτική αυτή ξεκινά από το Τεστ κοπώσεως (όπου πρωτοεμφανίζονται σε ευρεία κλίμακα τα πεζά ποιήματα) και συνεχίζεται πλέον με συνέπεια. Στο παραπάνω συμπέρασμα οδηγεί και η κατανομή ποιη­μάτων και πεζών ποιημάτων σε ευδιάκριτες υποενότητες, όπως προαναφέρθηκε, κατανομή που πρωτοεμφανίστηκε στην προηγούμενη συλλο­γή ενώ αντίθετα στο Τεστ κοπώσεως η διαίρεση αυτή ήταν λιγότερο ευδιάκριτη. Το πρώτο ποίημα της συλλογής «Βόλτες στο περβάζι» είναι ένα καλό παράδειγμα για τις παραπάνω παρατηρήσεις σχετικά με τη λιτότητα: τρεις στίχοι, ένα ρήμα, χωρίς επίθετα. Πίσω απ’ τις περσίδες/ ένα σπουργίτι τεμαχισμένο/ κόβει βόλτες στο βλέμμα μου. Αν εξαιρεθεί ο αριθμός των συλλαβών ανά στίχο, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί χαϊ-κού.

Ο συνδυασμός του αφηγηματικού χαρακτήρα και του καθημερινού, κουβεντιαστού λόγου που κυριάρχησε στα ποιήματα της προηγούμενης συλλογής διατηρείται χωρίς αλλαγές ως προς το πρώτο σκέλος και με λίγες αποκλίσεις ως προς το δεύτερο. Χωρίς ο ποιητής να επιστρέφει ούτε στον επικό λόγο της πρώτης ποιητικής του περιόδου ούτε ξεκάθα­ρα στον ενμέρει και κατά διαστήματα υπερρεαλίζοντα της δεύτερης περιόδου,5 υπάρχουν κάποια ποιήματα (λ.χ. «Οχτώ με δέκα», «Θεατής δωματίου», «Το τραγούδι της μοναξιάς») που θυμίζουν εκφραστικά τις συλλογές της δεκαετίας του 90. Από την άλλη πάλι η τεχνική αρτιότητά τους φανερώνει και το δρόμο που έχει διανύσει ο ποιητής σκάβοντας στο ορυχείο του ποιητικού λόγου κάτι που φάνηκε πολύ καθαρά στις Μικρές ανάσες και πιστοποιείται εκ νέου και στα Χαμηλά ποτάμια. Άλλω­στε και σε αυτή τη συλλογή κυριαρχούν τα ποιήματα που ο δηλωτικός χαρακτήρας τους οδηγεί σε μια ποίηση ρεαλιστική, ολιγόλογη και ζυγι­σμένη, με τη στόχευση του ποιήματος να γίνεται άμεσα ορατή στον ανα­γνώστη. Είναι σταθερή η επιδίωξη του ποιητή για αμεσότητα και διαύγεια στην πρόσληψη του ποιητικού μηνύματος και τίποτα δεν περισσεύ­ει. Στους εκφραστικούς τρόπους του ποιητή το χιούμορ και η λεπτή ειρω­νεία συχνά αυτοειρωνεία καθώς και η ίδια ήπια θλίψη που χαρακτη­ρίζει πολλά ποιήματα από τις Μικρές ανάσες είναι οι μηχανισμοί που κινητοποιεί ο ποιητής για να ελκύσει τον αναγνώστη μαζί με την αιχμή (λυρική ή και ειρωνική) του τελευταίου στίχου, ενώ ο διδακτισμός και η (ειρωνική) ρητορεία έχουν ελαχιστοποιηθεί. Αξιοπρόσεκτος τέλος ο πει­ραματισμός του ποιητή με παραδοσιακές ποιητικές φόρμες: στην προη­γούμενη συλλογή με στίχους ή ημιστίχια σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, εδώ με το «Τραγούδι της μοναξιάς»,  όπου σε τρεις τετράστιχες στροφές εναλλάσσονται σε μορφή α-β-β-α δεκατρισύλλαβοι ανάπαιστοι με δεκασύλλαβους αμφίβραχεις.

Η μνήμη είναι το θέμα με την σταθερότερη εκπροσώπηση σε κάθε συλλογή, πράγμα που ισχύει και για την παρούσα. Η ιστορική μνήμη (όπως και ο ιστορικός θάνατος) απουσιάζουν πλήρως από την πρώτη ενότητα της συλλογής και σε κάθε περίπτωση δεν αφορούν το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο. Αντίθετα, η ατομική μνήμη, είτε του ποιητικού υπο­κειμένου είτε άλλων (π.χ. της μητέρας στο «Η μάνα στη Θεσσαλονίκη») κατέχει τη μερίδα του λέοντος στο πρώτο μέρος της συλλογής. Μνήμη παιδικών χρόνων δεμένη με τη μορφή της μητέρας («Οχτώ με δέκα»), μνήμες από ερωτικά σκιρτήματα, της εφηβικής ηλικίας (« Η Λολομπρίτζιτα στην Κοζάνη») αλλά και μεταγενέστερες («Η χειραψία», «Ολοκαύτω­μα στο Δίο», «Η φλόγα»). Κοντά στη μνήμη και η φθορά του σώματος («Το προγούλι της μεσαίας τάξης») και με ιδιαίτερη επιμονή η μελαγχο­λία για το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης («Η επέλαση των νέων», «Θεατής δωματίου», «Σκέτος αέρας», «Το παιδί απ’ τη Βεργίνα»). Χρόνια μετά το Περίστροφο της σιωπής επανεμφανίζεται το μοιραίο περί­στροφο του Καρυωτάκη και η Πρέβεζα μέσα στη θλίψη των βραδινών λεωφορείων («Αναλογίες»), ενώ τα ποιήματα ποιητικής εκπροσωπούνται με το διακριτικά αυτοσαρκαστικό «Απολωλός ποίημα». Και οι “μικρές ανάσες”, οι “άνθρωποι της διπλανής πόρτας”, ανώνυμοι ή και επώνυ­μοι, δε λείπουν από τη συλλογή («Ο κύριος Παναγιώτης», «Το ποίημα του παιδικού μου φίλου»), όπως και των γυναικών τα πάθη στο εκπληκτικό «Η χειραφέτηση της γυναίκας», όπου θυμάται κανείς τους εσωτερικούς μονολόγους της Φραγκογιαννούς: Σήκωσε στην πλάτη/ τον άντρα τα παιδιά τη μιζέρια/ σήκωσε τους γέρους τα πένθη/ και όταν πια απόκαμε/ σήκωσε το χώμα.

Το κέντρο βάρους της συλλογής ωστόσο εντοπίζεται στη δεύτερη ενότητά της με τον τίτλο «Ο πατέρας ανεβαίνει στο κάδρο». Συγκριτικά με το πρώτο μέρος της συλλογής, που ακολουθεί τα βήματα της προη­γούμενης, αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα καινοτομία, αν και δύσκολα θα μπορούσε να επαναληφθεί με δεδομένο το ότι η θεματική της καθό­ρισε σε μεγάλο ποσοστό την ίδια της την ύπαρξη. Όπως έχει επισημανθεί παραπάνω, όλα συγκλίνουν στο να θεωρηθεί μια ολοκληρωμένη συλλογή: τίτλος με ξεκάθαρη συνδήλωση, μότο εξίσου συνδηλωτικό, αριθμημένα κείμενα που ποικίλουν ως προς το είδος αλλά όχι όμως και στο θέμα, που είναι ποιητικό μνημόσυνο για τον πατέρα. Ήδη ο τίτλος καταγράφει επακριβώς τη διαδικασία μεταμόρφωσης του οικείου και αγαπητού προσώπου σε μνημειακή φωτογραφία, την ανάβαση στο κάδρο που δεν είναι παρά η κάθοδος στον Άδη. Είκοσι δύο σύντομα ποι­ητικά σημειώματα συν τα έντεκα του υστερόγραφου της ύστερης του θανάτου γραφής όλα γύρω από τον πατέρα, αρχίζοντας από τις τελευ­ταίες μέρες και ώρες και συνεχίζοντας με στιγμές από το παρελθόν. Στα περισσότερα από αυτά διακρίνεται η προσπάθεια του ποιητικού υποκει­μένου να καταγράφει με τρόπο λιτό, με κοφτές συχνά φράσεις και με μια διακριτική αίσθηση δραματικότητας ένα σεμνό πένθος στιγμές ή σύντομα επεισόδια με τον πατέρα, που η μνήμη από ένα σημείο και μετά φέρνει ανάκατα στην επιφάνεια, ανατρέποντας τις απόπειρες χρονικής οργάνωσης και ταξινόμησης (π.χ. η ομάδα ποιημάτων 1-6 ή εκείνη των ποιημάτων 7-12). Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα έχουν τίτλο (διεκδικούν συνεπώς την αυτοτέλειά τους) και ότι όλα υιοθετούν τη μορφή της ποι­ητικής πρόζας, κλίνοντας ωστόσο σταθερά προς την πλευρά του καθαρό­αιμου ποιητικού λόγου: Σούρουπο κι επιστρέφει ο πατέρας κουρασμέ­νο καρτάλι/ Η μάνα τον υποδέχεται στον ουρανό της μ’ ένα/ πύρινο νέκταρ στο χέρι// Έτσι ανάβει το βράδυ του. Το ίδιο ισχύει ακόμα και όταν καταργούνται οι στροφές, τελευταία γραμμή άμυνας της φόρμας: Μνήμη τυφλή στην πλάτη και η πατρίδα να σε γυμνώνει για να πιστο­ποιήσει ιδίοις όμμασι την ευεξία των φρονημάτων σου.

Ας σημειωθεί με αφορμή το τελευταίο ποίημα ότι η ιστορική μνήμη, απούσα στο πρώτο μέρος της συλλογής, εμφανίζεται δυναμικά με άξονα το πρόσωπο του πατέρα σε μια σειρά ποιημάτων («Μέρες του 1963», «Και μέρες του 1969), «24 Ιουλίου 1974»). Ιδιαίτερη προσοχή επίσης αξί­ζουν δύο αποσπάσματα από το ημερολόγιο του πατέρα κατά τη στρατιω­τική του θητεία («Ενθύμιον στρατού», «Κυριάκι Βοιωτίας» τα οποία έχουν μετατραπεί, με την παρέμβαση και το σχολιασμό του ποιητικού υποκειμένου, από ημερολογιακές καταγραφές σε ποιητικό λόγο. Στην ίδια αυτή ενότητα υπάρχουν και άλλα σημειώματα: απόσπασμα από γράμμα του πατέρα προς τον ποιητή («Υποθήκες της 15ης Φεβρουάριου 1965»), σύντομο σημείωμα από ένα ταξίδι («Ο πατέρας ταξιδεύει»), ως και σημείωμα για ψώνια της ημέρας («Το χειρόγραφο της Δευτέρας»), τα οποία ωστόσο δε μετουσιώνονται από ενθύμια σε ποιήματα. Από την άλλη πάλι το ποίημα μπορεί να αναδυθεί ακαριαία με τη μορφή ενός μόλις τρίστιχου: Αργείς/ περιέργως αργείς/ και το αμπέλι πανσέληνο βγήκε στη στράτα ή και δίστιχου ακόμη: Κομμένοι στα δυο σα τo λεμόνι/ Εγώ κοιτάζω το φακό και εσύ το φόβο.

Τα Χαμηλά ποτάμια του Θανάση Μαρκόπουλου, χωρίς να παύουν να αποτελούν οικείο περιβάλλον για τους γνώστες του ποιητικού του έργου, ξανοίγονται, επίπονα διερευνούν και μετουσιώνουν σε ποίηση το γεγονός της απώλειας προσφιλούς προσώπου. Επαληθεύουν έτσι για μια ακόμη φορά τον θεμελιώδη κανόνα της ποίησης: το βίωμα, ατομικό ή συλλογικό, αποτελεί το ζυμάρι της ποίησης. Όπως άλλωστε είχε γράψει και ο ίδιος ο ποιητής,6 δε γράφεται το ποίημα με ξένο πόνο.


«Σπονδή σε χθόνιους ποταμούς»
Περ. Παρέμβαση 180-181 (Απρίλιος-Αύγουστος 2016) 66-67

Σημειώσεις 

 1. Στην παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής Μικρές ανάσες, 24/04/2010 στην 7η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, Θεσσαλονίκη: «Δεν ξέρω αν είναι η έμπνευση που μας εγκαταλείπει ή οι αισθητικές απαιτήσεις της ωριμότητας. Όπως κι αν είναι, όλο και πιο δύσκολα βγαίνει ο στίχος και δε φταίει γι’ αυτό που ακρίβυνε η βενζίνη, όπως έλεγε κάποτε ο Πόνος Θεοδωρίδης».
        2. Στην παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής Μικρές ανάσες, ό.π.
        3. Θανάσης Μαρκόπουλος, «Χρήστος Μπράβος. Των λυπημένων», περ. Νέα Εστία 1774 (Ιανουάριος 2005) 82-91.
      4. Τσαλουχίδης Παντελής, «Μικρές ανάσες του Θανάση Μαρκόπουλου», περ. Πολιτιστικά Δρώμενα (Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος 2010) 36-39 (37-38).
       5. Για τις ποιητικές εποχές στο έργο του Θανάση Μαρκόπουλου βλ. Τσαλου­χίδης Παντελής, «Η μοναξιά ενός επίμονου τοξότη ή Ποίηση και ποιητική στο Θανάση Μαρκόπουλο» περ. Φιλόλογος, τχ. 151.
       6. Στο ποίημα «Είπα να γράψω» από τη συλλογή Μικρές ανάσες (εκδ. Μελά­νι, 2010, σελ 34).


Τάσος Καλούτσας

Με τα Χαμηλά ποτάμια του –ο τίτλος παρμένος από έναν στίχο του Χρήστου Μπράβου– ο Θανάσης Μαρκόπουλος φτάνει σε μια φάση έκδηλης ωρίμανσης της ποιητικής του διαδρομής. Με κινητήριο μοχλό την ανάμνηση (που ανασύρεται συνήθως «λυπημένη» από τα πλούσια «μουσεία μνήμης» που διαθέτει) και βλέμμα διεισδυτικό και ιδιαίτερα αισθαντικό, που συνεχώς μετακινείται στα διάφορα συμβάντα του βίου (ενσωματώνοντας κάποτε στην κίνησή του ακόμη και τα βλέμματα των άλλων), επιτυγχάνει μια πρισματική θεώρηση της ζωής και φέρνει στην επιφάνεια σφοδρά συναισθήματα μέσα από απλά στιγμιότυπα. Το αποτέλεσμα είναι η αβίαστη μετάδοση γνήσιας συγκίνησης στον αναγνώστη. Η έντονη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, η τρυφερότητα (από και προς το πρόσωπο) της μάνας, τα σκιρτήματα του έρωτα, η ανυστερόβουλη επίνευση του ποιητικού υποκειμένου προς τους νέους (και, γενικότερα, προς τη νεότητα), η ειλικρινής συμπόνιά του για τους ανυπεράσπιστους και όσους υφίστανται την αδικία –τους «καλούς αλλά κακότυχους»– είναι μερικά από τα θέματα του. Εκφραστής ενός κρίσιμου μεταιχμίου, που σηματοδοτεί το πέρασμά μας στη νέα εποχή, ο Θανάσης Μαρκόπουλος φαίνεται ν’ αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη «χειραφέτηση της γυναίκας», υπενθυμίζοντάς σε μένα αυτό που κάποτε μου είχε εκμυστηρευτεί η Ζωή Καρέλλη: «Ο κόσμος άλλαξε γιατί άλλαξε η νοοτροπία των γυναικών...» Αναγνωρίζει ασφαλώς πως η χειραφέτηση κατακτήθηκε με αγώνες και αίμα από τη μεριά τους∙ εντούτοις δεν παραλείπει να επισημάνει ένα παράδοξο, δηλ. πώς αντιδρούν οι μοντέρνες γιαγιάδες (ενσάρκωση εδώ της κοινωνικής απελευθέρωσης) αναζητώντας το καταφύγιό τους στις δυσκολίες: ...σαν έρθει η ώρα που σπάζουν οι φλέβες [...]/ τρέχουν να κρυφτούν πανικόβλητες/  πίσω από τη φυλλωσιά της δικής τους γιαγιάς [...] («Οι γιαγιάδες»).

Εκείνο όμως που μαρτυρά το βαθύτερο υπαρξιακό υπόστρωμα αυτής της συλλογής είναι αναμφισβήτητα η εμμονή στο θέμα της φυσικής φθοράς (προχωρημένη ηλικία, αρρώστιες), όπως αντικαθρεφτίζεται στα αγαπημένα πρόσωπα των ανιόντων συγγενών (πατέρας, μητέρα). Ο ποιητής παρακολουθεί την πορεία τους μέσα στον χρόνο μέχρι το θάνατο (που συνιστά και τη μόνη «αδιάψευστη αλήθεια», σε αντιδιαστολή με την «ψευδαίσθηση αθανασίας» που μπορεί να τρέφουν οι ζωντανοί), με κατανόηση και προσήλωση. (Να σημειώσουμε ότι σ’ ένα ποίημα του, στο οποίο συνδιαλέγεται με τον κεκοιμημένο ποιητή Χρ. Μπράβο, βάζει στα χείλη του τη φράση: Τι να γράψεις χωρίς το θάνατο πάνω απ’ το κεφάλι σου...). Η τρυφερότητα του γιου προς τον άρρωστο πατέρα, η περιγραφή της αγωνίας και της απόγνωσης μπροστά στο επερχόμενο τέλος, η τραγική αίσθηση «της απουσίας» που αυτό καταλείπει δίνονται με εξομολογητική ειλικρίνεια και στοχαστικότητα. Οι άνθρωποι αυτοί του «παλιού καιρού», με το χαρακτηριστικό ήθος τους τοποθετούνται ψηλά στην αξιακή του κλίμακα (λόγω κυρίως της απαρασάλευτης αφοσίωσής τους στο ρόλο τους, π.χ. η μάνα μπορεί να «ρημάζει» όσο περνούν τα χρόνια, εντούτοις «παραμένει» μάνα και πάντα «επιστρέφει σαν φεγγάρι»). Υποφώσκει εδώ, θα ’λεγε κανείς, μια άρρητη ανησυχία για την τροπή που παίρνει ο σημερινός κόσμος μας, με την αλλαγή (ή ίσως και έκπτωση) κάποιων (παραδοσιακών) αξιών –και όχι μόνο– που παραμένουν ανεκτίμητες... Ωστόσο, ακολουθώντας ο ποιητής τα χνάρια τους που προδιαγράφουν και τη δική του πορεία μέσα στο χρόνο (θα ’ρθει, μοιραία, και γι’ αυτόν η στιγμή ν’ αποκτήσει κάποτε το «προγούλι της μεσαίας τάξης»...), δεν φαίνεται να ’ναι, εντέλει, απαισιόδοξος, ίσως γιατί σοφά γνωρίζει ότι κάθε προχώρημα απαιτεί συνήθως τη σύνθεση-ζύμωση αντιφατικών στοιχείων και καταστάσεων. Έτσι, στα 62 του χρόνια, όπως μας εξομολογείται, αυτά που αντικρίζει μπροστά του είναι: Βουνά και λαγκάδια/ θάλασσες που ανθίζουν/ δρόμοι γκρεμοί και δρόμοι γεφύρια/ κι ανοιχτά ενδεχόμενα/ σαν παράθυρα θέρους. Περισσότερη σημασία γι’ αυτόν φαίνεται να έχουν όσα πρόκειται να συμβούν, τα μελλούμενα. Ό,τι άφησε πίσω του: σκέτος αέρας («Σκέτος αέρας»).

Αξίζει την αμέριστη προσοχή μας ο αθόρυβος δημιουργός της Βέροιας και ακάματος μελετητής∙ πλησίστιος και οιστρηλατημένος ρίχνεται στην απέραντη ερημία της χάρτινης στέπας –να ’ναι άραγε αυτό μια μετωνυμία της ελληνικής επαρχίας;– για να μας χαρίσει την ιαματική ευεργεσία της ποίησης.

                                                                                                                                                   (26-4-2016)


Θανάσης Γεωργιάδης

Φιλόλογος με γερές και σπάνιες βάσεις, που τίμησε αυτή τη δύσκολη και απαιτητική ενασχόληση όπως έπρεπε, κριτικός της ποίησης και παραλλήλως ποιητής και ο ίδιος, ζει κυριολεκτικά την τέχνη της πρώτης των Μουσών ως κατεξοχήν λόγο και βίωμα, παρότι δεν περιφρονεί καθόλου και την πεζογραφία, ένα δεύτερο πεδίο κριτικής άσκησης, ούτε το δοκίμιο στο οποίο επιδόθηκε σχεδόν επί είκοσι χρόνια με τελικό παράγωγο πολλαπλά και σημαντικά έργα. 

Όταν παρέλαβα με το ταχυδρομείο τα Χαμηλά ποτάμια, τοποθέτησα το βιβλίο έτσι ώστε να βλέπω το μονόχρωμο εξώφυλλό του, φλερτάροντας επί ημέρες μαζί του, επειδή μου θύμιζε κάπως έντονα τον πασίγνωστο εκτός Ελλάδας πίνακα του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου της Ρωσίας Αρχίπ Ιβάνοβιτς Κουίντσι (δηλαδή Κοεμτζή) Νύχτα με φεγγάρι στον Δνείπερο. Ήτοι, ένα βάθος σκοτεινό και κατάμαυρο, το οποίο ωστόσο αφήνει τελικώς να διακρίνονται εντός του κάποια σημάδια φωτός λίγο έως πολύ έντονα και νερά να λάμπουν στο φεγγαρόφωτο.

Υποθέτω, μάλλον βάσιμα, ότι η φωτογραφία είναι του ίδιου.

Παραλλήλως, αφέθηκα να συλλογούμαι πολλά χαμηλά ποτάμια του οικείου σε μένα Βερμίου, το Μαυρονέρι επί παραδείγματι, το τουρκιστί λεγόμενο Καρά σου, ή το Άχσουι, δηλαδή το Ασπρόνερο – και τα δύο τροφοδοτούν τον αρχαίο Βήρι, το ποτάμι της Βέροιας, γνωστό και ως Τριπόταμο ή χυδαϊστί Μπαρμπούτα. Ταξίδεψα μάλιστα νοερά ως τον Εδεσσαίο ή Βόδα, που οι αρχαίοι Μακεδόνες, λόγω των καταρρακτών που σχηματίζει, δικαίως τον ονόμαζαν Σκίρτο.

Όλα τούτα βέβαια αποδείχτηκαν ματαιόσπορα έως παράλογα, επειδή εντέλει ο τίτλος αυτού του ποιητικού βιβλίου πήγαζε απλώς από ποίημα του Χρήστου Μπράβου. Τι είναι λοιπόν τα χαμηλά ποτάμια; Μήπως οι πέντε ποταμοί του Άδη, σκέφτομαι; Ο Αχέρων, ο Πυριφλεγέθων, ο Κωκυτός, η Λήθη κι η Στύγα; Νομίζω πάντως ότι η ανάγνωση του βιβλίου αποσαφηνίζει το περιεχόμενο και αιτιολογεί πλήρως την επιγραφή του.

Θα πρέπει να το διάβασα περί τις είκοσι φορές, διαπιστώνοντας με βεβαιότητα ότι η Μούσα του ποιητή δεν γεύεται αμήχανη το παρόν, αλλά επέρχεται, θα έλεγα. ορμητική και καρποφόρα, θερίζοντας τα πάντα. Παρελθόντα αεί παρόντα και απτά τελείως, στιγμές καίριες και σημαίνουσες πολλά, πολύτιμες μάλλον στιγμές και στάσιμα της μνήμης, οι νεκροί διαρκείς στη δική τους ολομέλεια, ζωντανοί περισσότερο από τους επιζώντες της σήμερον, ιδίως ο πατέρας κι η μάνα, εκείνη που σήκωσε το χώμα, μένοντας  συνεχώς ανώνυμοι ωστόσο. Γιατί βέβαια η μητέρα μπορεί να είναι μόνο μητέρα και μάνα, όπως κι ο γονιός πατέρας – αυτές οι πολύτιμες λέξεις αρκούν να τους περιγράψουν. Τούτοι οι αποθαμένοι λοιπόν είναι που επιβιώνουν μέσα στον νου του ζώντος ποιητή και ξαναζούν μέσω της μνήμης του, λάμποντας μες στις φανερές ερημιές του βάθους της ψυχής του, με την άλω να τριγυρίζει φεγγοβόλα τα πρόσωπα των δικών του αγίων.

Στα ποιήματα μπαινοβγαίνουν λοιπόν, πλην του πατέρα και της μητέρας, γιαγιάδες μαυροφόρες του παλιού καιρού, αρχαίοι νεκροί όπως ο Ηρακλείδης, γιος του Φίλωνος, η χυμώδης Τζίνα Λολομπριτζίτα, άλλοι θεατές ανίατοι, τα λεωφορεία των ΚΤΕλ, μια υπονοιαστική μνεία του Καρυωτάκη, απολωλότες άνθρωποι σε απολωλότα ποιήματα, τραγούδια μιας παλιάς μοναξιάς, ο νυχτωμένος Χρήστος Μπράβος, κάργες πανσέληνες, ανήσυχες θάλασσες, ο πατέρας σαν το πουλί χωρίς τα φτερά του. Φίλοι όπως ο κατονομαζόμενος Μπαϊρακταρίδης, άλλοι κοινοί και απλοί άνθρωποι ρημαγμένοι, κι ο ίδιος ο γιος-ποιητής, που πάντα έφευγε και πάντα επέστρεφε σαν το φεγγάρι.

Το μεγάλο επίτευγμα  του Θανάση Μαρκόπουλου πάντως είναι το προσωπικό γλωσσικό του όργανο, από το οποίο λείπει κάθε μεγαληγορία και ρητορική. Γλώσσα απλή και απέριττη, σχεδόν γυμνή, τέτοια που μιλούν οι συνήθεις άνθρωποι, αλλά εντούτοις αυτή η γλώσσα λειτουργεί θαυμάσια και απογειώνει μονίμως το ποίημα σε ουρανούς υψηλούς και άλλως απρόσιτους.

Κοντολογής, πρόκειται για σπάνια ποίηση σ’ αυτούς τους στείρους καιρούς, στους οποίους κυριαρχεί η πεζολογία και, όπως έλεγε ο χαμένος προώρως φίλος Αλέξης Τραϊανός το προδομένο παιχνίδι της ποίησης.

«Ένα βιβλίο υψηλής ποίησης»
                                                                       Περ. Εντευκτήριο 114 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2016) 142-143


Χλόη Κ. Μουρίκη

Η ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου (γεννημένου στην Κοζάνη) είναι διάστικτη από χρωματικές λύσεις, που έχει υιοθετήσει εν είδει εσωτε­ρικής τοπιογραφίας επηρεασμένος από την ατμόσφαιρα και το «ήθος» της ιδιαίτερης πατρίδος του. Πρόσωπα, γεγονότα και ψυχικές διαδρομές οριοθετούνται από έναν χώρο όπου ο Μαρκόπουλος μεταφέρει ως δώρο αλλά και ως άχθος. Στην συλλογή του Χαμηλά ποτάμια (Μελάνι) διαχειρί­ζεται ένα ανάλογο υλικό με τα ίδια ανάμεικτα αισθήματα, νιώθοντας την ευεργετική επίδραση των δεσμών του από τον γενέθλιο τόπο αλλά και τις αποστάσεις του από αυτόν. Αφενός καταλαβαίνεις ότι οφείλει πολλές ευεργετικές εικόνες και αισθήσεις σε ένα συγκεκριμένο βιογραφικό και από την άλλη η ίδια αυτή συνθήκη τον εξουθενώνει: «Να είμαι οχτώ ή έστω δέκα/ να ψήνομαι στον πυρετό/ να πέφτω να σβήνω στη φωτιά/ στο δροσερό πηγάδι// Να βρέχει ν’ αστράφτει να βροντά/ σμπαράλια να γίνεται το μεσημέρι/ κι εγώ να σκύβω να καρδιοχτυπώ/ μικρό πουλί σε χούφτα ξένη// Να είναι Μάης άντε Ιούνης/ κεράσια μαύρα να γεμίζω τον κόρφο μου/ βοριάς ο δραγάτης να χουγιάζει από πέρα/ κι εγώ να καλ­πάζω σκιαγμένο πουλάρι/ να μαλώνει η μάνα να με κρύβει/ στο χαμηλό πορτάκι κάτω απ’ τη σκάλα» («Οχτώ με δέκα»).
«Να γέρνει το βράδυ/ μαύρη φτερούγα στην Κοζάνη/ κι εσύ να μπαί­νεις/ στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ/ για το Τσοτύλι// Να πέφτει το βράδυ/ μαύρο μπαμπάκι στην Αθήνα/ κι εσύ να παίρνεις/ το λεωφορείο του ΚΤΕΛ/ για την Κοζάνη// Αντί να πάρεις το περίστροφο/ για την Πρέβεζα» («Αναλογίες»). Όταν η μνήμη δίνει τη θέση της στη μετωνυμία της που είναι ο χρόνος, ο Μαρκόπουλος ανοίγει αυτοπαθή διάλογο με το παρόν: δίνοντας την εντύπωση, δηλαδή, ότι κάθε διαπίστωση (για το χαμένο παιχνίδι με τον χρόνο) επιστρέφει τιμωρητικά σ’ αυτόν. Χαρακτηριστικό η μικρή ποιητική ενότητα «Το βλέμμα των άλλων»: «Ι. Αναμένω στην όχθη να κόψει το ρεύμα των αυτοκινήτων/ Με πλευρίζει αιφνίδια δροσερός πιτσιρίκος/ Μπάρμπα με περνάς απέναντι;// Ήμουν δεν ήμουν σαράντα»∙ «ΙΙ. Στέκομαι στην πόρτα του θαλάμου με τη γυναίκα του τεμαχισμένου φίλου/ Διερχόμενη νιφάδα που τη γνωρίζει πια/ Πατέρας σου είναι ο κύριος;// Ήταν στην ηλικία της και η δική μου γυναίκα»∙ «ΙΙ. Μπαίνω στο λεωφορείο Σταθμός Χαριλάου/ Κοπελίτσα κλωνί με μάτια της άνοιξης παραχωρεί ευγενώς τη θέση της// Κοιτάζω πίσω μου δε βλέπω κανέναν».

Περ. Το Δέντρο 218-219 (Χειμώνας 2017-2018) 163-165



Ματιές ενόλω ΙΙ
Σαχτούρης. Λειβαδίτης. Κωσταβάρας. Κέντρου-Αγαθοπούλου. Δημουλά. Λυκιαρδόπουλος. Νικηφόρου. Γκανάς. Μαυρουδής. Μπράβος. Μαρκόπουλος. Φωστιέρης 
(Μελάνι, Αθήνα 2017)



Δήμητρα Σμυρνή

Συνδυάζοντας ο Θανάσης Μαρκόπουλος τις δύο «φύσεις» του, αυτήν του ποιητή με κείνην του κριτικού, και μάλιστα σε τέτοια αναλογία και εναρμόνιση, ώστε να συμπορεύονται προκαλώντας στον αναγνώστη το αίσθημα της πληρότητας διαβάζοντάς τον –είτε ασχολείται με την ποίηση είτε με την κριτική– καταθέτει το καινούργιο του βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα «Ματιές ενόλω ΙΙ», εκδόσεις Μελάνι.

Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, το 2003, ο Μαρκόπουλος εκδίδει το πρώτο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο «Ματιές ενόλω», εκδόσεις Σοκόλη, πλουτίζοντας τώρα με το δεύτερο την οπτική του πάνω στη μεταπολεμική ποίηση και τους ποιητές της, μεταδίδοντας μέσα από τις σελίδες του μια πληρέστερη εικόνα της εποχής και των ποιητών της.

Γράφει στον πρόλογο του βιβλίου: «Οι Ματιές ενόλω ΙΙ περιλαμβάνουν δώδεκα δοκίμια, τα οποία δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία 2005-2015 σε περιοδικά του κέντρου και της περιφέρειας. Πρόκειται για κείμενα που έρχονται να προσεγγίσουν αντίστοιχους ποιητές του μεταπολέμου, τρεις της πρώτης γενιάς (Σαχτούρης, Λειβαδίτης, Κωσταβάρας), τέσσερις της δεύτερης (Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Λυκιαρδόπουλος, Νικηφόρου) και πέντε της γενιάς του ’70 (Γκανάς, Μαυρουδής, Μπράβος, Μαρκόπουλος, Φωστιέρης […]».

Το πρώτο που εντυπωσιάζει κι αυτήν τη φορά είναι η ικανότητα της πύκνωσης στον τίτλο των δοκιμίων όχι μόνο του περιεχομένου τους αλλά και των ιδιαίτερων χρωμάτων που κρύβει το πορτρέτο κάθε ποιητή με τον οποίο καταπιάνεται. Και ίσως θα έπρεπε για τον Μαρκόπουλο να χρησιμοποιηθεί χωρίς καμιά υπερβολή ο τίτλος του πορτρετίστα, γιατί στα πορτρέτα του υπάρχει εκείνη η καλλιτεχνική ματιά που μόνο ένας ποιητής ή ένας ζωγράφος μπορεί να διαθέτει.

Τίτλοι όπως: «Μίλτος Σαχτούρης. Το σύνδρομο του λαγού», «Τάσος Λειβαδίτης. Ο θαυμάσιος οδοιπόρος της ματαιότητας», «Κική Δημουλά. Η εξέγερση των καθημερινών πραγμάτων», «Τόλης Νικηφόρου. Ουτοπία από χώμα και ουρανό», «Μιχάλης Γκανάς. Η βασιλική των κεκοιμημένων», «Χρήστος Μπράβος. Των λυπημένων», είναι όχι απλά δυνατοί και ευρηματικοί αλλά κυρίως φωτεινοί οδοδείκτες για την πορεία της ανάγνωσης.

Στην προσέγγιση των πορτρέτων του η επιστημονική του σκευή, απόσταγμα σοβαρών σπουδών αλλά και καθημερινής ενασχόλησης με το αντικείμενο, προσδίδει στα δοκίμια την κριτική διείσδυση που αναδίδει σιγουριά, βασισμένη σε μελέτη κειμένων που αγκαλιάζουν το θέμα χωρίς κενά και το φωτίζουν από παντού.

Η παράθεση κριτικών απόψεων άλλων συγγραφέων για τον κάθε ποιητή γίνεται ένα γοητευτικό σύνολο, καθώς πλουτίζεται με τη δική του κάθε φορά ματιά, η οποία συνδυάζει την αναλυτική ικανότητα με τη συνθετική σε σωστή αναλογία. Η καθοριστική λεπτομέρεια αλλά και το σύνολο, συμπαγές και χωρίς κενά.

Οι ποιητές του τοποθετούνται αυστηρά στο χώρο, στο χρόνο, δίνονται οι εκάστοτε επιδράσεις ή αλληλεπιδράσεις, με την ταυτόχρονη κατάθεση στίχων ή και ολόκληρων ποιημάτων που φωτίζουν το πρόσωπό τους πειστικά.

Η επιστημονική όμως βαρύτητα, που είναι βέβαια και το ζητούμενο σ’ ένα δοκίμιο, κατορθώνει να έρθει σε τέτοια ισορροπία με την ποιητική γραφή του Μαρκόπουλου, ακόμη κι όταν κάνει κριτική, που αποτελεί και το σημαντικότερο σημείο για τον αναγνώστη του που θα διαβάσει όχι μόνο μια «χειρουργική» τομή στο σώμα του ποιητή, αλλά και μια κατάθεση της ποίησης για την ποίηση.

Ο κριτικός Μαρκόπουλος –είναι ολοφάνερο αυτό αγαπά τους ποιητές τους οποίους παρουσιάζει. Δεν τους έχει μελετήσει απλά σε βάθος αλλά τους ζει μέσα από την ποίησή τους και ξέρει, όπως ένας ακριβοδίκαιος ομότεχνος, να αποδώσει τα μεγέθη, όπως τους αξίζει, χωρίς τσιγκουνιές, ή να επισημάνει κάποιες ελλείψεις, όταν παρατηρούνται, με σαφήνεια αλλά και κομψότητα.

Για τον αναγνώστη είτε μελετά την ποίηση είτε απλά την απολαμβάνει το τελευταίο αυτό βιβλίο αποτελεί μια κατάθεση ιδιαίτερα ελκυστική, φωτίζοντας το ποιητικό τοπίο μιας εποχής με την τοιχογραφία των δώδεκα πορτρέτων της.

Και κλείνοντας, μήπως αυτά που γράφει ο Θανάσης Μαρκόπουλος υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2011 και το 2016 για έναν από τους δώδεκα, τον Κώστα Μαυρουδή, θα ταίριαζαν, «ενμέρει» ή και «ενόλω», και στον ίδιο;

«Μακριά από τον θόρυβο της αγοράς κι από την ευκολία του κοινότοπου, οξυδερκής και βαθύνους (….) περιφερόμενος εν σιωπή, βλέπει τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου με την άκρη, θα μπορούσαμε να πούμε, του ματιού του».                       

       
«Μικρά πορτρέτα, όπου η κριτική γίνεται ποίηση και η ποίηση κριτική»
http://faretra.info/2017/11/08/thanasis-markopoulos-maties-enolo-ii-mikra-
portreta-opou-kritiki-ginetai-poiisi-kai-poiisi-kritiki/ (8-11-2017)


Μιχάλης Πιτένης


Το έργο δώδεκα ποιητών, τριών της πρώτης γενιάς του μεταπολέμου, τεσσάρων της δεύτερης και πέντε της γενιάς του ’70, ιχνηλατεί ο ομότεχνός τους Θανάσης Μαρκόπουλος μέσα από ανάλογο αριθμό δοκιμίων που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας (2005-2015) στα περιοδικά «Μανδραγόρας», «Νέα Εστία», «Παρέμβαση» και «Πορφύρας» και συγκεντρώθηκαν υπό την ίδια στέγη που φέρει τον τίτλο Ματιές ενόλω ΙΙ, από τις εκδόσεις Μελάνι (προηγήθηκαν το 2003 οι πρώτες Ματιές ενόλω, με οκτώ ποιητές, από τις εκδόσεις Σοκόλη).

Σαχτούρης, Λειβαδίτης, Κωσταβάρας, Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Λυκιαρδόπουλος, Νικηφόρου, Γκανάς, Μαυρουδής, Μπράβος, Γ. Μαρκόπουλος και Φωστιέρης, είναι οι δώδεκα πάνω στο έργο των οποίων σκύβει με σεβασμό και ιδιαίτερη επιμέλεια, δίνοντας σημασία ακόμα και στη λεπτομέρεια, ο Θ. Μαρκόπουλος, χωρίς να διακατέχεται από κάποια διάθεση εξωραϊσμού ή εξιδανίκευσης, αλλά με εμφανή την προσπάθεια να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και γνωρίσματα του καθένα, για να παραδώσει τελικά στους δυνητικούς αναγνώστες του μια υποκειμενική, ωστόσο δίκαιη και έντιμη, αξιολόγηση του αποτυπώματος που άφησαν μέχρι τώρα στη λογοτεχνία μας οι ποιητές αυτοί.

«Δε γράφεται το ποίημα με ξένο πόνο»* είναι ο ακροτελεύτιος στίχος ενός ποιήματος του Θ. Μαρκόπουλου και φαίνεται στα δοκίμιά του πως αυτός είναι ο σταθερός οδηγός του. Τον «ξένο πόνο» αναζητά και διερευνά για να κατανοήσει και να εισχωρήσει όσο βαθύτερα γίνεται στην ποίηση των άλλων, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι και εξ ιδίας πείρας ότι ένα κείμενο δεν είναι απλώς γράμματα σ’ ένα χαρτί, αλλά ένας ολόκληρος κόσμος που ενυπάρχει στον κάθε δημιουργό, λειτουργώντας πολλές φορές ακόμα και εν αγνοία του ή χωρίς τη δική του συνδρομή, ο οποίος εμφανίζεται και αποκαλύπτεται μόλις αρχίζουν οι λέξεις να μορφοποιούνται συνθέτοντας ιδέες και νοήματα. Για να το πετύχει δεν περιορίζεται μόνο στη δική του μελέτη και δεν οχυρώνεται πίσω απ’ το προσωπικό του κριτήριο, ακόμα και αν αυτό είναι προϊόν πολύχρονης και λεπτομερούς έρευνας που σε αρκετές περιπτώσεις είναι ξεκάθαρο πως γεννήθηκε και ωρίμασε ακολουθώντας τον εξεταζόμενο ποιητή βήμα, βήμα, ή για να ακριβολογούμε… στίχο, στίχο. Δανείζεται και χρησιμοποιεί γνώμες και ματιές και πολλών άλλων, κάτι που πιστοποιεί την ξεκάθαρη πρόθεσή του αφενός να διευρύνει την εικόνα που θέλει να παρουσιάσει και αφετέρου να ψηλαφήσει όλες τις πλευρές της κάθε ψηφίδας του ποιητικού τους έργου.

Αποτέλεσμα; Δώδεκα δοκίμια-φιλολογικές ταυτότητες που καταφέρνουν να συστήσουν επαρκώς, ακόμα και στους αμύητους, δημιουργούς που ο καθένας εκόμισε στην τέχνη που υπηρέτησε ή συνεχίζει να υπηρετεί. Ταυτότητες που εμπεριέχουν όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του κατόχου τους. Τον χώρο και τον χρόνο που εμφανίστηκε και λειτούργησε. Τα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που τον καθόρισαν και υπηρέτησε. Οι προγενέστεροι ομότεχνοί του που τον δίδαξαν και τον επηρέασαν, οι τεχνοτροπίες που επέλεξε για να συνθέσει και να διαμορφώσει το δικό του ύφος, οι διακυμάνσεις και οι ανατροπές που σημειώθηκαν στην εξελικτική του πορεία.

Βασικό και σημαντικό χαρακτηριστικό της επίπονης και σκληρής δουλειάς του Θ. Μαρκόπουλου είναι πως δεν μελέτησε απλώς τις μεταβολές στο έργο των δώδεκα ποιητών, πασχίζοντας να ερμηνεύσει μέσα απ’ αυτές τις καταβολές τους και την επιρροή που άσκησε στο έργο τους η παιδική ηλικία, οικεία πρόσωπα, γενέθλιοι τόποι, διαψευσμένες ιδεολογίες, ναυαγισμένα όνειρα. Βούτηξε πιο βαθιά και ως επιδέξιος δύτης ανέσυρε απ’ τον βυθό της ποίησής τους πολύτιμα μαργαριτάρια, τις λέξεις-κλειδιά που μπορούν να βοηθήσουν όποιον ενδιαφέρεται περισσότερο να ανακαλύψει ευκολότερα και σε μεγαλύτερο εύρος το έργο τους. Λέξεις-οδηγούς που χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό τον κάθε δημιουργό και ταυτίστηκαν μαζί του.

Η συλλογή δοκιμίων δεν ανήκει σίγουρα στην κατηγορία των «εύπεπτων», ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, κειμένων. Πολλές φορές είναι επιλογή λίγων και ειδικών. Ωστόσο ο Θανάσης Μαρκόπουλος πετυχαίνει τα δοκίμιά του να θυμίζουν καταγραφές ζωντανών συνομιλιών, όπου υπάρχει συντονιστής-κεντρικός αφηγητής, ο οποίος όμως έχει ως πρώτιστο μέλημά του να μυήσει και να αποκαλύψει στους αναγνώστες-συνομιλητές του όσα γίνεται περισσότερα για αυτούς που αποτελούν το κεντρικό θέμα αυτής της ιδιότυπης κουβέντας. Έτσι, φτάνοντας στην τελευταία σελίδα συνειδητοποιείς πως είσαι απλώς στην αρχή ενός δρόμου που αποκάλυψε μπροστά σου ο ποιητής-δοκιμιογράφος του Ματιές ενόλω ΙΙ. Το αν θα τον περπατήσεις και για πόσο ακόμα είναι πλέον δική σου επιλογή. Ο Θ. Μαρκόπουλος πάντως φρόντισε να σου αποδείξει επαρκώς πως, πράγματι, το ποίημα χρειάζεται τον δικό του πόνο για να γραφτεί και άρα για να το κατανοήσεις και να το κατακτήσεις οφείλεις να καταβάλεις και συ τον δικό σου κόπο.

 

* Στίχος του ποιήματος «Είπα να γράψω» από τη συλλογή Μικρές ανάσες (εκδ. Μελάνι).

(12-11-2017)


Έφη Λιακοπούλου

                        Δε μιλώ για να μιλήσω
                                                                                                                                         Μιλώ για να μ’ ακούσεις
                                                                                                                                                 (Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου)
  

Παράξενος άνθρωπος/ ο ποιητής θα πει ο Θανάσης Μαρκόπουλος το 1988 (Μοντέλο σώματος). Κι αυτόν τον παράξενο άνθρωπο θα επιχειρήσει να αφουγκραστεί και με το βιβλίο του Ματιές ενόλω ΙΙ, που έρχεται ως συνέχεια  των προηγούμενων Ματιών ενόλω (Σοκόλης, 2003) και περιλαμβάνει 12 δοκίμια για μεταπολεμικούς ποιητές. Στον πρόλογο διαφαίνεται η ανάγκη του συγγραφέα να καταθέσει τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τους ποιητές αυτούς, λόγους αισθητικούς, ιδεολογικούς αλλά και σχετικούς με τα αναγνωστικά του ενδιαφέροντα και την επαγγελματική του ενασχόληση (φιλόλογος και σύμβουλος φιλολόγων). Επιπλέον διευκρινίζει πως η έκταση των δοκιμίων, η οποία ποικίλλει από 11 έως 20 σελίδες, «δεν έχει αξιολογικό χαρακτήρα».

Νιώθει κανείς εξαρχής πως ο συγγραφέας στέκεται αλληλέγγυος προς τους ποιητές-ομοτέχνους του. Το κάνει πρώτα με τον Σαχτούρη, όσον αφορά την επιφυλακτική στάση των κριτικών απέναντί του για λόγους «τεχνοτροπικούς», καθώς λέει. Αλλά κι όταν παραθέτει αρνητικές κριτικές άλλων, όπως στην περίπτωση του Θανάση Κωσταβάρα, το κάνει με διακριτικότητα.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν παίρνει θέση, ιδίως απέναντι σε άλλες μελέτες. Έτσι χαρακτηρίζει «παρεξηγημένη» την ένταξή του Σαχτούρη στην υπερρεαλιστική τάση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, παραθέτοντας τεκμήρια. Ο λόγος του Μαρκόπουλου είναι αποδεικτικός. Διατυπώνει επιφυλάξεις, πράγμα χαρακτηριστικό του επιστημονικού του λόγου,  για τον όρο «ποίηση της ήττας», όταν αναφέρεται στον Τ. Λειβαδίτη. Και αρνείται έντονα την κοντόφθαλμη ένταξη του ποιητή στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Με μια δόση πικρίας μάλιστα επισημαίνει το αρνητικό στοιχείο της σχηματοποίησης των λογοτεχνικών φαινομένων. Από την άλλη εντοπίζει τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε ποιητή πάντα με αναφορές σε άλλες μελέτες, που κατά κανόνα ο συγγραφέας αποδέχεται, δείχνοντας τον σεβασμό του σε προγενέστερους κριτικούς.

Παίρνει θέση, όπως οφείλει να κάνει ένας κριτικός, όταν σχολιάζει τις αναθεωρήσεις του ποιητή Γ. Μαρκόπουλου στις μεταγενέστερες εκδόσεις και τη μείξη ποίησης και πεζογραφίας στο έργο του. Ή όταν περιδιαβαίνει τους ποιητικούς τρόπους του Φωστιέρη, εκφράζοντας πάντα αξιολογική κρίση. Έτσι, εκθειάζει την επαφή του ποιητή με τα καθημερινά πράγματα, αλλά προβληματίζεται για τα μέσα με τα οποία ασκεί κοινωνική κριτική. Απορεί όμως και στην περίπτωση της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου για τη συγκεντρωτική συλλογή του 2001 και την επιλογή των ποιημάτων της, την οποία συνδέει με τη στάση της κριτικής.

Ο συγγραφέας δε διστάζει να καταθέσει τον θαυμασμό του για κάποιους ποιητές, όπως για την ποιήτρια Κική Δημουλά: «τιμήθηκε όπως της άξιζε». Ή για τον Σαχτούρη, τον οποίο αναγνωρίζει ως δάσκαλο μεταγενέστερων δημιουργών. Και χαρακτηρίζει τον μικρόκοσμο του Λειβαδίτη μεγάκοσμο του ανθρώπου, φανερώνοντας πόσο τον γοήτευσε. Τον Αντώνη Φωστιέρη πάλι τον αποκαλεί «δραστήριο πνευματικό άνθρωπο του καιρού μας». Και δηλώνει κατηγορηματικά την εκτίμησή του στον Χρήστο Μπράβο: «ποιος γνήσιος δημιουργός», λέει, «δεν διεκδικεί μια θέση στο κεφάλι μας;» 

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος δηλώνει ξεκάθαρα τι τον αγγίζει σε κάθε ποιητή, κάνοντας φανερές και τις αναγνωστικές του προτιμήσεις. Η αρχικά έντονη ατομικότητα της Αγαθοπούλου φαίνεται να μη συνεπαίρνει τον κριτικό. Αντίθετα, από το 1978 και μετά διακρίνει μια πιο μεστή γραφή, που πετυχαίνει την επικοινωνία με τον αναγνώστη, αιώνιο ζητούμενο της τέχνης. Αξιολογεί θετικά τον λιτότερο στίχο του Κωσταβάρα στις μεταγενέστερες συλλογές κι αντιλαμβάνεται τον έρωτα στο έργο του ως λυτρωτικό, γιατί είναι ευδαιμονικός και αθώος. Χαίρεται την ουτοπία του Τόλη Νικηφόρου, που όμως δεν αγνοεί τη γη, και βέβαια την ωριμότητα της γραφής του. Γοητεύεται όμως κι από την ποίηση του Μιχάλη Γκανά, που πατά γερά στη δημοτική παράδοση. Ερμηνεύει ο συγγραφέας την κάποτε μινιμαλιστική φόρμα του Γκανά, ως απόπειρα –επιτυχημένη βέβαια–  να αιχμαλωτίσει τη στιγμή. Στέκεται στη «γλώσσα της μάνας». Κρίνει αποτελεσματικούς τους ποιητικούς του τρόπους  (εικονοποιία, καθαρότητα, πρωτοτυπία, λυρισμό) και εκθειάζει το βιωματικό στοιχείο της ποίησής του, ειδικά αυτό του ηπειρώτικου τοπίου. Ο συγγραφέας προκρίνει τα μικρά ποιήματα του Γ.  Μαρκόπουλου και το κάνει με βεβαιότητα. Βρίσκει σ’ αυτόν την ελληνική πραγματικότητα του ’60, εκτιμά τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων και την προφορικότητα του λόγου. Δε διστάζει εξάλλου να αφιερώσει χώρο και χρόνο σε ένα ποίημα, αν αυτό του κινεί το ενδιαφέρον, όπως το ποιητικό πεζό «Νατάσα Πανδή» του Γ. Μαρκόπουλου ή το «εμβληματικότερο» ποίημα του Σαχτούρη, καθώς λέει, την «Αποκριά».

Η ιδεολογική παράμετρος εδώ δεν είναι αμελητέα. Συνδέει λοιπόν τους ήπιους τόνους της ποίησης του Λειβαδίτη στη δεύτερη περίοδό της με τις εξελίξεις στην Αριστερά (1956). Διακρίνει τρεις θεματικές «εμμονές» στον Κωσταβάρα (η λέξη καρφώνεται στο νου μας), την ιστορία, τον έρωτα, την ποιητική, και διαπιστώνει τη μετάβαση από τους δοξαστικούς τόνους της ηρωικής νιότης στους ελεγειακούς της υποχώρησης. Εντοπίζει τον πολιτικό χαρακτήρα της ποίησης του Λυκιαρδόπουλου –«πολιτικό πείσμα» τον λέει– από το μετερίζι της Αριστεράς, καθώς και τη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου ως στοιχείο της επιδίωξης του ποιητή να δέσει τον ατομικό λόγο με τον συλλογικό (άλλο ένα στοιχείο της Αριστεράς). Ψυχογραφεί τον ποιητή, ερμηνεύοντας τη «φυγή του στη θάλασσα», και τον ακολουθεί στις συναισθηματικές του μεταπτώσεις από τη διάψευση στην αιώνια πίστη.

Ο συγγραφέας μοιάζει πολλές φορές να «ταυτίζεται» με το αντικείμενο της έρευνάς του, τον ποιητή, όταν, ας πούμε, παρουσιάζει τον Σαχτούρη να δίνεται ολοκληρωτικά στον αγώνα της ποίησης «ως την αφαίμαξη». Δεν γράφεται το ποίημα με ξένο πόνο, μας είχε πει παλιότερα ο ίδιος (Μικρές ανάσες, 2010). Καταγράφει ως θεματικές του Κωσταβάρα τη μνήμη, τη θλίψη, τη νύχτα, το θάνατο, όμως όχι με λόγο επιστημονικό τώρα, μα ποιητικό. Δύσκολο ο ποιητής Μαρκόπουλος να απεκδυθεί αυτήν την ιδιότητα. Όταν μάλιστα περνά στην τρίτη εμμονή, την ποιητική, νιώθει ο αναγνώστης πως ο συγγραφέας μιλά για τον δικό του ρόλο, τις δικές του αγωνίες για την ποιητική γραφή. Άχυρο η λέξη και πώς να περάσεις/ μαύρο ποτάμι (ό.π.). Χαρακτηρίζει την ποίηση του Φωστιέρη στοχαστική, φιλοσοφώντας κι ο ίδιος για τη σχέση σκέψης και ποίησης. Φανερή γίνεται η ψυχική του διάθεση, όταν χρησιμοποιεί το χιούμορ: ευφορία, θετική στάση: «Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος είναι ένας διανοούμενος με τα όλα του».   Ένα δοκίμιο όμως το αρχίζει αλλιώτικα ο συγγραφέας, βιωματικά, μια και συντοπίτης του Χρήστου Μπράβου. Και όταν σημειώνει τον αδόκητο θάνατό του σε ηλικία μόλις 39 ετών, τον βλέπει κανείς να λυγίζει. Δεν διστάζει να κάνει τη γραφή του μεταφορική πάλι: «από όποια μεριά σηκώνει τη ζωή ο Μπράβος βρίσκει από κάτω τον θάνατο».

Ο συγγραφέας μελέτησε σε βάθος τους ποιητές, για να γράψει γι’ αυτούς. Έτσι αναφέρει τις επιρροές του Σαχτούρη από ρεύματα, όπως ο συμβολισμός, ο εξπρεσιονισμός και ο εικονισμός. Περνώντας στον Θανάση Κωσταβάρα, εντοπίζει επιρροές από «δασκάλους ποιητές», τον Σολωμό και τον Σεφέρη, ωστόσο ανοίγει την παρατήρησή του αυτή, αγκαλιάζοντας τον Όμηρο και τον Ανέστη Ευαγγέλου.  Για τον Γιώργο Μαρκόπουλο παρατηρεί την εξωστρέφεια της γενιάς του, του ’70, και τις επιρροές του από τους beatniks της Αμερικής. Εντοπίζει ως κύριο χαρακτηριστικό του Λειβαδίτη τις μεγάλες πολυφωνικές συνθέσεις και τη σχέση τους με την τραγωδία. Φτάνοντας στην τρίτη περίοδο, μοιάζει να κάνει μια ανατομία στο έργο του ποιητή και να βρίσκει εκεί, στο σώμα της ποίησής του, χώρους, χρόνους, πρόσωπα και μουσικές. Προσεγγίζοντας τον Κώστα Μαυρουδή, επισημαίνει το χαρακτηριστικό της εικονοποιίας ως στοιχείο κοινό με τον Εμπειρίκο. Στέκεται στον αφηγηματικό τρόπο και την τεχνική του δραματικού μονολόγου, που θυμίζει Ρίτσο. Παρατηρεί για τον Μπράβο πως διακονεί τον έμμετρο στίχο κατά το πρότυπο των δημοτικών τραγουδιών και μάλιστα των παραλογών. Τον συνδέει με τον Λόρκα και τον Σαχτούρη, για να κλείσει τη συγκριτική του παρουσίαση με την ορεσίβια ποιητική των Μέσκου, Γκανά και με την ιστορική μνήμη του Εμφυλίου. Αποδελτιώνει τα χαρακτηριστικά της Κ. Δημουλά, εντοπίζοντας την καταγωγή τους στην παλαιότερη ποίηση. Αλιεύει ως θέματα, στο πλαίσιο του υπαρξισμού της, την απώλεια, την καθημερινότητα, τη θέση της γυναίκας, τα αγάλματα, τα κάδρα.

Δείχνει, πιστεύω, αλληλεγγύη προς τον αναγνώστη, πέρα από οργανωτικότητα, το γεγονός ότι παρουσιάζονται γραμμικά οι περίοδοι του έργου κάθε ποιητή. Κι αυτές πάλι δομούνται ως προς τους θεματικούς τους άξονες, καθιστώντας εύληπτη τη μελέτη. Εξάλλου για κάθε ποιητή δίνεται εργοβιογραφικό σημείωμα. Κάθε δοκίμιο έχει τίτλο, τίτλο που χαρακτηρίζει την οπτική του κριτικού για τον εκάστοτε ποιητή, ενώ δεν παραλείπονται ως motto χαρακτηριστικοί στίχοι του ίδιου. Ο συγγραφέας γίνεται ενίοτε επεξηγηματικός. Για παράδειγμα, αναγκαία θεωρεί, ειδικά για τον αμύητο, την αναδρομή στο ρεύμα του υπερρεαλισμού. Ξεκινώντας τώρα την αναφορά του στην Αγαθοπούλου, θεωρεί χρήσιμο να μιλήσει για τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Κι εδώ φαίνεται η θητεία του στην εκπαίδευση και η πρόθεσή του να κάνει σαφές αυτό που λέει. Κι όταν αποτολμά μια νέα θεώρηση, δεν διστάζει να γράψει «νομίζω» κι αυτό τον κάνει πιο οικείο σε μας. Αλλά και η παράθεση ποιημάτων μετά από κάθε επισήμανση κάνει τις θέσεις του κριτικού απτές, έγκυρες, κατανοητές.Ο Θανάσης Μαρκόπουλος με το βιβλίο του αυτό φιλοτεχνεί ένα μωσαϊκό της μεταπολεμικής μας ποίησης. Και χαίρεται κανείς να το διαβάζει. Γιατί, ακόμα κι όταν ο Μαρκόπουλος δε γράφει ποίηση, η αισθητική συγκίνηση της ανάγνωσης του λόγου του είναι δεδομένη. Η ακρίβεια στην επιλογή της κάθε λέξης, η ανεπιτήδευτη γραφή –κόντρα στα στερεότυπα για το ύφος του κριτικού – και οι ποιητικές του εκφράσεις, που μοιάζουν να δραπετεύουν από το υπόλοιπο κείμενο, γοητεύουν. Γι’ αυτό και απευθύνεται με αξιώσεις όχι μόνο στον φιλόλογο ή τον κριτικό, αλλά και σε όποιον αγαπά, με όχημα την ποίηση, να ονειρεύεται.

«Οι γοητευτικές ματιές μιας κριτικής»
                                                                             Περ. Η Παρέμβαση 188-189 (Καλοκαίρι 2018) 103-106



Παντελής Τσαλουχίδης

Είναι πια λίγες οι περιπτώσεις που περιμένουμε ανυπόμονα ένα βιβλίο και ακόμα λιγότερες, όταν το βιβλίο αυτό είναι συλλογή κριτικών μελετών και όχι ποίηση ή πρόζα. Αλλά το Ματιές ενόλω ΙΙ είχε από καιρό τις προϋποθέσεις να προκαλέσει τέτοια αδημονία, τουλάχιστον εκ μέρους του γράφοντος. Το σύνολο της κριτικογραφίας και των φιλολογικών μελετών του Θανάση Μαρκόπουλου έχει διαμορφώσει (σε όσους –λίγους και πάλι– απέμειναν και επιμένουν να διαβάζουν  σοβαρό κριτικό λόγο και όχι ιμπρεσσιονιστικές, εγωπαθείς φλυαρίες ή ηχηρές πομφόλυγες) έναν ορίζοντα υψηλών αναγνωστικών προσδοκιών. Ένα σύνολο διόλου ευκαταφρόνητο ποιοτικά αλλά και ποσοτικά.                            Ξεκινώντας από Τα πρόσωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα: Μελέτη το 1995 ο Θανάσης Μαρκόπουλος εμφανίζει επί 23 χρόνια μια ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη βιβλιογραφική παρουσία στο χώρο της κριτικής και των φιλολογικών μελετών, πέρα από το εξίσου σημαντικό  ποιητικό του έργο. Και είναι εδώ η ευτυχής συγκυρία, όπου ο φιλόλογος και ο ποιητής συνυπάρχουν αρμονικά – διόλου αυτονόητη και η συνύπαρξη και η αρμονία. Μικρή παρένθεση: θυμάμαι  εδώ τις ενστάσεις και την όχληση του Πάνου Θασίτη στα μέσα της δεκαετίας του 80 για την «εισβολή» των φιλολόγων στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής, χώρο που παραδοσιακά ανήκε σχεδόν ως τη μεταπολίτευση στους λογοτέχνες· κρίσεις κάπως άδικες αλλά ενδιαφέρουσες· τα δοκίμια του Θασίτη τα γνώρισα από τις πρώτες Ματιές ενόλω του 2003 με τις εξαιρετικές τους βιβλιογραφικές αναφορές. Θυμίζω εν τάχει τις κριτικές και μελέτες του συγγραφέα, που έχουν ως τώρα εκδοθεί: Τα πρόσωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα: Μελέτη (1995), Βιβλιογραφία Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου: 1948-1996 (1996), Ματιές ενόλω: Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης, Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Μέσκος, Ευαγγέλου, Μάρκογλου (2003), Ανέστης Ευαγγέλου: Ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός (2006) – διδακτορική διατριβή, Ο ποιητής και το ποίημα: Καρυωτάκης, Σαχτούρης, Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Χριστιανόπουλος, Μάρκογλου, Γκανάς, Φωστιέρης (2010), Ένα πουλί στην άσφαλτο. Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου (2013), Ματιές ενμέρει (2014) και Ματιές ενόλω ΙΙ (2018).
            Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, η δεύτερη σειρά των δοκιμίων Ματιές ενόλω απέχει μια δεκαπενταετία από την πρώτη και ανάμεσά τους παρεμβλήθηκαν οι Ματιές ενμέρει, που, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, είναι «μια επιλογή 45 κειμένων, τα οποία αναφέρονται σε επιμέρους έργα αντίστοιχων μεταπολεμικών συγγραφέων, ποιητών (20), πεζογράφων (20) και κριτικών (5), όπως υποδηλώνει κι ο τίτλος άλλωστε Ματιές ενμέρει, τίτλος που αντιδιαστέλλεται από αυτόν της έκδοσης του 2003 Ματιές ενόλω, η οποία πραγματευόταν εκτεταμένα το συνολικό έργο οχτώ μεταπολεμικών ποιητών». Η μεγάλη χρονική απόσταση ανάμεσα στις δύο σειρές Ματιές ενόλω δεν αναιρεί βέβαια την αίσθηση της συνέχειας που αποκομίζει όποιος έχει παρακολουθήσει το φιλολογικό έργο του Θανάση Μαρκόπουλου, αλλά σε κάθε περίπτωση υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Πρώτα απ’ όλα η αρχική σειρά δοκιμίων, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σχολιάζει στην εισαγωγή του πρώτου τόμου, έχει ως επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη και οκτώ ποιητές που διαμορφώθηκαν σε αυτήν  ποιητικά – άλλωστε η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της νιότης και των σπουδών του συγγραφέα. Επιπλέον το αντικείμενο των μεταπτυχιακών σπουδών του Θανάση Μαρκόπουλου, η αγάπη του για τη μεταπολεμική ποίηση, αλλά και (πιθανολογώ) συγκεκριμένες κατά περίπτωση ιδεολογικές επιλογές (Μ. Αναγνωστάκης, Κ. Κύρου, Π. Θασίτης, Π. Μάρκογλου) καθόρισαν ουσιαστικά τη σύνθεση της πρώτης ομάδας δοκιμίων, που καλύπτουν την περίοδο 1996-2003. Τα συγκεκριμένα δοκίμια τέλος δεν κρύβουν την πανεπιστημιακή καταγωγή τους, εμφανή τόσο στη μορφή με την πληθώρα σημειώσεων και παραπομπών όσο και στο περιεχόμενο με τις διαρκείς εξακτινώσεις σε ζητήματα θεωρίας λογοτεχνίας, καθώς και  την πυκνή παράθεση κριτικών θέσεων· όλα αυτά δηλαδή που χαροποιούν τους φιλολόγους, αλλά μάλλον κουράζουν τον μέσο αναγνώστη.
            Στα δώδεκα δοκίμια-μονογραφίες που περιλαμβάνει η δεύτερη σειρά Ματιές ενόλω, κείμενα δημοσιευμένα όλα σε λογοτεχνικά περιοδικά τη δεκαετία 2005-2015, εξετάζεται το ποιητικό έργο δώδεκα ποιητών, εκ των οποίων τρεις της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (Μ. Σαχτούρης, Τ. Λειβαδίτης, Θ. Κωσταβάρας), τέσσερις της δεύτερης (Μ. Κέντρου-Αγαθοπούλου, Κ. Δημουλά, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Τ. Νικηφόρου) και πέντε της γενιάς του ’70 (Μ. Γκανάς, Κ. Μαυρουδής, Χ. Μπράβος, Γ. Μαρκόπουλος, Α. Φωστιέρης). Είναι φανερό ότι το τοπικό κριτήριο υποχωρεί και, όπως μας ενημερώνει στον πρόλογο του βιβλίου ο Θανάσης Μαρκόπουλος, «η επιλογή των δώδεκα ποιητών έχει να κάνει με τα αναγνωστικά μου ενδιαφέροντα αλλά συχνά και με τα φιλολογικά. Θέλω να πω ότι στη μια περίπτωση λόγοι αισθητικοί, ενίοτε και ιδεολογικοί, με οδήγησαν σε δημιουργούς, όπως οι Λειβαδίτης, Κωσταβάρας, Λυκιαρδόπουλος, Μαυρουδής, Μπράβος, Μαρκόπουλος, ενώ στην άλλη οι αισθητικές μου προτιμήσεις, σε συνδυασμό με τις επαγγελματικές μου ενασχολήσεις, συνέτειναν, ώστε να εντρυφήσω σε ποιητές, όπως οι Σαχτούρης, Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Νικηφόρου, Γκανάς και Φωστιέρης». Σταθερά λοιπόν οι αισθητικές προτιμήσεις είναι το κύριο κριτήριο επιλογής του συγγραφέα και στις δύο σειρές των δοκιμίων, μόνο που στην πρώτη οι αισθητικές προτιμήσεις συσχετίζονταν ρητά με τη Θεσσαλονίκη (και άρρητα ίσως με ιδεολογικούς λόγους), ενώ στη δεύτερη σειρά συνδέονται είτε –ομολογημένα πλέον– με ιδεολογικούς λόγους είτε με επαγγελματικούς. Οι ίδιοι μάλιστα επαγγελματικοί λόγοι οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου Ο ποιητής και το ποίημα: Καρυωτάκης, Σαχτούρης, Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Χριστιανόπουλος, Μάρκογλου, Γκανάς, Φωστιέρης, που ασχολείται με την παρουσία των παραπάνω ποιητών στα σχολικά εγχειρίδια. Αλλά και η μορφή των δοκιμίων στο Ματιές ενόλω ΙΙ διαφοροποιείται αισθητά από την πρώτη σειρά, καθώς εγκαταλείπονται οι πολλαπλές σημειώσεις, οι παραπομπές ενσωματώνονται στο κείμενο και οι αναφορές στην κριτικογραφία περιορίζονται στις απαραίτητες. Τα δοκίμια αποκτούν έτσι μια λιγότερο ακαδημαϊκή και πιο φιλική προς τον μέσο αναγνώστη εμφάνιση, χωρίς πάντως να αφήνουν δυσαρεστημένο και τον φιλόλογο.
            Αυτό που παραμένει σε κάθε περίπτωση κοινό στο σύνολο των δοκιμίων της σειράς είναι η δομή τους. Συνήθως προηγούνται τα βιογραφικά και στη συνέχεια εξετάζονται γραμματολογικά θέματα. Αναφέρω ενδεικτικά: η κριτική υποδοχή και η πρόσληψη του Μίλτου Σαχτούρη, το ζήτημα της «ποίησης της ήττας» στους Μ. Αναγνωστάκη, Π. Θασίτη, Κ. Κύρου (από την πρώτη σειρά) αλλά και στους Τ. Λειβαδίτη και Γ. Λυκιαρδόπουλο, οι θεματικοί κύκλοι που απασχολούν τους ποιητές της β΄ μεταπολεμικής γενιάς, όπως η Μ. Κέντρου-Αγαθοπούλου και η Κ. Δημουλά, τα χαρακτηριστικά των ποιητών της γενιάς του ’70 (ταυτίσεις και αποκλίσεις) στον Μ. Γκανά και στον Γ. Μαρκόπουλο. Τα παραπάνω ζητήματα δεν έχουν να κάνουν με ένα στενά φιλολογικό ενδιαφέρον ή τυπολατρία. Θίγονται ή και αναπτύσσονται, με σκοπό να φωτιστεί η ποιητική τού υπό εξέταση ποιητή και μόνο ως εκεί. Άλλωστε οι βιβλιογραφικές αναφορές αρκούν για όποιον επιθυμεί να εμβαθύνει περισσότερο. Το ίδιο ισχύει και για τις ντόπιες και ξένες επιδράσεις ή απηχήσεις στον λόγο των  δώδεκα ποιητών του τόμου· ο Πάουντ αλλά ίσως και ο Ντίλαν Τόμας στο έργο του Σαχτούρη, το δημοτικό τραγούδι στον M. Γκανά, οι ποιητές του μεσοπολέμου στον πρώιμο A. Φωστιέρη, η beat γενιά στον Γ. Μαρκόπουλο.
        Ένα σημείο στο οποίο σταθερά επιμένει η κριτική ματιά του Θ. Μαρκόπουλου είναι η περιοδολόγηση του ποιητικού corpus σε όλους σχεδόν τους ποιητές του τόμου. Εξετάζονται τα σημεία καμπής του ποιητικού λόγου, οι αλλαγές στη θεματική ή/και στα εκφραστικά μέσα, όπως και οι σιωπές και οι επανεμφανίσεις μετά από χρόνια. Ο μελετητής δεν περιορίζεται στην παράθεση των υφιστάμενων θέσεων της κριτικής για τις τομές αυτές, αλλά τις σχολιάζει, τις αξιολογεί και ενίοτε επιχειρεί τις δικές του διαιρέσεις. Υποδειγματική στην κατεύθυνση αυτή θεωρώ τη διάκριση των ποιητικών εποχών στο έργο του Γιώργου Μαρκόπουλου, όπως και εκείνη για το έργο του Λειβαδίτη (με γερή βιβλιογραφική τεκμηρίωση) αλλά και τις αντίστοιχες για τον Τ. Νικηφόρου, τον Α. Φωστιέρη και τον Γ. Λυκιαρδόπουλο.
            Το ουσιαστικότερο μέρος κάθε προσέγγισης ωστόσο και αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τον μέσο αναγνώστη είναι η θεματολογία, οι τεχνικές και τα εκφραστικά μέσα του κάθε ποιητή. Εδώ δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη τυπολογία. Σε κάποιες περιπτώσεις προτάσσεται το κυρίαρχο θέμα (λ.χ. ο θάνατος στον Μ. Σαχτούρη, η Ιστορία στον Θ. Κωσταβάρα, η αδιάλλακτη εμμονή στην πολιτική θεώρηση των πραγμάτων από τον Γ. Λυκιαρδόπουλο, η σταθερή υπαρξιακή αναζήτηση στη Μ. Κέντρου-Αγαθοπούλου) ή θέματα (στράτευση και εσωτερική αναδίπλωση /ουμανισμός στις δύο ποιητικές περιόδους αντίστοιχα του Τ. Νικηφόρου). Σε άλλες πάλι ο δοκιμιογράφος ακολουθεί χρονολογικά τις συλλογές, καταγράφοντας κάθε φορά τη θεματική της καθεμιάς και τις αλλαγές που προκύπτουν με την πάροδο του χρόνου, όπως λ.χ. στον Γ. Μαρκόπουλο, που περνά από την αμφισβήτηση και την οργή στα εσωτερικά τοπία της μοναξιάς και του θανάτου, ή τις μεταβολές στις τρεις περιόδους της ποιητικής πορείας του Τ. Λειβαδίτη. Σε κείμενα, όπως εκείνα για τον Μ. Γκανά, την Κ. Δημουλά ή τον Χ. Μπράβο, το βάρος πέφτει στις τεχνικές και τα εκφραστικά μέσα και η θεματική ακολουθεί, ενώ για το έργο του Α. Φωστιέρη ο μελετητής ακολουθεί τις συλλογές με τη σειρά, συγκεντρώνει όμως στη συνέχεια ως σύνοψη μια σειρά παρατηρήσεις για τη θεματική του ποιητή και κλείνει με τα εκφραστικά μέσα. Αντίστοιχη και η συγκέντρωση γενικών κρίσεων για την ποίηση του Κ. Μαυρουδή στο τέλος του σχετικού δοκιμίου.
            Αν θα ήθελε λοιπόν κανείς, όπως ακριβώς είδαμε να κάνει και ο μελετητής, να επιχειρήσει μια συνοπτική αξιολόγηση των δοκιμίων του τόμου, θα πρόσεχε σε κάθε περίπτωση τα εξής: α. Τη σχολαστική έρευνα της σχετικής με τον ποιητή βιβλιογραφίας, όπως φαίνεται από τις σχετικές αναφορές, αλλά και την κριτική της αντιμετώπιση από τον δοκιμιογράφο. Προσόν διόλου αμελητέο σε εποχή που περισσεύουν δουλειές του ποδαριού και άκριτη παράθεση θέσεων. β. Τη συστηματική και ολιστική προσέγγιση του εκάστοτε ποιητικού corpus, επίτευγμα, αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για άρθρα σε λογοτεχνικά περιοδικά με δεδομένους τους περιορισμούς στην έκτασή τους. γ. Τη λιτότητα, ακρίβεια και σαφήνεια του κριτικού λόγου, που, χωρίς να απεμπολεί τη φιλολογική του καταγωγή και τις φιλολογικές του αρχές, φροντίζει να γίνεται πάντα κατανοητός σε ένα ευρύτερο κοινό χωρίς εκζήτηση, χωρίς διάθεση εντυπωσιασμού, χωρίς περιττά πυροτεχνήματα. δ. Τη σταθερή πρόθεση και στόχευση του δοκιμιογράφου να προβάλει το έργο των ποιητών και όχι τον εαυτό του μέσω των ποιητών. Παρόμοια εγχειρήματα καταλήγουν συχνότατα σε φλύαρη και ρηχή εντυπωσιολογία ή επίδειξη λεξιλογικής στριφνότητας που καλύπτει –όσο καλύπτει– την έλλειψη ουσιαστικού περιεχομένου. ε. Την ευαισθησία του ποιητή, που αντισταθμίζει την όποια σχολαστικότητα του φιλόλογου.
       Ενκατακλείδι οι δώδεκα μονογραφίες του ανά χείρας τόμου μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν ως εμπεριστατωμένη εισαγωγή στο έργο των ποιητών που προσεγγίζουν, τόσο από τον μέσο αναγνώστη όσο και από τον ερευνητή. Μαζί με τις οκτώ του πρώτου τόμου συνθέτουν έναν πολύτιμο οδηγό για τη μεταπολεμική ποίηση, που νομίζω ότι, ειδικότερα οι φιλόλογοι, θα εκτιμήσουν ιδιαίτερα.

                                                                        Περ. Ένεκεν 52-53 (Ιανουάριος-Αύγουστος 2021) 282-286



H εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά
Δοκιμιακές ανιχνεύσεις 
(Μελάνι, Αθήνα 2020)



Μάκης Καραγιάννης

                                Μας ντουφεκίζουν έναν έναν
                                σαστισμένους λαγούς.

Πρόκειται για το δέκατο βιβλίο της κριτικής και φιλολογικής παραγωγής του Θανάση Μαρκόπουλου –από τους σημαντικούς ποιητές της γενιάς του 70– ο οποίος εστιάζει το ενδιαφέρον του κυρίως στην πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά.
Η συναγωγή των δοκιμίων, μεταξύ άλλων, σχολιάζει διεξοδικά το ποιητικό corpus του Μιχάλη Γκανά, όπως αποτυπώνεται στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1978-2012, αλλά περιλαμβάνει και τέσσερα κείμενα κριτικής για τα μεταφραστικά και πεζογραφικά εγχειρήματά του. Σημαντικά είναι τα δοκίμιά του για τη γενική θεώρηση του έργου του και την ενθουσιώδη κριτική υποδοχή και πρόσληψή του. Ξεκινώντας από τον Τάσο Λειβαδίτη, που διέκρινε «έναν απόηχο ελληνικότητας», τον Αλέξη Ζήρα, που επισήμανε την επίδραση της δημοτικής ποίησης στο έργο του, τον Γ.Π. Σαββίδη, που μίλησε για τη «μαστορική λιτότητα» και τη «διάφωτη ιθαγένεια» ή τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, που μίλησε για μία «από τις ισχυρότερες φωνές της νεότερης ελληνικής ποίησης».
Όπως το θέτει ο Θανάσης Μαρκόπουλος:
«Ο Μιχάλης Γκανάς εκφράζει την εποχή του πειστικότερα, κατά τη γνώμη μου, από κάθε άλλον ποιητή της γενιάς του. Κι αυτό το πετυχαίνει τόσο με την τεχνική όσο και με τη θεματολογία, η οποία σπάει τον κορσέ της ιδιώτευσης κι αγγίζει ευρύτερες ευαισθησίες. Με λόγο διαυγή και ευθύβολο, άμεσο, λυρικό και αφηγηματικό, έρρυθμο και μοντέρνο σε κάθε περίπτωση, μιλάει για τον εαυτό του και τους άλλους, κυρίως εκείνους που είτε έχουν ρίζες και δεν τις έχουν χάσει ακόμα είτε τις έχουν χάσει και τις αναζητούν. Το ευτυχές συνταίριασμα θεμάτων και τρόπων είναι νομίζω ο λόγος που εξηγεί την αναγνωστική του απήχηση και τον αναδεικνύει σε μια από τις πιο διακριτές και διακεκριμένες φωνές του καιρού μας».
Μπορεί τα λογοτεχνικά δοκίμια να είναι αδικημένα –τόσο από τις πωλήσεις όσο και από την κριτική– είναι όμως σημαντικά για την ίδια την ποίηση. Όσο, όμως, ψηλώνει ο όγκος των ποιητικών βιβλίων και ξεφυτρώνουν κάθε μέρα επίδοξοι ποιητές, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη της κριτικής να κρίνει, να διακρίνει και να συγκρίνει.
Ένα βιβλίο που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τη συναρπαστική ποίηση του Μιχάλη Γκανά και κατάλληλο για τις μέρες του εγκλεισμού.

Περ. Παρέμβαση 196-197 (Άνοιξη 2020) 20-21


Δήμητρα Σμυρνή

Αν ο Μιχάλης Γκανάς κέρδισε με το έργο του τη γενική αποδοχή των κριτικών και του κοινού, ο κριτικός και ποιητής Θανάσης Μαρκόπουλος με το βιβλίο του Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά, εκδόσεις Μελάνι, κερδίζει αναμφισβήτητα τον θαυμασμό για το πορτρέτο του Γκανά που φιλοτέχνησε. Πορτρέτο με την αυστηρή και στέρεα ματιά του κριτικού, αλλά και με την ευαισθησία και γνώση που τον διακρίνει ως ποιητή.
Αν και ο Μαρκόπουλος ασχολήθηκε και παλιότερα με το έργο του Γκανά –στις εκδόσεις του Ο ποιητής και το ποίημα και Ματιές ενόλω ΙΙ αλλά και σε δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά–  το τελευταίο του βιβλίο, που είδε το φως τον Μάρτιο του 2020, ολοκληρώνει το πορτρέτο του Γκανά, αποδίδοντας κάθε σκιά του ή χρώμα με καθοριστικές λεπτομέρειες.
Ξεκινώντας από τον τίτλο του βιβλίου Η εύφορη λύπη –μοναδική και αποδεδειγμένη η ικανότητα του Μαρκόπουλου στην εμβέλεια των τίτλων– που με την αντίθεση ανάμεσα στις λέξεις λύπη και ευφορία δημιουργεί μεγάλο αναγνωστικό ενδιαφέρον, δίνει με το οπισθόφυλλό του  ένα πρώτο σχέδιο –για να χρησιμοποιήσουμε όρους ζωγραφικής–  που ενημερώνει με την πύκνωσή του τον αναγνώστη για το περιεχόμενο του. «Πολύτροπος και μοντέρνος στις φόρμες και τις τεχνικές του ο Μιχάλης Γκανάς, ιδρύει μια ποιητική του χώρου και του χρόνου, η οποία, χωρίς να αγνοεί τις παθογένειες του άστεως και του σύγχρονου τρόπου ζωής, αναδεύει μνήμες της μικρής πατρίδας, αξιοποιεί τα διδάγματα της έμμετρης παράδοσης και φτάνει σε μια εκφραστική ένταση, που έχει κάτι από την αγριάδα της Μουργκάνας και τη σκοτεινιά του τόπου του. Το ευτυχές συνταίριασμα θεμάτων και τρόπων είναι νομίζω ο λόγος που εξηγεί την αναγνωστική του απήχηση και τον αναδεικνύει σε μια από τις πιο διακριτές και διακεκριμένες φωνές του καιρού μας.» Και μόνο μ’ αυτό το μικρό ενημερωτικό για τον αναγνώστη κείμενο το πορτρέτο έχει αποκτήσει ήδη τη δυναμική του.
Ο Μαρκόπουλος όμως στο βιβλίο του με τις λεπτές χειρουργικές κινήσεις του επιστήμονα ανατέμνει το ποιητικό σώμα του Γκανά, θαυμάζοντας ταυτόχρονα με τη δική του ποιητική ευαισθησία το σχήμα, τις λέξεις, τις προθέσεις αλλά και το αποτέλεσμα της ποιητικής πράξης του ομοτέχνου του.
Ξεκινώντας από μια γενική θεώρηση του ποιητικού corpus, περνά στην κριτική υποδοχή του Γκανά και τις πρώτες γραφές του, μένοντας περισσότερο στον Ακάθιστο δείπνο και στον Άψινθο, για να δώσει τον συμβολισμό του κοτσυφιού στο έργο του, τη μορφή της μάνας που επανέρχεται οδυνηρά, αλλά και τις έμμετρες εκβολές στην ποίησή του.
Φωτίζοντας στη συνέχεια τις εντυπωσιακές πρωτοβουλίες του Γκανά να αποδώσει με τον δικό του τρόπο το Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα και τα δύο ομηρικά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, με την τολμηρή επεξήγηση «για νέους αναγνώστες», μένει στα ιδιότυπα πεζογραφικά του πορτρέτα Γυναικών, για να ολοκληρώσει μ’ ένα άκρως ενδιαφέρον χρονολόγιο, δημοσιεύσεις και κριτικογραφία για τον ποιητή.
Εκείνο που πραγματικά εντυπωσιάζει στο βιβλίο του Μαρκόπουλου είναι η λεπτομερής επεξεργασία του έργου μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που όχι μόνο δεν κουράζει τον αναγνώστη, αλλά αντίθετα δημιουργεί την αίσθηση από τη μια μεριά της πέρα για πέρα επαρκούς μελέτης κι από την άλλη ενός βιβλίου που προσελκύει με τη σφραγίδα του προσωπικού ύφους του δημιουργού.
Με κάθε τόσο καταθέσεις στίχων ή και ολόκληρων ποιημάτων, ο Μαρκόπουλος φέρνει στο φως όλο το συγκινησιακό υπόβαθρο της ποίησης του Γκανά αλλά και τις τεχνικές του, στηρίζοντας το κριτικό του οικοδόμημα σε βάσεις επεξεργασμένες με μεθοδικότητα και λεπτολόγα διάθεση.
Ένα βιβλίο που απευθύνεται όχι μόνο στους ειδικούς, αλλά σε όλους όσοι αγαπούν την ποίηση του Γκανά, κατακτώντας με την παρουσία του στον χώρο της κριτικής μια ιδιαίτερη θέση.

https://faretra.info/2020/06/10/thanasis-markopoulos-i-effori-lipi-tou-michali-gkana-mia-se-vathos-entiposiaki-kritiki-theorisi/ (10-6-2020)


 Άννα Γρίβα

Διαβάζοντας κανείς τον τίτλο του τελευταίου βιβλίου του Θανάση Μαρκόπουλου, μπορεί εύκολα να θεωρήσει ότι ο συγγραφέας καταπιάνεται με μια φιλολογική ανίχνευση λογοτεχνικών ζητημάτων που αφορούν ένα ειδικό κοινό, κάποιους μελετητές συγκεκριμένων πτυχών της νεοελληνικής ποιητικής γραφής. Αν όμως αρχίσει να διαβάζει το βιβλίο θα διαπιστώσει πως τα δοκίμια εκκινώντας από τη μελέτη του έργου του Γκανά απλώνονται σε ευρύτερους προβληματισμούς που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνεται ο ποιητικός λόγος από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα: ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να περιηγηθεί στο ευρύτερο πνευματικό περιβάλλον της νεότερης Ελλάδας και να κατανοήσει τις λεπτές διεργασίες της εποχής αλλά και τις σχέσεις με τους «προγόνους» της ποιητικής παράδοσης.
        Το βιβλίο στο σύνολό του δομείται με διαυγή και ευσύνοπτο τρόπο: αρχικά γίνονται οι απαραίτητες γραμματολογικές αναφορές, που τοποθετούν το έργο του ποιητή στο πεδίο της γενιάς του ’70, ενώ εξετάζεται η υποδοχή του μέσα σε ένα ευρύ χρονικό τόξο. Στη συνέχεια καταγράφονται οι διακριτές δημιουργικές περίοδοι που σηματοδοτούν τομές στους τρόπους, τις επιδράσεις και τα θέματα. Τέλος εξετάζονται κομβικά θεματικά κέντρα που επανέρχονται στην ποίηση του Γκανά, όπως η εικονοπλασία των ζώων και ειδικότερα του πουλιού, αλλά και η μητρική φιγούρα, ενώ το κύριο σώμα του βιβλίου κλείνει με τη μελέτη της πρόσληψης του έμμετρου λόγου στην ποίησή του. Συνεξετάζονται, δηλαδή, ζητήματα περιεχομένου και μορφής, ώστε να γίνει η ποίηση του Γκανά ένα exemplum για τον τρόπο με τον οποίο ένας από τους σύγχρονους ποιητές μας μπόρεσε να αξιοποιήσει την ατομική μνήμη, τις προσωπικές εμμονές, την κληρονομιά της παράδοσης, τη νεωτερικότητα του λόγου, τους θρύλους, το χιούμορ, την πολυσημία, δίνοντας ποιήματα μιας λεπτής ισορροπίας μεταξύ όλων αυτών των τάσεων, τη στιγμή που η ποίησή μας ταλαντευόταν μέσα στις φουρτούνες ενός μοντερνισμού που έμοιαζε να έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο όριο. 
        Ο Μαρκόπουλος έχει δύο αρετές στον θεωρητικό του λόγο: α) είναι πάντοτε ζωντανός και εύληπτος, μετατρέποντας το δοκίμιο σε ένα ρέον αφήγημα που παρασέρνει τον αναγνώστη β) απλώνεται από το μερικό στο γενικό με έναν τρόπο ευφυή και υποδόριο, αξιοποιώντας τα επιστημονικά του εργαλεία ως φιλόλογος αλλά και την ευρύτητα των γνώσεών του. Έτσι, ο συγγραφέας μετατρέπει μια ειδική μελέτη σε ένα ανάγνωσμα που αφορά κάθε άνθρωπο ο οποίος ενδιαφέρεται για τον τρόπο με τον οποίο οι ιδέες και η καλλιτεχνική δημιουργία εμπλέκονται σε ένα αξεδιάλυτο και γοητευτικό σύνολο. 


Κούλα Αδαλόγλου

Οι  ανιχνεύσεις του Θανάση Μαρκόπουλου αφορούν το ποιητικό έργο του Μιχάλη Γκανά, όπως αυτό συγκεντρώνεται στον τόμο Ποιήματα 1978-1912. Επίσης, εκτείνονται και σε άλλα κείμενα του συγγραφέα, πέρα από το ποιητικό έργο του. Ο ενδιαφέρων, όμορφος τίτλος, Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά, προέρχεται από τον στίχο Εύφορη λύπη μέσα μου, της συλλογής Παραλογή. Το ομότιτλο κεφάλαιο προτάσ­σεται στον τόμο, αναφέρεται σε ολόκληρο το ποιητικό σώμα και λειτουργεί σαν μήτρα για τα επόμενα κεφάλαια, τα οποία διερευνούν πιο εξειδικευμένα θέματα και φέτες-όψεις στο έργο του Γκανά. Οι «πρόγονοι», τα θέματα (ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, μνήμες, έρωτας, θάνατος), η φόρμα της ποίησής του είναι κάποιες από τις σταθερές που ανιχνεύει ο Μαρκόπουλος στο έργο του Γκανά. Η δοκιμιακή γραφή του Μαρκόπουλου είναι μπολιασμένη με την ποιητική του ιδιότητα. Λεπτολόγος και προσεχτικός ο Μαρκόπουλος δίνει κείμενα που φωτίζουν τη γραφή του Γκανά.

«Παρά τη θλίψη ωστόσο που προκαλεί στον ποιητή η κοινωνι­κή συνθήκη, υπάρχει και η καθημερινότητα με τις μικροχαρές της: ο απογευματινός καφές στη βεράντα συντροφιά με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ο πρωινός στην οδό Σόλωνος, τα ούζα στην Ακαδημίας, η ταβέρνα και το κρασί, το τραγούδι και το τσιγάρο. Κι ακόμα, η χαρά του έρωτα, η πιο χαρούμενη νότα στο σκοτεινό τοπίο του άστεως» (σ. 26).

                                                                                                   Περ. Θευθ 12 (Δεκέμβριος 2020) 139-140



Άλκηστις Σουλογιάννη­


                                                                              Ελένη της αγρύπνιας,/ του μάλλινου πλεχτού, του λύχνου/
                                                                                                για σένα κράτησα,/ το πρόσωπο τις νύχτες στις παλάμες,/ εκεί
                                                                                                κατά τον όρθρο,/ κι είδα στις κόχες των ματιών/ τα δάκρυα,
                                                                                                αργά κυλώντας/ […] / Προγονική Ελένη και μελλούμενη

                                                                                     Μιχάλης Γκανάς, «Η μία Ελένη»

 

Η λογοτεχνική παραγωγή του Μιχάλη Γκανά, την οποία αντιπροσωπεύουν με τον πλέον παραστατικό όσο και διακεκριμένο τρόπο κυρίως οι ποιητικές συλλογές του, από τον μακρινό Ακάθιστο δείπνο (1978) μέχρι τον πλέον πρόσφατο Άψινθο (2012) και με ενδιάμεσους σταθμούς ιδιαίτερων αξιώσεων, όπως είναι τα εμβληματικά Γυάλινα Γιάννενα (1989) ή η Παραλογή (1993), με τις οποίες πάντως θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και αφηγηματικά έργα του, όπως είναι η Μητριά πατρίδα (1981), ανήκει στις κειμενικές περιοχές που προσκαλούν σε ποικίλες δημιουργικές επισκέψεις την ευρύτερη, πέραν των ειδικών περί τα φιλολογικά και τα λογοτεχνικά πράγματα, κοινότητα αποδεκτών των προϊόντων του πολιτισμού.

Από αυτή την άποψη, η λογοτεχνική παραγωγή του Μιχάλη Γκανά αποτελεί σταθερό παράγοντα ποιότητας, η οποία (ποιότητα) προσδιορίζει τον χαρακτήρα της καθ’ ημάς πολιτισμικής αγοράς, αν μάλιστα συνυπολογίσουμε τη δημιουργική συμμετοχή του τόσο στον τομέα της μελοποιημένης ποίησης όσο και στον τομέα της απόδοσης στη νέα ελληνική γλώσσα ή/και της διασκευής κειμένων από την κλασσική γραμματεία.

Με αυτή την προϋπόθεση, στον ανά χείρας τόμο υπό τον συνδηλωτικό ως προληπτική αναφορά σημαινομένων τίτλο Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά αναγνωρίζουμε μια ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο καλός φιλόλογος Θανάσης Μαρκόπουλος σε ό,τι αφορά θεματικές και υφολογικές λεπτομέρειες από την εν προκειμένω λογοτεχνική παραγωγή.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος προβαίνει σε τεκμηριωμένη διατύπωση απόψεών του για το λογοτεχνικό έργο του Μιχάλη Γκανά και για την υποδοχή αυτού του έργου από τις επίσημες δομές της πολιτισμικής αγοράς, όπως αυτή η υποδοχή αποτυπώνεται (κυρίως, αλλά όχι μόνον) σε κριτικά κείμενα ποικίλων γνωστικών προελεύσεων και υφολογικών χαρακτήρων, ενώ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην πρώιμη, αν και προειδοποιητική για τη συνέχεια, ποιητική παραγωγή (1961-1975) του Μιχάλη Γκανά, όπως εντοπίζουμε σε περιοδικές και σε συλλογικές εκδόσεις.

Κυρίως ο Θανάσης Μαρκόπουλος παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα παραδειγματική εφαρμογή κριτικής και συγκριτικής πρόσληψης για θεματικά και υφολογικά δεδομένα, τα οποία αφορούν τις συλλογές Ακάθιστος δείπνος και Άψινθος, επίσης δύο σημαντικά μοτίβα-ισοτοπίες στην ποίηση του Μιχάλη Γκανά, όπως αντιπροσωπεύουν αφενός το κοτσύφι ως τεκμήριο της έντονης παρουσίας της φύσης μέσα στον κειμενικό κόσμο και αφετέρου η μάνα ως εμβληματική συνισταμένη ισχυρών δεσμών στο πλαίσιο διαπροσωπικών σχέσεων, καθώς και μια ποικιλόμορφη δομή ποιημάτων (συνδυασμοί ελεύθερων στίχων, σονέτα, ποιήματα σε στροφές με ορισμένο αριθμό στίχων, χαϊκού και τάνκα).

Η σύνθεση της έκδοσης περιλαμβάνει Παράρτημα, όπου ο Θανάσης Μαρκόπουλος αναπτύσσει απόψεις του που αφορούν τη συλλογή αφηγηματικών κειμένων του Μιχάλη Γκανά υπό τον τίτλο Γυναικών. Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες (2010), καθώς και την κατά Μιχάλη Γκανά ελεύθερη απόδοση για το Άσμα ασμάτων (2005), όπως και την επίσης κατά Μιχάλη Γκανά διασκευή των Ομηρικών Επών (για την Ιλιάδα, 2019, για την Οδύσσεια, 2016).

Την ανάπτυξη όλου αυτού του υλικού εισάγει προλογικό κείμενο, στο οποίο ο Θανάσης Μαρκόπουλος δηλώνει αφενός την υπόθεση εργασίας σχετικά με την προσέγγιση της λογοτεχνικής παραγωγής του Μιχάλη Γκανά, και αφετέρου τη σαφώς διαφαινόμενη σχέση εκλεκτικής συγγένειάς του με αυτή την παραγωγή (όπως αποκαλύπτει και η σύμφωνα με ρητή δήλωση του συγγραφέα καταγωγή του υλικού για τη σύνθεση του τίτλου της έκδοσης από την ποιητική συλλογή Παραλογή).

Η έκδοση ολοκληρώνεται με βιο/εργογραφικό χρονολόγιο για τον Μιχάλη Γκανά, με κατάλογο ειδικότερα δημοσιευμάτων του Θανάση Μαρκόπουλου (από τα οποία προέρχεται υλικό αξιοποιούμενο κατά τη σύνθεση της έκδοσης) και γενικότερα κριτικών κειμένων που καλύπτουν ένα ευρύτερο φάσμα απόψεων και υφολογικών επιλογών για το λογοτεχνικό έργο του Μιχάλη Γκανά, καθώς και με εκτενές, χρήσιμο ευρετήριο ονομάτων.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος με κριτική, συγκριτική, συνθετική αντίληψη αποδίδει πλείστες λεπτομέρειες από το κειμενικό σύμπαν του Μιχάλη Γκανά, ακολουθεί οδόσημα βιογραφικού και ιστορικο-πολιτικού φορτίου, εντοπίζει καταγωγές και συνοδοιπορίες ως γνωστικό και βιωματικό περιβάλλον για τον χαρακτήρα και τη θέση του λογοτεχνικού έργου του Μιχάλη Γκανά μέσα στο γενικότερο πολιτισμικό γίγνεσθαι (όπου εντάσσονται και οι μεταφράσεις ποιημάτων του σε ξένες γλώσσες).

Ο άμεσος, παραστατικός, πυκνός λόγος του Θανάση Μαρκόπουλου, ενισχυμένος με τη ρητορική της προφορικής μετάδοσης πληροφοριών, αποτυπώνει μια δημιουργική σκέψη που δεν περιορίζεται σε στενά θεματικά όρια αλλά επεκτείνεται στον ορίζοντα των πραγμάτων, πράγμα άλλωστε που έχουμε ήδη εντοπίσει σε δοκιμιακά κείμενά του για τον Μάριο Χάκκα, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Κλείτο Κύρου, τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, τον Μάρκο Μέσκο, τον Μίλτο Σαχτούρη, την Κική Δημουλά, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Χρήστο Μπράβο, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Αντώνη Φωστιέρη, καθώς και για τον Κώστα Καρυωτάκη, μεταξύ άλλων. Και εδώ βρίσκουμε μια καλή ευκαιρία για μια επιγραμματική, έστω, αναφορά και στο ποιητικό έργο (1982-2015) του Θανάση Μαρκόπουλου, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.

Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, πάντως, είναι σαφές ότι ο προ οφθαλμών τόμος ανήκει στα συνθετικά έργα, τα οποία αποτελούν όχημα για την επιστροφή σε διαχρονικής αξίας αισθητικά πεδία και για μια επίσκεψη ανανέωσης δεσμών με ήδη πολλαπλώς οικείους σημασιολογικούς τόπους.

Παράλληλα, η έμφαση σε ορισμένα στοιχεία που το συγκεκριμένο βιβλίο προβάλλει, είναι δυνατόν να εξασφαλίσει για τον αναγνώστη που δεν (θέλει να) στηρίζεται κατ’ ανάγκην σε σχετικό, φιλολογικό ή/και ιστορικό υλικό, ατραπούς προς τη βιωματική πρόσληψη της ποίησης (του έργου, γενικότερα) του Μιχάλη Γκανά. ­

Περ. Τα Ποιητικά 39 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2020) 17-18 =
https://tapoiitika.wordpress.com/?

Γιάννης Μπασκόζος

Ο Μιχάλης Γκανάς ανήκει στους τυχερούς ποιητές της γενιάς του, αγαπήθηκε νωρίς και οι στίχοι του έγιναν τραγούδια στα χέρια άξιων συνθετών. Παραμένει όμως ένας ολιγογράφος, συνετός θα έλεγα, ποιητής με 7 συλλογές σε σχεδόν 30 χρόνια, αυτές που περιέχονται και στον συγκεντρωτικό τόμο των ποιητικών έργων του. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος γεννημένος κι αυτός στα βόρεια της χώρας, την Κοζάνη, τον ανακαλύπτει δοκιμιακά το 2006 και έκτοτε διαμορφώνει ένα σώμα κριτικών που αποτελούν και το υλικό του βιβλίου αυτού. Τον αγαπά γιατί είναι κι αυτός ορεσίβιος, όπως οι φίλοι του ποιητή Χρήστος Μπράβος και Μάρκος Μέσκος. Φέρνει στην ποίησή του σπαράγματα της σκληρής, άνυδρης, περίκλειστης ηπειρώτικης υπαίθρου. Στα δοκίμιά του ο συγγραφέας αναλύει τις οφειλές του Μιχάλη Γκανά στην ηπειρώτικη καταγωγή του αλλά υποδεικνύει και τα μοντέρνα στοιχεία του, στοιχεία λογοτεχνικής υπέρβασης. Όπως και άλλοι ηπειρώτες λογοτέχνες ο Γκανάς έλκεται από την ορεινή μυθολογία, τα σκληρά τοπία, τους σιωπηλούς ανθρώπους. Παράλληλα η ποίησή του είναι γεμάτη μνήμες από τη δύσκολη  παιδική ηλικία, τις οικογενειακές κακουχίες, τις κακοφορμισμένες μνήμες των προηγούμενων αιματηρών χρόνων. Εκτός από μια αρχική γενική θεώρηση ο Θανάσης Μαρκόπουλος θα σταθεί διεξοδικά σε ξεχωριστές ποιητικές συλλογές του Μ. Γκανά, αλλά και στην υποδοχή του ποιητή από την κριτική. Στο Παράρτημα υπάρχουν κριτικές αποτιμήσεις για τα πεζά του Γκανά για τις γυναίκες, όπως και για τις διασκευές του πάνω στα ομηρικά έπη, μια ιδιόμορφη ποιητική τεχνική. Αν αγαπά κάποιος την ποίηση του Γκανά, αυτός ο τόμος είναι ένα μονοπάτι να εμβαθύνεις σε αυτή. 


Διώνη Δημητριάδου

«Πρώτα γνώρισα τα ποιήματα του Μιχάλη Γκανά. Και τ’ αγάπησα. Μιλούσαν μια γλώσσα οικεία για πράγματα γνώριμα κι ανθρώπους απλούς και ταπεινούς σαν τους δικοκς μου. Ύστερα γνώρισα τον άνθρωπο. Και είδα την αλήθεια της γραφής και στην αλήθεια του προσώπου». 

Έτσι προλογίζει ο Θανάσης Μαρκόπουλος την Εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά, μια συλλογή που περιλαμβάνει όλα τα δοκίμια που έχει γράψει για τον ποιητή, αρχής γενομένης από το 2006, καθώς και ένα πλούσιο σε υλικό Παράρτημα με μεταγενέστερες δοκιμιακές αναφορές.

Η οικειότητα που νιώθει προς τη γραφή αρχικά του ποιητή θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτονόητη, καθώς ανήκουν και οι δύο στη γενιά του ’70. Μια γενιά εμβληματική σε ουσία και πλήθος εκπροσώπων, που λογικά έχει αναγνωριστικά κοινά γνωρίσματα. Ωστόσο, πρόκειται για μια ομάδα ποιητών τόσο ετερογενή, ώστε να καθίσταται αναγκαία η ανίχνευση των εξωγενών παραγόντων (από το κοινωνικό και πολιτικό κυρίως περιβάλλον) που τους διαμόρφωσαν. Έτσι, είναι επόμενο να συνυπολογίσουμε την εποχή μέσα στην οποία οι ποιητές αυτοί συνειδητοποίησαν (ο καθένας ακολουθώντας τα προσωπικά του βιώματα) για πρώτη φορά τον ρόλο της ποιητικής έκφρασης ως δραστικού αντίδοτου στην ανελευθερία, στη στρεβλή πολιτική καθοδήγηση, αλλά και στην απανθρωποποίηση της κοινωνίας. Στη διαμόρφωση της συνειδητής πλέον θέσης τους ήρθαν ως αρωγοί τα κινήματα αμφισβήτησης,  στην Ευρώπη κυρίως, την ταραγμένη δεκαετία του ’60, τον ακόμη έντονο απόηχο των οποίων βίωσαν οι ίδιοι στη δεκαετία του ’70. Ένα εκρηκτικό μείγμα των σύγχρονων με αυτούς γεγονότων αλλά και του απόηχου από την προηγούμενη γενιά της πολιτικής ήττας που διοχέτευσε στο έργο τους το αίσθημα της διάψευσης. Οι ποιητές της γενιάς του ’70 δεν αναζήτησαν στηρίγματα της δικής τους θεώρησης του κόσμου στους προηγούμενους, πιστεύοντας πως κάτι καινούργιο όφειλαν να φέρουν στην ποιητική έκφραση, ως προς τη βαθύτερη ουσία της και αναπόφευκτα ως προς τη μορφή της. Η οπτική αυτή οδήγησε στην πολυμορφία και στη διαφορετική προσωπική έκφραση του καθενός από τους ποιητές της γενιάς τους.

Φανερό, επομένως, ότι πέρα από την κοινή συναρίθμηση στη γενιά αυτή, ο οικείος τόπος του Μαρκόπουλου με τον Γκανά απαιτούσε πρόσθετα στοιχεία συνάντησης των δύο. Αυτά βρέθηκαν στη θεματική των ποιημάτων τους (θάνατος, ιστορική μνήμη, έρωτας, αίσθηση χρέους απέναντι στους επόμενους), όσο και (κυρίως) στον τρόπο παρουσίασης. Εκκινώντας από τον ρεαλιστικό λόγο οι ποιητικές εικόνες εξελίσσονται συχνά σε υπαινικτικές, που απέχουν από τη ρεαλιστική εκδοχή των πραγμάτων άλλοτε ελάχιστα και άλλοτε αρκετά, ώστε να προκαλέσουν μια πολλαπλή ερμηνεία. Η δημώδης παράδοση, ζωντανή και στους δύο, δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο για να εκφραστούν οι σύγχρονες ανησυχίες και να δοθεί η αίσθηση της συνέχειας. Περισσότερο, όμως, και από τη συνειδητοποίηση των κοινών αναφορών, θα πρέπει να λειτούργησε η προσωπική γνωριμία τους, καθόσον η αίσθηση που αποπνέουν τα δοκίμια του Μαρκόπουλου δεν αφορά μόνον τη γραμματολογική προσέγγιση ενός μελετητή αλλά την αγάπη προς τη γραφή του ποιητή και προς τον άνθρωπο Μιχάλη Γκανά. Και αυτό το στοιχείο είναι που καθιστά ξεχωριστή αυτή τη συλλογή και προκαλεί τον αναγνώστη να τη διαβάσει εισχωρώντας με τον καλύτερο τρόπο στον κόσμο του έργου του – κάτι που δεν συμβαίνει συχνά με τέτοιου είδους μελετήματα, τα οποία μοιάζει να προορίζονται για όποιον έχει ειδικό ενδιαφέρον. Η ποίηση, όμως, πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλους, άρα και τα σχετικά πονήματα να διευκολύνουν την πρόσβαση στα πεδία της. Ο Μαρκόπουλος φαίνεται καλά να το γνωρίζει αυτό, έτσι τα δοκίμιά του αποτελούν ένα ανοιχτό πέρασμα για μια απρόσκοπτη πρόσβαση στο έργο (όπως αυτό συγκεντρώνεται στον τόμο Ποιήματα 1978-2012, στις σελίδες του οποίου γίνονται και οι σχετικές παραπομπές) αλλά και στην προσωπικότητα του Γκανά.

Με το πρώτο κεφάλαιο «Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά – Μια γενική θεώρηση του ποιητικού corpus» να λειτουργεί ως οδηγός για τα υπόλοιπα, ο Μαρκόπουλος καταθέτει την προσωπική του εκτίμηση για το έργο του ποιητή σχολιάζοντας τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων (επτά συλλογές) τοποθετώντας τον ποιητή στην εποχή του, επισημαίνοντας τους «προγόνους» του και τους «συνομιλητές» του, ποιητές αλλά και φίλους που επηρέασαν τον ποιητικό του τρόπο και τη θεματική του. Σ’ αυτά τα τελευταία επιμένει, προκειμένου να δώσει με καθαρότητα την επιλογή της φόρμας, της γλώσσας και του ρυθμού, χαρακτηριστικά που, όπως γράφει, τον ανέδειξαν «σε μια από τις πιο διακριτές και διακεκριμένες φωνές του καιρού μας» (σ. 30). Η επιλογή του τίτλου του κεφαλαίου αλλά και όλου του βιβλίου (αντλημένος ο όρος από τον στίχο Εύφορη λύπη μέσα μου, Παραλογή) στοχεύει στο πιο κομβικό σημείο γύρω από το οποίο αρθρώνεται όλο το έργο του ποιητή, το πώς, δηλαδή, αντιδρά στις κοινωνικές συνθήκες, πώς εσωτερικεύει το κοινό πάθος ενοποιώντας το λειτουργικά με το προσωπικό, ώστε να βιωθούν ομοίως. Και όλο αυτό το φορτίο λύπης να μεταλλάσσεται σε έναν ποιητικό λόγο ευαίσθητο όσο και προκλητικό σε αναγνωστική μέθεξη, με έναν πόνο που αναζητά τις ελάχιστες έστω ρανίδες ελπίδας, καθώς μιλώντας για θάνατο εμπεριέχει ταυτόχρονα τη ζωή και την αγάπη.

Θα συνεχίσει στα επόμενα κεφάλαια με το πολύ ενδιαφέρον θέμα της κριτικής απέναντι στο έργο του (ο Γκανάς ευτύχησε σε θετικό καλωσόρισμα της ποίησης του από τους κριτικούς), κατόπιν θα μείνει στις πρώτες γραφές του ποιητή, ενδεικτικές ήδη μιας ωριμότητας, καθόσον όπως θα πει: «Ευτυχώς ο ποιητής δε βιάστηκε κι έτσι η πορεία του εξαρχής είχε να επιδείξει μια αξιοσημείωτη ωριμότητα» (σ. 70). Ακολουθεί ανάλυση δύο συλλογών (Ακάθιστος Δείπνος και Άψινθος) και δύο δοκίμια θεματικά, το ένα να ανιχνεύει τα πουλιά στην ποίηση του Γκανά, με προεξάρχουσα τη θέση του μαύρου κοτσυφιού – τόσο ταιριαστού με το συνολικό ύφος της ποίησής του, και το άλλο να μιλάει για τη θέση της μάνας στη γραφή του· γύρω από το θέμα αυτό δημιουργούνται μερικά από τα πιο σπουδαία ποιήματα. Αξίζει εδώ η αναφορά στο [Μια μάνα γύρευα να βρω] της Παραλογής, όπου ο διάλογος με τη μάνα στο παλαιό της παράδοσής μας Του νεκρού αδελφού συνιστά μια συνέχεια όσο και μια ανατροπή: Μια μάνα γύρευα να βρω/μ’ εννιά μαχαίρια στο πλευρό/ και με τη μια της κόρη.// Τη βρίσκω στα βασιλικά/ σε πέντε όνειρα κακά/ και μες στα καρυοφύλλια.// Να ’πιανε μια νεροποντή/ να ξύπναγε τον Κωνσταντή/ να πάει βρεγμένος σπίτι.// Να του φορέσει τα στεγνά/ να τον μαλώνει σιγανά…

Θα ολοκληρώσει με το κεφάλαιο που επισημαίνει τις «έμμετρες εκβολές στην ποίηση του Γκανά», για να δείξει πώς ο ποιητής δίπλα στον νεωτερικό του στίχο σεβάστηκε τον παραδοσιακό έμμετρο προσθέτοντας στους στίχους του ρυθμό ξεχωριστό. Στο Παράρτημα θα βρεθούν τέσσερα κείμενα κριτικής τα οποία αφορούν άλλες δημιουργίες του ποιητή. Η έκδοση συμπληρώνεται από ένα αναλυτικό χρονολόγιο, πρώτες δημοσιεύσεις των δοκιμίων, καθώς και κριτικογραφία σχετική και ευρετήριο ονομάτων.

Μια έκδοση πλήρης, σημαντική για το έργο του σπουδαίου ποιητή, από τον Θανάση Μαρκόπουλο που γράφοντας αναδεικνύει πέρα από το γνωστό και αναγνωρισμένο κριτικό του τάλαντο και μια απαραίτητη συχνά παράμετρο του έργου της κριτικής: παράλληλα με τη θεωρητική κατάρτιση απαιτείται και το προσωπικό  ενδιαφέρον αλλά και η αγάπη για το εξεταζόμενο έργο. 


   frear.gr/?p=31375 (8-5-2021)



Η λέξη της λέξης
Λογοτέχνες και γραφές 
(Μελάνι, Αθήνα 2021)



Άννα Γρίβα

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι γνωστός για την πολύχρονη συνεισφορά του στον δοκιμιακό λόγο και τη φιλολογική κριτική. Ενδεικτικά θα αναφέρω έργα του σημαντικά για τη νεοελληνική φιλολογία, όπως τα Ματιές ενόλωΈνα πουλί στην άσφαλτο: Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη ΑσλάνογλουΗ εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά: Δοκιμιακές ανιχνεύσεις. Ο Μαρκόπουλος είναι ένας ακούραστος δουλευτής του δοκιμιακού και κριτικού λόγου που μετατρέπει τις παρατηρήσεις του σε κείμενα τα οποία εγείρουν ένα ευρύτερο ενδιαφέρον μέσα από τις διαχρονικές ιδέες που εκφράζουν, ξεπερνώντας τελικά τα όρια της φιλολογικής επιστήμης.

Μέσα από τον προσφάτως εκδοθέντα τόμο δοκιμίων και κριτικών κειμένων του Μαρκόπουλου, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να περιπλανηθεί σε ενδιαφέρουσες πτυχές της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Πρόκειται για κείμενα γραμμένα από το 2005 έως το 2021, τα οποία καλύπτουν μια ευρεία γκάμα θεμάτων, θεωρήσεων και αποτιμήσεων της ποιητικής και πεζογραφικής μας παραγωγής.

Στην ποίηση, εκκινώντας ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, από τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Γιάννη Ρίτσο και τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου και τη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’70, θέτει καίρια ζητήματα ύφους και θεματικών αναζητήσεων, ενώ καταγράφονται συχνά οι ευρύτερες κοινωνικές και πνευματικές ζυμώσεις που συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης ποιητικής πραγματικότητας.

Εξίσου ευρεία είναι και η στοχοθεσία των κειμένων που αφορούν την πεζογραφία: ο Θανάσης Βαλτινός, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Απόστολος Τάσσης είναι κάποιες από τις περιπτώσεις με τις οποίες καταπιάνεται ο Μαρκόπουλος, αποδεικνύοντας ότι έχει τη δυνατότητα να αξιοποιεί τη θεωρητική του σκευή, διευρύνοντας τα ερωτήματα που θέτει σε ένα πλαίσιο ιστορικό, που μας αφορά όλους.

Είναι εύστοχος, λοιπόν, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας κλείνει τον πρόλογό του, λέγοντας ότι «πρόκειται εντέλει για μια έκδοση η οποία, χάρη στη γραμματολογική και θεματική της ποικιλομορφία αλλά και χάρη στην έκταση των κειμένων και τον τρόπο γραφής, θυμίζει φιλολογικό και κριτικό καλειδοσκόπιο κι από την άποψη αυτήν το συνολικό αποτέλεσμα θα μπορούσε εικάζω να έχει ένα ενδιαφέρον για τον αναγνώστη».

«Αναζητώντας τη μαγική υφή των λέξεων»
https://www.fractalart.gr/i-lexi-tis-lexis/ (14-6-2022)

                                                                                                                                    


Δήμητρα Σμυρνή

Μετά από 8 ποιητικές συλλογές και 10 μελέτες, δοκίμια και ανθολογήσεις, ο πολυγραφότατος ποιητής και κριτικός Θανάσης Μαρκόπουλος εκδίδει το σύνολο κριτικών και φιλολογικών δοκιμίων με τον τίτλο Η λέξη της λέξης, εκδόσεις Μελάνι, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δουλειά όχι μόνο για γνώστες αλλά και για φίλους της Λογοτεχνίας.

Γνωστή η ικανότητα του Θανάση Μαρκόπουλου να βρίσκει για τις  ποιητικές του συλλογές ή για τα δοκίμιά του τίτλους ιδιαίτερους που συμπυκνώνουν το περιεχόμενο του κάθε βιβλίου αλλά και διεγείρουν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.

Η λέξη της λέξης, λοιπόν, είναι ο τίτλος και μέσα στις σελίδες του βιβλίου περιέχονται συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου καλύπτοντας μια πλατιά γκάμα προσώπων αλλά και προσεγγίσεων.

Κούλα Αδαλόγλου, Μανώλης Αναγνωστάκης, Περικλής Σφυρίδης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου, Γιάννης Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης, Θανάσης Βαλτινός, Δημήτρης Μίγγας και πολλοί άλλοι κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς ο Μαρκόπουλος προσεγγίζει τους λογοτέχνες από διάφορες γωνίες φωτίζοντας κάθε φορά σημεία που επιλέγει.

Κι εκείνο, βέβαια, που είναι εξίσου ενδιαφέρον με το περιεχόμενο του βιβλίου, είναι το ύφος του ίδιου του Θανάση Μαρκόπουλου, που δουλεμένο μέσα από τον προσωπικό αγώνα του ποιητή με τις λέξεις και του κριτικού με την αντικειμενικότητα, δίνει μια απολαυστική αίσθηση λόγου στον αναγνώστη του βιβλίου.

Προσωπικά ανακάλυψα στο βιβλίο ποιητές που δεν γνώριζα, το ομολογώ, και στίχοι τους με έκαναν να τους γνωρίσω και να τους ψάξω. Γιατί αποσπάσματα όπως οι παρακάτω του Ορέστη Αλεξάκη δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο.

 

Δε σ’ απαρνήθηκα ποτέ γέρικο σπίτι
με τα βαθιά σου μυστικά με τους τριγμούς σου
με τα θαμπά εικονίσματα με το ωχρό καντήλι
και με τ’ ανάρια βήματα που σ’ ανασταίναν
…………………………………………………
 

Ματιά διεισδυτική από τον Θανάση Μαρκόπουλο,  μελέτη και γνώση χρόνων πολλών πάνω στο αντικείμενο, ευρηματικότητα στη σύλληψη και ποικιλία στην κατάθεση των επιλογών, κάνουν το τελευταίο βιβλίο του άλλη μια εξαιρετική παρουσία στον κόσμο της φιλολογικής κριτικής.

«Ένα ενδιαφέρον φιλολογικό και κριτικό καλειδοσκόπιο»
https://faretra.info/2022/07/01/vivlio-thanasis-markopoulos-i-lexi-tis-lexis-ena-endiaferon-filologiko-kai-kritiko-kaleidoskopio/
(1-7-2022)




 Βροχές Βερμίου 

(Μελάνι, Αθήνα 2022)



Δήμητρα Σμυρνή

Προσωπικό ύφος. Όπως τους ζωγράφους τους χαρακτηρίζει το προσωπικό ύφος και τους κάνει αναγνωρίσιμους σε σχέση με τους υπόλοιπους ομότεχνους, έτσι και η γραφή έχει τους δικούς της νόμους και η κατάθεση προσωπικού ύφους είναι ακόμη δυσκολότερη. Κι ο Θανάσης Μαρκόπουλος αυτό το πέτυχε αναμφίβολα, την κατάκτηση προσωπικού ύφους.

Στις Βροχές Βερμίου κάνει την ποιητική του ταυτότητα ακόμη πιο αναγνωρίσιμη από τους πρώτους κιόλας στίχους της συλλογής. Καθώς πέρασε τα γονιμότερα χρόνια του στους πρόποδες του Βερμίου, το βουνό γίνεται σημείο αναφοράς μιας πορείας προσωπικής και ποιητικής. Στους στίχους του κυλά υποδόρια το δημοτικό τραγούδι κι ο καημός της πικρής αλήθειας της θνητότητας. Κι ο αναγνώστης κάνει τον καημό του ποιητή για την αθανασία της φύσης σε σχέση με τη δική του θνητότητα και δικό του καημό. Όταν ο αναγνώστης νιώθει τον ποιητή να μιλά με τη δική του φωνή, στο πρώτο κιόλας ποίημα, όταν γίνεται η φωνή του, τότε αρχίζει να γεννιέται το κόκκινο νήμα που τους δένει, η φλέβα της ποίησης. […]

Λόγος ποιητικός λιτός, ευθύβολος, ικανότητα να κινείται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν ακροβατώντας γοητευτικά, άλλοτε τρυφερός, άλλοτε στοχαστικός, κάποτε καταγγελτικός, σηματοδοτεί έναν κόσμο, όπου ο αναγνώστης μπαίνει πάντα χωρίς να αισθάνεται πως ο ποιητής γράφει μόνο για την Ποίηση, για τους ομοτέχνους του, (όπως εκείνο το περίφημο «Η Τέχνη για την Τέχνη»), αλλά για  να σμίξει με τον αποδέκτη των στίχων του. 

«Ποιήματα της μνήμης και ποιήματα της φθοράς»
https://faretra.info/2023/03/14/thanasis-markopoulos-vroches-vermiou-poiimata-tis-mnimis-kai-poiimata-tis-fthoras/ (14-3-2023)


Χριστίνα Αργυροπούλου

Η ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου έχει πόνο, εύρος και βάθος, βλέπει πέρα από την πρώτη εικόνα, είναι «Η ποιητική της οδύνης», είναι «Η ταπείνωση του αισθήματος». Ο απαιτητικός ποιητής ομολογεί ότι σκάπτει ένδον και αναζητάει εκείνο που δεν επαρκεί ούτε η γλώσσα να το εκφράσει, καθώς οι ποιητές αναζητούν το μη λεγόμενο να ανασύρουν στην επιφάνεια, το άρρητο θέλουν να το κάμουν ρητό, που για να γίνει τέτοιο θα πρέπει να είναι κάτι ξεχωριστό, ανθρώπινο και οικουμενικό. Ο ποιητής κυνηγάει την οπτασία για να της δώσει υπόσταση: «Γυρεύω πάντα συνέχιζε μια γλυκιά οπτασία που έρχεται διαρκώς από το βάθος της μνήμης και ποτέ δε φτάνει σε μένα» (σελ. 55).

Τέλος, παρατηρούμε ότι ο ποιητής Θανάσης Μαρκόπουλος μετατρέπει την εμπειρία σε ποίηση, η μνήμη πηγαινοέρχεται στο παρόν και το απόν και η φύση σωματοποιείται. Επίσης,  αναδεικνύονται αισθήσεις και αισθήματα, αλλά και η ζωή με τον κύκλο της και ο θάνατος, μέσα από εικόνες, μνήμες και ανησυχίες. Έτσι, θέματα δύσκολα και σοβαρά γίνονται πιο απτά μέσα από την ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου, γίνονται ήχοι, εικόνες και μνήμες, στις οποίες ο αναγνώστης εμβαπτίζεται ή και ανακαλύπτει κάτι από τον εαυτό του.


Ο Θανάσης Μαρκόπουλος πάλι μας ταξίδεψε σε νέα ποιητικά δρομάκια, ατραπούς, ανωφέρειες και κατωφέρειες, με τις Βροχές Βερμίου, τις βροχές αισθήσεων και συναισθημάτων, με άρωμα μακεδονικής αύρας.

https://mandragoras-magazine.gr (27-4-2023)

        


Ιγνάτης Χουβαρδάς

Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή Βροχές Βερμίου του Θανάση Μαρκόπουλου, τα θέματα δεν αλλάζουν, σε σχέση με προηγούμενες συλλογές του ποιητή. Μια διαρκής επιστροφή προς τον γενέθλιο τόπο, η ροή του χρόνου, τα γεράματα, η ζωή στην επαρχία με τον ακίνητο χρόνο, το μούλιασμα των πραγμάτων, η φθορά των ανθρώπινων σχέσεων, o θάνατος. Από την άλλη πλευρά της ζυγαριάς η αναζήτηση της ομορφιάς, οι φίλοι, η γυναίκα, η φύση. Ο τίτλος επίσης συγγενικός με τον τίτλο Χαμηλά ποτάμια της προηγούμενης συλλογής – καθοριστική και εδώ η παρουσία του υγρού στοιχείου.

Οι αλλαγές στις Βροχές Βερμίου είναι άλλου τύπου. Έχουμε έναν ακόμα πιο ώριμο χειρισμό της γλώσσας, η κυριολεξία συνδιαλέγεται επίμονα με τη μεταφορά, σε μια ιδιαίτερη διαπίδυση, που αποτυπώνει τη ζωή: στην επιφάνεια του πραγματικού, διαχέεται μια δεύτερη πραγματικότητα, αναγκαία, μοιάζει ονειρική (ενώ κατά βάθος είναι το ίδιο πραγματική).

Το Βέρμιο ως μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο ζωές

Επίσης, μια ακόμα πιο ευδιάκριτη διαδικασία υγροποίησης. Από τα «χαμηλά ποτάμια» πηγαίνουμε τώρα στις «Βροχές Βερμίου». Η βροχή πριν γίνει νερό, είναι μια αέρια μάζα, ένα σύννεφο. Τα αιθέρια υλικά υγροποιούνται. Οι βροχές ενός συγκεκριμένου βουνού, το Βέρμιο. Μια ξεκάθαρη προσπάθεια τοπικού προσδιορισμού που είναι παράλληλα μια αναμόχλευση του ζωτικού χώρου της ύπαρξης, ο αυστηρός καθορισμός της αναλογίας ανάμεσα στην ύπαρξη (σώμα, ψυχή) και το περιβάλλον. Σε αυτήν τη συλλογή –σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό από προηγούμενες συλλογές– μια επίμονη πρόθεση χωροθέτησης σε δύο κλίμακες. Είναι η κλίμακα του χρόνου (παρόν-παρελθόν, νεότητα-γεράματα, παιδί-ενήλικας) κι η κλίμακα της απόστασης που χωρίζει το υποκείμενο από τον γενέθλιο τόπο αλλά και από μεγάλα αστικά κέντρα, μια απόσταση που διαστέλλεται και συστέλλεται αναλόγως, με βάση συγκινησιακά δεδομένα. Το βουνό του Βερμίου είναι ένα σύνορο, ένα μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο ζωές, παίρνει μια συμβολική διάσταση, πέρα από την απαρασάλευτη ύπαρξή του. Στο κέντρο του κύκλου, η επαρχιακή πόλη της ενήλικης ζωής. Οι στίχοι δίνουν νόημα σε ένα περιβάλλον εξωτερικά δυσκίνητο και τετριμμένο. Ο Μαρκόπουλος προδίδεται στα ποιήματά του, αποκαλύπτεται, γίνεται αυτός που είναι, αποδέχεται μια πραγματικότητα και στη διαδικασία αυτή αναδεικνύει κρυμμένες πλευρές, γωνίες, απαλά νοήματα που γαληνεύουν την αγωνία της ύπαρξης.

Ένα λιτό σκηνικό όπου παρελαύνουν πρόσωπα: οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, οι γυναίκες, Επίσης η φύση, διακριτική και σχεδόν ανθρωπόμορφη, άλλοτε του βουνού και του κάμπου, άλλοτε καλοκαιρινή. Απειλητικό το φάσμα του θανάτου, σε μια διαρκή διαπραγμάτευση, όπου εκ των προτέρων ο άνθρωπος μοιάζει ανίσχυρος. Υπάρχει επίσης και το χαρτί της ίδιας της ποίησης, ως καταφύγιο και κυρίως ως μειλίχιος τρόπος συμφιλίωσης με το περιβάλλον. Στη συλλογή αυτή του Μαρκόπουλου, ισχυρή εντύπωση κατέχει το ζύγισμα της φράσης, που χάνει την οποιαδήποτε πρόφαση, είναι ταπεινή και ειλικρινής, απόλυτα συνυφασμένη με την αόρατη αχλή του τόπου. Η καταφυγή σε μια άλλη υπόσταση, ονειρική, αγγίζει κάποτε τα όρια ενός παραμυθιού. Το ποίημα είναι το κλειδί για να εντρυφήσουμε σε έναν χώρο όπου όλα επαναπροσδιορίζονται, και κυρίως αυτά που πεισματικά θέλουν να αφαιρέσουν από την ανθρώπινη υπόσταση το οποιοδήποτε νόημα. Ο γενέθλιος τόπος, το βάρος του, η υπόσταση της μάνας στα γεράματα, οι φίλοι από το παρελθόν, σύντομες αναλαμπές ομορφιάς, ιστορίες καθημερινότητας που δεν είναι προβλέψιμες, αποδράσεις στη φύση του κάμπου και του βουνού (κυρίαρχες οι ροδακινιές), σύντομες εκδρομές σε καλοκαιρινές ακτές (του νομού Πιερίας κυρίως), πιο μακρινές (Σπάρτη), όλα συνθέτουν ένα μοτίβο ροής του χρόνου, στην επαρχία, σε χρόνους αργούς και ράθυμους, με τη δυσκολία πάντα συμφιλίωσης με το περιβάλλον, αλλά την επίμονη προσπάθεια να επιτευχθεί αυτό. Γιατί υπάρχει πάντα η ανοιχτή ακρόαση με τους συνανθρώπους, το κρυφό αίτημα μιας ανθρώπινης ζωής. Ένα ήπιο και μελιστάλαχτο κήρυγμα αλληλεγγύης.

Η βροχή είναι ένα δρώμενο, ταράζει τη στασιμότητα. Αργά πλάνα, χαμηλόφωνες ιστορίες, ανθρώπινες φιγούρες που διακόπτουν τη σιωπή, για λίγο. Αλλά και μια ροή, προς ένα σημείο αναφοράς (εμπόδιο και διάβαση συγχρόνως), το βουνό Βέρμιο. Επιπλέον, μια ροπή προς κάτι παραπέρα. Ένας δυνητικός χώρος, εξίσου ταπεινός, που είναι μια πηγή ομορφιάς.

Στην εποχή μας η ζωή στην επαρχία δεν διαφέρει πολύ από τη μεγαλούπολη, η τεχνολογία έχει αμβλύνει την απόσταση. Όμως δεν είναι έτσι ακριβώς. Η αίσθηση ενός αποκλεισμού εξακολουθεί να υπάρχει, η καταναγκαστική εισπνοή μιας μουντής και κάπως ανιαρής καθημερινότητας, μια ησυχία που δεν οδηγεί στην έκπληξη. Όλα αυτά βγαίνουν στα ποιήματα του Μαρκόπουλου, η φύση, η θαμπάδα, τα ακίνητα δευτερόλεπτα, το αργό σβήσιμο του θανάτου, η δύσκολη συμβίωση με τον κοινωνικό περίγυρο. Κι αυτή η αίσθηση μιας καταναγκαστικής παραμονής, την ίδια ώρα που είσαι βέβαιος ότι κάπου αλλού, σε μια άλλη πόλη, υπάρχουν δρώμενα, συμβάντα, έντονα γεγονότα. Μέσα στο βίωμα της έλλειψης και της απουσίας, η όραση και η ακοή έρχονται στιγμές που είναι σε υπερένταση, καταφέρνουν κάποτε να αποτυπώσουν καλύτερα μια έντονη κατάσταση, ψηλαφώντας στην άκρη του νήματος, νοερά, έναν ιδανικό πυρήνα γεγονότων («Όμορφες είναι οι πόλεις που τις διασχίζεις οριζοντίως και βλέπεις καθέτως τη θάλασσα. Όμορφες είναι κι εκείνες που έρπουν ως τα κύματα σαν ελαιώνες»).

Η σταθερή προσήλωσή μου στα ποιήματα του Θανάση Μαρκόπουλου έχει να κάνει με την υπενθύμιση μιας κρυμμένης στάλας τρυφερότητας από την παιδική ηλικία. Το περίεργο είναι ότι η θεματολογία του Μαρκόπουλου δεν έχει επίκεντρο την παιδική ηλικία, παρά μόνο ως διαρκής διάθεση επιστροφής στον γενέθλιο τόπο. Δεν είναι λοιπόν η θεματολογία που με οδηγεί στην παιδική ηλικία. Είναι η θέρμη της φωνής. Το παιδί βρίσκεται στη στοργή που αποκομίζει ο αναγνώστης από αυτήν τη φωνή. Κι εδώ το ζεστό ψωμί που γεύεται το παιδί, βρίσκεται από την αντίπερα όχθη, από την αποδοχή και τη δυσκολία της ηλικίας που προχωρά, την έγνοια για τον ηλικιωμένο συγγενή, την ατελέσφορη προσπάθεια συμφιλίωσης με τον θάνατο.

 Η ποίηση είναι πάνω από όλα μια επαναστατική μπροσούρα ελευθερίας.

 Αν δεις τα ποιήματα από μακριά, σαν σύνολο, τότε υποψιάζεσαι πως το βιβλίο του Μαρκόπουλου θα μπορούσε να ιδωθεί σαν ένα ανθολόγιο τοπογραφικών δεδομένων. Θέλω να πω πως οι στίχοι σε κάθε ποίημα, με τον τρόπο τους, ορίζουν ένα σημείο κι έναν τόπο κι ένα ρευστό υλικό εντυπώσεων και συναισθημάτων. Έχουμε την υγροποίηση ανθρώπινων χνώτων-λέξεων-βλεμμάτων, την υπόγεια προσωποποίηση της φύσης (μακρινοί απόηχοι από δημοτικό τραγούδι), την αποδελτίωση της ροής του χρόνου, την προσπάθεια καταγραφής του θανάτου. Διαβάζοντας τη συλλογή, προσπαθώντας να υποψιαστώ τη μυστική πνοή που διανθίζει αυτά τα ποιήματα, συνέλαβα τον εαυτό μου να ψάχνει να μάθει την ποικιλία τοπογραφικών οργάνων. Ο αναγνώστης εμπνέεται με τον δικό του τρόπο από τα ποιήματα και δικαιούται να αυτενεργήσει κατά τον τρόπο που θέλει. Η ποίηση είναι πάνω από όλα μια επαναστατική μπροσούρα ελευθερίας.

Ανάγλυφα γεωγραφικά δεδομένα

Στον χάρτη του Θανάση Μαρκόπουλου (ένας διαφορετικός τύπος βιογραφικού), τα γεωγραφικά δεδομένα είναι ανάγλυφα από τις πεδιάδες, τα βουνά, τα ποτάμια και τις λίμνες – αλλά και από τις ψυχικές διεργασίες. Ας μου επιτραπεί να επιστρατεύσω, κάπως αυθαίρετα, ένα παράδειγμα τοπογραφικού εργαλείου. Είναι η αεροστάθμη που χρησιμοποιείται για την οριζοντίωση επιπέδων, και βασίζεται στη μηχανική των ρευστών, όπου στο ανώτερο στρώμα είναι ο αέρας κι ύστερα κατά σειρά πηγαίνουμε από τα ελαφρότερα υγρά στοιχεία στα βαρύτερα, ανάλογα με το ειδικό βάρος τους. Οι εικόνες όπως το ασάλευτο βουνό (σηματωρός του χρόνου), οι ροδακινιές, οι πικροδάφνες, οι ακτές, θα μπορούσαν να νοηθούν σαν τα ελαφρότερα στοιχεία του αέρα που κατακάθονται βρόχινα στο υψηλότερο στρώμα του υποσυνείδητου.

Κι ακολουθούν έπειτα πιο συμπαγή ρευστά υλικά: ο γενέθλιος τόπος με το αχνό περίγραμμα ενός χωριού, η μορφή της γερασμένης μάνας και του γιου που την προσέχει, η αναδρομή σε ένα βαθύ παρελθόν με τα σημάδια στην παλάμη από τη χειραψία με τη μάνα. Σε άλλο στρώμα οι φίλοι, κυρίως εκείνοι από το παρελθόν, σταθερό σημείο αναφοράς και όργανο προσανατολισμού στον εκάστοτε τόπο. Έπειτα (σε πιο ανοιχτό χρώμα, πιο ζωντανό) η ομορφιά, η κοπέλα, η γυναίκα, η έλξη και η γοητεία. Επίσης η διάθεση μιας μικρής εκδρομής και απόδρασης. Άλλο στρώμα, σκοτεινό αυτήν τη φορά, ο φόβος του θανάτου, μια επίμονη προσπάθεια διαπραγμάτευσης και ατελέσφορης συμφιλίωσης με αυτόν∙ μια υπαρξιακή αγωνία μπροστά στο φάσμα του θανάτου. Υπάρχουν επίσης ιστορίες-στιγμιότυπα, με μια διάθεση υπέρβασης του πραγματικού, όπως εκείνη που μοιάζει με παραμύθι («37 Αυγούστου»), με πρωταγωνιστές παιδιά και μια ηλικιωμένη που ξαναγίνεται παιδί. Κάθε ρευστό υλικό σε αυτήν τη διαστρωμάτωση έχει άλλη σύσταση. Πολλές φορές η μία ρευστότητα έρχεται σε αντίθεση με την άλλη, προκειμένου να διασφαλιστεί το ζύγι. Η ομορφιά και η θαλπωρή προσπαθούν να αντιπαρατεθούν στη ροή του χρόνου, στο βάρος των γηρατειών, στον σπαραγμό του θανάτου.

Ένα άλλο τοπογραφικό εργαλείο που επιστρατεύω, εξίσου αυθαίρετα, είναι ο θεοδόλιχος, που διαθέτει τηλεσκόπιο, με πρίσματα και μεγεθυντικούς φακούς, ανακλά τα είδωλα χωρίς διαθλάσεις και παραμορφώσεις. Κι αυτό το όργανο δεν θα μπορούσε να υπάρχει σε αυτήν τη συλλογή; Ο φακός στην ποιητική συλλογή δεν είναι κινηματογραφικός, είναι τηλεσκοπικός, επιζητώντας ένα ακριβές περίγραμμα, με φίλτρα, άλλα ρεαλιστικά και άλλα ονειρικά. Ο συνδυασμός τους επιτυγχάνει το καθαρό αποτύπωμα μέσα στο χρόνο, στο ασφυκτικό πολλές φορές περιβάλλον της επαρχίας. Υπάρχει ένας τοπογραφικός όρος: «θεοδόλιχος διαβάσεων». Είναι ένας όρος πολύ ταιριαστός με αυτά τα ποιήματα. Ο θεοδόλιχος χρησιμοποιείται για την καταμέτρηση γωνιών. Κι εδώ κάτι ανάλογο γίνεται, φωτίζονται οι γωνίες του χώρου, σε σχέση με την ατομική ύπαρξη.

Σε αυτήν τη διαστρωμάτωση, υπάρχει και κάτι κρυφό, ένα μυστικό ποίημα – σε αναλογία με την κοινή διαπίστωση πως κάθε σπίτι κρύβει κι ένα μυστικό. Εδώ το κρυφό ποίημα έχει μια δική του αφετηρία, που δεν είναι εύκολο να προσδιορίσεις. Είναι αυτόνομο, μοναχικό, αταίριαστο με τα υπόλοιπα, μοιάζει με μικρόβιο απειλητικό ή με βόμβα που απειλεί συθέμελα ολόκληρη την καθημερινότητα. Ο Ιωάννου έχει γράψει ένα καταπληκτικό διήγημα με τον τίτλο «Επιτάφιος θρήνος» κι ο Θανάσης Μαρκόπουλος με τη σειρά του γράφει το ποίημα «Επιτάφιος έρως». Η ανάλυση του ποιήματος περισσεύει. Γιατί ερμηνεύοντας το ποίημα, χάνουμε την ισχυρή εντύπωση ενός ερωτισμού με εύφλεκτα υλικά όπου το ιερό συμπλέει με τη μεσογειακή φύση, με την κοριτσίστικη αγνότητα, με τη θηλυκότητα, με την ίδια τη σαρκική έλξη και απόλαυση. Όλα μαζί:

            Τίποτα δε ζήλεψα περισσότερο από Κείνον/ όσο τη στιγμή που καθώς ακάλυπτος/ κείτεται στον ανθισμένο κάμπο/               φρέσκες κοπέλες και ώριμες γυναίκες του έρωτα/ σκύβουν και τον ασπάζονται ευλαβικά/ ενώ τα μυρωμένα μαλλιά                τους/ φύκια και θωπεύουν το γυμνό του σώμα


«Ένα ανθολόγιο τοπογραφικών δεδομένων»
https://bookpress.gr/kritikes/poiisi/17646-vroxes-vermiou-tou-thanasi-markopoulou-kritiki-ena-anthologio-topografikon-dedomenon?fbclid = 
IwAR1vjYpMbwA3hzFROntABP3xCS6Dc63C4KRQ5MqEY0AGct5uueUiQ_60ZZs  (16-5-2023)




Θεοδόσης Πυλαρινός 

Θα βρεθούμε ξανά όταν όλα θα έχουν περάσει

Απολογισμός πεπραγμένων; Νοσταλγική αναπόληση μιας διαδρομής στο τελείωμά της; Κατάθεση βιωμάτων εκ βάθους καρδίας; Μελέτη της απώλειας, κατά πρόσωπο με την πικρή αλήθεια; Θλιμμένη ματιά στα χρώματα του δειλινού; Παράπονα για τον απατηλό χρόνο; Ποιητικά φλας μπακ διαλόγων με τους νεκρούς;

Μεμονωμένο το κάθε ερώτημα δεν αρκεί να αποδώσει το μεστό περιεχόμενο της συλλογής του Θανάση Μαρκόπουλου, τις Βροχές Βερμίου, που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 2022. Ως σύνθεση, ωστόσο, όλα τα ερωτήματα δίνουν πολύμορφα την αντιφατική αίσθηση του προβληματισμένου ανθρώπου για το νόημα της ύπαρξης, τη σύζευξη της πίκρας με τη γλύκα της ζωής, της αμεριμνησίας με τη σύνεση, της βεβαιότητας με την ανασφάλεια. Και πίσω από αυτά κυλά αργόσυρτα, σαν ταινία κινηματογράφου του Αγγελόπουλου, πολύ διακριτικά, θλιμμένα αλλά όχι απαισιόδοξα, το μεγάλο ταξίδι του ποιητή και μαζί μ’ αυτό αχνοφαίνεται το τέρμα της περιπέτειας όλων μας.

Λόγια απλά, σταράτες κουβέντες, χωρίς απλουστεύσεις και κενά, αλλά με το αφοπλιστικό μεγαλείο της απλότητας ο Θανάσης Μαρκόπουλος, με κέντρο τη δική του ζωή –αυτήν αφηγείται υπαρξιακά, και σε κάποιες στιγμές εμφανώς αυτοβιογραφικά– δίνει το απόσταγμα, τη ματαιοπονία, την παροδικότητα και τη μεγάλη λύπη του λογικού όντος, που αρνείται να συμβιβαστεί με ό,τι ονομάζεται απώλεια, στην έσχατη κατεξοχήν μορφή της, τον θάνατο. Περιγράφει αυτό που η φύση νομοτελειακά ορίζει· την ανηλεή απάντησή της. «Δε θέλω την απάντηση», γράφει, «Την ήξερα την ξέρω από το πρώτο κλάμα μου/ Όμως γιατί κάθε τόσο επανέρχεται σαν τύψη/ και στιγμή δε μ’ αφήνει να γαληνέψω κι εγώ/ σαν κουρασμένη θάλασσα» («Το δίλημμα»).

Βρέχει στο Βέρμιο, βρέχει στην Κοζάνη και τη Βέροια, και η βροχή απλώνεται παντού· ψιλόβροχο προσώρας νοτίζει τις ψυχές μας και υγρασιάζει τις μνήμες μας. Σκουραίνει το χρώμα του Αλιάκμονα, όταν οι σταγόνες χοντραίνουν, μεταδίδει στις καρδιές μας την αγιάτρευτη λύπη για τη μαυρίλα που στεφανώνει –στέφανος εξ ακανθών– τη ζωή μας.

Το ποίημα «Το βουνό», πρώτο της συλλογής, προοιωνίζεται το κεντρικό μήνυμά της, τη θνητότητα του ανθρώπου και τη σχετικότητα, αν όχι τη μηδαμινότητα του χρόνου· το πέρασμά μας στο Αλλού, εμφατικά δοσμένο με την τριπλή επανάληψη του ρήματος «πέρασαν»:


Πέρασαν μέρες πέρασαν

νύχτες πέρασαν άνθρωποι

κι άνθρωποι

κάτω απ’ τον ίσκιο του

 

Κι αυτό εκεί

βουβό κι ασάλευτο

απόμακρο πάντα

αθάνατο

 Ο ποιητής παρουσιάζει πολλαπλά τη διαπόρθμευση αυτή, με σκηνές και πράξεις προσαρμοσμένες στην εποχή μας, με συναισθήματα, ανθρώπινα πάθη και καταγραφή ψευδαισθήσεων, εστιάζοντας στην πολύπτυχη καθημερινότητα ή υποσημαίνοντας με την ανησυχία του απλού ανθρώπου το τέλος, και το εξορκίζει. «Μνήμα σαν τη μνήμη δεν υπάρχει άλλο» («Λόγος υπέρ ολοκαυτώματος»), θα γράψει, πολύ ανθρώπινα, παρηγορητικά.

Αλλού βλέπει τη ζωή σαν αγώνα με συνεχείς παρατάσεις, καταγγελία για την αδικία της φύσης που, άτεγκτη, δεν τηρεί τη χρονική σειρά στις επιλογές της: «Αν και το φωτεινό κορίτσι/ δεν ανηφόρισε εφέτος/ στον ουρανό μας/ οι ροδακινιές στον κάμπο/ άναψαν και πάλι// Οι αναίσθητες» («Απουσίες: Οι ροδακινιές»).

Αλλού περιμένει το θαύμα, που «πάντα μας βρίσκει απροετοίμαστους»· άλλοτε, κριτήριο της παρουσίας μας είναι οι έρωτές μας, φρούδες στιγμές της τρωτής αθανασίας μας, για τους οποίους διερωτάται «Πού να χωρέσουν τόσοι έρωτες/ σ’ ένα σεντόνι» («Το σεντόνι»). Ο «Επιτάφιος έρως», μια σύνθεση του παροδικού με το αιώνιο, εξισώνει τον έρωτα με τον θάνατο, σε μια (εξ)αιρετική έκφανση της Ορθοδοξίας: «Τίποτα δε ζήλεψα περισσότερο από Κείνον/ όσο τη στιγμή που καθώς ακάλυπτος/ κείτεται στον ανθισμένο κάμπο/ φρέσκες κοπέλες και ώριμες γυναίκες του έρωτα/ σκύβουν και τον ασπάζονται ευλαβικά/ ενώ τα μυρωμένα μαλλιά τους/ φύκια και θωπεύουν το γυμνό του σώμα»

Σε άλλα ποιήματα, η νοσταλγία επιμένει στην ευλαβική διατήρηση του πεπερασμένου – άλλη παραμυθία αυτή, άλλη αντίφαση, ψευδαίσθηση ενδεδυμένη με αλήθεια: «Πάψε επιτέλους να ξοδεύεσαι/ σε μια οπτασία απρόσιτη/ φεγγάρι στη λίμνη/ Σώμα που κατηφόρισε δεν επιστρέφει // Ωραία λοιπόν να πάψω/ Όμως ο ίσκιος του γιατί μένει πίσω/ σκυλί που γαβγίζει/ και στιγμή δε μ’ αφήνει μάτι να κλείσω» («Σώμα φθινόπωρο»). Αλλού, πάλι, το σώμα αποκαλύπτει τη φθορά, προδίδει την έξοδο. Και αλλού, τα αμέριμνα χρόνια τα παιδικά και τα ερωτικά της νιότης έρχονται να διασκεδάσουν –μάταια αλλά παραδόξως ανακουφιστικά– τις μαύρες σκέψεις του ή στη συμβίωση με τους άλλους δικαιώνει και ασφαλίζει τη δική του ύπαρξη: «Άνοιξη του ενός άνοιξη κανενός είπα/ κι ένα σμάρι πουλιά φτερούγισαν/ μέσ’ από το κεφάλι μου» («Ο κλέφτης του ήλιου»). Σε διάφορα ποιήματα, στο πλαίσιο της σημερινής παθογένειας, καταδικάζει την ανάλωση της ζωής σε φτηνές απολαύσεις, σε ανούσιες απολαβές και κατακρίνει τη φτηνή ματαιοδοξία («Οι επίγονοι»): «Είχα ακούσει τόσα για τους Σπαρτιάτες/ που δεν μπορεί έλεγα/ δεν μπορεί οι επίγονοι να είναι σαν κι εμάς// Τι απογοήτευση// Παίρνω τους δρόμους τις πλατείες/ και περιέργως προσέχω μονάχα τις γυναίκες/ Πουθενά η ωραία Ελένη/ Ένα φουστάνι αδειανό μονάχα/ ανεμίζει σε κάθε μπαλκόνι// Τι να περιμένεις σκέφτομαι από μια πόλη/ που δίνει στα ξενοδοχεία της το όνομα/ ενός ηττημένου συζύγου.

Και η ποίηση έχει το μερίδιο που της αναλογεί, στην περιπλάνησή του. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος την θέλει αυθεντική – σαφής ο υπαινιγμός του εγκλιματισμού της στις συμβάσεις και σαφέστερη η εντολή προς εαυτόν («Η ποιητική της οδύνης»): «Οι στίχοι του καιρού σας δε μυρίζουν μπαρούτι αποφαί- νεται ο γνωστός στραβοκάνης και βγάζει απ’ το σακάκι εκείνο το περίστροφο που κάπνιζε ακόμα// Πάρ’ το λέει κι απάνω σ’ αυτό να κοιμάσαι αν θέλεις να γράφεις/ Προς στιγμήν διστάζω/ Πάρ’ το επιμένει και δε θα μετανιώσεις.

Αυθεντική, όντως, η ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου, γήινη, σωματική, με ορμές και πάθη. Τη διακρίνει, συνάμα, η γνήσια ευαισθησία του σκεπτόμενου ανθρώπου, που αγωνιά για την είσοδο στο απρόσιτο· της λαϊκής ψυχής που δεν χάνει τον δρόμο του προορισμού της, όσο κι αν λοξοδρομεί, για να τον αποφύγει. Ψιλοβρέχει και τώρα στο Βέρμιο…         

Εφ. Η Αυγή της Κυριακής-Αναγνώσεις (21-5-2023)=
https://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2023/05/blog-post_290.html?fbclid= IwAR0cXEU7LORw2bxaAoUspKqn62R_SeuqYdTmXBeQVwKQFZSl-CD49V0tz2U (21-5-2023)




Λίνα Φυτιλή


Διαβάζοντας το ποιητικό βιβλίο του Θανάση Μαρκόπουλου, Βροχές Βερμίου, που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2022 από τις εκδόσεις Μελάνι, αισθάνεται κανείς ότι τα τοπία αποκτούν φωνή, υπόσταση, πρόσωπο, μια μορφή αθανασίας. Αυτή η πρωταρχική αίσθηση υποφώσκει σε όλη την συλλογή, κυρίως μέσα από την ένταση των ζωντανών εικόνων, που ο ποιητής δημιουργεί. Ο τόπος γίνεται σημείο αναφοράς, μία μορφή ταυτότητας που καθορίζει τη γραφή. Η μνήμη λειτουργεί σαν μια ανάγκη επανόρθωσης του κόσμου, σαν μια διαδικασία να ενταφιαστεί ό, τι είναι οδυνηρό ή κουβαλάει ασχήμια.                                                                                                                                                                      

Άλλωστε ολάνοιχτος εσύ και βλέπεις             

 σαν τη μνήμη δεν υπάρχει άλλο            

 Ο θάνατος παραμονεύει, όπως η φθορά αλλά και το θαύμα της ζωής. Όλα σ’ αυτόν τον κόσμο μοιάζει να μας βρίσκουν απροετοίμαστους. Ο Μαρκόπουλος, πιστός στην ποιητική του τοπίου, με τα ποιήματά του, κατασκευάζει πότε μικρές πότε μεγαλύτερες ιστορίες, λιτές, καίριες, αιχμηρές, ευθύβολες.


Φεύγει δαγκωμένο φεγγάρι

κι αφήνει πίσω του

αιμόφυρτη τη συνήθεια

Ο λόγος του είναι λιτός, αφαιρετικός, πυκνός και ξεδιπλώνεται αβίαστα. Στη θεματική του βιβλίου κυριαρχεί  άλλοτε η νοσταλγία,  πρόσωπα και γεγονότα της καθημερινής ζωής, ενώ άλλες φορές, ο ποιητής αναφέρεται στην απουσία, στην τύψη, στο φόβο, στη φιλία, στο γήρας, στο θάνατο, στην ανάγκη έκφρασης μέσα από τη γλώσσα. «Ο ποιητής», γράφει ότι βρίσκεται, «όπου το πόδι του εκεί κι ο γκρεμός».

Η ποίησή του φαίνεται ότι κουβαλάει κάτι από την αύρα των δημοτικών τραγουδιών, αλλά με μια ευρύτητα, που αγγίζει τη σύγχρονη ζωή. Σε κάποια σημεία, η γραφή του συνομιλεί με ποιητές, όπως ο Μιχάλης Γκανάς, ο Χρίστος Μπράβος, που επίσης εστιάζουν στις εικόνες, στη ζωτική σχέση ανθρώπου-τόπου αλλά και στα σημεία των καιρών, στην εσωτερική οδύνη του ανθρώπου, που πασχίζει να βρει τρόπο έκφρασης.

 

Οι στίχοι του καιρού σας δε μυρίζουν μπαρούτι αποφαίνεται ο γνωστός      στραβοκάνης και βγάζει απ’ το σακάκι  εκείνο το περίστροφο που κάπνιζε ακόμα

 

Πάρ’ το λέει κι απάνω σ’ αυτό να κοιμάσαι αν θέλεις να γράφεις

Προς στιγμήν διστάζω

Πάρ’ το επιμένει και δε θα μετανιώσεις

Ο ποιητής, μέσα από την εμπειρία του, καταθέτει ποιήματα που περιγράφουν το ρήμαγμα, τη φθορά, διλήμματα που θέτει ο χρόνος, κακέκτυπα που αντικαθιστούν «τη ρωγμή στη φωνή», απουσίες που επιβάλλονται απότομα. Έτσι οι άνθρωποι που μας λείπουν, γίνονται βλέμματα χαμένα από το τοπίο. Αλλά και πάλι, η ζωή συνεχίζεται, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.

 

Αν και το φωτεινό κορίτσι

δεν ανηφόρισε εφέτος

στον ουρανό μας

οι ροδακινιές στον κάμπο

άναψαν και πάλι

 

Οι αναίσθητες

Στη συλλογή αυτή, οι στίχοι θυμίζουν τον ήχο της βροχής καθώς πέφτει, υπόκωφα και διαβρωτικά, ανάμεσα σε αγριόχορτα, ατίθασα κλωνάρια και ρημαγμένα σπίτια, ανάμεσα σε μέρες και νύχτες αμίλητες, δίπλα σε στενορύμια, πλαγιές κι ασάλευτα βουνά. Κι όσο το τοπίο βαθαίνει κι οι σταγόνες της βροχής δυναμώνουν, τα ποιήματα του Μαρκόπουλου αντηχούν σαν κύματα που έρπουν, λες κι ακολουθούν «σκιές δίχως σώμα».

«Γαίαν έχοι ελαφράν»


Γιάννης Στρούμπας 

Ποτισμένος από την υγρασία των αναμνήσεων, ο γενέθλιος τόπος ανακαλεί σκηνές της παιδικής ηλικίας στην ποιητική συλλογή Βροχές Βερμίου του Θανάση Μαρκόπουλου, κι επιχειρεί να αναμετρηθεί με τον θάνατο αλλά και κάθε αντιξοότητα. Οι βροχές της ιδιαίτερης πατρίδας, στην έντονή τους εκδήλωση, άλλοτε προσπερνιούνται από τους ήρωες, οι οποίοι δεν επιτρέπουν σε αυτές να τους κάμψουν («μια βροχή χαρμόσυνη γκρεμίζεται στα μαλλιά της»), άλλοτε προβληματίζουν κι απειλούν («ο πατέρας πενήντα χρόνια πριν συνήψε σύμβαση με τη βροχή προκειμένου αδιάβροχος ο αναπάντεχος σημαιοφόρος να μην απολέσει την πενθήμερη του σχολείου» – ποίημα «Η ώριμη ηλικία της αφέλειας»)· σε κάθε περίπτωση, συνδέονται με τις απόπειρες των γονέων να αποτρέψουν ανεπιθύμητες καταστάσεις για τα παιδιά τους. Η έγνοια αυτή νοτίζει τις ψυχές με καλοσύνη, αν και η αμηχανία δυσάρεστων αποκαλύψεων στην ωριμότητα, που αποδεικνύει την αφέλειά της, πάντα καραδοκεί. Όταν όμως, αντίστροφα, η αφέλεια μετασχηματίζεται, έστω άθελά της, σε ωριμότητα, όπως στην περίπτωση που η «ευπαθής κυρία» χαρακτηρίζεται από τον μικρό ήρωα, στην παιδικότητά του, «κοριτσάκι», το τοπίο αποκτά ονειρικές προοπτικές, πλημμυρίζοντας από φεγγάρια και νεράιδες.

Ο Μαρκόπουλος εντοπίζει στις ρίζες, τόσο του τόπου όσο και του χρόνου, ευεργετικές λειτουργίες. Γνωρίζει όμως καλά ότι οι καταστάσεις δεν είναι μονοσήμαντες, ότι μπορεί να εμπεριέχουν ταυτόχρονα φορτίσεις θετικές κι αρνητικές. Ήδη από το ξεκίνημα της συλλογής η επίγνωση αυτή προσκομίζεται με την εφαρμογή της στο κατεξοχήν φιλικό περιβάλλον του ποιητή, το φυσικό: «Πώς γίνεται να περάσεις δάσος/ χωρίς έναν λύκο κακό». Στο ευεργετικό δάσος απαντάται κι ο κακός λύκος, ενώ οι όροι του Μαρκόπουλου ανάγονται οπωσδήποτε και σε σύμβολα, καθώς το δάσος ταυτίζεται με την ανθρώπινη ζωή, ο δε λύκος με τις δυσκολίες αυτής. Το έμπειρο ζωής ποιητικό υποκείμενο διαχειρίζεται τις επώδυνες καταστάσεις με ηπιότητα, με νηφάλια συγκαταβατικότητα, με την κατασταλαγμένη στοχαστικότητα που έχει συνειδητοποιήσει ότι η αποφυγή των αντιξοοτήτων δεν είναι πάντα δυνατή. Η δυσάρεστη διαπίστωση, στο πλαίσιο της γαλήνιας της διαχείρισης, οδηγεί στην ειρωνεία, στην αποσυμπιεστική πικρή παιγνιώδη διάθεση των ομοιοτέλευτων σε [o] στο ποίημα «Η μπαλάντα του ο», όπου στη σειρά το «κακό», το «εγκεφαλικό», το «καρδιακό», το «καρκινικό» συναντούν το «εγώ» στη μελαγχολική διαπίστωση της συχνής εμφάνισης δεινών στη ζωή, τα οποία θα ’ταν μάλλον αδύνατο να απουσιάζουν: «Είπα κι εγώ», σε σχήμα μάλιστα κύκλου κι επανάληψης, δηλωτικό της αρνητικής διαιώνισης. Εξίσου σκωπτικός ο Μαρκόπουλος συνταιριάζει τις συζητήσεις των μανάδων στα γενέθλια για «ενδιαφέρουσες» μαγειρικές συνταγές (ποίημα «Μαμάδες γενεθλίων») με το σχόλιο ότι τα παιδιά εντέλει, παρά τη διατροφική περιποίηση που απολαμβάνουν, μεγαλώνοντας δεν γίνονται καλύτερα από τους ενήλικες: «[…] να τρώνε τα παιδιά/ να μεγαλώσουν/ να γίνουν κι αυτά σαν κι εμάς». Άλλωστε η αγριότητα τα χαρακτηρίζει συχνά ήδη από την παιδική ηλικία: «Πάντα από πέτρα ήταν τα παιδιά».

Η κυκλική επαναφορά των καταστάσεων, όπως γίνεται αντιληπτή από τον Μαρκόπουλο στη διαιώνιση των δεινών, φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις να εναλλάσσεται με μία γραμμική εξέλιξη χωρίς επιστροφή: «νύχτα που καίγεται δεν επανέρχεται», «μήλο που πέφτει δεν επιστρέφει», «Σώμα που κατηφόρισε δεν επιστρέφει». Ακόμη όμως κι όταν η ευθύγραμμη πορεία μοιάζει να οδηγεί στην οριστική έξοδο του θανάτου, ο κύκλος επανέρχεται διά της μνήμης. Η αποφασιστικότητα του ποιητικού ήρωα να προσπεράσει τον θάνατο αντικαθιστώντας το μνήμα με την καύση του νεκρού, προσλαμβάνει έναν παραπλανητικό κυνισμό, διερχόμενο μάλιστα από την ανατριχίλα της ολέθριας έκπληξης με τη διαφαινόμενη θέση «υπέρ ολοκαυτώματος», που παραπέμπει αυτόματα στη βαρβαρότητα ιστορικών γενοκτονιών. Δεν πρόκειται ωστόσο διόλου περί τούτου παρά για την καύση του νεκρού. Η επιλογή της καύσης παρακάμπτει τη φροντίδα του μνήματος, θυσιάζοντάς την στις υποχρεώσεις της σύγχρονης ζωής και την έλλειψη χρόνου. Η ανάμνηση του νεκρού ωστόσο δεν απωθείται τελικά, καθώς η ενεργοποιημένη μνήμη είναι εκείνη που τη συντηρεί περισσότερο από κάθε μνήμα-μνημείο: «Κάλλιο λαμπάδιασμα λοιπόν/ μια χούφτα στάχτη σκόρπισμα/ και είσαι παντού και πουθενά», καθώς «Μνήμα σαν τη μνήμη δεν υπάρχει άλλο», με τη σφραγίδα μάλιστα του αποφθέγματος.

Ο Μαρκόπουλος, υποδεικνύοντας ως λύση τη μνήμη, δρομολογεί, με το δίπολο έρωτα-θανάτου, και παρά τον μεταξύ τους ασφυκτικό συχνά εναγκαλισμό, την αποσύνδεση της ζωής από τον θάνατο. Ο έρωτας λοιπόν παρουσιάζεται μεν από τον ποιητή θανατερός· το στίγμα του είναι στάχτες κι αποκαΐδια: «Τινάζει το σεντόνι/ και πέφτουνε στάχτες/ […] Πού να χωρέσουν τόσοι έρωτες/ σ’ ένα σεντόνι»· μάλιστα ο Μαρκόπουλος του επισυνάπτει και το επίθετο «επιτάφιος» (ποίημα «Επιτάφιος έρως»), προσδίδοντάς του θρησκευτική διάσταση· όμως κάθε σταύρωση ακολουθείται από την ανάσταση. Κι αν η ανάσταση δεν αποδειχτεί σαρκική, συντελείται ωστόσο διά της μνήμης, η οποία περιποιεί τιμή στους αποδημήσαντες και ακυρώνει τη λήθη.

Όσο πάντως διαρκεί η ζωή, το φυσικό τοπίο προβάλλεται από τον Μαρκόπουλο ως ένας από τους βασικότερους παράγοντες άνθισης: «ανάλαφρος χάνομαι στα δάση» και «σαν άλλοτε ανθίζω». Παράλληλα, αντιπαραβάλλεται στο αστικό τοπίο και στον «πολιτισμό», που λειτουργούν ως καταστολείς της ψυχικής υγείας και της ελεύθερης σκέψης ή ως συντηρητές των συμβάσεων: «Να και μια μέρα σφυρίζω στον άνεμο/ χωρίς ένα δράμι πολιτισμού/ μες στο κεφάλι μου». Ο ποιητής δεν αρνείται ωστόσο τη δυνατότητα στον πολιτισμό και στο αστικό τοπίο να συναντήσουν την ομορφιά· χρειάζεται απλώς να κατευθυνθούν προς τη φύση, καθώς όμορφες είναι οι πόλεις «που έρπουν ως τα κύματα/ σαν ελαιώνες».

Η άνθιση συμπορεύεται επίσης με την άνοιξη. Το αλαβάστρινο «Κορίτσι στο μπαλκόνι» (ομότιτλο ποίημα) συνοδεύεται από την άνοιξη: «Πίσω της επέρχεται η άνοιξη/ εκπυρσοκροτώντας». Η σφριγηλή βέβαια άνοιξη προϋποθέτει τη συντροφικότητα και τη συλλογικότητα, καθώς «Άνοιξη του ενός άνοιξη κανενός είπα». Οι εποχές, στη διαδοχή τους, αντικατοπτρίζουν την επενέργεια του χρόνου στις ανθρώπινες διαθέσεις. Ο ποιητικός ήρωας, που δεν χαμογελά στη φωτογραφία, διαισθάνεται πίσω από τον φωτογραφικό φακό τη «σκοτεινή σκανδάλη» του χρόνου, βιώνοντας έναν χειμώνα: «στο βλέμμα τους/ παραλίες του θέρους/ και μονάχα εκείνος βαστούσε/ την παγωνιά του χειμώνα». Το φθινόπωρο πάλι, βαθύ και άστατο, ως προσδιορισμός του σώματος («Βαθαίνει το φθινόπωρο σώμα σου») αντιστοιχεί στην ερμητικότητά του.

Η παιδικότητα, η συλλογικότητα, η φύση, ο έρωτας, ο γενέθλιος τόπος, που θα μπορούσαν να συνοψίζονται και σε στίχους όπως ο «Οι φίλοι είναι η νιότη μου», βρίσκουν το αντίστροφό τους στη λειτουργία της πολιτικής. Στο αμεσότερα πολιτικό της συλλογής ποίημα «Το κούτσουρο», ο Μαρκόπουλος αναπαριστά ένα σύστημα που κόβει από τον άνθρωπο σταδιακά τα μέλη του ώστε να μην εκφράζεται κι αντιδρά, μέχρι που απομένει ένα αναλώσιμο κούτσουρο: «Περικόπτουμε λοιπόν τελευταίο το κεφάλι κι έπειτα ρίχνουμε το κούτσουρο στο τζάκι έτσι που επιτέλους να πειστούν οι αγορές και να μας δανείσουν λίγη από τη ζέστη μας». Αντίδοτο σ’ όλες τις στάχτες επιμένει να ’ναι η ποίηση, αρκεί οι στίχοι να «μυρίζουν μπαρούτι». Η «Ομολογία πίστεως» δεν είναι παρά πίστη στην ποίηση, σε «μια γλυκιά οπτασία που έρχεται διαρκώς από το βάθος της μνήμης και ποτέ δεν φτάνει» στον ποιητή. Επαναφέροντας, κατά συνέπεια, τη συνύπαρξη του καλού με το κακό, καθίσταται κατανοητό γιατί ο Μαρκόπουλος θεωρεί πως «εντέλει να με βρουν κρεμασμένο ενδέχεται στον τελευταίο στίχο μου».

Οι σύνθετες διεργασίες που επιτελούνται στη συλλογή αποτυπώνονται χαρακτηριστικά και στις πολυσημίες της. Η εικόνα της κατάρρευσης στο ποίημα «Η μέρα του ασβέστη», η οποία αφορά τόσο τον ανθρώπινο θάνατο όσο και τον ψυχικό μαρασμό, συνδυάζει την ψυχική κατάρρευση με τη σωματική του θανάτου αλλά και τη γενικότερη υλική, όπως υπονοείται στην αποσύνθεση του χώρου. Έτσι, η «ταπείνωση των ερειπίων» συμπεριλαμβάνει τα ψυχικά ερείπια σε ανθρώπους-ράκη αλλά και τα υλικά ερείπια του σπιτιού, όπως προκύπτει από τις αναφορές στο «κατώφλι» και τον «ασβέστη», έναν ασβέστη άσβηστο, που σβήνει ωστόσο μαζί με τον άνθρωπο: «κι εσύ θα σβήνεις σαν τον ασβέστη». Οι εικόνες του Μαρκόπουλου είναι γενικότερα παραστατικές, από το «μόλις χαμόγελο» που σχηματοποιείται σαν «αυγή που οσμίζεται ήλιο» και την ερωτική υγρασία του κρεβατιού που μετατρέπεται σε λίμνη με νούφαρα («Μια λίμνη τώρα γύρω τους/ και νούφαρα τα πεταμένα ρούχα»), μέχρι το δροσερό κορίτσι, στα πόδια του οποίου «τα κύματα σκόρπιζαν μαργαρίτες», ενώ «τρέχανε ζαρκάδια στη χλόη των ματιών» του. Υποστηρίζονται επίσης από ευφάνταστες παρομοιώσεις, όπως στους στίχους «Μου λείπεις/ όπως ο ουρανός απ’ το γεράκι/ ο φόνος απ’ τη συγχώρεση/ απ’ το νερό η δίψα».

Οι αντιθέσεις του Μαρκόπουλου δεν συμβάλλουν μόνο στις πολυσημίες του αλλά λειτουργούν και αυτόνομα. Οι θάνατοι που βαραίνουν τη ζωή της γιαγιάς παρατάσσονται για να αναδείξουν αντιθετικά τον φόβο της όχι για τον ίδιο τον θάνατο παρά για το χώμα που καταπλακώνει τον νεκρό («Τόσο χώμα απάνω σου έλεγε/ τόσο χώμα»). Η ψυχική τούτη διάθεση βρίσκεται σε αντίθεση και με την προτασσόμενη ως μότο στο ίδιο ποίημα («Το χώμα φοβόταν») ευχή «Γαίαν έχοι ελαφράν», στο ανεκπλήρωτο της οποίας ενεργοποιείται και η ειρωνεία. Η ειρωνεία επιστρατεύεται και για δρώμενα ποιητικά, με τη μορφή του αυτοσαρκασμού και με τις αντιθέσεις και πάλι παρούσες. Έτσι, η ποιητική εκδήλωση που «παρότι επιτυχής δεν πήγε καλά» –σαν μια παραλλαγή της παροιμιακής ρήσης «η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής απέθανε»– προκαλεί τον αυτοσαρκαστικό κλονισμό του ποιητικού υποκειμένου, ο οποίος μάλιστα ενισχύεται από μία παρηγορητική προς τον εαυτό του επιφανειακή δικαιολογία: «Προς στιγμήν κλονίστηκα γρήγορα όμως αναθάρρησα/ Πού διάολο θα χωρούσαν όλοι αυτοί αναλογίστηκα». Ο ίδιος αυτοσαρκασμός, που επεκτείνεται ωστόσο ειρωνικά και προς τις κατηγοριοποιήσεις των λογοτεχνών σε γενιές, ενεργοποιείται και στο ποίημα «Παράπονο μεταιχμιακού ποιητή», όπου ο πρωταγωνιστής ποιητής «παραπονιέται» στη μητέρα του για τη γέννησή του σε χρονική στιγμή που δεν του επέτρεψε να συγκαταλέγεται ούτε στην προηγούμενη ούτε στην επόμενη ποιητική γενιά.

Ο Μαρκόπουλος ενδιαφέρεται για τη ρυθμική εκφορά των στίχων του, η οποία συχνά αποδίδει και δεκαπεντασύλλαβους: «Δέντρα διαβάτες στη βροχή κι εσύ πουλί της λύπης», «Έρμο παγκάκι στην ακτή το δειλινό της βλέμμα», «Κορίτσι παρά θίν’ αλός κι η πυρκαγιά στη δύση», «Όνειρο μέσα στ’ όνειρο κι εσύ ατόφιος ίσκιος». Φροντίζει δε να προσαρμόζει τη γλώσσα του στις απαιτήσεις των ηρώων του («Γούμενε τυρί Κολοκοτρώνης») ή στην ηλικία και το ύφος τους. Η προσθήκη, για παράδειγμα, της προσωπικής αντωνυμίας «εμένα» στον στίχο «Εμένα η γιαγιά μου δεν φοβόταν τον θάνατο» αποδίδει ακριβώς τη λαϊκότητα του παιδιού-ήρωα αλλά και την προφορικότητα του λόγου του.

Οι στοχεύσεις του Μαρκόπουλου συγκεφαλαιώνονται στο αριστουργηματικό του ποίημα «Το αυθαίρετο», όπου η μεταφορική κατάρρευση της προσωπικότητας παραλληλίζεται με την κυριολεκτική ενός αυθαίρετου οικήματος· όπου το αστικό τοπίο ταυτίζεται με τον συμβιβασμό· όπου η φύση διασφαλίζει το πέταγμα· αλλά κι όπου η αντίθεση της αντιφατικής «σχεδιασμένης σύμπτωσης» υπηρετεί την πολυσημία, καθώς το σχόλιο που εκλαμβάνεται αρχικά ως συμμετοχή του ποιητικού υποκειμένου στην υπονόμευσή του, στο πλαίσιο μιας μεταμοντερνιστικής αφασικής συναίνεσης, αποκτά, χάρη στην προαναφερθείσα αντίθεση, τη διάσταση της απόδρασης από την κατεδάφιση με την προσωπική υπογραφή του δραπέτη. Έτσι ο Μαρκόπουλος μετατρέπει την περσόνα-ενεργούμενο σε πρόσωπο που ορίζει την τύχη του, με την αξιοποίηση ακριβώς κάθε βροχής Βερμίου η οποία αποκαθαίρει την ψυχή.

  

ΤΟ ΑΥΘΑΙΡΕΤΟ

 

 Όταν έρχονται να με κατεδαφίσουν

εγώ σχεδιάζω τη σύμπτωση

να μην είμαι μέσα

Άλλοτε φτερουγίζω απέναντι

στο άρωμα μιας φλαμουριάς

άλλοτε σ’ ένα κλωνάρι αστραπής

Έτσι απέρχονται άπρακτοι

κι εγώ διαφεύγω την ένταξη

στο σχέδιο πόλης

 

Τα προσχήματα σήμερα

απαιτούν την υπογραφή μου


«Θανάσης Μαρκόπουλος: Ευθύγραμμος κύκλος»


Δημήτρης Κόκορης

Η συγγραφική προσφορά του Θανάση Μαρκόπουλου είναι διττή, τόσο ποιητική όσο και φιλολογική. Τη φιλολογική παρουσία του συγγραφέα συγκροτούν εύστοχες βιβλιοκρισίες για τη σύγχρονη λογοτεχνική και κριτική εξέλιξη (Η λέξη της λέξης, 2021), διαυγείς και λειτουργικές συνεισφορές, ερευνητικές και ερμηνευτικές, για το έργο του Μάριου Χάκκα, του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, του Ανέστη Ευαγγέλου, του Μιχάλη Γκανά, αλλά και μειζόνων μεταπολεμικών ποιητών, εκπροσώπων τόσο της πρώτης, όσο και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.

Η μακρά ποιητική πορεία του Θανάση Μαρκόπουλου συνεχίζεται με τις Βροχές Βερμίου, την ένατη ποιητική του συλλογή. Προηγήθηκαν οι ποιητικές καταθέσεις Απόπειρα εξόδου 1975-1981 (1982), Του ανταποκριτή μας (1985), Μοντέλο σώματος (1988), Ανοιγμένη φλέβα (1991), Το περίστροφο της σιωπής (1996), Τεστ κοπώσεως (2002), Μικρές ανάσες (2010) και Χαμηλά ποτάμια (2015).

Λόγος ρυθμικός

Η ποιητική έκφραση του Θανάση Μαρκόπουλου ήταν και είναι νεωτερική, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε και στη συνέχεια, απλώς ο τόνος της ποίησής του έχει εν πορεία εξελιχθεί και μετασχηματιστεί: από τον υψηλότερο τόνο με καταγγελτικές αποχρώσεις των πρώτων συλλογών, φτάνουμε σε έναν τόνο χαμηλότερο, περισσότερο εξομολογητικό και βαθύτατα υπαρξιακό. Άλλωστε, στον θεματικό πυρήνα της αξιόλογης ποίησης, διαχρονικά και υπερτοπικά, εμφωλεύουν, σε ποικίλες, βέβαια, διαβαθμίσεις, ο έρωτας, ο χρόνος, ο θάνατος, η αγωνία για το πώς η ανθρώπινη υπόσταση θα μπορέσει υπαρξιακά να δικαιωθεί. Η ποιητική ματιά του Θανάση Μαρκόπουλου σε όλη του τη λογοτεχνική πορεία ενσωματώνει το ατομικό βίωμα, αλλά διανοίγεται σε αίσθηση κοινωνίας, σε άξονες μέθεξης του ατόμου στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κατά τούτο, η συγκεκριμένη ποίηση δεν εξαντλείται στην ομφαλοσκόπηση και σε έναν στείρο υποκειμενισμό. Ξεκινά από το «εγώ» και εκτείνεται στο «εμείς», αλλά και στο «όλες και όλοι». Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, είναι μια ποίηση, που αξίζει να γραφτεί, αλλά και να διαβαστεί, έχοντας τη δυναμική να λειτουργήσει δραστικά και να προκαλέσει τη συγκινησιακή δόνηση, που περιμένουμε από τον ποιητικό λόγο.

Πέρα από θεματικές περιγραφές, που αναντίρρητα βοηθούν στην προσέγγιση του ποιητικού λόγου, αλλά δεν στοιχειοθετούν με ακρίβεια την καλλιτεχνική ιδιοτυπία του, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ορισμένα στοιχεία της νεωτερικής, της μοντερνιστικής, ποιητικής ταυτότητας του Θανάση Μαρκόπουλου. Κατ’ αρχάς, ας θυμηθούμε το παλαιότατο, αλλά και σε κάθε εποχή ισχύον, αξίωμα, ότι η ποίηση είναι λόγος ρυθμικός. Οι παλαιοί αλλά και ορισμένοι σύγχρονοι, θεράποντες της ποίησης οικοδομούν τον ρυθμό με βασικά, όχι βέβαια αποκλειστικά, εργαλεία την έμμετρη έκφραση και τις ομοιοκαταληξίες. Ωστόσο, ο ελεύθερος στίχος, που ήταν και είναι ένα διαδεδομένο ποιητικό όχημα από τον Μεσοπόλεμο και εξής, χρειάζεται, για να λειτουργήσει, και έναν ρυθμό εσωτερικής καύσεως, θα λέγαμε, που θα προικίζει ρυθμικά τον ποιητικό ιστό. Γι’ αυτό ακριβώς, αρκετοί άνθρωποι, καλής πίστεως και αξιοσημείωτης ευαισθησίας, γράφουν τις σκέψεις τους, με όρους γλαφυρότητας και καλλιλογίας, υπό μορφήν ελεύθερου στίχου, νομίζοντας ότι γράφουν ποιήματα, αλλά δίνοντας στην ουσία άρρυθμα λεκτικά σχήματα, που δεν συγκινούν ούτε ενδιαφέρουν, τελικά, τους αναγνώστες. Κάτι τέτοιο, φυσικά και δεν αφορά την ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου. Γιατί ο ποιητής επιλέγει κατά κανόνα ελεύθερο στίχο, αλλά τον ντύνει με έναν ρυθμό εσωτερικό, ο οποίος αποκτά την ορμή του με τρεις κυρίως τρόπους:

1. Με απλό, καθημερινό λεξιλόγιο, που εκδιώκει τους λεκτικούς ακκισμούς και τη λογοτεχνική πόζα, και κατακτά έναν τόνο φυσικό, εξομολογητικό και οικείο, που αγγίζει τον τόνο της φυσικής καθημερινής επικοινωνίας.

2. Με αυξημένη δραματικότητα, υπό την έννοια της εναλλαγής εικόνων και σκέψεων στο εσωτερικό του ίδιου ποιήματος. Εδώ μία διευκρίνιση: ο όρος «δραματικότητα», ενταγμένος σε κριτικά και φιλολογικά συμφραζόμενα, σημαίνει «κινητικότητα» (άλλωστε προέρχεται από το δρά-ώ, που σημαίνει πράττω, κινούμαι), εκφεύγοντας από το στενό πλαίσιο της καθημερινής κουβέντας, στο οποίο το δραματικό συμπίπτει με το τραγικό. Ένα παράδειγμα:

            Σημάδια στην παλάμη

 

                                                 Οικοτροφείον «Οι 40 Μάρτυρες»

 

Μέρες του 1960/ κι εγώ να βολοδέρνω/ σε ορθόδοξο ενυδρείο// Σάββατο σήμερα/ και αναμένω τη μάνα// Με σκάβει βαθιά/ τη σκάβω βαθύτερα/ κι ανάμεσα/ αναβλύζουν τα λόγια της// Δεν ακούω πια τη φωνή της/ Πώς πέφτει χιόνι και δεν τ’ ακούς// Φεύγει/ μα  δε θυμάμαι χάδι/ φιλί δε θυμάμαι/ μονάχα μια χειραψία// Εξού και τα σημάδια/ που  βλέπετε στην παλάμη μου

Η διαδοχική παράθεση συναισθηματικά φορτισμένων εικόνων, με τρόπο υπαινικτικό αλλά συγκινησιακά εναργέστατο, χτίζει μία ιστορία με αρχή, μέση, κορύφωση και τέλος, η οποία δείχνει πάρα πολύ καλά τι σημαίνει δραματική ποιητική συμπύκνωση, προικισμένη με εσωτερικό ρυθμό. Ας σκεφτούμε πόσες παραγράφους ή και σελίδες θα χρειαζόταν ένας πεζογράφος –και το σημειώνουμε χωρίς καμία διάθεση υποβιβασμού της αφηγηματικού πεζού λόγου– για να αναπτύξει αυτό που εδώ μας δίνει ο Θανάσης Μαρκόπουλος με εβδομήντα μόνο λέξεις.

3. Ο τρίτος, τέλος, τρόπος, που αξιοποιεί ο ποιητής, για να δώσει στον ελεύθερο στίχο του εσωτερικό ρυθμό, είναι η σποραδική υπέρβαση των κανόνων της λογικής και ρεαλιστικής αλληλουχίας:

 

*

[…] κάποια στιγμή/ το δάσος μπούκαρε απ’ το παράθυρο/ κι άστραψαν τα δόντια του λύκου/ στο σούρουπο των ματιών της

 

*

Θα βρέχει ήδη/ λυπημένα μάτια/ θα σε αποθέτουν κρύσταλλο/ στο βαθύ τους πυθμένα

 

*

Γέρνει το κεφάλι μεστωμένο στάχυ/ κι ακουμπά στην κουπαστή τα φτερά της/ Πίσω της επέρχεται η άνοιξη/ εκπυρσοκροτώντας

 

*

Ρόδια που σπάνε/ τα μισάνοιχτα χείλη/ στο βλέμμα τους/ παραλίες του θέρους/ και μονάχα εκείνος βαστούσε/ την παγωνιά του χειμώνα/ στα ξάστερα μάτια του/ γιατί μονάχα εκείνος έβλεπε/ πίσω απ’ το φακό/ τη σκοτεινή σκανδάλη

 

*

Κι έπεφταν οι πέτρες βροχή από τον ουρανό ώσπου καράβι πέτρινο υψώνονταν στα μάτια μας το τσακισμένο σώμα

 

*

Οι στίχοι του καιρού σου δε μυρίζουν μπαρούτι αποφαίνεται ο γνωστός στραβοκάνης και βγάζει απ’ το σακάκι του εκείνο το περίστροφο που κάπνιζε ακόμα// Πάρ’ το λέει κι απάνω σ’ αυτό να κοιμάσαι αν θέλεις να γράφεις/ Προς στιγμήν διστάζω/ Πάρ’ το επιμένει και δε θα μετανιώσεις

Εικόνες έλλογες, υπό την έννοια ότι δεν είναι ακατανόητες αλλά είναι διανοητικά συλληπτές, οι οποίες όμως ρυθμοποιούν εσωτερικά το ποιητικό σώμα, αφού λειτουργούν μόνον ποιητικά, δηλαδή δεν επιβεβαιώνονται με όρους αισθητηριακούς και ρεαλιστικούς.

 Σάτιρα και παιδική ηλικία

Επισημαίνουμε δύο ακόμη χαρακτηριστικά στοιχεία της ποίησης του Θανάση Μαρκόπουλου. Το πρώτο, που εμφιλοχωρεί κατά τακτά διαστήματα στους στίχους αλλά και σε ολόκληρα ποιήματα είναι η σάτιρα, που ενίοτε εκτείνεται και σε σαρκασμό, που δεν διστάζει να γίνει και αυτοσαρκασμός, καταλύοντας την πομπώδη σοβαροφάνεια, από την οποία πάσχουν αρκετά δείγματα της παλαιότερης και σύγχρονης ποίησής μας, όχι πάντως τα ποιήματα του Θανάση Μαρκόπουλου:


Κι εγώ ακόμα

 

Ο Μποντλέρ στα 46/ ο Τσέχοφ στα 44/ ο Κάφκα στα 41/ Στα 40 ο Πόε/ στα 40 κι ο Λένον/ Ο Λόρκα στα 38/ ο Μαγιακόφσκι στα 37/ στα 37 ο Ρεμπό/ στα 37 κι ο Βαν Γκογκ/ Η Μονρόε στα 36/ ο Μότσαρτ στα 35/ στα 35 ο Μότσαρτ/ κι εγώ ακόμα ζω

Το δεύτερο γνώρισμα είναι η αγάπη που αναδύεται για την παιδική αθωότητα, η άκρας ευαισθησίας ποιητική δικαίωση της παιδικής ηλικίας. Το παρακάτω ποίημα δεν στοιχειοθετεί μόνο μία γόνιμη ποιητική συνομιλία με τις ρίζες του Δημοτικού Τραγουδιού, αλλά και μία ωδή στο παιδί που δεν έχει ακόμη αλλοτριωθεί από την αναπόδραστη ενήλικη αστικοποίηση και από τον καθωσπρεπισμό : 

 

37 Αυγούστου

 

Τρεις πιτσιρίκοι χτίζουν λόγια στην άμμο/ – Πότε φεύγετε/ – Στις 17 Αυγούστου/ – Εμείς στις 27 Αυγούστου/ Εσείς;/ – Εμείς κραυγάζει θριαμβευτικά ο τρίτος ο μικρότερος στις 37 Αυγούστου/ Γελάνε οι άλλοι ποτήρια που σπάνε κι ο Μικροκωνσταντίνος γάλα χυμένο/ – Την ίδια μέρα φεύγουμε παρεμβαίνει από μηχανής ευπαθής κυρία/ Αρπάζει ο μικρός το κλωνάρι ανθίζει/ – Ορίστε ορίστε το λέει και το κοριτσάκι/ Κι ευθύς η κυρία πέφτει στο κύμα κι επιστρέφει νεράιδα με το φεγγάρι στα χέρια     

Κλείνουμε με έναν συλλογισμό, θεμελιωμένο στο άνυσμα του χρόνου: Σαράντα χρόνια δεν είναι λίγα και αν ρίξουμε στο έργο του Θανάση Μαρκόπουλου μία συνολική ματιά, θα διαπιστώσουμε ότι με τις Βροχές Βερμίου επιστέφεται μία ποιητική πορεία, που εκδοτικά ξεκίνησε το 1982 με την Απόπειρα εξόδου, ποιητική συλλογή που ενσωματώνει και ποιήματα, τα οποία γράφτηκαν ακόμη νωρίτερα. Κατά μία έννοια, και το αξιοσημείωτο φιλολογικό και κριτικό έργο του Θανάση Μαρκόπουλου είναι μία λειτουργική προέκταση, ένας ειδολογικός μετασχηματισμός, της ποιητικής του ιδιότητας, γιατί και σε αυτό φωτίζει και ερμηνεύει με ευαισθησία και αγάπη τις συγγραφικές καταθέσεις ομοτέχνων του, τόσο λογοτεχνών όσο και φιλολόγων. Κατά τούτο, ο Θανάσης Μαρκόπουλος συνεχίζει τη λαμπρή παράδοση των ποιητών-φιλολόγων, ευάριθμων αλλά και τόσο δημιουργικών, των ανθρώπων που ξέρουν την ποίηση και επιστημονικά και θεωρητικά, αλλά την ξέρουν και από μέσα, φωτίζοντας τα σκοτεινά και ελκυστικά της μονοπάτια, ενώ ταυτόχρονα καταθέτουν τα βιώματα και την ευαισθησία τους, σφραγίζοντας τον ποιητικό λόγο και με την προσωπική καλλιτεχνική τους ταυτότητα.


Ο κλέφτης του ήλιου

 

Σήμερα βγήκα στο πάρκο να κλέψω ήλιο/ Κλέψ’ τον μου είπες και κράτα τον εντός/ για τη δική σου άνοιξη// Τι ήταν να σ’ ακούσω// Ανοίγω το παράθυρο πίσσα σκοτάδι/ Κοιτάζω μέσα μου πάμφωτη μέρα/ Τι έκανα λέω/ Έσβησα τους ανθρώπους/ Και τώρα πώς θα ζήσω μονάχος με τον ίσκιο μου/ Κι ευθύς αμόλησα τον ήλιο στον ουρανό του// Άνοιξη του ενός άνοιξη κανενός είπα/ κι ένα σμάρι πουλιά φτερούγισαν/ μέσ’ από το κεφάλι μου

«H σκοτεινή σκανδάλη»
Περ. The BooksJournal 144 (Ιούλιος-Αύγουστος 2023) 62-63


 Παντελής Τσαλουχίδης


                        Τι να σου κάνω χωρίς άσσο στο μανίκι
                        μέτριος παίχτης
                        που δεν μαθαίνει κιόλας απ' τα λάθη του
                        όλο θυμάται όσα θα 'πρεπε να ζει
                        κι όλο ξεχνάει να ζήσει
                                (Μιχάλης Γκανάς, Ο ύπνος του καπνιστή, 2003)

Το Βέρμιο στέκει ανάμεσα σε Κοζάνη και Ημαθία, ανάμεσα δηλαδή στον γενέθλιο χώρο του Θανάση Μαρκόπουλου και τη μόνιμη εδώ και πολλές δεκαετίες κατοικία του. Σύνορο που διακρίνει ανάμεσα στα άλλα την παιδική ηλικία του ποιητή ως τις σπουδές στη Θεσσαλονίκη από τη μετέπειτα ζωή του στη Βέροια και ταυτόχρονα όμως γέφυρα που συνδέει τις δύο αυτές πατρίδες. Ο διττός μεθοριακός αυτός χαρακτήρας του Βερμίου στην ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά ούτε διέφυγε από το μάτι της κριτικής,1 μόνο που εδώ για πρώτη φορά το Βέρμιο μαζί με τις βροχές του και την μάλλον μελαγχολική παρήχηση των βήτα και ρο  –που τη συναντάμε ξανά στο ποίημα «Βραδιά Βερμίου»– εγκαθίσταται στον τίτλο της ένατης συλλογής ενός εκτεταμένου χρονικά και ιδιαίτερα σημαντικού (ας μου επιτραπεί η αξιολογική κρίση από τη στιγμή που έχω ασχοληθεί συστηματικά με αυτό) ποιητικού σώματος.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος, γεννημένος το 1951 στα Κρανίδια της Κοζάνης, μόνιμος κάτοικος Βεροίας εδώ και αρκετές δεκαετίες, σπούδασε Αρχαία Ελληνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές του σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στο αλώνι της ποίησης μπαίνει με τη μεταπολίτευση, εκδίδει όμως την πρώτη του συλλογή Απόπειρα εξόδου 1975-1981 στη Σύγχρονη Εποχή το 1982. Και ακολουθούν άλλες οκτώ συλλογές: Του ανταποκριτή μας (Σύγχρονη Εποχή, 1985), Μοντέλο σώματος (Σύγχρονη Εποχή, 1988), Ανοιγμένη φλέβα (Παρατηρητής, 1991), Το περίστροφο της σιωπής (Τα Τραμάκια, 1996), Τεστ κοπώσεως (Τα Τραμάκια, 2002), Μικρές ανάσες (Μελάνι, 2010), Χαμηλά ποτάμια (Μελάνι, 2015) και Βροχές Βερμίου (Μελάνι, 2022). Μετέωρος γραμματολογικά ανάμεσα στην ποιητική γενιά του ’70 και εκείνη του ’80 και ταυτόχρονα με επιρροές από την πρώτη κυρίως μεταπολεμική γενιά, ο Θανάσης Μαρκόπουλος διακωμωδεί στην παρούσα συλλογή με πικρό ως επίγευση χιούμορ τη γραμματολογική του μοναξιά με το πεζό ποίημα «Παράπονο μεταιχμιακού ποιητή»: …να πρόφταινα να’χω κι εγώ μια στέγη δυο φίλους να μην παγώνω τώρα πουλάκι χαμένο στην έρημο του καθρέφτη. Ως ένα βαθμό και παρά το ότι εκτιμώ ότι ο οργανικός δεσμός του ποιητή είναι εκείνος της γενιάς του ’70, ήταν και αυτή η μοναξιά που είχα προσέξει, όταν τιτλοφορούσα τη μονογραφία μου για τον Θανάση Μαρκόπουλο «Η μοναξιά ενός επίμονου τοξότη».2

Βέβαια το αίσθημα της μοναξιάς σε μια ποίηση εξόχως βιωματική, όπως του Θανάση Μαρκόπουλου, ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει στη γραμματολογική του ένταξη. Είναι πολύ πιο σύνθετο και συμπλέκεται άρρηκτα με ένα πλέγμα θεμάτων, όπως η φθορά (του σώματος, των σχέσεων, του περιβάλλοντος), ο θάνατος, η ανία της επαρχίας, η ανεπάρκεια του έρωτα –έστω του ερωτισμού ακόμη– να αντισταθμίσει τα προηγούμενα. Πριν ωστόσο εξετάσω τη θεματική της συλλογής, ας μείνουμε στον τίτλο: Βροχές Βερμίου. Συνεπής στην τυπολογία των τίτλων συλλογών του Θανάση Μαρκόπουλου οι οποίοι συντίθενται είτε από ουσιαστικό + γενική προσδιοριστική, όπως εδώ, είτε από επιθετικό προσδιορισμό + ουσιαστικό. Είναι η πρώτη συλλογή με τοπικό-γεωγραφικό προσδιορισμό, έστω και αν η ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου σπάνια ξέφυγε από τον χώρο της Μακεδονίας. Και η παρήχηση των βήτα και ρο που προαναφέρθηκε κάπως δυσοίωνη και μελαγχολική ακούγεται για όποιον έχει την εμπειρία της βροχής σε επαρχιακή πόλη και μάλιστα εδώ στα ψηλά. Η πρώτη σκέψη που έκανα πάντως διαβάζοντας τον τίτλο και παραμένει ως αίσθηση είναι ένα είδος αποδοχής από τον ποιητή μιας αναγκαστικής πολιτογράφησης στη Βέροια, που τελικά αποδέχθηκε οριστικά με τα χρόνια – η περιοχή της Κοζάνης περνά με τα χρόνια όλο και περισσότερο στον χώρο της μνήμης. Έχει πάντα τη σημασία του ο τίτλος στις συλλογές του Θανάση Μαρκόπουλου, καθώς μετά από δύο συλλογές που οι τίτλοι παρέπεμπαν, περισσότερο ο πρώτος και λιγότερο ο δεύτερος, στη ζωή άλλων ανθρώπων (Μικρές ανάσες, Χαμηλά ποτάμια), ο ποιητής επιστρέφει ανοιχτά στο στενότερα ατομικό βίωμα, το οποίο πάντως σε κάθε περίπτωση και σε όλες τις συλλογές παραμένει η κοιτίδα της θεματολογίας του.

Είχα στο παρελθόν διακρίνει δύο «εποχές» στην ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου. Την «εποχή της οξείας κραυγής» με υψηλής έντασης ποιητικό λόγο στραμμένο σε κοινωνικά ζητήματα που φτάνει έως και το Μοντέλο σώματος και την εποχή του «περιστρόφου της σιωπής» από τη συλλογή Ανοιγμένη Φλέβα και μετά που καταγράφει μια εσωτερική αναδίπλωση  –που αντικατοπτρίζεται και στα εκφραστικά μέσα– με την κυριαρχία του ατομικού βιώματος πάνω στην κοινωνική ματιά. Η υπόθεση για μια τρίτη εποχή, εκείνη του «ανθρώπου της διπλανής πόρτας» ξεκίνησε με τις Μικρές Ανάσες και παρέμεινε οριακά ενεργή στα Χαμηλά ποτάμια, αλλά δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί με τις Βροχές Βερμίου, που δείχνουν να επιστρέφουν θεματολογικά στη δεύτερη εποχή – διόλου τυχαίο ότι η ανά χείρας συλλογή κλείνει με ένα ποίημα «Η ποιητική της οδύνης», όπου για άλλη μια φορά μετά το ποίημα «Αναλογίες» στα Χαμηλά Ποτάμια, Καρυωτάκης και περίστροφο3 επιστρέφουν, αυτή τη φορά ως ποιητική παρακαταθήκη.     

Τη συλλογή συνθέτουν σαράντα οκτώ ποιήματα, από τα οποία τα τελευταία δεκατρία κλίνουν περισσότερο («Η ταπείνωση του αισθήματος») ή λιγότερο («Η ποιητική της οδύνης») προς στην ποιητική πρόζα, που έχει σταθερή εικοσαετή και πλέον παρουσία σε κάθε συλλογή από το Τέστ κοπώσεως και μετά. Σημειώνεται ότι η πρακτική να προηγούνται τα καθαρόαιμα ποιήματα και να ακολουθεί η ποιητική πρόζα ξεκίνησε από το Τεστ Κοπώσεως και από τότε τηρείται σε κάθε συλλογή. Τριάντα ένα από τα ποιήματα έχουν δημοσιευτεί στο διάστημα 2017-2022, τα μισά περίπου μέσα στο 2020. Καθώς έξι μόλις ποιήματα έχουν δημοσιευτεί πριν το 2020, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε (με κάποια επιφύλαξη για όσα παρέμειναν αδημοσίευτα) ότι τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής είναι ποιητική παραγωγή της τελευταίας τριετίας και συνεπώς από την οκταετία που χωρίζει τις δύο τελευταίες συλλογές το διάστημα 2020-23 υπήρξε το πλέον παραγωγικό. Τρεις σύντομες τυπολατρικές παρατηρήσεις: Δύο δημοσιευμένα ποιήματα («Το αγγελτήριο», «Η άνοιξη» μένουν εκτός συλλογής, ένα δημοσιευμένο το 2012, «Το κούτσουρο», βρίσκει τη θέση του στην παρούσα συλλογή και όχι στην προηγούμενη, καθώς –πιθανολογώ– δεν χωρούσε από άποψη θεματολογίας, και σε δύο οι τίτλοι διορθώθηκαν είτε ως προς την ευστοχία τους («Ο οδοιπόρος της νοσταλγίας» από τον αρχικό «Τότε που») είτε ως προς το κέντρο βάρους τους («Ομολογία πίστεως» από «Κεφάλι αγύριστο»).

Δεν υπάρχουν αξιοπρόσεκτες αλλαγές όσον αφορά τα γλωσσικά και υφολογικά  χαρακτηριστικά που έχουν διαμορφωθεί από τις Μικρές Ανάσες και μετά. Διατηρείται η τάση για ολιγόστιχα ποιήματα (είκοσι στίχοι το μεγαλύτερο, σπάνια πάνω από δεκαπέντε), που κάποτε φτάνει ως την αφαίρεση (τα δεκατρία μονόστιχα στα «Μονότοξα γεφύρια»), με στόχο την ενάργεια και τη δραστικότητα του ποιητικού λόγου ενώ η αφήγηση και η ανάπτυξη αφήνεται συχνά, αν και όχι αποκλειστικά, στα πεζά ποιήματα, τα οποία επίσης υπακούν στις αρχές της λιτότητας και της λειτουργικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πεζό ποίημα «Μαθητεία στον Γιάκομπσον», όπου μέσα σε οχτώ στίχους και χωρίς κανένα επίθετο αποδίδεται με λόγο απέριττο αλλά πάντα ποιητικό το ιστορικό ανέκδοτο με τον Κολοκοτρώνη στο μοναστήρι της Βελανιδιάς στην Καλαμάτα. Από την άλλη, όπως και στην προηγούμενη συλλογή, υπάρχει η τάση επιστροφής στον δυϊσμό των συλλογών πριν το 2010 ανάμεσα σε μια αναφορική  και μια έντονα συγκινησιακή χρήση του ποιητικού λόγου. Έτσι συνυπάρχουν ποιήματα, όπου το ποιητικό μήνυμα δίνεται άμεσα και ευθύγραμμα αλλά χωρίς να υστερεί έτσι σε ένταση και δραματικότητα, όπως στα ποιήματα του τρίπτυχου «Πρόσωπα στη βροχή» (ως τέτοιο δημοσιεύτηκε το 2017 στο Εντευκτήριο, στη συλλογή τα ποιήματα είναι απλώς σε σειρά) «Η μέρα του ασβέστη», «Λόγος υπέρ ολοκαυτώματος», «Κι εγώ ακόμα» αλλά και «Το βουνό», «Το χώμα φοβόταν», το εξαιρετικό «Ατύχημα στο νεροχύτη» που θυμίζει απρόσμενα ποιήματα των πρώτων συλλογών με την (πικρή) ειρωνεία να κυριαρχεί, να φτάνει ως τον σαρκασμό και να κορυφώνεται στο τέλος (Αύριο τα παιδιά σου Μαρίνα/ το μόνο ελαφρυντικό που θα βρίσκουν/ για τον πνιγμό σου στον νεροχύτη/ θα ’ναι ο ανοξείδωτος πάτος) αλλά και το καυστικότατο πεζό ποίημα «Το κούτσουρο», όπου με συμμάχους τον ρητορικό τόνο, την καθαρεύουσα και την ειρωνεία ξεδιπλώνεται η φίμωση και αδρανοποίηση του κοινωνικού συνόλου, ώστε επιτέλους να πειστούν οι αγορές και να μας δανείσουν λίγη από τη ζέστη μας. Μαζί τους όμως και ποιήματα, όπου η έντονα συγκινησιακή χρήση του λόγου δεν πολυνοιάζεται για κάποια αυστηρή λογική ακολουθία και ρίχνει το βάρος στις εικόνες, όπως στο «Η οπτασία», «Η Ζαν Μορό στη βροχή», «Το δίλημμα», «Πώς ο παππούς διαπλέει τη νύχτα», «Το ηλιοτρόπιο του ανέμου». Πάντως αυστηρά στεγανά ανάμεσα στις δύο χρήσεις του ποιητικού λόγου δεν υπάρχουν και απόδειξη γι’ αυτό είναι ποιήματα, όπως «Η σοφία του άλλου καιρού», οι «Εκπτώσεις ηλικίας». «Το δίλημμα», «Το ηλιοτρόπιο του ανέμου». Ξεχωρίζω και παραθέτω το «Η σοφία του άλλου καιρού»:


Ανάμεσα σε τείχη από χιόνι

και γοφιά σπασμένα

όπως ορίσει ο Θεός ψιθύρισε

με τη σοφία του ζώου

η ανήμπορη μάνα

όταν κάποια στιγμή

το δάσος μπούκαρε απ’ το παράθυρο

κι άστραψαν τα δόντια του λύκου

στο σούρουπο των ματιών της.

Είχα παρατηρήσει παλιότερα4 ότι ο Θανάσης Μαρκόπουλος από τα πρώτα του έργα στοχεύει ως επίμονος τοξότης βέλος με το βέλος να προσεγγίσει με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια τον στόχο του, τον άνθρωπο που υποφέρει σε ορισμένη εξαρχής θεματική ομάδα. Αυτό που αλλάζει κάθε φορά είναι η ακρίβεια των βολών του ποιητικού λόγου και η γωνία βολής. Έτσι, στο μείζον θέμα του θανάτου που διαπερνά τις τρεις τελευταίες συλλογές μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι ο ιδιωτικός θάνατος έχει κατά κράτος κυριαρχήσει απέναντι στον ιστορικό θάνατο, αυτόν που σχετίζεται με την Κατοχή κυρίως και τον Εμφύλιο και διατήρησε μια έστω ισχνή αντιπροσώπευση ως την προηγούμενη συλλογή. Εδώ ο θάνατος είτε ως ενδεχόμενο («Η μπαλάντα του ο», «Το χώμα φοβόταν», «Το αυθαίρετο») είτε ως αναπόφευκτη πραγματικότητα («Λόγος υπέρ ολοκαυτώματος», «Η μέρα του ασβέστη», «Κι εγώ ακόμα») είναι πάντα ο ιδιωτικός θάνατος, συχνά του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου. Από κοντά και το θέμα της φθοράς είτε υπαινικτικά («Το βουνό», «Παραίτηση χαρτοπαίκτη», «Το δίλημμα») είτε πιο άμεσα συσχετισμένο με τη φθορά του σώματος στο ποιητικό υποκείμενο («Εκπτώσεις ηλικίας». «Πώς ο παππούς διαπλέει τη νύχτα»).  Συγγενής με τα προηγούμενα η πλήξη και ανία της επαρχίας, θέμα που ευνοεί ως εκφραστικά μέσα την ειρωνεία και τις σατιρικές αιχμές, άλλοτε οξείες, όπως στην κατάληξη του ««Ατύχημα στο νεροχύτη», και άλλοτε λιγότερο αιχμηρές («Μαμάδες γενεθλίων» ή πιο κοντά στο χιούμορ, «Οι επίγονοι»). Σημειώνω εδώ τη σχετικά αναιμική παρουσία κοινωνικών ποιημάτων, καθώς μόλις δύο θα κάλυπταν πλήρως τον θεματολογικό αυτόν χαρακτηρισμό: το «Ατύχημα στο νεροχύτη», «Το κούτσουρο», ενώ σε κάποιο βαθμό τέσσερα ακόμη: «Το κακέκτυπο», «Βραδιά Βερμίου», «Οι επίγονοι» και το «Μαμάδες γενεθλίων» με τους βιτριολικούς καταληκτικούς στίχους Μαθαίνω όμως/ ενδιαφέρουσες συνταγές/ για τις φακές και το σπανάκι // Για να τρώνε τα παιδιά/ να μεγαλώσουν/ να γίνουν κι αυτά σαν κι εμάς. Η μνήμη επίσης ως ανάμνηση παιδικής ηλικίας («Παιδιά από πέτρα», «Στις πλαγιές της μνήμης») ή οι παλιοί φίλοι («Οι φίλοι της νιότης»). Η μορφή της μάνας (θυμίζω ότι στην προηγούμενη κυριάρχησε η μορφή του πατέρα λόγω της απώλειάς του) σε ποιήματα, όπως «Η σοφία του άλλου καιρού», «Σημάδια στην παλάμη», «Μια μάνα ανάβει τον ήλιο». Σταθερό και μόνιμο θέμα ο έρωτας με σημαντική αντιπροσώπευση στη συλλογή άλλοτε ως αποκάλυψη («Η οπτασία». «Απουσίες», «Το σεντόνι», «Σώμα φθινόπωρο». «Οι καλές συνέπειες μιας στοχαστικής αλλαγής»), άλλοτε ως ευφρόσυνη μνήμη («Οι πικροδάφνες»), άλλοτε ακόμη και μέσα από τον θάνατο («Επιτάφιος έρως», «Η εκτέλεση ΙΙ»), άλλοτε πάλι ως ακαριαία έκρηξη ομορφιάς («Κορίτσι στο μπαλκόνι», «Το ηλιοτρόπιο του ανέμου»). Τρίτο μείζον θέμα μαζί με τον θάνατο και τον έρωτα η ποίηση και η ποιητική. Τα ποιήματα ποιητικής δεν έχουν λείψει από καμία συλλογή του Θανάση Μαρκόπουλου, αλλά η συγκεκριμένη συλλογή περιέχει όντως περισσότερα από κάθε άλλη: «Παράπονο μεταιχμιακού ποιητή», «Ο μανάβης του δρόμου», «Βραδιά Βερμίου», «Μαθητεία στον Γιάκομπσον», «Ομολογία πίστεως» και «Η ποιητική της οδύνης», που, όπως προαναφέρθηκε, αξιοποιεί τον Καρυωτάκη και το εμβληματικό για την ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου πιστόλι του σε ένα ποίημα ποιητικής και όχι μόνο:

 

Οι στίχοι του καιρού σας δε μυρίζουν μπαρούτι αποφαίνεται ο γνωστός στραβοκάνης και βγάζει από το σακάκι του εκείνο το περίστροφο που κάπνιζε ακόμα


Πάρ’ το λέει και πάνω σ’ αυτό να κοιμάσαι αν θέλεις να γράφεις
Προς στιγμήν διστάζω
Πάρ’ το επιμένει και δε θα μετανιώσεις
 

Γράφοντας το παραπάνω κείμενο σκεφτόμουν ότι η αναλογία του ποιητικού λόγου στον Θανάση Μαρκόπουλο με αγώνα τοξοβολίας, που είχα χρησιμοποιήσει δέκα χρόνια πριν, αποδείχθηκε αρκετά πιο σύνθετη και ανθεκτική από όσο περίμενα. Γιατί δεν είναι μόνο ο αγώνας να προσεγγίσει όλο με μεγαλύτερη ακρίβεια τον πάσχοντα άνθρωπο ούτε η επιδίωξη της ολοένα μεγαλύτερης ακρίβειας του λόγου στον μετασχηματισμό του βιώματος σε ποίημα. Είναι επιπλέον η ευθύτητα με την οποία το ποίημα κινείται προς τον στόχο του, την πραγμάτωση της ποιητικής ιδέας, που επίμονα πάει κι έρχεται, όπως σε εκείνον τον ταλαίπωρο Φερνάζη του Καβάφη. Είναι που από συλλογή σε συλλογή ολοένα και χάνει ο λόγος τα περιττά του στολίδια, περικόπτει τις όποιες περιττές διαδρομές των στίχων, πνίγει έντεχνα τον λυγμό του τέλους ή άλλοτε λειαίνει και ακονίζει περισσότερο την αιχμή του. Ούτε είναι μόνο η γραμματολογική μοναξιά του ποιητή, που μετεωρίζεται ανέστιος ανάμεσα σε δύο ποιητικές γενιές, του ’70 και του ’80, ή εκείνη η μοναξιά που με τα χρόνια και τις απώλειες θρονιάζει μέσα μας. Είναι, όπως μας αποκαλύπτει στο ποίημά του «Παράξενος άνθρωπος» (Μοντέλο σώματος), η μοναξιά ενός παράξενου ανθρώπου, που, ενώ οι υπόλοιποι κοιμούνται: τότε λοιπόν ξεπορτίζει/ από τις χαραμάδες της μνήμης/ μ’ ένα μολύβι κρεμασμένο στον ώμο/ και γυρίζει ξημερώματα/ κατάκοπος/ μ’ ένα ματωμένο ποίημα στη ζώνη// Παράξενος άνθρωπος/ ο ποιητής.

                                                                                   Περ. Παρέμβαση 215-216 (Φθινόπωρο 2023) 94-98

Σημειώσεις


 1.  Ιγνάτης Χουβαρδάς «Η σκιά του Βερμίου υπό το πρίσμα της ενδοσκόπησης», περ. Εντευκτήριο 61    (Απρίλιος-Ιούνιος 2003) 130-132.

2.  Τσαλουχίδης Παντελής «Η μοναξιά ενός επίμονου τοξότη ή Ποίηση και ποιητική στον Θανάση    Μαρκόπουλο» περ. Φιλόλογος 151 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2013) 77-92.

3.  Μια αναλυτική και ενδιαφέρουσα προσέγγιση του περιστρόφου ως συμβόλου κυριολεκτικής ή μεταφορικής αυτοκτονίας στο μελέτημα του Γιώργου Μύαρη Το περίστροφο της σιωπής: Λόγος και σιωπή στην ποίηση του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου, ανάτυπο από το περιοδικό Ακτή, Λευκωσία 2001.

4.   Ό.π., σημ. 2, σ. 92.

5.  Τσαλουχίδης Παντελής «Η μοναξιά ενός επίμονου τοξότη ή Ποίηση και ποιητική στον Θανάση   Μαρκόπουλο» περ. Φιλόλογος 151 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2013) 77-92.

6.  Μια αναλυτική και ενδιαφέρουσα προσέγγιση του περιστρόφου ως συμβόλου κυριολεκτικής ή μεταφορικής αυτοκτονίας στο μελέτημα του Γιώργου Μύαρη Το περίστροφο της σιωπής: Λόγος και σιωπή στην ποίηση του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου, ανάτυπο από το περιοδικό Ακτή, Λευκωσία 2001.
4.   Ό.π., σημ. 2, σ. 92.



Τάσος Καλούτσας                                                                                                                         

Ο ποιητής Θανάσης Μαρκόπουλος, που γεννήθηκε στα Κρανίδια Κοζάνης και ζει στη Βέροια, επιλέγει αυτή τη φορά να κοσμήσει το εξώφυλλο της ένατης ποιητικής συλλογής του με την εικόνα του Βερμίου, της επιβλητικής οροσειράς με την πλούσια χλωρίδα και πανίδα που εκτείνεται σε τρεις νομούς (Ημαθίας, Πέλλας και Κοζάνης) και φημίζεται για τις φυσικές ομορφιές της. Συνήθως το εξώφυλλο σχολιάζει το περιεχόμενο του βιβλίου, όπως περίπου ο τίτλος στο κείμενο. Κι εδώ η φωτογραφία του βουνού σε θαμπό βροχερό φόντο φορτίζει συναισθηματικά τη συλλογή, υποβάλλοντας μια απροσδιόριστη μελαγχολία σε ανταπόκριση και με τον τίτλο της (Βροχές Βερμίου) αλλά και σε στοχαστική συνάφεια με το ποίημα που την ανοίγει. Στο ποίημα αυτό αντιπαραβάλλονται η άφθαρτη στερεότητα του ψηλού βουνού και η μακραίωνη ανθεκτικότητα της σιωπηλής ύπαρξής του, συγκριτικά με την ευθραυστότητα τής χρονικά περιορισμένης ανθρώπινης παρουσίας («Το βουνό»).

Το βουνό προφανώς είναι αθάνατο και απόμακρο, ενώ το ευάλωτο ποιητικό υποκείμενο, έχοντας υποστεί την πίεση του χρόνου που συνεπιφέρει ανεπίστροφες φθορές, υπομένει πλέον με δυσφορία τις «εκπτώσεις της ηλικίας». Δυσκολεύεται συναισθηματικά να προσαρμοστεί στη νέα συνθήκη:


Δεν το περίμενα πως θα κατέληγα εδώ

στον έσχατο εξευτελισμό

να κείτομαι κουφάρι στις όχθες του ποταμού

να χαίρομαι που εκπίπτουν τ’ άσπρα μαλλιά μου

τις χάρες ν’ αποδέχομαι του σεβασμού ασμένως

το στίγμα της ταπείνωσης

εγώ που τόσο απεχθανόμουν

τον οίκτο των άλλων

Διατηρώντας τη βαθιά πίστη του στις βασικές αξίες της ζωής, ο Θ.Μ. εξακολουθεί να αναδεικνύει σε πρώτο πλάνο δυνατά συναισθήματα, κυρίαρχα στα ανθρώπινα πλάσματα, όπως η αγάπη και η τρυφερότητα, η φιλία, ο έρωτας, ο σεβασμός προς τους ανιόντες (αν και τον θεωρεί κάτι «ταπεινωτικό», τον αποδέχεται ασμένως), να μας θυμίζει τέλος με θαυμαστό τρόπο ότι υπάρχει η γυναικεία ομορφιά, που μπορεί να προσωποποιείται με την άνοιξη, τον ήλιο, την αυγή («Κορίτσι στο μπαλκόνι»), όμως δεν διστάζει και να καταγγείλει, με αιχμηρή γλώσσα, την έλλειψη γνησιότητάς τους, όπου την εντοπίζει:

 

Δεν είσαι αλλιώτικη κορίτσι μου

μια πόλη από λεύκες

ένα κακέκτυπο είσαι ψευδώνυμο

δέρμα βαμμένο είσαι

κομμένο και ραμμένο

στα μέτρα της αυταρέσκειας

         («Το κακέκτυπο»)

Όσο σκληρή γίνεται η έκφρασή του σε ό,τι φαντάζει επίπλαστο στα μάτια του και άγονο τόσο εξομολογητικά τρυφερή και σχεδόν αποφθεγματική αποτυπώνεται στα θέματα που βαθιά τον συγκινούν:


Τους αγαπώ τους φίλους μου

……………………………..

ακούω να δακρύζουν στη μνήμη τους

αγάπες και όνειρα του άλλου καιρού

………………………………………

είναι πλευρό δικό μου

είμαι κι εγώ δικό τους

Οι φίλοι είναι η νιότη μο

Ο «άλλος καιρός» –ή αλλιώς ο χρόνος που κύλησε ανεπιστρεπτί– περιείχε όλα εκείνα τα θετικά στοιχεία που συνιστούσαν τη δύναμη και την αλκή της νιότης και προπάντων ήταν αναγκαία για τη στερέωση των ανθρώπινων σχέσεων, όπως η αγάπη και τα όνειρα. Καθώς η μνήμη του πυροδοτείται με την ανάμνηση του έρωτα, το ποιητικό υποκείμενο μεταβάλλεται σε οδοιπόρο της νοσταλγίας:

 

Μου θύμισες τις ανέμελες μέρες

όταν οι δρόμοι δεν είχαν γκρεμούς και καρτέρια

το χιόνι έφτανε το πολύ ως το φράχτη

κι εμείς ανοίγαμε τις φλέβες στον ήλιο

κι άνθιζαν όλα τα χρώματα στις πλαγιές

του κορμιού μας 

Συνειδητοποιεί βέβαια ότι η περιδιάβαση της μνήμης του ισοδυναμεί με ματαιοπονία. Και σε αυτή την αφοπλιστική ομολογία του διακρίνεται, όπως και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, συγκρατημένος ο υπαρξιακός λυγμός του. Η ψευδαισθητική ενέργεια της νοσταλγίας δεν τον ξεγελά αφού γνωρίζει πως ταυτόχρονα νεκρώνεται η μπόρεση της πραγματικής ζωής του και τον φέρνει αντιμέτωπο με τις σκληρές αλήθειες της:

            Σώμα που κατηφόρισε δεν επιστρέφει

Άλλωστε θα το πει ξεκάθαρα:


Μνήμα σαν τη μνήμη δεν υπάρχει άλλο

Το υπόστρωμα αυτής της ποίησης παραμένει θα έλεγα υπαρξιακό και ελεγειακό, ενώ τα φασματικά πρόσωπα των ανιόντων συγγενών (όπως και στην προηγούμενη συλλογή, Τα χαμηλά ποτάμια) επανεμφανίζονται συναιρώντας τη θλίψη αλλά και τη στοργή του ποιητή σε μια νέα εκδοχή («Το χώμα φοβόταν»). Ενίοτε πάλι, μέσα από στοχαστικά μονοπάτια που αντανακλούν τα σύγχρονα ήθη, το πνεύμα του αναζητά λύσεις που πιθανόν θα αφανίσουν οριστικά τις έγνοιες του και θα ξορκίσουν τους φόβους του:

 

Κάλλιο λαμπάδιασμα λοιπόν

μια χούφτα στάχτη σκόρπισμα

και είσαι παντού και πουθενά

κι έγνοια καμιά για τους επόμενους

ούτε και τύψεις μάταιες

Είναι όντως δύσκολο το εγχείρημα να απαλλαγεί από την συναισθηματική βαρυθυμία του. Και παρόλο που υπάρχουν φωτεινά διαλείμματα, όπου διεκπεραιώνει τα θέματά του με λεπτή ειρωνεία και αξιοσημείωτη πολυσημία («Μαμάδες γενεθλίων», «Ατύχημα στο νεροχύτη», «Οι επίγονοι», «Βραδιά Βερμίου», «Παράπονο μεταιχμιακού ποιητή» κ.ά.), η μελαγχολία ή και οδύνη που γενικότερα διαβρέχει τις φυλλωσιές των στίχων οδηγεί κάποτε στην απόγνωση. Χαρακτηριστική η εικόνα της Ζαν Μορό μια νύχτα βροχερή που


βγαίνει στους δρόμους

σαν από όνειρο εφιαλτικό

μ’ ένα λυπημένο σαξόφωνο σεκόντο

κι έναν ψίθυρο απόγνωσης

στα ορφανά της χείλη

Για να προκαλέσει άμεσα την τραγική ομολογία της αδυναμίας μιας προσωπικής σωτήριας παρέμβασης:


Και δυστυχώς εγώ

τρόπο δεν έχω

να κάνω τη λύπη άνοιξη

το δάκρυ χελιδόνι

         («Η Ζαν Μορό στη βροχή») 

Η στάση του ποιητή απέναντι στη γυναίκα –που διεκδικεί κι έναν κεντρικό ρόλο στη θεματογραφία της ποιητικής του– συνοψίζεται στον στίχο του Κ. Παλαμά που παραθέτει στο ποίημα «Ομολογία πίστεως»: «Ο ποιητής για τη γυναίκα μάχεται, με τη γυναίκα πολεμά». Οι στίχοι αποπνέουν μια τρυφερότητα αλλά και μια ευλαβική αποδοχή του ερωτικού στοιχείου που έχει στον πυρήνα του έντονη τη σωματικότητα («Επιτάφιος έρως»).

Ωστόσο όσο κι αν φαίνεται ότι αφήνεται συναισθηματικά στο «έλεος της ομορφιάς» ξέρουμε πως ο τύπος της γυναίκας που προκρίνει, έχοντας πλήρη επίγνωση και του «μεταιχμιακού» του ρόλου, είναι η «χειραφετημένη», ενώ απορρίπτει, όπως είπαμε, κάθε είδους κακέκτυπο. Δεν κρύβει όμως το θαυμασμό (και σεβασμό) του και προς τον τύπο της γυναίκας που από «φωτεινό» κορίτσι μεταμορφώνεται μέσα στον χρόνο σε μάνα και γιαγιά με όλα τα παραδοσιακά γνωρίσματα (και τις φροντίδες) του φύλου της («Μια μάνα ανάβει τον ήλιο»). Παρεμπιπτόντως να πούμε πως οι παραδοσιακές ενασχολήσεις των ανιόντων π.χ. με τα εγγόνια, παρά τη βαρεμάρα που μπορεί να περιέχουν, καμιά φορά ισοδυναμούν με ευεργεσία εκ μέρους τους, αφού αναβάλλουν την «προβολή του θανάτου» («Πώς ο παππούς διαπλέει τη νύχτα»).

Θα άξιζε όμως να γίνει ιδιαίτερη μνεία και στην άλλη πνευματική διάσταση και ιδιότητά του, αυτή του δοκιμιογράφου και κριτικού. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος –φιλόλογος με διδακτορικές σπουδές στο ΑΠΘ– έχει στο ενεργητικό του ένα πλούσιο έργο (11 τόμοι) από μελέτες, δοκίμια και ανθολογήσεις που αφορούν Έλληνες ποιητές και πεζογράφους. Επειδή υπήρξε σύμβουλος στη Μέση Εκπαίδευση και συνέβη (από δική του πρωτοβουλία) να γνωριστούμε και από κοντά, αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία. Περιστασιακά γνώρισα κι αρκετούς άλλους, ελάχιστοι ωστόσο είχαν το κύρος της δικής του προσωπικότητας και την ίδια βαρύτητα γνώμης. Θα τον τοποθετούσα στην κατηγορία εκείνης της εμβληματικής εκπαιδευτικής ομάδας που εγκαινίασε τη διαφορετική προσέγγιση και νοοτροπία στη διδασκαλία της λογοτεχνίας μας, αφήνοντας το στίγμα της στους νεότερους και την αποτελούσαν χαρισματικοί δάσκαλοι σαν τον Χριστόφορο Μηλιώνη, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Λ. Κούσουλα, Τ. Καρβέλη, Γ.Δ. Παγανό, Κ. Μπαλάσκα κ.ά. Καθόλου τυχαίο νομίζω που είναι κι ο ίδιος αξιόλογος δημιουργός, όπως κι εκείνοι, και διαθέτει σχολική πείρα που σφυρηλατήθηκε με τους μαθητές μέσα στην τάξη. Με ευσυνειδησία, ήθος, μεράκι και όραμα, στάθηκε στο πλευρό των συναδέλφων του Νομού Ημαθίας, όπου οργάνωσε πολλές συναντήσεις γνωριμίας με σύγχρονους λογοτέχνες απ’ όλη την Ελλάδα με τη μέθοδο της «σεναριακής εισήγησης» όπως την έχει ονομάσει (δες το τελευταίο βιβλίο του Η λέξη της λέξης). Προσωπικά έχω αγαθές αναμνήσεις από τις επισκέψεις που πραγματοποίησα σε μερικά σχολεία της Βέροιας και της Νάουσας, όπου συνάδελφοι και μαθητές μού άφησαν εξαιρετικές εντυπώσεις με τις γνώσεις, την προθυμία και την ευρηματικότητά τους, ενώ ο ίδιος ο Θ. Μαρκόπουλος παρακολουθούσε ανελλιπώς τις διδασκαλίες μέσα στην τάξη και στη συνέχεια καλούσε τον διδάσκοντα σε συζήτηση και σχολιασμό, καταθέτοντας με εντιμότητα τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του.

Τα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής μαρτυρούν έναν ακούραστο κι εμπνευσμένο πνευματικό εργάτη που βιώνει τα ποικίλα συμβάντα της καθημερινότητας του στην επαρχία και με τη δύναμη του ταλέντου του τα μεταστοιχειώνει σε στιγμές γνήσιας αισθητικής πνοής και συγκίνησης, όπως άλλωστε το πράττει, αθόρυβα και ιαματικά από το 1982, με τη συνολική κατάθεση του ποιητικού του έργου.

GuKy22AOvqYDiZprti6jeFNacZo7iUk (13.10.2023)


Ειρήνη Ιωαννίδου 

Βροχές Βερμίου η καινούργια ποιητική συλλογή του Θανάση Μαρκόπουλου, εκδόσεις Μελάνι. Η υγρασία στο τζάμι του εξωφύλλου –με το θολό τοπίο– προδίδει το αίσθημα του ποιητή. Σημείο αναφοράς του, ο ορεινός όγκος του Βερμίου σιωπηλά να μετρά χρόνους και αντοχές.


Κι αυτό εκεί

βουβό και ασάλευτο

απόμακρο πάντα

αθάνατο

Ο τόπος που τροφοδοτεί την μνήμη – η επαρχία των παιδικών του χρόνων, αλλά και της ενήλικης ζωής, το χάδι της μάνας που ακόμη λείπει, οι φίλοι που χάνονται.

 

είναι πλευρό δικό μου

είμαι κι εγώ δικό τους

 

Οι φίλοι είναι η νιότη μου

Το λίγο του χρόνου επιτείνει την αγωνία του να «κοινωνήσει» την ομορφιά αυτού του κόσμου – που κάποτε μέσα του ασφυκτιά, αλλά ακόμη τον έλκει, και τον τροφοδοτεί ποιητικά.

 

οι ροδακινιές στον κάμπο

άναψαν και πάλι

 

Οι αναίσθητες

Η αίσθηση άλλοτε ρεαλιστική και άλλοτε ονειρική ακολουθεί το ρυθμικό τέμπο της βροχής. Μας ταξιδεύει με τον προσωπικό ποιητικό φακό του, τα περιγράμματα αμβλύνονται, ο χρόνος ενδίδει στιγμιαία σε μια στασιμότητα ιαματική, τα πρόσωπα φωτίζονται αλλιώς. Ο λόγος κυριολεκτεί ακόμη και στη μεταφορά του

 

αστράφτει η στράτα των σπιτιών οι προσόψεις αστράφτουν τα σύννεφα και μια βροχή χαρμόσυνη γκρεμίζεται στα μαλλιά της

κάποτε μαχαίρι καλά ακονισμένο γίνεται που δεν διστάζει να εξομολογηθεί την πίκρα και την διάψευση

 

το δάσος μπούκαρε απ’ το παράθυρο

κι άστραψαν τα δόντια του λύκου

στο σούρουπο των ματιών της

αλλά και την λαχτάρα του να υπάρξει και πέρα από την ποίηση, με τον παλμό και την θέρμη του σώματος που ακόμη ενθυμείται.

 

Μου θύμισες έλεγε τις ένδοξες μέρες 

τότε που άστραφτες και φλέγονταν οι νύχτες 

τα κύματα σκόρπιζαν μαργαρίτες στα πόδια σου 

και τρέχανε ζαρκάδια στη χλόη των ματιών σου

Ποίηση που μυρίζει χώμα βρεγμένο, και σε κατακλύζει με την αλήθεια της σε χαμηλές οκτάβες, αλλά η δόνηση της παραμένει ισχυρή. Ψυχή που λαχταρά να πετάξει, σώμα που θέλει να αποδράσει, αλλά ξέρει ότι θα είναι σύντομη η εκδρομή...


Μου θύμισες τις ανέμελες μέρες

όταν οι δρόμοι δεν είχαν γκρεμούς και καρτέρια

το χιόνι έφτανε το πολύ ως το φράχτη

κι εμείς ανοίγαμε τις φλέβες στον ήλιο

κι άνθιζαν όλα τα χρώματα στις πλαγιές

του κορμιού μας

 

ΣΑΝ ΑΛΛΟΤΕ ΑΝΘΙΖΩ

 

Αδειάζω το κεφάλι μου στα κύματα

κι ανάλαφρος χάνομαι στα δάση

και τα λιβάδια στις πηγές ξαναβρίσκω

το πρόσωπο στα φυλλώματα

τη φωνή τρίβω τα μάτια μου

στον ήλιο κι αναβοσβήνουν

πεταλούδες σαν άλλοτε ανθίζω

 

Να και μια μέρα σφυρίζω στον άνεμο

χωρίς ένα δράμι πολιτισμού

μες στο κεφάλι μου

φβ, 4-12-2023



Τούλα Παπαπάντου

Από τη μεριά της αναγνώστριας
                                                      «Το ποίημα είναι βίωμα παλιό, που επιμένει»

 

Το βουνό


Πέρασαν μέρες πέρασαν/ νύχτες πέρασαν άνθρωποι/ κι άνθρωποι/ κάτω απ’ τον ίσκιο του// Κι αυτό εκεί / βουβό και ασάλευτο/ απόμακρο πάντα/ αθάνατο

Με αυτό το ποίημα  μας εισάγει ο Θανάσης Μαρκόπουλος στη νέα ποιητική του συλλογή με τίτλο Βροχές Βερμίου. Το βουνό είναι το Βέρμιο, ένας ήρεμος ορεινός όγκος. Θα μπορούσε να είναι και κάποιο άλλο βουνό. Όμως το ταυτοποιούμε, μιας και το συγκεκριμένο βουνό απλώνεται σε δύο γεωγραφικές περιφέρειες, οικείες στον ποιητή. Η πρώτη αφορά τον γενέθλιο τόπο, τα Κρανίδια Κοζάνης,  και η δεύτερη τον τόπο που εργάστηκε και εξακολουθεί να διαμένει, την πόλη της Βέροιας.

Το βουνό θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως τη σταθερά του χώρου, του τόπου. Γύρω του αναπτύσσονται οι ζωές των ανθρώπων. Των βροτών, σε αντίθεση με το ίδιο που είναι άμβροτο. Των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται ο ποιητής και για τους οποίους μας μιλά. Τους απλούς, ταπεινούς ανθρώπους, που είναι συγγενείς, οικείοι, φίλοι. Κάποιοι από αυτούς έχουν χαλασμένες ζωές. Η τετριμμένη χρήση της γλώσσας δεν καταδέχεται να αναφερθεί σε αυτούς παρά μόνο κατακρίνοντάς τους. Ο λόγος της αληθινής ποίησης, ωστόσο, τους περιλαμβάνει και μιλά γι’ αυτούς με αφορμή τη ρουτίνα της καθημερινότητάς τους: Διαβάζω από το ποίημα «Παραίτηση χαρτοπαίχτη»: Μπιρίμπα στις 10/ στις 12 τσίπουρα// Έχαναν κι έχαναν/ εναλλάξ/ ο γητευτής παιδίων/ και ο τεχνίτης πλακιδίων/ δυο τοίχοι ξεχασμένοι σε γκρεμισμένο σπίτι. Σε λίγο αλλάζει το σκηνικό: Τρίτη ανατολή ηλίου/ κι ο γητευτής καταπλέει/ με πλευρό σπασμένο// Έναν σκέτο λέει για μένα/ και μια λήθη για κείνον/ […]//  Φεύγει δαγκωμένο φεγγάρι/ κι αφήνει πίσω του/ αιμόφυρτη τη συνήθεια.

Με αναφορά στους εκλιπόντες ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον θάνατο. Διαβάζουμε στο ποίημα «Το χώμα φοβόταν»: Εμένα η γιαγιά μου δε φοβόταν το θάνατο// Κορίτσι ακόμα σαν τα κρύα τα νερά/ άκουσε τον κρυφό καημό της/ να γκρεμοτσακίζεται από μια καρυδιά/ είδε τον ανθό της/ να καίγεται ξημερώματα σαν το τσιγάρο/ τον κύρη της/ να επιστρέφει απ’ το Σαγγάριο φωτογραφία// Εμένα η γιαγιά μου δε φοβόταν το θάνατο/ Την επιχωμάτωση φοβόταν// Τόσο χώμα απάνω σου έλεγε/ τόσο χώμα.

Άνθρωποι της υπαίθρου, άνθρωποι πολύπαθοι, άνθρωποι καρτερόψυχοι και ζυμωμένοι με την ιδέα του θανάτου. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος τους προσεγγίζει με αγάπη και με σεβασμό και, για να χρησιμοποιήσω μια δική του έκφραση από το βιβλίο του Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά, «ευλαβείται την αγία ασημαντότητα των απλών ανθρώπων». Αφουγκράζεται τον τόπο και τους ανθρώπους του και για τα δικά τους μας μιλά, με αυτούς συνομιλεί.

«Ο καλός ποιητής ολοκληρώνει τον ιστό και  περιμένει το θύμα του», ομολογεί ένας άλλος αγαπημένος μου ποιητής από τη Σκανδιναβία. Κι εμείς οι ανυποψίαστοι (ή μήπως και κάπως υποψιασμένοι;) αναγνώστες αυτό επιθυμούμε, να πιαστούμε στον ιστό της συγκίνησης, της ταύτισης. Να νιώσουμε ότι αυτά για τα οποία μας μιλά ο ποιητής αφορούν κι εμάς, εμένα προσωπικά, και να συγκινηθούμε. Διαβάζουμε στο ποίημα «Η σοφία του άλλου καιρού»: Ανάμεσα σε τείχη από χιόνι/ και γοφιά σπασμένα/ όπως ορίσει ο Θεός ψιθύρισε/ με τη σοφία του ζώου/ η ανήμπορη μάνα/ όταν κάποια στιγμή/ το δάσος μπούκαρε απ’ το παράθυρο/ κι άστραψαν τα δόντια του λύκου/ στο σούρουπο των ματιών της. Kαι στο ποίημα «Μια μάνα ανάβει τον ήλιο»: Μετά την αίσια έκβαση της περιπέτειας του παιδιού της η μάνα φτερουγίζοντας βγαίνει στο δρόμο χαράματα// Αδημονώ ν’ ανάψω τον ήλιο στο παραθύρι του γιού μου αποκρίνεται πάλι και πάλι σε όσους ρωτούν και δε ρωτούν και πέφτουν τα λόγια της πετράδια απ’ τα χείλη κι αστράφτει η στράτα των σπιτιών οι προσόψεις αστράφτουν τα σύννεφα και μια βροχή χαρμόσυνη γκρεμίζεται στα μαλλιά της.

Εξοικειωμένος  ο ποιητής με την ιδέα του θανάτου, προβάλλει και τη μέρα που το σώμα του ίδιου θα περάσει από την οργανική στην ανόργανη ύλη: Θά ’ρθει η μέρα/ κι εσύ θα σβήνεις σαν τον ασβέστη/ φασκιωμένος αδίστακτα/ με καλώδια ψευδαισθήσεων// […]/ και θα μακαρίζεις εκείνους/ που δεν τους πρόφτασε στο κατώφλι/ η ταπείνωση των ερειπίων/ μονάχα που εσύ δε θα μπορείς/ ούτε το χέρι υψώσεις/ ν’ αστράψεις μια στον ουρανό/ βεγγαλικό να φέξει το ψεύδος του κόσμουΗ μέρα του ασβέστη»).  Ο ποιητής καταθέτει στοχασμούς για τη ζωή με αφορμή το τέλος της. Και στο αμέσως επόμενο ποίημα «Λόγος υπέρ ολοκαυτώματος» εκφράζει την δική του επιθυμία σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της υλικής του υπόστασης: Το μνήμα λέω θέλει άνθρωπο δικό του/ χνότο ζεστό στην παγωνιά/ μα πού να το βρει στις μέρες μας/ έτσι που τα πουλιά μας σκόρπισαν/ στους πέντε ανέμους// Κάλλιο λαμπάδιασμα λοιπόν/ μια χούφτα στάχτη σκόρπισμα/ και είσαι παντού και πουθενά/ κι έγνοια καμιά για τους επόμενους/ ούτε και τύψεις μάταιες.

Μα ακόμη κι όταν μιλά για θάνατο, αυτό γίνεται με όρους ζωής. Υμνεί τη ζωή από την αρχή μέχρι το τέλος της. Όλα ενιαία ως εκφράσεις και εκφάνσεις της ζωής της ίδιας. Στη διάταξη των ποιημάτων εναλλάσσονται τα θέματα και ανάμεσα σε ποιήματα που μιλούν για τους εκλιπόντες ή τον θάνατο φτερουγίζει άλλοτε η ομορφιά κι άλλοτε η αφύπνιση των αισθήσεων, που μπορεί να μετεξελιχτεί σε ερωτική επιθυμία και να μας θυμίσει ότι Πάντα μας περιμένει ένα θαύμα/ και πάντα μας βρίσκει απροετοίμαστους  από το ποίημα «Η οπτασία» και από το ποίημα «Οι πικροδάφνες»: και τη γωνία του βλέμματος/ να περιπαίζει με σκέρτσο τον πόθο μας. Κατά την αίσθησή μου το πιο ευλαβικά αισθαντικό ποίημα, εκεί όπου το φευγαλέο άγγιγμα επικυρώνει την ιερότητα του έρωτα, είναι «Ο επιτάφιος έρως»: Τίποτα δε ζήλεψα περισσότερο από Κείνον/ όσο τη στιγμή που καθώς ακάλυπτος/ κείτεται στον ανθισμένο κάμπο/ φρέσκιες κοπέλες και ώριμες γυναίκες του έρωτα/ σκύβουν και τον ασπάζονται ευλαβικά/ ενώ τα μυρωμένα μαλλιά τους/ φύκια και θωπεύουν το γυμνό του σώμα.

Και μόλο που το «φθινόπωρο σώμα» κατηφορίζει και «δεν επιστρέφει», όπως διαπιστώνει, κάτι μένει πίσω  και επιμένει («Σώμα φθινόπωρο»). Μια γλυκόπικρη μελαγχολία διαπερνά πολλά από τα ποιήματα. Μια νοσταλγία, ίσως,  για καταστάσεις βιωμένες και πλέον περασμένες, σε αντίθεση με την αναφορά στον γενέθλιο τόπο, που δε φαίνεται να αποτελεί αναμνηστική αναφορά ούτε απλή νοσταλγία. Ο τόπος περιβάλλει τον ποιητή και ο ποιητής περιέχει τον τόπο μέσα από τους ανθρώπους. Οι φίλοι είναι η νιότη μου, δηλώνει στο ποίημα «Οι φίλοι της νιότης». Και: Άνοιξη του ενός άνοιξη κανενός είπα/ κι ένα σμάρι πουλιά φτερούγισαν/ μέσ’ από το κεφάλι μου κλείνει το ποίημα με τίτλο «Ο κλέφτης του ήλιου».

Ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός. Ποια απ’ όλες αυτές τις ιδιότητες κυριαρχεί; Στο μεταξύ η δική μου αίσθηση είναι ότι η ποιητική ιδιότητα αποτελεί τον  οδηγό πλεύσης του, όταν προσεγγίζει έργα ομοτέχνων του και μας τα παρουσιάζει με τον πιο εύληπτο, απλό και καθαρό τρόπο.

Κι όταν ο ποιητής κάποιες στιγμές επιθυμεί να ξαποστάσει, να αποφορτίσει τους στοχασμούς του, στη φύση προστρέχει. Αδειάζω το κεφάλι μου στα κύματα/ […]// Να και μια μέρα σφυρίζω στον άνεμο/ χωρίς ένα δράμι πολιτισμού/ μες στο κεφάλι μου διαβάζουμε στο ποίημα «Σαν άλλοτε ανθίζω». Η ενασχόληση με την ποιητική γραφή συγκρούεται καμιά φορά με την επιθυμία να βλέπει κανείς τα πράγματα με αθώα ματιά.

Οι τίτλοι των ποιητικών του συλλογών  Χαμηλά ποτάμια, Μικρές ανάσες,  Βροχές  Βερμίου, για να αναφερθώ στις πιο πρόσφατες, από μόνοι τους είναι δηλωτικοί μιας ποίησης χαμηλόφωνης μα ουσιαστικής, λιτής στην έκφρασή της μα τόσο νοηματοδοτημένης, ένα είδος κουβεντιαστής ποίησης. Τα ποιήματα δεν έχουν βαριά περπατησιά, δε φωνάζουν. Σου μιλούν κουβεντιαστά, περνούν από τις αισθήσεις σου σαν δροσερό αεράκι, με ευεργετικά αποτελέσματα.

Βέβαια ο ποιητής δεν παύει να νοσταλγεί τους στίχους που πυροδοτούνται, την πυρακτωμένη ποίηση. Οι στίχοι του καιρού σας δε μυρίζουν μπαρούτι διαβάζουμε στο τελευταίο ποίημα  «Η ποιητική της οδύνης» και προσφέρεται στον ποιητή ένα περίστροφο που κάπνιζε ακόμα, για να γράφει.

Σε μια εποχή κατακερματισμού της ανθρώπινης υπόστασης και των ανθρώπινων, σε μια εποχή αρνητικής ατομικότητας και  έντονου ναρκισσισμού, σε μια εποχή που διαμορφώνεται ένα νέο είδος ανθρώπου, ποίηση  σαν κι αυτή έρχεται να αποκαταστήσει τη σύνδεση ανάμεσα στους ανθρώπους, τη σύνδεση των ζωντανών με τους νεκρούς τους. Οι λέξεις και τα νοήματά τους αποτελούν τους αρμούς σύνδεσης των ανθρώπων και δημιουργούν ελπίδες.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος δεν ποιεί απλώς καλή ποίηση. Ποιεί ήθος, ήθος ποιητικό, ήθος γλωσσικό, ήθος ανθρώπινο. Ποίηση χειροποίητη, ποίηση εντιμότητας.

Ευτυχώς η ποίηση διαφεύγει από τη δυναστεία της πολιτικής ορθότητας σε σχέση με άλλα λογοτεχνικά είδη προς το παρόν.

Εύχομαι και ελπίζω και αυτά τα ποιήματα να τα καλοδεχτούν αναγνώστες με θερμή καρδιά  και ενεργή σκέψη. Αυτές τις λίγες σκέψεις  μου θα ήθελα να τις φαντάζομαι κάτω από τη σκέπη του παρακάτω μονόστιχου από το ποίημα «Μονότοξα γεφύρια»: Αχ και να γινόταν στην ομορφιά τα μάτια μου ν’ άφηνα. 

Περ. Ένεκεν 57 (Ιούλιος-Δεκέμβριος 2023) 233-236


Ευσταθία Δήμου

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Θανάση Μαρκόπουλου, ένατη κατά σειρά, φαίνεται ήδη από τον τίτλο, Βροχές Βερμίου, πως συνδέεται με την ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, το κλίμα και την ατμόσφαιρά της. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ενώ ο ποιητής εκκινεί από το οικείο και γνωστό, από τον περιβάλλοντα χωροχρόνο του, είτε αυτός αφορά τα τοπία, είτε τους ανθρώπους, εξακτινώνεται και εκτρέπεται σε στοχασμούς για τα ανθρώπινα γενικά, την ανθρώπινη συνθήκη που κινείται βασικά γύρω από το οριακό γεγονός του θανάτου. Με τον θάνατο προσπαθεί λοιπόν να διαλεχθεί ο ποιητής, αλλά και με όλα όσα τον θυμίζουν κι ας βρίσκονται μέσα στη ζωή. Η περιήγηση στον χώρο βοηθάει τον ποιητικό στοχασμό να αναδυθεί, προετοιμάζει το έδαφος για την εκδήλωσή του έτσι που αυτός, όταν αναφαίνεται, να μοιάζει εντελώς αβίαστος και φυσικός, δεμένος, στην κυριολεξία με τον τόπο, την αύρα και το  ιδιαίτερο κλίμα του. Είναι μια βαθιά σχέση αυτή που αναπτύσσει ο ποιητής με τα φυσικά στοιχεία, μια σχέση που εκτυλίσσεται με τους δικούς της όρους, χωρίς δηλαδή αλληλοδιεισδύσεις και επικαλύψεις. Στην πραγματικότητα ο ποιητής είναι απόλυτα ανθρωποκεντρικός, σφηνωμένος μέσα στον προβληματισμό που εγείρει, από μόνη της και αφ’ εαυτής, η ύπαρξη. Γι’ αυτό και το βλέμμα του είναι τόσο βαθύ και, παράλληλα, τόσο διεισδυτικό, γι’ αυτό μπορεί και ανατέμνει τα στιγμιότυπα και τις στιγμές προκειμένου να αποστάξει από εκεί το νόημα και την αξία του κόσμου, της ζωής, της ύπαρξης.

Ο ποιητικός λόγος του Μαρκόπουλου είναι βαθιά αληθής, είναι όμως και βαθιά νοσταλγικός, λυρικός, γνήσια έκφραση μιας ψυχής που ευαισθητοποιείται απέναντι σε καθετί που υπάρχει ως ερέθισμα γύρω του. Αυτό το «γύρω» ο δημιουργός το αντιλαμβάνεται ως κομμάτι του εσώτερου εαυτού του, ως πτυχή του «εγώ», ως προσωπική καθαρά υπόθεση που ζητά την ποιητική δημιουργία για να απαθανατιστεί, να εξηγηθεί, να κριθεί. Γιατί αυτή είναι ίσως και η βαθύτερη στόχευση του ποιητή, να συνθέσει δηλαδή τα ποιήματά του κατά τρόπο κριτικό, όχι μόνο της πρώτης ύλης του, αλλά και του ίδιου του ποιήματος. Έτσι, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ή καλύτερα να παρακολουθήσει τον στοχασμό και τον υπαρξιακό προβληματισμό να μετακυλύει και να μεταμορφώνεται σε κριτική, σε ένα είδος ποιητικής κριτικής και κρίσης αυτού που συνιστά τη ζωή στο σύνολό της. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο ποιητής διερωτάται και στοχάζεται, ζυγίζει και αναλύει τα αίτια και τα αποτελέσματα, τις επιμέρους όψεις του ανθρώπινου «γίγνεσθαι» που είναι και «γίγνεσθαι» προσωπικό, «γίγνεσθαι», εν τέλει, ποιητικό. Γι’ αυτό και η φωνή του ποιητή μοιάζει τόσο ισορροπημένη, τόσο ψύχραιμη, σα να έχει ζυγιαστεί με τέτοια ακρίβεια, ώστε να μπορεί να συγκρατεί το πάθος και το αίσθημα που αναμφισβήτητα υπάρχει στην αρχή και την αφετηρία της δημιουργίας.

Σε αρκετά από τα ποιήματα ο ποιητής φανερώνει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και την ίδια τη ζωή. Και ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από τον αγώνα, από αυτήν την αέναη πάλη με το άφατο, το άφθαστο, το μακρινό που πάντα θα υπάρχει για να κατανικά τον άνθρωπο και να τον αφήνει πάντοτε εκεί, στη φάση και το στάδιο του αγώνα: Δε θέλω την απάντηση/ Την ήξερα την ξέρω από το πρώτο κλάμα μου/ Όμως γιατί κάθε τόσο επανέρχεται σαν τύψη/ και στιγμή δε μ’ αφήνει να γαληνέψω κι εγώ/ σαν κουρασμένη θάλασσα («Το δίλημμα») Η απόχρωση αυτή της ποίησης του Μαρκόπουλου δεν είναι άσχετη, ούτε ασύνδετη με το θέμα του θανάτου που αποτελεί μια από τις κύριες δεξαμενές της ποιητικής του σκέψης και έκφρασης. Συνδέεται όμως και με όλη εκείνη την απροσδιόριστη αγωνία η οποία φαίνεται πως δονεί τη συνείδηση και το θυμικό του ποιητή χωρίς να μπορεί να βρει ακριβώς τις πηγές και τον προορισμό της. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επιλέγει να βρει καταφύγιο στο ποίημα, να σταθμεύσει εκεί όχι για να λιμνάσει, αλλά για να καταυγάσει την ένταση και τον δυναμισμό της. Είναι μια αγωνία λοιπόν αυτή που διαθέτει τη δυναμική της καλλιτεχνικής μορφοποίησης, τη δύναμη της αισθητικής αρτίωσης. Αυτή είναι άλλωστε και η βαθύτερη λειτουργία της ποίησης, η κρυστάλλωση της εσωτερικής φόρτισης σε λόγο, και μάλιστα λόγο έντεχνο, ώριμο, αληθή.

Είναι αλήθεια πως ο ποιητής αποκαλύπτει αρκετές φορές το πρόσωπό του μέσα από τα ποιήματα και αυτή η αποκάλυψη λειτουργεί άκρως ελκυστικά για τον αναγνώστη που αισθάνεται πως αυτή η αμεσότητα τεχνουργείται για χάρη του. Είναι οι στιγμές εκείνες που αποκαλύπτονται οι κρυφές πλευρές της προσωπικότητας, οι αφανείς όψεις της ζωής του ποιητικού υποκειμένου που διαμορφώνουν ένα πεδίο αυτοαναφοράς και αυτοβιογράφησης το οποίο λειτουργεί αποκαλυπτικά του τρόπου με τον οποίο η ποίηση εκκινεί και επανέρχεται στο «εγώ» για να διαμορφώσει τα όρια του πεδίου κίνησης και εκτύλιξής της. Αυτές οι ποιητικές στιγμές έρχονται σε ευθεία αντίθεση με εκείνες στις οποίες ο δημιουργός κρύβεται εντελώς πίσω από ποιητικές ιστορήσεις, εικόνες, σκηνικά, αφήνοντας ουσιαστικά το ποίημα να εκτυλίσσεται σαν από μόνο του. Η μέθοδος και η πρακτική αυτή πέρα από την ποικιλία που χαρίζουν στο βιβλίο, προσφέρουν στον αναγνώστη την ευκαιρία να διαπιστώσει ποια από τις δύο εκδοχές τον συγκινεί και τον τέρπει, ποια από τις δύο όψεις κεντρίζει τον προβληματισμό και τον (ανα)στοχασμό του, καταλήγοντας έτσι και σε συμπεράσματα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αναγνωστική ανταπόκριση και διαμορφώνονται οι αισθητικές προτιμήσεις. 

Περ. Οροπέδιο 26 (Χειμώνας 2023-2024) 636-638




Β. ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΕΣ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ



 Βασίλης Αλεξίου


                        Σαν  π ρ ό κ ε ς  πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις

 

                        Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

                               Μ. Αναγνωστάκης

Διάβασα πρόσφατα τα ποιήματα του Θανάση Μαρκόπουλου, συνάδελφου από τη Βέροια (Απόπειρα εξόδου, 1982, Του ανταποκριτή μας, 1985, Μοντέλο σώμα­τος, 1988, όλα από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή).
          Το σημείωμα δεν επιχειρεί τη γνωστή από το ύφος και τις κακίες της κριτική. Ε­πιμένει σ’ ορισμένες παρατηρήσεις κοινω­νιολογικού και υφολογικού χαρακτήρα.
             Ο ποιητής (και εκπαιδευτικός δεν ξέ­ρω τι γι’ αυτόν βαραίνει περισσότερο) στο πρώτο του έργο λειτουργεί μυθολογι­κά, αναδεικνύοντας μία αριστερά σε όλο το συμβολικό της στοιχείο. Μια ποίηση που παραπέμπει περισσότερο σε μία «κόκ­κινη παρελθούσα μνήμη», σ’ ένα εξαγνιστικό λοιμοκαθαρτήριο παρελθόν και μέλ­λον, παρά σε μια ζωντανή πραγματικότη­τα.
         Ο Θανάσης Μαρκόπουλος γράφει συναισθηματικά, επιφωνηματικά, κραυγά­ζοντας. Αυτό δεν είναι πάντα σε βάρος της δουλειάς του, αλλά επιμένει σχεδόν μανιχαϊστικά σ’ ένα πλαίσιο «αυτοί και μείς». Αλλά η ενότητα των αντιθέσεων και η μεταβολή αλλάζει το στατικό «αυτοί» σ’ «εμείς» και τ’ αντίστροφο.
        Υπάρχει μια διαφοροποίηση ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία –πιο λυρι­κή και λιγότερο φορτισμένη– συλλογή. Παρ’ όλα αυτά, τα έργα του διαπνέονται από ένα υπερβολικά φορτισμένο λόγο, με συχνή κατάχρηση των επιθέτων, καθώς και με μια λαθραία επανεισαγωγή εξεζητη­μένου καθαρευουσιάνικου λόγου.
             Γιατί το τραγούδι μας το φορτώσαμε με τόσες μουσικές, που λιώνει πια απ ’ τα τό­σα μαλάματα το πρόσωπό του, αν θυμά­μαι καλά το Γιώργο Σεφέρη.
            Η βαρυφόρτωση των λόγων είναι δείγ­μα του καιρού μας, όπως και η χρησιμο­ποίηση ελάχιστων ρημάτων (κι εγώ ο ί­διος ίσως φαίνομαι τέτοιος). Εδώ θυμάμαι τον Μπρεχτ που έγραφε στις «Ιστορίες του κ. Κ.»
        «Σαν τέλειωσε το διάβασμα μιας ποιητι­κής συλλογής ο κ. Κ. είπε: Στη Ρώμη απα­γόρευαν στους υποψήφιους για δημόσιες υπηρεσίες να φοράνε, όταν εμφανίζονταν στο φόρουμ, ρούχα με τσέπες, για να μη δέχονται δωροδοκίες. Έτσι και οι ποιητές δε θα ’πρεπε να φοράνε ρούχα με μανίκια για να μη μπορούν να χύνουν αράδα στί­χους».
            Είναι δείγμα της κοινωνικής ζωή μας ε­ξάλλου η ελάχιστη αμεσότητα των πράξε­ων και άρα των λόγων. Παρ’ όλα αυτά ο Θ. Μαρκόπουλος κάνει μια σοβαρή κατά­θεση του εσωτερικού του προβληματι­σμού· δεν είναι άλλωστε μικρό, δάσκαλος όντας, να μην πέσει στον πειρασμό να γράψει για το άμεσό του περιβάλλον.
          Η φύση της επαρχίας που τόσο τον επη­ρέασε, η εισβολή των ξενικών στοιχείων, θα είναι σίγουρα αφετηρία για νέα δου­λειά. Θα την περιμένουμε. 
        Το σημείωμα δεν επιχειρεί τη γνωστή από το ύφος και τις κακίες της κριτική. Ε­πιμένει σ’ ορισμένες παρατηρήσεις κοινω­νιολογικού και υφολογικού χαρακτήρα.
        Ο ποιητής (και εκπαιδευτικός δεν ξέ­ρω τι γι’ αυτόν βαραίνει περισσότερο) στο πρώτο του έργο λειτουργεί μυθολογι­κά, αναδεικνύοντας μία αριστερά σε όλο το συμβολικό της στοιχείο. Μια ποίηση που παραπέμπει περισσότερο σε μία «κόκ­κινη παρελθούσα μνήμη», σ’ ένα εξαγνιστικό λοιμοκαθαρτήριο παρελθόν και μέλ­λον, παρά σε μια ζωντανή πραγματικότη­τα.
           Ο Θανάσης Μαρκόπουλος γράφει συναισθηματικά, επιφωνηματικά, κραυγά­ζοντας. Αυτό δεν είναι πάντα σε βάρος της δουλειάς του, αλλά επιμένει σχεδόν μανιχαϊστικά σ’ ένα πλαίσιο «αυτοί και μείς». Αλλά η ενότητα των αντιθέσεων και η μεταβολή αλλάζει το στατικό «αυτοί» σ’ «εμείς» και τ’ αντίστροφο. 
        Υπάρχει μια διαφοροποίηση ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία –πιο λυρι­κή και λιγότερο φορτισμένη– συλλογή. Παρ’ όλα αυτά, τα έργα του διαπνέονται από ένα υπερβολικά φορτισμένο λόγο, με συχνή κατάχρηση των επιθέτων, καθώς και με μια λαθραία επανεισαγωγή εξεζητη­μένου καθαρευουσιάνικου λόγου.
        Γιατί το τραγούδι μας το φορτώσαμε με τόσες μουσικές, που λιώνει πια απ ’ τα τό­σα μαλάματα το πρόσωπό του, αν θυμά­μαι καλά το Γιώργο Σεφέρη.
        Η βαρυφόρτωση των λόγων είναι δείγ­μα του καιρού μας, όπως και η χρησιμο­ποίηση ελάχιστων ρημάτων (κι εγώ ο ί­διος ίσως φαίνομαι τέτοιος). Εδώ θυμάμαι τον Μπρεχτ που έγραφε στις «Ιστορίες του κ. Κ.»
        «Σαν τέλειωσε το διάβασμα μιας ποιητι­κής συλλογής ο κ. Κ. είπε: Στη Ρώμη απα­γόρευαν στους υποψήφιους για δημόσιες υπηρεσίες να φοράνε, όταν εμφανίζονταν στο φόρουμ, ρούχα με τσέπες, για να μη δέχονται δωροδοκίες. Έτσι και οι ποιητές δε θα ’πρεπε να φοράνε ρούχα με μανίκια για να μη μπορούν να χύνουν αράδα στί­χους».
        Είναι δείγμα της κοινωνικής ζωή μας ε­ξάλλου η ελάχιστη αμεσότητα των πράξε­ων και άρα των λόγων. Παρ’ όλα αυτά ο Θ. Μαρκόπουλος κάνει μια σοβαρή κατά­θεση του εσωτερικού του προβληματι­σμού· δεν είναι άλλωστε μικρό, δάσκαλος όντας, να μην πέσει στον πειρασμό να γράψει για το άμεσό του περιβάλλον.
        Η φύση της επαρχίας που τόσο τον επη­ρέασε, η εισβολή των ξενικών στοιχείων, θα είναι σίγουρα αφετηρία για νέα δου­λειά. Θα την περιμένουμε.

Περ. Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης 6-7 (Άνοιξη 1989) 91

Μάκης Καραγιάννης

Οι λιγοστές παρατηρήσεις για την ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου που ακολουθούν δεν έχουν αξιολογική πρόθεση και είναι δοσμένες με αρκετή σχηματικότητα, αφού η ίδια η ποίηση από τη φύση της αντιστέκεται σε περιοριστικές και οριστικές ερμηνείες και ο υποκειμενι­σμός του αναγνώστη καιροφυλακτεί. Είναι περισσότερο μια δοκιμαστική απόπειρα προσέγγισης κάποιων χαρακτηριστι­κών, μιας έντονα κοινωνικής ποίησης, που υπερασπίζεται με πάθος, έναν ορισμένο κόσμο και τα οράματά του. Η καθημερινή ζωή, οι ελπίδες των απλών ανθρώπων, οι καημοί τους αλλά και ο μικροαστισμός τους είναι ο χώρος στον οποίο ο Θ.Μ. ποντίζει την ευαισθησία του και τη με­ταφράζει σε στίχο. Ο κόσμος της εργασίας, τα τίμια χέ­ρια των δουλευτάδων που πασκίζουν να γεμίσουν γογγύζοντας / τα τρύπια πιθάρια της επιβίωσης,* είναι μόνι­μη έγνοια της ποίησής του, που είναι στενά συνυφασμένη με την πραγματικότητα και τα προβλήματά της, ένα φλεγόμενο βέλος / που ψάχνει ακούραστα / τον κινούμενο στόχο / του βασανισμένου ανθρώπου.

Το αντιθετικό δίπολο επαρχία-πόλη διατρέχει πολλές φορές το ποιητικό του σώμα. Σπουδές στην πόλη / διακο­πές στο χωράφι. Ο χώρος της επαρχίας, στον οποίο ο Θ.Μ. έχει προσωπικά βιώματα και μια μεγάλη θητεία, είναι ένας άγονος τόπος στέρησης και εγκατάλειψης, μια «έρη­μη χώρα». Τα σκαλιά στο σπίτι του χωριού / είναι μια πληγή ανοιχτή / στο σώμα της πατρίδαςΗ επαρχία / είναι νε­κρή από χρόνια / κι ωστόσο ζει άταφη / πάνω στο χιονισμένο τοπίο. Αντίθετα, η πόλη είναι η πόρνη που διαλαλεί τα κρυφά της θέλγητρα και οι σειρήνες της οδηγούν στην αγκαλιά της τους ναυαγούς της επαρχίας.


Στην ανωνυμία του πλήθους

προστατεύω τη μοναξιά ή την αγάπη μου

στις αέναες διαδηλώσεις του μπετόν

στοιχίζω τη μικρή ζωή μου

την προοπτική μου τσουρουφλίζω

σε διαφημίσεις και ρεκλάμες φλεγόμενες

Στα καυσαέρια και τα μπαρ

νοθεύω τις πρώτες μου ύλες

Κατά κάποιο τρόπο

η πόλη είναι μια πόρνη

που ενώ καταγγέλλεις τον ξεπεσμό της

αποζητάς τις ευκαιρίες που σου δίνει

έστω και με κόστος 

Όμως και οι σημερινοί άνθρωποι, ντυμένοι με τον κοντόθωρο ατομισμό και το μικροαστισμό τους, δεν περνούν απαρατήρητοι. Μέσα στις καθημερινές τους συμβάσεις, ανίδεα και χορτάτοι, στο έλεος των κονφόρ και των εται­ριών, ικανοποιημένοι που έπαιξαν εύστοχα τους ημερή­σιους ρόλους και το μαχαίρι πέρασε ξένο λαιμό, ασχο­λούνται με τις φορτοεκφορτώσεις των ψυγείων τους, ανταλλάσουν σε τρέχουσες τιμές φιλότιμα, συσκευασμένα χαμόγελα άνθη και αισθήματα, για να ανακαλύψουν κά­ποιο πρωί που ξυπνάνε μονάχα σοβάδες στο δάπεδο και αποσπάσματα από τις έγχρωμες προσωπίδες τους.

 

Πώς μας κατάντησαν έτσι

Κατερίνα

Αισθήματα κουρέλια

κρεμάμε στα παράθυρα

στα χείλη της καλημέρας

εκκενώνουμε λέξεις

Πολλές φορές δεν αντέχει να μιλάει με τα ζαλισμένα δόντια της Πυθίας που μετατρέπουν την ποίηση σε μια συμβολική και αφηρημένη αριθμητική, γι’ αυτό εγκαταλεί­πει τα υγρά υπόγεια των υπονοούμενων και των υπαινιγ­μών και βγαίνει στον καθαρό αέρα μας ρητής και απροκάλυπτης γλώσσας, που κάποτε παίρνει υψηλούς και διακηρυκτικούς τόνους. Μια γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα αρκετά μεγάλο φάσμα εκφραστικών τρόπων και αρτιώνεται με την πάροδο του χρόνου. Η επιτροπή Λογοτεχνικού Διαγωνισμού, του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών που του απένειμε ομόφωνα, τον Οκτώβρη, το Α΄βραβείο ποίη­σης, για το ποίημα ΜΑΒΕ, σημειώνει στο σκεπτικό της, ότι είναι μια δυνατή κραυγή πρωτότυπα και λογοτεχνικά ειπωμένη για την Οικολογική ζημιά και πολλαπλή καταστρο­φή που κάνει η ΜΑΒΕ.

 

Μια πορεία

χρεώθηκα

μια κορυφή

μου ανήκει 

Στους σημερινούς καιρούς του ηθικού αφοπλισμού, που εκλείπουν τα ποιητικά αλλά και τα κοινωνικά χρέη, η ποιητική ηθική του Θ.Μ. δεν στέκεται αδιάφορη και ανάλ­γητη μπροστά στον κοινωνικό πόνο, αλλά σκύβει πάνω στον άνθρωπο, αρνείται και αμφισβητεί τους μηχανισμούς που τον συνθλίβουν, τον αλλοτριώνουν και τον κάνουν να ασφυκτιά κάτω από τα περισσεύματα μιας αμφίβολης ευη­μερίας.

* Όλοι οι στίχοι μέσα σε εισαγωγικά είναι από τις 3 ποιητικές συλλογές του Θ.Μ.                                                           

Περ. Η Παρέμβαση 33 (Ιανουάριος 1990) 2

Μάκης Καραγιάννης

Η μανία της γενεαλογίας στην ποίηση, χρήσιμη καθώς μας δίνει ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς για κάθε εποχή, έχει και τις παρενέργειες της ιδίως όταν οι ομαδοποιήσεις είναι πρόωρες. Έτσι, όσοι βρίσκονται στα ασαφή και θολά όρια των γενεών σαν τον Θ. Μαρκόπουλο περιπλανώνται άστεγοι και αταξινόμητοι στους σχετικούς καταλόγους χωρίς τη θαλπωρή, τα εύση­μα και τις αυταπάτες που προσφέρουν οι «ποιητικές γενιές».

Ο Θ.Μ., μετέωρος, κάπου ανάμεσα στη γενιά του ’70 και του ’80 καταχωρείται, όπως σημειώνει ο Γ. Κουβαράς, «στους πλεονάζοντες οψιμογενείς του 70». Αθόρυβος δημιουργός της περιφέρειας, μακριά από τις λογοτεχνικές συντεχνίες και τις ανθολογίες, κέρδισε την παρουσία του στα γράμματα με το ου­σιαστικό ποιητικό και κριτικό του έργο.

Εμφανίζεται το 1982 με την ποιητική συλλογή Απόπειρα ε­ξόδου 1975-1981 για να ακολουθήσουν Του ανταποκριτή μας (1985), Μοντέλο σώματος (1988, 1989), Ανοιγμένη φλέβα (1991), Το περίστροφο της σιωπής (1996), η μελέτη Τα πρό­σωπα του δράματος στο έργο του Μάριου Χάκκα (1997) και η Βιβλιογραφία Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996 (1996 ).

Η ποίησή του ιχνηλατεί την περιπέτεια της ψυχής αλλά ταυ­τόχρονα δεν είναι αδιάβροχη από τα κοινωνικά προβλήματα. Είναι αυτόπτης μάρτυς του καιρού του, ζει τις αγωνίες του, θλίβεται, σαρκάζει, οργίζεται.

Από το Μοντέλο σώματος αρχίζει να διαφαίνεται μια αλ­λαγή στον τόνο της φωνής του η οποία αποκρυσταλλώνεται στις δύο τελευταίες συλλογές. Ο λόγος του χαμηλώνει, απορεί, εξομολογείται, στρέφεται περισσότερο στα εσώτερα τοπία. Η ε­ποχή της οξείας κραυγής, του τεντωμένου χεριού έχει περάσει και όσοι πίστεψαν στην αθανασία της ιδεολογίας έγιναν μεγάφωνα των ξύλινων ρητόρων. Η αισιοδοξία γίνεται μνήμη που αιμορραγεί, σκεπτικισμός και αυτοκριτική για τις βυθι­σμένες ιδεολογίες. Δημιουργείται ένα κλίμα όπου ακούγονται «απόηχοι της ποίησης της ήττας» (Γ. Κουβαράς, Επί πτερύγων βιβλίων). Οι βεβαιότητες και οι ψευδαισθήσεις έχουν καταρρεύσει πια. Μετρώ τα δάχτυλα/ και τα βρίσκω περίσσια/ Τα ξαναμετρώ/ τα βρίσκω λειψά// Τίποτα δεδομένο λοιπόν; Τα πράγ­ματα έγιναν πιο συγκεχυμένα, κυκλοφορούμε σε ένα συνονθύ­λευμα ιδεών, χρωμάτων και απουσίας συλλογικών οραμάτων.

Ο εχθρός σ’ αγγίζει με βελούδινο χέρι, κρύβεται πίσω από τις προφάσεις ρούχων, σου εξασφαλίζει τη στεγανότητα των Coplam και το περίστροφο έχει το σχήμα της σιωπής. Η μνήμη χορταριάζει, οι φίλοι γίνονται μακρινοί, ενώ πομφόλυγες χαλάνε τον κόσμο. Η διάβρωση και η μεταλλαγή προχωρά υ­ποδόρια για να σε κλείσει “ανεπαισθήτως” έξω από τον εαυτό σου. Ερήμην μου ζω/ περνώ κάθε τόσο από μέσα μου/ και δε γνωρίζω κανέναν.

Όμως τώρα που χάθηκαν τα πάντα κερδίζει η ποίηση σε έ­νταση και αλήθεια. Αναλαμβάνει να εξημερώσει τη μοναξιά που σε στριμώχνει καταμεσής του δρόμου, να απαλύνει την ένδον ερημιά, να κάνει με λέξεις τον κόσμο κατοικήσιμο. Κι ό­ταν καταρρέουν οι μεγάλες ιδέες, η αντίσταση γίνεται προσωπι­κή, διαμορφώνεται με τις μικρές καθημερινές μάχες μια προσω­πική ηθική και στάση ζωής. Τότε τα καταψυγμένα όνειρα που βρίσκονται σε κατάσταση πολιορκίας αναζητούν διέξοδο. δος μου ένα οποιοδήποτε φάρμακο: έστω μιαν άλλη Επανάσταση (μότο του Δ. Δούκαρη στο ποίημα «Αυτοκριτική») ή ένα τίπο­τα για να πιστέψω και να πεθάνω για να θυμηθούμε τον Μ. Αναγνωστάκη.

Καθώς η ουσία της ζωής διαρρέει από τις τρύπιες μας μέ­ρες, ο Θ.Μ. αποτυπώνει στην ποίησή του τη μάχη με το χρόνο. Ένα αίσθημα απραξίας κυκλοφορεί στους στίχους του. Χά­νουμε χωρίς να παίζουμε.

Η επανάληψη και η συνήθεια αποστειρώνουν τον καιρό α­πό τα συναισθήματα. Φωτοτύπησα λοιπόν μια μέρα μου/ και τη μοίρασα στους ανθρώπους/ κι έτσι τους απάλλαξα/ απ’ την επώδυνη ανία της επόμενης. Όσο η κλεψύδρα του χρόνου προχωράει και στην επιτη­ρούμενη ζώνη των σαράντα μπαίνοντας/ πυκνώνουν οι πυρο­βολισμοί στα παράθυρα, το αίσθημα της απραξίας μετατρέπεται σε πράσινο πανικό βλέποντας τα δέκατα στην οθόνη να καταρρέουν ανύπαρκτα, να γλιστράνε στις φλέβες. Κι ο ποιη­τής σε μια απέλπιδα προσπάθεια να προλάβει τη φθορά αρπά­ζει το μολύβι και πυροβολεί, κλέβει σελίδες από το ημερολό­γιο της ματαιότητας για να γίνει «ξανακερδισμένος ο χρόνος».

Ο τρόπος με τον οποίο κερδίζει κανείς τον θάνατο και περ­νάει αυτό το σύνορο, δίνει νόημα στη ζωή του και έχει σχέση με το ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο. Κι αν στο παρελθόν η φρίκη του αμβλυνόταν από τους ηρωισμούς και τους μύθους που τον συνόδευαν, σήμερα μας τρομάζει με την απουσία νοήματος. Ει­ρωνικός και παράλογος, υπάρχει στα δελτία ειδήσεων, στα σα­λόνια των εφημερίδων, στις συγκρούσεις των εθνικών οδών, ό­ταν οι Νεοέλληνες επιστρέφουν το σούρουπο/ κινούμενα φέρε­τρα/ έμπλεα εκκωφαντικής σιωπής – Τώρα πια έχασε το νόη­μα κι ο φόνος// Για σκέψου/ να τραβήξεις μαχαίρι/ και να γεμί­σουν τα χέρια σου Coca-Cola.

Αντίθετα, στην παραδοσιακή κοινωνία, η ώρα της αποδη­μίας κρατάει ακόμα μιαν αξιοπρέπεια. Τουλάχιστον στο χω­ριό/ δε φεύγεις σαν έντομο, είναι ένα σημαντικό γεγονός για τη μικρή κοινότητα και χτυπάει η καμπάνα/ αποκλειστικά για σένα.

Το τοπίο αυτό της έκπτωσης διασχίζει και φτάνει απένα­ντι ο έρωτας. Η δωρεά του ζωογονεί και εξαγνίζει. Στο τζάκι του, οι ναυαγοί των ανθρωπίνων σχέσεων ζεσταίνουν τα πα­γωμένα τους χέρια, επανασυνδέουν τα σπασμένα μέλη των ε­ρειπίων τους. Αναστήλωσε με λοιπόν/ με δεκανίκια έστω να ξαναδώ τον κόσμο.

Ο Θ.Μ. χρόνια εκπαιδευτικός, γνωρίζει εκ των έσω τα προβλήματα του χώρου, συλλέγει τα βιώματά του από τις αί­θουσες διδασκαλίας για να φτιάξει τη μπαλάντα των δασκά­λων. Τους παρακολουθεί όχι μόνον στα σχολεία αλλά και στις παρόδους της πόλης, στα ιδιαίτερα μαθήματα γύφτους σε ξέ­νες πόρτες, να οικοδομούν την πρόωρη κατεδάφισή τους. Όμως έχουν κι οι δάσκαλοι/ το δικό τους τρόπο/ να διαφεύ­γουν το θάνατο με το να κρύβονται στο γέλιο των παιδιών τους, στη ζωντάνια και το αθώο τους βλέμμα. Κι ο Θ.Μ. τους πλάθει το δικό του μύθο επιμένοντας ότι η Αντιγόνη με το στιλέτο της Ισμήνης στην πλάτη […] βρίσκεται και σήμερα ανάμεσα μας και ότι η τραγωδία της ζωής εκσυγχρονίζεται αλλάζοντας μόνον πρόσωπα και ρόλους.

Ο λόγος του, αφηγηματικός, συνήθως πρωτοπρόσωπος, ορ­γανώνεται γύρω από ένα θεματικό πυρήνα και κορυφώνεται νοηματικά στην κατάληξη με ολιγόστιχα ποιήματα. Στο γλωσ­σικό του ιδίωμα ενοφθαλμίζονται ξένες λέξεις, σύμβολα ενός τρόπου ζωής.

Η ώριμη ποίησή του κατοπτεύει τον κόσμο μέσα από μια η­θική στάση και εκφράζει την πικρία της για τα γκρίζα του χρώ­ματα. Σκαλίζει τις τεφρές όψεις της ερημιάς, διαρρηγνύει το δέρμα της μνήμης για να τρέξει ο άλλος μας εαυτός. Κι η ποίη­ση δεν είναι παρά η απεγνωσμένη προσπάθεια να δώσουμε στα πράγματα το δικό μας νόημα, να γίνει η αλήθεια πιο υποφερτή ώστε να κατεβάσουμε ανώδυνα το κώνειο της μέρας

 Σύντροφοι της σιωπής
               ας δώσουμε στη νύχτα τη δική μας εκδοχή
   

«Όψεις της ένδον ερημιάς»

Περ. Η Παρέμβαση 102 (Άνοιξη 1998) 16

 

 Κούλα Αδαλόγλου

Απόπειρα εξόδου, 1982

Του ανταποκριτή μας, 1985

Μοντέλο σώματος, 1988

Ανοιγμένη φλέβα, 1991

Το περίστροφο της σιωπής, 1996

 

Ποίηση της κριτικής η ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου. Κριτικής των γεγονότων αλλά και των σχέσεων: επαγγελματικών, φιλικών, σχέσεων του έρωτα. Ο σαρκασμός παρών, και ο αυτοσαρκασμός κάποτε. Χωρίς να οδηγούν σε παραίτηση. Ο υποψιασμένος ανα­γνώστης γνωρίζει ότι ο άνθρωπος που κατέθετε την αγω­νία του και έδειξε τις πληγές του, ο ποιητής, θα έρθει πάλι με τους στίχους του να φανερώσει πως συνεχίζει να μην εξαντλεί τις αντιστάσεις του.

Θα εστιαστώ σε τούτο το σημείο της ποιητικής τεχνικής του, μέρος του σαρκασμού του – εργαλείο για το σαρκασμό του: την αναίρεση. Τα σχόλια αναφέρονται κυρίως στις δύο τελευταίες συλλογές του, ισχύουν όμως και για ολόκληρο το έργο του.

Οι επιλογές στο λεξιλόγιο, οι εικόνες που ξεπηδούν από τους στίχους, το ύψος του, είτε όταν οι στίχοι είναι σύντομοι ή και όταν απλώνονται, στις παλιότερες συλλογές, έχουν κάτι το δωρικό, κάτι το τραχύ, σαν από πέτρα. Κάποιες φορές, όμως, σαν να πάει να χαμογελά­σει ο στίχος. Σαν να γλυκαίνει η έκφραση. Εικόνες ομορ­φιάς, ειδυλλιακές, καλοκαίρι, νιότη και έρωτας. Εκεί, λοιπόν, που στιγμιαία αφήνεται ο αναγνώστης στην ευδαιμονία, έρχεται η αναίρεση, με ένα στίχο, μια λέξη, μια εικόνα, και επιστρέφει ο λόγος στην αυστηρότητα ή και στη σκληράδα του, εντονότερα μάλιστα από πριν:

 

...αιθέρια δάχτυλα

τρέχουνε πεταλούδες από ήχο

σε αναμμένες ανεμώνες

θεία η χάρη

Εν είδει γούνας η εξαίσια μουσική

ανοιγμένη φλέβα

γέρνει το φως πάνω στα πλήκτρα

του πεινασμένου σκελετού από αιθάλη.

 

Τα λόγια σου έλεγες

μοιάζουν μ’ αυτά τα γλυκά κρασιά

που ένα ποτήρι

φτάνει να λέγεσαι πιωμένος

η μεγαλύτερη ποσότητα σε μεθάει

Με το πιρούνι απόψε βγάζω από το στήθος

εκείνο το φεγγάρι μια νύχτα στα Μουδανιά

Από την συλλογή Ανοιγμένη φλέβα

 

...τώρα δραπέτης χύνομαι

στις ανηφόρες του Πλαταμώνα

τον πόθο μαρσάροντας

φτερούγες από άνεμο

σαλεύουν στα πλευρά μου

φτέρη στο στήθος

μπάζω από παντού ευδαιμονία

κι ο νους μου πέτεται

δεξιά μου ο κάμπος

μπροστά μου το πέλαγο

σταθερό το τιμόνι κρατώντας

καρφώθηκα στον ουρανό.

 

After Shave Beau Мес

και μοσχοβολάει το δέρας

έπαρση καπνού καφές με καϊμάκι

στις οχτώ χαιρετούσε

αγαπημένα πρόσωπα

έτοιμος για το φέρετρο

της καινούριας μέρας          

Από τη συλλογή Το περίστροφο της σιωπής

 

Ο ποιητής φοράει λυρικό προσωπείο και προς στιγμήν μας παρασύρει, για να αποκαλυφθεί στη συνέ­χεια δυναμιτίζοντας τον εφησυχασμό μας. Εικόνες από πέτρα, λόγος από πέτρα, αλλά όχι τυχαία. Δουλεμένος με κόπο ο λόγος να φθάσει ως εκεί, στο απρόσμενο, στον απρόβλεπτο συσχετισμό.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να επισημάνω και τη χρήση φράσεων και εικόνων από το χώρο του εμπορίου, της διαφήμισης, της καταναλωτικής καθημερι­νότητας, που υπηρετούν την αναίρεση:


Τώρα πια

έχασε το νόημά τον κι ο φόνος

Για σκέψου

να τραβήξεις μαχαίρι

και να γεμίσουν τα χέρια σου

COCA-COLA

 

After Shave Beau Мес

και μοσχοβολάει το δέρας

...θα ’χεις κι εσύ στη φτέρνα σου

παρά τη στεγανότητα των Coplam

μια ρωγμή αδιόρατα ας πούμε


Έτσι, η περίεργη σύζευξη, με τις ποιητικές λέξεις και με την παρείσφρηση των λέξεων-προϊόντων και των κλισέ, γίνεται εξαιρετικά αποτελεσματική, καθώς ο ανα­γνώστης γνωρίζει πολύ καλά τις ιδιότητες του αναφερόμενου αντικειμένου και μπορεί να παρακολουθήσει άνετα τους δρόμους της συν(υπό)δήλωσης που ανοίγονται.

Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις που ο ποιητής παραμένει στη γλυκύτητα. Είναι όταν κάνει ποίηση την αθωότητα των μικρών παιδιών. Τότε το βίωμα, ιδιαίτερα έντονο, δεν του επιτρέπει να μετατοπιστεί και να αναιρέ­σει την ομορφιά που χαίρεται. Ακόμη, όταν ο έρωτας προ­βάλλει κυρίαρχος. Το στοιχείο όμως αυτό, ο έρωτας, είναι ένα άλλο θέμα, και θα πρέπει να ιδωθεί ξεχωριστά, σε μια επόμενη συνάντηση με την ποίησή του.                                                                                                       

«Θανάσης Μαρκόπουλος: Εικόνες από πέτρα»
Περ. Η Παρέμβαση 105 (Δεκέμβριος 1998-Ιανουάριος, Φεβρουάριος 1999) 7 =
Νήματα της γραφής. Πτυχές κειμένων. 49 λογοτέχνες, ό.π., σ. 94-96

Αντώνης Κάλφας

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος (Κρανίδια Κοζάνης, 1951) έχει στο ενερ­γητικό του και σε διάστημα εικοσιοκτώ ετών (1982-2010) επτά ποιη­τικές συλλογές, τέσσερις φιλολογικές μελέτες και έναν τόμο κριτικών προσεγγίσεων.

Στο ποιητικό του έργο, όπως ήδη υπαινίσσεται και ο τίτλος σχεδόν κάθε συλλογής, κυρίαρχο είναι πρώτα πρώτα το κοινωνικό/πολιτικό στοιχείο, κατόπιν η καθημερινή ζωή και τέλος ο έρωτας. Βε­βαίως και τα τρία αυτά στοιχεία μπορεί να τα συναντήσουμε ταυ­τόχρονα εφόσον η καθημερινή ζωή για παράδειγμα γίνεται ενίοτε αφορμή και για άλλες συνάψεις, τέτοιες που γονιμοποιούν την ποι­ητική φαντασία και προκαλούν εύφορους στοχασμούς στην αναγνω­στική μας πρακτική.

Στις πρώτες του ποιητικές συλλογές ο Θ. Μαρκόπουλος εμφο­ρείται από μια διάθεση έντονα κριτική (εξού και ο χειμαρρώδης μακρόστιχος λυρικός λόγος). Στα ποιήματα αυτά εμφανίζονται τα πρό­σωπα που συνθέτουν το τοπίο της ευφρόσυνης εργατιάς (εργάτριες, λαϊκός κόσμος, διεκδικητικός οίστρος), ενώ έντονο είναι και το ερω­τικό στοιχείο. Για παράδειγμα, η πρώτη ποιητική συλλογή του Θ. Μαρκόπουλου τιτλοφορείται Απόπειρα εξόδου (1982) και ήδη η τιτλοδοσία υπονοεί τουλάχιστον τρία πράγματα: πρώτα πρώτα την έξοδο από την ατομική ύπαρξη και την είσοδο στον κόσμο των συλ­λογικών πραγματικοτήτων. Ταυτόχρονα, συνυποδηλώνεται και η ενηλικίωση του ποιητή, αφού από τη μοναξιά του προσώπου το ποιητικό εγώ φαίνεται να ψαύει το σώμα του άλλου (ο έρωτας ως πράξη ανθρωπολογικής αυτογνωσίας). Επιπλέον, ο τίτλος εμμέσως υποδηλώνει και στοιχεία ποιητικής, εφόσον τα κείμενα της συλλογής αξιολο­γούνται ως απόπειρα, ως δοκιμή δηλαδή του ποιητικού λόγου στην έγκυρη αγορά των ποιητικών ιδεών.

Η πορεία προς την ωριμότητα του ποιητή Μαρκόπουλου επιτυγ­χάνεται με την προτελευταία του συλλογή που φέρει τον ευρηματικό τίτλο Το περίστροφο της σιωπής (Τα τραμάκια, 2002). Η συλλογή περιλαμβάνει 33 ποιήματα που δεν ξεπερνούν τη μια σελίδα. Εδώ ο ποιητικός λόγος είναι κατασταλαγμένος, περισσότερο ακριβής, χωρίς τις λυρικές ανατάσεις της πρώτης περιόδου. Τα πράγματα που απασ­χολούν τον ποιητή στη συλλογή αυτή είναι απτά και συγκεκριμένα (η μοναξιά, η σχολική ζωή, η εκδρομή στη μακεδονική παραλία, σύνεργα της δουλειάς, καθημερινή ζωή) και τα φωτίζει μια πίκρα, ενδεχο­μένως η γνώση για όσα προηγήθηκαν (ιδιωτικά ή μη, μικρά ή μεγάλα, όπως ο θάνατος του πατέρα στο ποίημα «Μέρες του 1964 μ.Χ.») . Ωστόσο, ο χαμηλόφωνος κόσμος των ποιημάτων, η αχλή των καθη­μερινών πραγμάτων και ο ελεγχόμενος καρυωτακισμός των ποιη­μάτων της συλλογής (απότοκος ενμέρει της αγάπης και της μελέτης του ποιητή για τους μείζονες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς) είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Σε ευάριθμα ποιήματα της συλλογής κάτω από τη μελαγχολική επιφάνεια των σημαινόντων ενεδρεύει η οργή, η εύστοχη αντίσταση, ένα μικρό αντάρτικο λέξεων που με την μελετημένη χρήση των μεταφορών μάς μεταφέρει αιφνιδίως στον γνωστό χώρο της κριτικής πολιτικής στάσης («Υποθήκες τον ποιητή Τσε»). Δεν είναι καθόλου τυχαίο στην ποιητική εργασία αυτής της συλλογής πως η κατασταλαγμένη γλώσσα του Θανάση Μαρκόπουλου συμβαδίζει με ευρύτερα συμφραζόμενα που αφορούν την ίδια την εμβέλεια του κριτικού λόγου ενγένει: η εποχή της οξείας κραυγής (η εποχή της διαμαρτυρίας του περιστρόφου) αντικαταστάθηκε από το μόνο όπλο που διαθέτει ο ανίσχυρος αείποτε: από τη σιωπή, αφού το ταχυβόλο τίποτε των ημερών μας (η παραληρηματική ταχυγλωσσία του θεάματος/των ειδήσεων και η μετανεωτερική θορυβώδης κενό­τητα) δεν επιτρέπουν πια τον οξύ ποιητικό λόγο να ακουστεί. Γιαυτό και η μοναδική πράξη αντίστασης (αν το εγώ επιθυμεί να μείνει ατραυμάτιστο σε αυτή την εποχή των βυθισμένων ιδεολογιών) είναι η σιωπή. Όχι όμως η παραίτηση. Η έλλογη σιωπή του ολοκληρωμένου ποιήματος, η πρόκληση μέσω του κτισμένου λόγου και της μοναχικής προσήλωσης του μάστορα. (Για τούτο είναι ο ποιητής παρουσία ήθους, στάση ζωής, και γιατί όχι; – ένας τιμωρός του θορύβου του τίποτε λόγου).

Στην τελευταία ποιητική συλλογή Μικρές ανάσες (Μελάνι, 2010) ο Μαρκόπουλος επιβεβαιώνει την προσήλωσή του στον κόσμο των μικρών πραγμάτων της καθημερινής ζωής: κρίνει την σύγχρονη μελα­γχολική πόλη («Οι προτομές της Βέροιας», «Οι πόρτες της Φλώρινας»), βολτάρει στην πόλη χαζεύοντας μικρά παιδιά και μαμάδες («Η κυρία με τις ανεμώνες»), επινοεί συγκρίσεις («Κάθοδος Βορείου»), θυμάται περασμένες διαδρομές («Καφές στην Ελιά») και, βεβαίως το ηρωικό παρελθόν ανθρώπων και διαδρομών που είναι μόνο για προχω­ρημένους της μνήμης (ιδιωτικής και συλλογικής). Μου αρέσει αυτή η (μπορεί παλιομοδίτικη αλλά πάντοτε λειτουργούσα) επιστροφή σε παλιά αγαπημένα άδολα πρόσωπα τα οποία σημαδεύτηκαν από τους ήχους και τα σημάδια μιας επικής εφόδου στον ουρανό η οποία ακυ­ρώθηκε («Εμφύλιο χώμα»). Ωστόσο, αν η απόπειρα διεξόδου για τον κοζανίτη και κοντοχωριανό Θανάση Μαρκόπουλο οδήγησε σε αυτές τις μικρές ανάσες (θυμίζοντάς μας πόσο σπουδαίες είναι αυτές για την επιβίωσή μας), σπουδαιότερο βλέπω το επίτευγμά του να μας κάνει περισσότερο προσεκτικούς γύρω από το τώρα, γύρω από το επιτακτικό καθήκον του αναστοχασμού, της έναρξης δηλαδή μιας καινούριας συζήτησης για το παρελθόν και τις σημασίες του. Προς αυτήν την κατεύθυνση ποιήματα, όπως αυτό που ακολουθεί («Το χούφταλο») ενισχύουν μια συγκεκριμένη ικανότητα του βλέπειν την παράδοση, ικανοποιεί την ανάγκη μας για επικοινωνία και κυρίως παρωδεί ευφρόσυνα το γκρεμισμένο μας εγώ.

 

Το χούφταλο

 

Αυτό το χούφταλο που βλέπετε

να περιφέρει τη σκιά του αγόγγυστα

στους διαδρόμους των νοσοκομείων

αναζητώντας με απόγνωση ένα βλέμμα

για να στηρίξει το γκρεμισμένο μπόι του

 

Αυτό το χούφταλο που λέτε

γέννησε τη Μέριλιν Μονρόε

τη Ρόζα Λούξεμπουργκ

το Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ

εσάς που με διαβάζετε

εμένα που γράφω

«Για την ποιητική του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου»
Περ. Η Παρέμβαση 153 (Καλοκαίρι 2010) 86-88


Δημήτρης Κόκορης

Η ερμηνευτική ανάλυση των λογοτεχνικών κειμένων με αξιοποίηση στοιχείων από τη λογοτεχνική θεωρία, η κριτική αξιολόγηση των ποιημάτων και των πεζογραφημάτων με ταυτόχρονη ένταξή τους σε ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, ο αλληλοσυσχετισμός των κειμένων και η θεώρησή τους υπό το πρίσμα χρονικής διαδοχής, η βιβλιογραφική έρευνα, καθώς και η προσέγγιση της λογοτεχνίας ως διδακτικού υλικού συγκροτούν βασικούς άξονες της πολύπτυχης φιλολογικής λειτουργίας, ενώ συναποτελούν και τα βασικά πεδία της φιλολογικής δραστηριοποίησης του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου, η οποία ενέχει ως σημείο αιχμής τη μεταπολεμική νεοελληνική παραγωγή ως προς την ποιητική και την πεζογραφική έκφραση.

Ο πρώτος σημαντικός σταθμός της φιλολογικής πορείας του Μαρκόπουλου είναι η μελέτη Τα πρόσωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα (Θεσσαλονίκη, εκδ. Τα τραμάκια 1995). Τα πρόσωπα των πενήντα επτά (57) πεζογραφικών κειμένων του Μάριου Χάκκα (1931-1972) συγκρότησαν τρεις ομάδες : α) τα πρόσωπα της καθημερινότητας (με διάκριση ανδρικών και γυναικείων προσώπων), β) τα πρόσωπα του καθεστώτος και γ) τους ιδεολογικούς συντρόφους σε σχέση με τον αφηγητή ως λογοτεχνικό ήρωα. Ενίοτε αυτή η τελευταία σχέση ανιχνεύεται ως αντίπαλη ή και καταπιεστική, παρόλη την φαινομενική ιδεολογική σύμπλευση. Όπως ορθά επισημαίνει ο Μαρκόπουλος, «τα πράγματα, για τους αριστερούς ήρωες του Μάριου Χάκκα, δεν είναι καθόλου απλά : από δω εμείς κι από κει οι άλλοι. Η σύγκρουση αναπτύσσεται και στα πλαίσια του “εμείς”, στο χώρο δηλαδή στον οποίο οι σύντροφοι έλπιζαν πως θα βρουν οριστικά τη λύση του πολιτικού προβλήματος» (σ. 48).

Ο μελετητής διαπιστώνει, όσον αφορά τους περισσότερους λογοτεχνικούς ήρωες του Μάριου Χάκκα, ότι «αντιστέκονται στην αλλοτρίωση κάθε μορφής, από αυτήν της ταξικής κοινωνίας ως την ακρότατη του θανάτου. Από δω απορρέει η τραγική ωραιότητά τους κι εδώ έχει τη ρίζα του αυτό το καθαρμένο φως που αναβλύζει από ένα τόσο σκοτεινό, σε πρώτη ματιά, έργο» (σ. 60). Θα αποτολμούσαμε μάλιστα να επισημάνουμε, με κίνδυνο να φανούμε χονδροειδώς απλουστευτικοί, ότι αυτό το «όχι» στην αλλοτρίωση, ο αγώνας δηλαδή για να μην εκπέσουμε σε αποξένωση από τον ίδιο μας τον εαυτό ως εν δυνάμει πολυσύνθετη προσωπικότητα με κοινωνική προέκταση και σφραγίδα, αποτελεί ένα ουσιαστικό, αν και όχι ιδιαίτερα προβεβλημένο, στοιχείο της μαρξιστικής σκέψης (βλ. ενδεικτικά, Daniel Brudley, Marxs Attempt to Leave Philosophy, Cambridge MA, Harvard University Press 1998 / Jonathan Wolff, Why Read Marx Today?, Oxford,  Oxford University Press 2002 κ.ά.).

Η ερμηνευτική προσέγγιση των προσώπων ενός λογοτεχνικού έργου αναφέρεται κατά κύριο λόγο στο περιεχόμενο και στην  ιδεολογική φόρτιση των κειμένων. Ο Μαρκόπουλος, έχοντας ακριβώς συναίσθηση της συγκεκριμένης παραμέτρου και αποβλέποντας σε έναν σφαιρικότερο χειρισμό του υλικού του, εμπλουτίζει τη μελέτη του με δύο ακόμη κεφάλαια. Σε αυτό που τιτλοφορείται «Ο πεζογράφος και η εποχή του» (σ. 12-15), προσδιορίζει με διαύγεια τις μεταπολεμικές ιστορικές συντεταγμένες, μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε το έργο του Μάριου Χάκκα. Στο κεφάλαιο, τέλος, «Οι τρόποι της αφήγησης» (σ. 16-24) αναλύεται ένα βασικό τεχνοτροπικό χαρακτηριστικό του αφηγηματικού υλικού : εντοπίζεται η πορεία του Χάκκα από τη σχετικά αντικειμενική αφήγηση προς την αμεσότερη και φυσικότερη υποκειμενική ματιά, η οποία καθρεφτίζεται στη μετατόπιση από το τρίτο ρηματικό πρόσωπο των πρώτων διηγημάτων στο πρώτο ρηματικό πρόσωπο των μεταγενέστερων ή αν θα θέλαμε να αξιοποιήσουμε θεωρητικούς όρους, θα αναφερόμασταν στη βαθμιαία αντικατάσταση της μηδενικής εστίασης και του ετεροδιηγητικού αφηγητή από την εσωτερική εστίαση και τον ομοδιηγητικό αφηγητή.

Ακολουθεί η Βιβλιογραφία Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996 (Κοζάνη, εκδ. Παρέμβαση 1996). Η βιβλιογραφία ως τομέας φιλολογικής δραστηριότητας αποτελεί τη βάση της έρευνας και της ερμηνείας και με άξονα το έργο του Ασλάνογλου καλλιεργήθηκε από τον Μαρκόπουλο με άρτιο τρόπο. Στο βιβλίο δεν περιλαμβάνονται μόνον η εργογραφία του ποιητή και τα μελετήματα, τα σχόλια, τα κριτικά σημειώματα που γράφτηκαν γι’ αυτόν, αλλά εντάσσονται σε παράρτημα και δύο απαντήσεις- συνεντεύξεις του Ασλάνογλου (σ. 89-95), οι οποίες δόθηκαν στη δημοσιογράφο Ελένη Λαζαρίδου και φωτίζουν τη βιοθεωρία του και την ποιητική του.

Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μαρκόπουλος δεν αρκείται στην παράθεση βιβλιογραφικών λημμάτων, αλλά όταν το κρίνει σκόπιμο, παρεμβάλλει προσωπικά κριτικά σχόλια που εξηγούν την καλλιτεχνική πορεία του Ασλάνογλου και συμβάλλουν στην ουσιαστική ενημέρωση των αναγνωστών για τον ποιητή. Ένα παράδειγμα : στη βιβλιογράφηση της έκδοσης  44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964 (Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Διαγωνίου 1970), ο Μαρκόπουλος επισημαίνει ότι «η Επιλογή […] ξαναδουλεύει τα κείμενα, κάποτε δραστικά» (σ. 25). Εάν διαβάσουμε τα ποιήματα της έκδοσης και τα συγκρίνουμε με τις προγενέστερες δημοσιευμένες εκδοχές τους, νιώθουμε την προσπάθεια για ποιητική έκφραση πιο ρεαλιστική, όσο το δυνατόν αποφορτισμένη από την ανάσα του παλαιότερου λυρισμού. Ωστόσο η λυρική φύση της ποίησης του Ασλάνογλου επανακάμπτει στην πρώτη οριστική έκδοση των ποιημάτων του (Ο δύσκολος θάνατος, Θεσσαλονίκη, Εγνατία 1978). Ο Μαρκόπουλος σημειώνει ότι «Ο δύσκολος θάνατος αγνοεί κατά βάση τις αλλαγές που επέφερε η Επιλογή στα ποιήματα […] και επανέρχεται συνήθως στις προγενέστερες λύσεις» (σ. 31). Ο Μαρκόπουλος δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι ο ποιητής «προτάσσει μια καινούργια προμετωπίδα 17 στίχων από το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού “Άγραφον”» (σ. 31). Ο αναγνώστης, επομένως, δικαιούται να σκεφτεί ότι αυτή η πράξη είναι δηλωτική της αγάπης του Ασλάνογλου προς μία λυρική έκφραση, η οποία δεν του ταίριαζε ως ρητορεία, αλλά τον είλκυε ως ενδεχόμενη οραματική – αποκαλυπτική αλήθεια (το «Άγραφον» συγκροτεί μία από τις πλέον οραματικές κατακτήσεις του σικελιανικού λυρισμού), αλήθεια την οποία η τρυφερή και τραυματισμένη ποιητική ψυχή του Ασλάνογλου προφανώς ποθούσε, χωρίς όμως να την κατακτήσει ποτέ.

Η τρίτη φιλολογική – κριτική κατάθεση του Θανάση Μαρκόπουλου σε μορφή βιβλίου φέρει τον τίτλο Ματιές ενόλω (Αθήνα, εκδ. Σοκόλη 2003) και περιλαμβάνει οκτώ μελετήματα, τα οποία πρωτοδημοσιεύτηκαν κατά την περίοδο 1996-2003 στα περιοδικά Το Τραμ (1, 1996, 115-146), Ο Παρατηρητής (31, 1998, 139-156), Φιλόλογος (101, 2000, 419-438), Νέα Εστία (1738, 2001, 556-569), Φιλολογική (77, 2001, 34-37), Μανδραγόρας (28, 2002, 46-54), Πόρφυρας (106, 2003, 481-500) και Παρέμβαση (123, 2003, 25-37), δηλαδή τα κείμενα του Μαρκόπουλου γίνονται δεκτά για δημοσίευση σε ορισμένα από τα εγκυρότερα και εν γένει καλύτερα φιλολογικά-περιοδικά της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της επαρχίας (το πού δημοσιεύεται ένα κείμενο έχει τη σημασία του και δεν πρέπει να το παραβλέπουμε). Ο συγγραφέας επεξεργάστηκε τα μελετήματα εκ νέου (βλ. τον «Πρόλογο» του βιβλίου, σ. 9-10), ώστε ένα πνεύμα ενοποίησης να διατρέχει το βιβλίο στο οποίο αυτά εντάχθηκαν, αλλά ο συνθετικός και ενοποιητικός χαρακτήρας του όλου έργου ενισχύεται και από τρεις ακόμη παράγοντες:

α) Οι λογοτέχνες, των οποίων το έργο αναλύει και κρίνει ο Μαρκόπουλος, ανήκουν σε δύο στενά συνδεόμενες λογοτεχνικές γενιές (η σύνδεση δεν συνεπάγεται ταύτιση) : στην πρώτη και στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά.

β) Οι οκτώ λογοτέχνες συνδέονται – είτε αποκλειστικά είτε σε αρκετά μεγάλο βαθμό – με την πόλη της Θεσσαλονίκης ως χώρο ζωής και δράσης και ως μία από τις πηγές άντλησης των βιωμάτων τους.  

γ) Παρότι οι λογοτέχνες έχουν καταθέσει και έργο πεζογραφικό, που ανήκει στο χώρο της αφηγηματικής πεζογραφίας ή και στην περιοχή της δοκιμιακής γραφής, από τον Μαρκόπουλου μελετώνται ως ποιητές και κρίνονται για την ποιητική παρουσία τους.

Η σειρά των κεφαλαίων του βιβλίου φαίνεται ότι καθορίστηκε από το έτος γέννησης καθενός ποιητή, αλλά και από τη χρονολογία εμφάνισής του με δημοσίευμα στο λογοτεχνικό χώρο. Προτάσσεται το μελέτημα για την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη και ακολουθούν τα κείμενα για την ποίηση των Κλείτου Κύρου, Πάνου Κ. Θασίτη, Ντίνου Χριστιανόπουλου, Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, Μάρκου Μέσκου, Ανέστη Ευαγγέλου και Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου. Στοιχειοθετείται η ποιητική πορεία του Μανόλη Αναγνωστάκη «από τους δρόμους της Ιστορίας στους διαδρόμους της σιωπής» (σ. 11), δηλαδή δίδεται έμφαση στην πολιτική και κοινωνική φόρτιση των συνθέσεων του Αναγνωστάκη, διερευνάται η κατεύθυνση του δημιουργού προς την έσχατη λεκτική λιτότητα και τελικά την ποιητική σιωπή, χωρίς όμως να αγνοούνται και οι υπαρξιακές εσοχές της συγκεκριμένης ποίησης. Ο Κλείτος Κύρου εύστοχα χαρακτηρίζεται από τον Μαρκόπουλο «ένοικος της μνήμης και του ονείρου» (σ. 41). Ο μελετητής εξηγεί με σαφήνεια, γιατί ο χαρακτηρισμός «ποίηση της ήττας» δεν εκφράζει την ποίηση του Κλείτου Κύρου, αξιοποιώντας μάλιστα και τοποθετήσεις του ίδιου του ποιητή : « “Κάτω από την επιγραφή εντάσσονται βιαστικά κατηγορίες ή ομάδες ανθρώπων. Και ποτέ δεν εξετάζεται το ειδικό βάρος αυτών που ταξινομούνται έτσι”» (σ. 41). Σκιαγραφούνται οι κοινωνικοί και υπαρξιακοί άξονες της ποίησης του Κύρου, ενώ σωστά επισημαίνεται ως βασική παράμετρος των καταθέσεών του «η εντατική ενασχόληση του ποιητή με την ξένη λογοτεχνία, κυρίως την αγγλόφωνη» (σ. 49). Ο χαρακτηρισμός «ουρανός από μνήμη και φως» (σ. 67) για την ποίηση του Πάνου Κ. Θασίτη υποδηλώνει τη φιλολογική ακριβολογία αλλά και την ποιητική φλέβα του Θανάση Μαρκόπουλου. Καταδεικνύεται από τον μελετητή ότι η επίδραση των ιστορικών συμφραζομένων στα ποιήματα του Θασίτη, επίδραση υπαρκτή και αναγνωρίσιμη, δεν δηλώνεται άμεσα, επειδή ο ποιητής «αποστάζει περισσότερο τα πράγματα, τις εξωτερικές συνθήκες, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο αφαιρετικός και πιο ερμητικός» (σ. 71).

Η πορεία του Ντίνου Χριστιανόπουλου προς τον ποιητικό ρεαλισμό αποδίδεται σε συλλειτουργία με την ερωτική διαστρωμάτωση της ποιητικής του, αλλά η απόγνωση της ερωτικής αναζήτησης και η απελπισία από τη μοναξιά δεν μονοπωλούν ως βιώματα τη θεματική περιοχή των ποιημάτων του. Μεστά σκιαγραφούνται από τον Μαρκόπουλο, με κύρια αφορμή τη σειρά ποιημάτων Ο αλλήθωρος (1949-1970), τόσο η ερωτική διάσταση όσο και η κοινωνική προέκταση της ποίησης του Χριστιανόπουλου. Το εξομολογητικό ποιητικό ιδίωμα του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου εκλαμβάνεται από τον μελετητή ως καλλιτεχνικό καθρέφτισμα μιας «άγριας μοναξιάς» (σ. 109), στην οποία εμφωλεύουν τα σπαράγματα του λυρισμού, εναρμονισμένα με τόνους δραματικής δόμησης και με συναισθήματα τραγικής φόρτισης. Η ποιητική φωνή του Μάρκου Μέσκου προσαρμόζει τη συνθετότητά της στα ιστορικά – κοινωνικά συμφραζόμενα και σε ένα συναισθηματικό κλίμα, που αντανακλά τη φθορά, την προδοσία των οραμάτων και την αλλοτρίωση της σύγχρονης ζωής. Ωστόσο η «βλάστηση της φύσης» (σ. 129), το φυσικό περιβάλλον δηλαδή στην αθώα και αχάλαστη μορφή του, εμφιλοχωρεί στα ποιήματα και ως βίωμα της ποιητικής φωνής, αλλά και ενίοτε σαν αντίδοτο στη φθορά και στην προδοσία, οπότε η θαλερή φύση συντελεί και στην ανύψωση μιας θαλερής ποιητικής δραστικότητας. Τέλος, ο πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η πικρή ωρίμανση μέσα σε συνθήκες αλλοτρίωσης και κοινωνικής αδικίας, καθώς και η διάψευση του αριστερού οράματος συγκροτούν τον βιωματικό πυρήνα της ποίησης του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου (σ. 175-197), μιας ποίησης λεκτικά συμπυκνωμένης και υποβλητικά τραγικής, που κατορθώνει να μεταδώσει συναισθηματικές δονήσεις και να δηλώσει με γνησιότητα και ειλικρίνεια – μέσα στη «σκοτεινή εικόνα του παρόντος» (σ. 181) - την αλληλεγγύη της προς τους απελπισμένους και αδικημένους, προς όλους αυτούς  στους οποίους έχουν απομείνει μόνο το φιλότιμο και η αξιοπρέπεια ενός αγώνα, που δόθηκε έντιμα αλλά κατέληξε σε ήττα.  

Το κείμενο του βιβλίου Ματιές ενόλω, το οποίο αφορά την ποίηση του Ανέστη Ευαγγέλου (σ. 151-174), συγκροτεί μία λιτή συμπύκνωση των θέσεων του Μαρκόπουλου για τον ποιητή, μια και ο μελετητής είχε τη δυνατότητα να ψηλαφήσει το λογοτεχνικό πρόσωπο του Ευαγγέλου με πολύ αναλυτικότερο τρόπο.  Με τη μελέτη Ανέστης Ευαγγέλου : ο ποιητής, πεζογράφος, ο κριτικός (Αθήνα, εκδ. Σοκόλη 2006), που κατατέθηκε ως διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ., ο Μαρκόπουλος φωτίζει με επάρκεια το έργο ενός από τους πλέον αξιόλογους εκπροσώπους της δεύτερης λογοτεχνική γενιάς του Μεταπολέμου.

Ο πυρήνας της λογοτεχνικής παρουσίας του Ανέστη Ευαγγέλου (1937-1994) είναι η ποίηση, γι’ αυτό σωστά ο Μαρκόπουλος αφιερώνει το ποσοτικά μεγαλύτερο μέρος της μελέτης του στη διερεύνηση των ποιητικών τρόπων του Ευαγγέλου. Στη θεματική περιοχή των ποιητικών συλλογών του ανιχνεύονται μνήμες της παιδικής ηλικίας, ποιήματα ποιητικής, το βίωμα του έρωτα αλλά και του θανάτου, τόσο ως τραύμα από την απώλεια αγαπημένων προσώπων  όσο και ως βαθμιαία διογκούμενη απειλή για τον ίδιο τον ποιητή ως ανθρώπινη υπόσταση. Οι δημιουργικές επιρροές που ασκήθηκαν στην ποιητική έκφραση του Ευαγγέλου από μείζονες του ποιητικού μας λόγου (από τον Κ. Π. Καβάφη και τον Γιώργο Σεφέρη έως τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο) ανιχνεύονται και στοιχειοθετούνται, ενώ (σωστά, κατά τη γνώμη μας) υπογραμμίζεται ότι η λειτουργικότερη επίδραση ασκήθηκε από τον μεταπολεμικό «ποιητικό ρεαλισμό» (εξομολογητικός τόνος, προσπάθεια έκφρασης του απογυμνωμένου βιωματικού πυρήνα, εκδίωξη λογοτεχνικής πόζας), τον οποίο προώθησαν ποιητές σαν τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ο Μαρκόπουλος αποδεικνύει ότι στην ποίηση του Ευαγγέλου κάνει αισθητή την παρουσία του περισσότερο ο δηλωτικός και λιγότερο ο συνδηλωτικός λόγος, αφού ο πρώτος είναι λιγότερο κρυπτικός και εναρμονίζεται με τον οικείο και καθημερινό τόνο της ποιητικής γλώσσας. Σκιαγραφείται ως παράγων υψηλόβαθμης δραματικότητας αρκετών ποιημάτων του Ευαγγέλου η ειρωνεία που εκπηγάζει από την αντίθεση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, ενώ γίνεται και μία επιτυχημένη προσπάθεια ερμηνείας των ποιητικών συμβόλων : το σπίτι είναι η παιδική ηλικία, σαν πανδοχείο συμβολοποιείται η αρνητική πραγματικότητα, της οποίας η κοινωνικοπολιτική διάσταση ενσαρκώνεται ποιητικά μέσα από την ομίχλη, το χιόνι, τη νύχτα, το μαχαίρι. Το χιόνι, η νύχτα και ο ανοίκειος χώρος, που λεκτικά συμπυκνώνεται στην έκφραση «τα ξένα», εκτείνουν τη συμβολική τους διάσταση έως και το βίωμα του θανάτου, ενώ το καράβι συμβολίζει την πορεία του ανθρώπου στο κοινωνικό γίγνεσθαι και στη ζωή γενικότερα. Χαμηλόφωνη και υπαρξιακή η ποίηση τού Ευαγγέλου, εκτείνεται και στην ποιητική ενσάρκωση τραυμάτων που προέρχονται από τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Στη μελέτη προσεγγίζεται και η στάση της κριτικής απέναντι στην ποίηση του Ευαγγέλου, η οποία υπήρξε εν γένει θετική και σε λίγες περιπτώσεις αρνητική, με αντιρρήσεις ιδεολογικού (και σπανιότερα τεχνοτροπικού) χαρακτήρα.

Το πεζογραφικό έργο του Ευαγγέλου δεν είναι ποσοτικά μεγάλο και ουσιαστικά αποτελείται από οκτώ πεζογραφήματα σχετικά μικρής έκτασης. Η θεματική της ποίησής του διοχετεύεται και στην αφηγηματική του πεζογραφία, αλλά μπορεί να διατυπωθεί μία παρατήρηση, την οποία και ο Μαρκόπουλος εμμέσως πλην σαφώς οικοδομεί : παρότι το βιωματικό υπόστρωμα, στο οποίο στηρίχτηκε και ο Ευαγγέλου, οδήγησε και οδηγεί βασικούς πεζογράφους του βιωματικού ρεαλισμού (Γιώργος Ιωάννου, Τόλης Καζαντζής, Περικλής Σφυρίδης, Χριστόφορος Μηλιώνης, Δημήτρης Πετσετίδης, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Τάσος Καλούτσας, Σωτήρης Δημητρίου κ.ά.) στη συγκινησιακά δραστική αλλά  λογικά και παραδοσιακά στοιχειοθετημένη δόμηση του αφηγηματικού υλικού, ο Ευαγγέλου αξιοποιεί το ονειρικό και φευγαλέο, το παρόδοξο, το αποσπασματικό, ενίοτε και θραυσματικό, αγγίζοντας τη νεωτερίζουσα αφηγηματική παράδοση του Μεσοπολέμου, αλλά και τη νεωτερική μεταπολεμική δυναμική της υπαρξιακής αναζήτησης και του εσώτερου εφιάλτη, την οποία προώθησαν ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Νίκος Καχτίτσης, σε ορισμένες πτυχές της πεζογραφίας του ο Πρόδρομος Μάρκογλου κ.ά.

Η κριτική, τέλος, συνεισφορά του Ανέστη Ευαγγέλου δεν είναι καθόλου αμελητέα και ο Θανάσης Μαρκόπουλος το αποδεικνύει επαρκέστατα. Εστιάζει τη φιλολογική του ματιά τόσο σε κριτικά δοκίμια και βιβλιοκρισίες του ποιητή, που περιλαμβάνονται στον τόμο Ανάγνωση και γραφή (1981), όσο και στο δοκίμιο ποιητικής Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (1990), «το οποίο διακρίνεται για τους υψηλούς διακηρυκτικούς του τόνους, που του προσδίδουν το  χαρακτήρα του μανιφέστου» (σελ. 26). Σε αυτό του το κείμενο ο Ευαγγέλου συνδέει τον αναπόδραστο ανθρώπινο κλήρο της υπαρξιακής γύμνιας με τη βιωματική και απλή ποιητική έκφραση, στην οποία ταιριάζουν η «χαμηλή φωνή» και η εξομολογητικότητα . Ο πυρήνας όμως του κριτικού Ευαγγέλου εντοπίζεται στην έκδοση αναφοράς Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970). Ανθολογία (1994). Πρόκειται για έργο γραμματολογικών αξιώσεων (η εισαγωγή είναι του κριτικού Γιώργου Αράγη), που συγκροτεί πολύ καλή εισαγωγή στην ποίηση των βασικότερων εκπροσώπων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, δηλαδή των ποιητών που γεννήθηκαν μετά το 1929 και φάνηκαν στα γράμματα από το 1950 έως και τη δεκαετία του ’60. Ο ισχυρός προσωπικός τόνος της Ανθολογίας μορφοποιείται από το ότι το κριτήριο του Ευαγγέλου για την επιλογή των ποιημάτων δεν ήταν η αντιπροσωπευτικότητά τους ως προς την ποιητική παρουσία του κάθε δημιουργού (αυτό, για παράδειγμα, είναι το κριτήριο των Ανθολογιών του Αλέξανδρου Αργυρίου, που επίσης συγκροτούν έργα αναφοράς), αλλά η κατά την κρίση του ανθολόγου ποιότητά τους.

Η υποδειγματική εργασία του Θανάση Μαρκόπουλου ολοκληρώνεται με το «Χρονολόγιο Ανέστη Ευαγγέλου», με τη «Βιβλιογραφία Ανέστη Ευαγγέλου (1956-1999», που περιλαμβάνει την εργογραφία του, κρίσεις για τα έργα, δημοσιευμένα σχόλια και ποικίλες πληροφορίες, καθώς και το τμήμα «Κείμενα», στο οποίο δημοσιεύονται ανέκδοτα ή δυσεύρετα κείμενα του Ευαγγέλου, όπως και τέσσερις ανέκδοτες επιστολές του, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για το έργο του αλλά και για το έργο των ποιητών της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Και αυτό το βιβλίο του Θανάση Μαρκόπουλου είναι μία συμβολή. Νηφάλιο, φιλολογικά άρτιο, απόρροια κοπιώδους και εξαντλητικής έρευνας, φωτίζει με επάρκεια ένα πολύπλευρο λογοτεχνικό έργο, που δεν πρέπει αβασάνιστα να προσπεράσουμε. Ο μελετητής προσεγγίζει τη συνεισφορά του Ανέστη Ευαγγέλου στο πλαίσιο της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης, γιατί σε αυτό το πρωτογενές περιβάλλον ο ποιητής γαλουχήθηκε πνευματικά και κοινωνικά και σημαδεύτηκε βιωματικά, αλλά είναι απολύτως ορθή η επιλογή του Μαρκόπουλου να εντάξει τον Ευαγγέλου στο γενικότερο πλαίσιο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Η σύνδεση της τοπικής παράδοσης και πνευματικής παραγωγής με τα γενικότερα πολιτισμικά συμφραζόμενα διευρύνει και ολοκληρώνει τη θέαση του καλλιτεχνικού τοπίου, αποδεσμεύοντάς το από τη μονομέρεια του στείρου τοπικισμού.

Δεν θα έπρεπε, κλείνοντας την εισήγησή μας, να παραβλέψουμε δύο ακόμη πτυχές του φιλολογικού έργου του Μαρκόπουλου, οι οποίες και λειτουργικά το ολοκληρώνουν, υποβάλλοντας, βέβαια, και αυτές με τη σειρά τους τη δυνατότητα μιας δυναμικής συνέχισης. Η μία αφορά τη διδακτική της λογοτεχνίας ως πεδίο εφαρμογής με επίκεντρο συγκεκριμένα λογοτεχνικά κείμενα, τομέα τον οποίο ο Μαρκόπουλος έχει εμπλουτίσει ως μάχιμος φιλόλογος της σχολικής τάξης αρχικά και ως Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων στη συνέχεια. Σε αρκετά περιοδικά που θέτουν ως έναν από τους θεμελιώδεις άξονες της στόχευσής τους τη διδακτική πράξη –αναφέρω ενδεικτικά τη Νέα Παιδεία, τη Φιλολογική, περιοδικό που εκδίδεται από την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, και εμφαντικά τον Φιλόλογο, το περιοδικό των αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης– έχουν κατά καιρούς  δημοσιευτεί αρκετά μελετήματα του Μαρκόπουλου ως διδακτικές προτάσεις. Επιπρόσθετα, ο φιλόλογος Θανάσης Μαρκόπουλος έχει υπηρετήσει τη λογοτεχνία και ως κριτικός της. Χρησιμοποιούμε τη συγκεκριμένη διατύπωση μετά γνώσεως λόγου, γιατί οι βιβλιοκρισίες του Μαρκόπουλου, που γίνονται με όρους εκδοτικής επικαιρότητας ως προς την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή, δεν εμπεριέχουν ακκισμούς και πόζα, δεν σκοπούν στην ενοχλητική περιαυτολογία, δεν κατατρύχονται από το άγχος της επίδειξης φιλολογικών γνώσεων. Αντίθετα, υπηρετούν το κρινόμενο λογοτέχνημα, ακολουθώντας μία παλιά αλλά σωστή άποψη περί λογοτεχνικής κριτικής, άποψη που με συμπυκνωμένο τρόπο είχε εκφράσει στις Δοκιμές του (τόμος Α΄, Αθήνα,  Ίκαρος 41981, σ. 131) και ο Γιώργος Σεφέρης : «Ο ρόλος του κριτικού είναι, αν μπορώ να πω, ο ρόλος του ραβδοσκόπου. Βρίσκει μέσα μας τις νέες πηγές ευαισθησίας, τις πηγές που κάνουν τα τέλματα τρεχάμενα νερά». Η αποστολή της κριτικής, δηλαδή, δεν είναι απλώς και επιφανειακά να απονείμει τον έπαινο ή τον ψόγο, αλλά σκοπεί και στο «να ολοκληρώνει μια ορισμένη ευαισθησία» (Σεφέρης, ό.π.).

Ο Μαρκόπουλος, επειδή ακριβώς δεν είναι επαγγελματίας κριτικός, επιλέγει (και σωστά) να κρίνει δημοσίως βιβλία που τον έχουν αγγίξει και τον έχουν ελκύσει. Μέσα από τις σελίδες καλών και σοβαρών περιοδικών (παλαιότερα έχουμε την αίσθηση ότι εξέφραζε τις κριτικές του θέσεις κυρίως μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Αντί, ενώ τα τελευταία χρόνια ο κριτικός του λόγος εμπλουτίζει την Παρέμβαση της Κοζάνης), παρουσιάζει βιβλία που του αρέσουν, χωρίς όμως να εξαντλείται στην περιγραφή του περιεχομένου τους ή στη διατύπωση μιας απλής θετικής γνώμης. Στηρίζει σε λογικά και αναγνωστικά επιχειρήματα την κριτική του γνώμη, με απλότητα, με διαύγεια, με φιλολογική επάρκεια και προπάντων με ειλικρινή αγάπη προς τους συγγραφείς και το έργο τους. Σε έναν χώρο από τον οποίο δεν λείπουν αφ’ ενός οι άκριτες υμνολογίες (σε αρκετές περιπτώσεις θα μπορούσαμε, δυστυχώς, να τις χαρακτηρίσουμε και γλοιώδεις) και αφ’ ετέρου οι εμπαθέστατες και άδικες κατηγόριες, οι νηφάλιες  και χαμηλότονα εκφρασμένες κριτικές θέσεις μάς δίνουν το σωστό μέτρο και αυτό είναι κάτι, το οποίο πρέπει να προσγραφεί στα πολλά θετικά στοιχεία της συγγραφικής παρουσίας τού Θανάση Μαρκόπουλου. 

«Η φιλολογική συνεισφορά του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου»
Ιγνάτης Χουβαρδάς-Δημήτρης Κόκορης
Ο ποιητής και κριτικός Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος
ό.π., σ. 12-20


Παντελής Τσαλουχίδης

     Η Τέχνη ένας πανικός μπρος στην πραγματικότητα
     Κι όμως
     πέρα από διαφορές ή αναλογίες
     πέρα από παρασκήνια και λεπτομέρειες
     ξανά τούτο το δίλημμα που μπλέκει την ψυχή
     «με τον επίτροπο ή με τον κατηγορούμενο
     με τον ιατροδικαστή ή με το θύμα;»
     και η απάντηση παντέρημη και πικραμένη ανάμεσα σε τού-                            τους τους χαφιέδες στίχους.
        
     (Βύρων Λεοντάρης  «Αίνιγμα V», Ψυχοστασία,
1972)

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι, στο ποιητικό του έργο, μια ξεκάθαρη απόδειξη για το πόσο συμβατική και ανεπαρκής είναι η διαίρεση των μεταπολεμικών ποιητών σε γενιές (πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά, γενιά του ’70, γενιά του ’80). Με βάση το έτος γέννησης (1951) και το  χρόνο σύνθεσης των ποιημάτων στην πρώτη ποιητική του συλλογή (Απόπειρα εξόδου 1975-1981, Σύγχρονη Εποχή, 1982) ανήκει λογικά, αν και οριακά, στη γενιά του ’70 – στους «πλεονάζοντες οψιμογενείς» μάλιστα της γενιάς όπως τον τοποθετεί ο Γιάννης Κουβαράς.1 Ωστόσο δε μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα και ξεκάθαρα εκεί· η αμφισβήτηση, χαρακτηριστικό της γενιάς αυτής, έχει σ’ αυτόν ξεκάθαρη ιδεολογική ταυτότητα, δεν είναι αόριστη ή πολιτικά ανέστια. Επιπλέον δείχνει να αγνοεί τελείως το έργο των beat ποιητών της Αμερικής που τόσο εκτιμήθηκε από τους πιο πολιτικοποιημένους ποιητές του ’70. Διακρίνεται επίσης μια έντονη συγγένειά του με τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς· αυτό όμως δεν είναι παράξενο καθώς πολλοί ποιητές της γενιάς του ’70 συναντιούνται στο ξεκίνημά τους με τη γενιά της κατοχής και του εμφυλίου (Αναγνωστάκη, Σινόπουλο, Λειβαδίτη, Πατρίκιο, Σαχτούρη). Από την άλλη υπάρχουν κοινά σημεία με τους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, περισσότερο τους κοινωνικούς (π.χ. το τραύμα του εμφυλίου μέσα από μνήμες και αφηγήσεις των μεγαλυτέρων). Υπάρχει ακόμη κάποτε και μια  διάθεση εξομολογητική, ένας sotto voce τόνος αλλά τα χαρακτηριστικά αυτά ούτε μόνιμα ούτε απολύτως αντιπροσωπευτικά της ποίησης του Μαρκόπουλου είναι. Θα χρειαστεί να επανέλθω στον παραπάνω, πρόχειρο και μετέωρο προς το παρόν, προβληματισμό· ίσως όμως και να έχει αρκετό δίκιο ο Βύρων Λεοντάρης στην άποψή του ότι θα έπρεπε να μιλάμε για μεταπολεμική ποίηση συνολικά και όχι για γενιές.2

Έως σήμερα ο Θανάσης Μαρκόπουλος έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές: Απόπειρα εξόδου 1975-1981 (Σύγχρονη Εποχή, 1982), Του ανταποκριτή μας (Σύγχρονη Εποχή, 1985), Μοντέλο σώματος (Σύγχρονη Εποχή, 1988), Ανοιγμένη φλέβα (Παρατηρητής, 1991), Το περίστροφο της σιωπής (Τα Τραμάκια, 1996), Τεστ κοπώσεως (Τα Τραμάκια, 2002), Μικρές ανάσες (Μελάνι, 2010). Οι πρώτες τέσσερις εκδίδονται σταθερά ανά τριετία, μετά όμως το χρονικό χάσμα διευρύνεται: πέντε, έξι και οκτώ χρόνια αντίστοιχα για τις τρεις τελευταίες. «Όλο και χειρότερα» σχολιάζει ο ποιητής στην παρουσίαση της τελευταίας συλλογής του και συμπληρώνει:  «Δεν ξέρω αν είναι η έμπνευση που μας εγκαταλείπει ή οι αισθητικές απαιτήσεις της ωριμότητας. Όπως κι αν είναι, όλο και πιο δύσκολα βγαίνει ο στίχος και δε φταίει γι’ αυτό που ακρίβυνε η βενζίνη, όπως έλεγε κάποτε ο Πάνος Θεοδωρίδης».3 Δε θα έπαιρνα όρκο πως και η τιμή της βενζίνης δεν παίζει κάποιο ρόλο στην ποιητική δυστοκία, ωστόσο η έλλειψηέμπνευσης και η τελειομανία είναι προφανώς σοβαρότεροι προς εξέταση λόγοι. Για το πόση σημασία δίνει ο ποιητής στην έμπνευση αρκεί η παρακάτω δήλωσή του (στην ίδια παρουσίαση):  «Άλλωστε η έμπνευση, το ποίημα, μπορεί να σε βρει οπουδήποτε και οποτεδήποτε σαν αδέσποτη σφαίρα. Δεν έχει ώρα, δεν έχει μάτια, δεν έχει τρόπους. Δεκάρα δε δίνει, αν είναι μεσάνυχτα, αν έχεις δουλειά ή περιμένεις στην ουρά». Για τις αισθητικές απαιτήσεις της ωριμότητας  από την άλλη απαιτείται μια στενότερη παρακολούθηση της ποίησης και της ποιητικής του Θ. Μαρκόπουλου. Μίλησα πριν για τελειομανία· εκεί πράγματι οδηγεί η επιμονή του ποιητή σε συγκεκριμένους θεματικούς κύκλους και ταυτόχρονα η  προσπάθεια να αποφύγει την επανάληψη και την κοινοτοπία που ελλοχεύουν σε μια τέτοια επιλογή. Με αυτούς τους όρους λοιπόν πράγματι «όλο και πιο δύσκολα βγαίνει ο στίχος».           

Κάποτε ίσως τα πράγματα να ήταν ευκολότερα. Έτσι, η πρώτη ποιητική συλλογή, η Απόπειρα εξόδου 1975-1981, συνθέτει ένα τρίπτυχο τριών επιμέρους συλλογών με τους εύγλωττους τίτλους «θητεία (1975-1976)», «επιστροφή (1978-1980)» και «περίπτωση (1981)».  Εντύπωση προκαλεί η άνιση  κατανομή των ποιημάτων: δώδεκα στην πρώτη ενότητα, δέκα στη δεύτερη αλλά τριάντα εννιά στην τρίτη, όλα άτιτλα. Ουσιαστικά το 1981 δείχνει να είναι για τον ποιητή το ορόσημο ανάμεσα στην περιστασιακή και τη συστηματική παραγωγή ποιητικού λόγου.  Επιπλέον, και τα ίδια τα ποιήματα της τρίτης αυτής ενότητας φανερώνουν σημαντική εξέλιξη: ο λόγος γίνεται πιο λιτός και κοφτός, συχνά ελλειπτικός, η ακρίβεια της έκφρασης ενισχύεται.

Οι σημαντικότεροι θεματικοί κύκλοι της συλλογής είναι ο κοινωνικός προβληματισμός (συνήθως σε έντονα καταγγελτικό τόνο), ο έρωτας,  τα υπαρξιακά αδιέξοδα. Και ο γενικός τίτλος της συλλογής άλλωστε, Απόπειρα εξόδου, καταδεικνύει το αίσθημα ασφυξίας τόσο σε κοινωνικό/πολιτικό όσο και σε ατομικό/υπαρξιακό επίπεδο.5 Δεν υπάρχουν  όμως στεγανά καθώς οι συμφυρμοί των παραπάνω κύκλων είναι συχνοί και σε αρκετές περιπτώσεις ιδιαίτερα αξιόλογοι:  Η Έρση/ η Αγόρα/ η Τάνια/ τρεις πεταλούδες/ στον κήπο/ Η Άννα/ η Μαρία/ η Στέλλα/ τρεις εργάτριες/ στον κάμπο

Στις τρεις πρώτες συλλογές ωστόσο η όποια ιδέα της ήττας, τουλάχιστον στο επίπεδο των πολιτικών ιδεών και ιδανικών, είναι ακόμη μακριά. Κυριαρχεί η αγωνιστική διάθεση, οι επικοί τόνοι που κορυφώνονται σε βίαιες καταγγελίες της κοινωνικής αδικίας, των ανισοτήτων, των αστικών συμβάσεων. Στη δεύτερη συλλογή του ποιητή, Του ανταποκριτή μας, όλα τα προηγούμενα βρίσκουν την πιο χαρακτηριστική τους έκφραση. Και στις δύο ενότητές της  «Εγκατάλειψη»  (34 ποιήματα) και «Εξπρές»  (33 ποιήματα) –άτιτλα πάλι– υπάρχει μια ιδιαίτερη ένταση στο λόγο: το λεξιλόγιο γίνεται σχεδόν βίαιο, το ίδιο και οι εικόνες. Τόσο στο πρώτο μέρος όπου ποσοτικά κυριαρχούν τα ατομικά βιώματα (προβλήματα σχέσεων, επαγγελματικά, έρωτας) όσο και στο δεύτερο με ποιήματα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού, υπάρχει μια διαρκής συναισθηματική έξαρση που υποχωρεί σε ελάχιστες περιπτώσεις.6 Χαρακτηριστικό είναι  ότι τα μισά περίπου ποιήματα ξεπερνούν τους εικοσιπέντε στίχους – και μιλάμε για έναν ποιητή που τα ποιήματά του σπάνια ξεπερνούν τους δεκαπέντε στίχους.7 Πάθος, ένταση και οργή απαιτούν χώρο για να εκφραστούν· έπειτα τα πρότυπα του ποιητή (ιδίως στα ποιήματα με έντονη την πολιτική διάσταση) είναι ποιητές με μεγάλες, επικές συνθέσεις όπως ο Ρίτσος και ο Λειβαδίτης.  Αναμενόμενες συνεπώς σε τέτοια μεγέθη και οι όποιες αστοχίες στην έκφραση καθώς και η χαλαρότητα στη δομή ορισμένων ποιημάτων· στα πιο σύντομα ωστόσο ποιήματα, ανεξάρτητα από τη θεματολογία τους, ο ποιητής βρίσκει πιο εύκολα το βηματισμό του.8

Η τρίτη συλλογή, Μοντέλο σώματος,9 κλείνει την πρώτη περίοδο της ποιητικής παραγωγής του Θ. Μαρκόπουλου, την «εποχή της οξείας κραυγής».10 Δεν υπάρχει εδώ η οξύτητα τόνων των δύο πρώτων έργων του ποιητή, ίσως γιατί τα πολιτικά ποιήματα είναι μετρημένα, λιγότερα από δέκα σε σύνολο πενήντα τεσσάρων ποιημάτων. Κυριαρχούν  τα θέματα της αλλοτρίωσης, της μοναξιάς, της έλλειψης επικοινωνίας. Οι αναμνήσεις επίσης της παιδικής ηλικίας κάνουν και αυτές την πρώτη τους εμφάνιση για να συγκριθούν με το κενό και ανούσιο παρόν.11 Η αγωνιστική διάθεση των προηγούμενων συλλογών αρχίζει να μετασχηματίζεται εδώ σε αγώνα ενάντια στη φθορά και τον κοινωνικό κομφορμισμό με τις ανάλογες συναλλαγές του.12 Από την άλλη τα ελάχιστα πολιτικά ποιήματα είναι σαφώς συντομότερα και οι καταγγελτικοί τόνοι έχουν εκλείψει· η ειρωνεία και η αλληγορία έχουν αντικαταστήσει την κραυγή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Να εκσυγχρονίσουμε την τραγωδία» (αξιοσημείωτη εδώ, όπως και στο ποίημα «Η Αντιγόνη», η αξιοποίηση των  μύθων του Ορέστη και της Αντιγόνης στο περιβάλλον της σύγχρονης πραγματικότητας). Τα σημάδια κόπωσης και αμφισβήτησης σε ιδεολογικό επίπεδο αρχίζουν να γίνονται εμφανή13 και ανιχνεύονται ακόμη και στα ποιήματα ποιητικής. Ενώ το ποίημα στην πρώτη συλλογή δεν ήταν μια αστικά προσωπική υπόθεση/ όπως η φιλενάδα ή ο φίλος μας αλλά …ένα φλεγόμενο βέλος/ που ψάχνει ακούραστα/ τον κινούμενοι στόχο/ του βασανισμένου ανθρώπου, τώρα ο ποιητής είναι ένας παράξενος άνθρωπος που …ξεπορτίζει/ από τις χαραμάδες της μνήμης/ μ’ ένα μολύβι κρεμασμένο στον ώμο/ και γυρίζει ξημερώματα/ κατάκοπος/ μ’ ένα ματωμένο ποίημα στη ζώνη. Η αγωνία της έκφρασης μοιάζει να είναι πια το πρωτεύον· ωστόσο και πάλι ο κοινωνικός ρόλος της ποίησης δεν αγνοείται.14

Συγκρίνοντας τις τρεις πρώτες συλλογές με το μετέπειτα έργο θα μπορούσε ίσως κανείς να τις παραμερίσει ή να τις  θεωρήσει  λιγότερο σημαντικές. Πιστεύω ότι μια τέτοια εκτίμηση είναι ξεκάθαρα εσφαλμένη. Σε αυτές διαδοχικά διαμορφώνονται μια σειρά από χαρακτηριστικά (μορφή, γλώσσα, θέματα) που είτε παραμένουν αμετάβλητα είτε μεταβάλλονται ελάχιστα στην πορεία. Καταγράφω, έστω και κάπως πρόωρα, τα χαρακτηριστικά αυτά και είναι νομίζω αρκετά για να αποδείξω ότι ποίηση του Θ. Μαρκόπουλου δεν πολυσυμπαθεί τις αιφνίδιες και δραματικές αλλαγές αλλά την αργή, επίμονη  και οπωσδήποτε επίπονη εξέλιξη μέσα στο χρόνο.

Από άποψη μορφής  τα ποιήματα  είναι συνήθως ολιγόστιχα. Τα κάπως μεγαλύτερα εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά στη δεύτερη συλλογή και στη συνέχεια αρχίζουν  να αντικαθίστανται από πεζά ποιήματα (η τρίτη συλλογή περιλαμβάνει και τα δύο είδη). Η έλλειψη στίξης επίσης εμφανίζεται εξαρχής και ισχύει για όλο το ποιητικό έργο. Τα ποιήματα των τριών πρώτων συλλογών είναι άτιτλα. Έντιτλα γίνονται (και παραμένουν ως σήμερα) από την τέταρτη και έπειτα.

Η γλώσσα παραμένει πάντοτε οικεία και καθημερινή χωρίς βερμπαλισμούς και υπερβολές. Η χρήση ξένων λέξεων (τεχνικοί όροι, μάρκες καταναλωτικών αγαθών)15 πάντοτε συνδέεται με την παρουσία ειρωνείας ή σαρκασμού, τεχνική διόλου άγνωστη στη γενιά του ’70. Ο ποιητικός λόγος πάλι, αφηγηματικός ως επί το πλείστον, μόνιμα ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια αναφορική-δηλωτική16 και μια έντονα συγκινησιακή χρήση του. Η πρώτη αξιοποιεί τα μαθήματα των κοινωνικών ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: συχνότερα του τριγώνου Αναγνωστάκη-Πατρίκιου-Αλεξάνδρου, περιστασιακά και πιο περιορισμένα  του Λειβαδίτη αλλά και του Ρίτσου (από τη γενιά του ’30). Αλληγορία, λεπτή ειρωνεία (κάποτε συνδυασμένη με έναν ρητορικό ή και διδακτικό μαζί τόνο)17 και αιχμηρή κατάληξη που  κατά περίπτωση μπορεί να γίνει και σαρκασμός είναι τα μέσα που χρησιμοποιούνται και που δεν περιορίζονται μόνο στα κοινωνικά/πολιτικά ποιήματα αλλά σταδιακά διαχέονται σε όλο το θεματικό υλικό. Η δεύτερη πάλι δεν υλοποιείται, όπως θα περίμενε κανείς, με λυρικά ποιήματα (ο λυρισμός στον Μαρκόπουλο περιορίζεται στα ερωτικά του κυρίως ποιήματα) αλλά με έναν μάλλον ήπιο υπερρεαλισμό που συγγενεύει ως διάθεση και εικονοποιία με εκείνον του Σαχτούρη και αξιοποιεί ένα περίπλοκο σύνολο προσωπικών συμβόλων και δεικτών.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χώρος που τοποθετούνται τα ποιήματα, περισσότερο τα αφηγηματικά. Είναι και παραμένει περιορισμένος στη Βόρειο Ελλάδα με έμφαση στο τρίγωνο των νομών Κοζάνης-Ημαθίας-Θεσσαλονίκης.18 Η Κοζάνη (Κρανίδια, Σέρβια) είναι ο χώρος του παρελθόντος, της μνήμης και του νόστου. Η όποια επιστροφή σε αυτόν παραμένει ελλιπής: δεν μπορεί να φέρει πίσω τα παιδικά μας χρόνια/ τα θαμμένα καλοκαίρι του ’73 στον πυθμένα/ της λίμνης του Πολύφυτου. Η Θεσσαλονίκη είναι επίσης χώρος μνήμης των φοιτητικών χρόνων και των παλιών φίλων, μια μνήμη εξιδανικευμένη αν και συχνά γλυκόπικρη. Η Βέροια πάλι είναι ο χώρος του παρόντος, χώρος που ζει και εργάζεται ο ποιητής. Συχνά παίρνει τα χαρακτηριστικά Πρέβεζας, άλλοτε πάλι αντιμετωπίζεται με ανοχή και εγκαρτέρηση. Σε αντιδιαστολή με τη Βέροια η πρωτεύουσα –η μόνη πόλη που ξεφεύγει από το τρίγωνο με αξιώσεις αναφοράς– αντιμετωπίζεται, μισοαστεία μισοσοβαρά, με ζήλια: εγώ την τύχη σας μακαρίζω άνδρες Αθηναίοι θα πει ο ποιητής στο ποίημα «Αντίδοση»  (στη συλλογή Το περίστροφο της σιωπής) επιθυμώντας μία αντίδοση: τις βραδινές εκτελέσεις στα γκισέ των εισιτηρίων και τις γροθιές και τη δόξα19 της πρωτεύουσας με την  Ελιά με τη θέα του κάμπου/ και τα παροπλισμένα γερόντια και τις φάρμες με τα ροδάκινα το Άλσος Παπάγου αλλά πιο πολύ με τα μούσκλια στον ασάλευτο νου και την φοβερή γαλήνη που τέλος δεν έχει της Βέροιας.

Οι αλλαγές που παρατηρούνται στην τέταρτη συλλογή, Ανοιγμένη φλέβα (Παρατηρητής, 1991), με πρώτη ματιά δε δείχνουν να συνιστούν τομή στο έργο του ποιητή. Κάποιες βέβαια δεν είναι αμελητέες. Για παράδειγμα η αλλαγή εκδοτικού οίκου (από τη Σύγχρονη εποχή όπου εκδόθηκαν τα τρία πρώτα έργα στον Παρατηρητή) μπορεί σήμερα να είναι ασήμαντη λεπτομέρεια, ωστόσο το 1991 σήμαινε ακόμη αρκετά. Και το γεγονός ότι τα ποιήματα αποκτούν τίτλο δεν είναι αδιάφορο: με τα άτιτλα ποιήματα υπήρχε, υποθέτω, η διάθεση να αντιμετωπίζεται ολόκληρη η συλλογή ως ένα ποίημα, ή ως μία μεγάλη ενότητα. Αν ισχύει αυτή η υπόθεση, τότε οι τίτλοι δείχνουν πως η συλλογή είναι πλέον άθροισμα ανεξάρτητων ποιημάτων και δεν υπάρχει ίσως κάποιος συγκεκριμένος προσανατολισμός ή κατεύθυνση. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί και η έλλειψη ισχυρού θεματικού κέντρου, κάτι που ίσχυε για τις δύο πρώτες συλλογές (δηλαδή όσο η κοινωνική/πολιτική ποίηση κυριαρχούσε) και άρχισε να εγκαταλείπεται από την τρίτη συλλογή. Το ουσιαστικό σημείο τομής ωστόσο που σηματοδοτεί μια δεύτερη περίοδο (χρησιμοποιώ στη συνέχεια τον όρο «Εποχή») στον ποιητικό λόγο του Θ. Μαρκόπουλου το ορίζουν δύο ποιήματα, το «Αυτοκριτική» και το «Η τύχη του Τσε».

Στην «Αυτοκριτική»20 είναι σαφές ότι επισημοποιείται μία ρήξη, τα σημάδια της οποίας είχαν διαφανεί, όπως προαναφέρθηκε, στην προηγούμενη συλλογή. Η ιδέα της Επανάστασης, τουλάχιστον στη μορφή που την πίστεψε και υπηρέτησε ο ποιητής, μοιάζει να είναι ετοιμοθάνατη ή νεκρή. Ο προθάλαμος του χειρουργείου είναι τα γεγονότα λίγο πριν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η αγωνία του ποιητή είναι αν υπάρχει κάποια σωτηρία, κάποια διέξοδος ώστε να αλλάξει το καθεστώς των ξύλινων ρητόρων ή τελικά θα επαναληφθούν τα γεγονότα του ’56  (η αποκήρυξη του σταλινισμού από τον Χρουτσόφ στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ που όμως έμεινε στα λόγια και την ακολούθησαν τα γεγονότα της Ουγγαρίας λίγους μήνες μετά) και αντί για αλλαγή θα βαλσαμώνουν μέσα το πτώμα Μάνο/ και εμείς εύπιστοι όπως πάντα αδημονούμε μάταια. Αλλιώς, αντί για παθητική αναμονή, μένει ο δρόμος της κριτικής που αρχίζει με αυτοκριτική, όπως προτείνει άλλωστε και ο τίτλος. Βέβαια και η αυτοκριτική ούτε εύκολη ούτε ανώδυνη είναι: ή μήπως πρέπει να σπάσουμε τις πόρτες/ και να χυθούμε βγαλμένα μάτια μέσα μας/ το ματωμένο νυστέρι να δούμε/ να βόσκει πρώτα στα δικά μας εντόσθια. Σε κάθε περίπτωση η κομματικά ενταγμένη ποίηση κηρύσσεται πλέον επίσημα έκπτωτη. Όχι όμως και ο κοινωνικός χαρακτήρας της ποίησης. Η συλλογή περιλαμβάνει αξιόλογο αριθμό ποιημάτων που φανερώνουν μία εν εγρηγόρσει κοινωνική συνείδηση, όπως τα «Η αρβύλα», «Το γεφύρι της Άρτας» αλλά και ευαίσθητη ιστορική μνήμη στο «Σωσίβιο μνήμης 1944» και στο «Ο παππούς».  Αξιοπρόσεκτη είναι η επιλογή στίχων του Δημήτρη Δούκαρη στο μότο του ποιήματος και έχει προφανώς το συμβολισμό της. Ο Δούκαρης ακολούθησε όλη την πορεία από τη λατρεία της επανάστασης στην αμφισβήτηση, στο αίσθημα της προδοσίας, την άρνηση, τη συντριβή.21 Η διαδρομή αυτή προφανώς, τηρουμένων των αναλογιών, συγκλίνει με αυτήν του Θ. Μαρκόπουλου σε αρκετά σημεία, κάτι που δείχνει να αναγνωρίζει ο ποιητής. Επιπλέον το ποίημα απευθύνεται στο Μάνο, φίλο του ποιητή, είναι ωστόσο γραμμένο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο καθώς ο ποιητής μιλά εξ ονόματος μιας ομάδας παλιών συμφοιτητών και φίλων που τους ένωνε η κοινή πίστη «στην αθανασία της ιδεολογίας μας» άσχετα αν τους ...χώρισαν ύστερα οι γυναίκες και η ζωή. Αναλαμβάνει λοιπόν το χρέος να εκφράσει ένα βίωμα μιας ομάδας ανθρώπων που για άλλη μια φορά βρίσκονται στην κόψη συμφοράς κι ελπίδας κατά τον Δούκαρη.

Θα ήταν πάντως λάθος να θεωρήσει κανείς το παραπάνω ποίημα απλώς και μόνο ποίημα κομματικής κριτικής· δεν είναι επίσης μόνο η πτώση μιας ιδεολογίας. Οι φίλοι είναι πια φίλοι παλιοί , τους χώρισαν... οι γυναίκες και η ζω», μοιάζουν πια με γκρεμισμένα σπίτια. Η ήττα μοιάζει να είναι πολύ μεγαλύτερη από αυστηρά πολιτική/ιδεολογική και οι ρωγμές βαθύτερες. Μόνο που εδώ απλώς τις υποψιάζεται κανείς· στο ποίημα όμως «Η τύχη του Τσε» διακρίνονται με ενάργεια. Με αφορμή μια φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα σε ένα ατμοσφαιρικό μπαράκι σημειώνει ο ποιητής: Από μια άποψη ήσουν τυχερός/ δικέ μου Τσε/ Έπαιξες κι έχασες/ Εμάς έλα να δεις/ που χάνουμε χωρίς να παίζουμε»  Η απώλεια έχει αποκτήσει καθολικά χαρακτηριστικά καθώς το χάνουμε χωρίς να παίζουμε δεν μπορεί να αναφέρεται στην πολιτική δράση αποκλειστικά – ο Θ. Μαρκόπουλος «έπαιξε» όπως δείχνουν οι δύο πρώτες συλλογές αλλά και η «Αυτοκριτική». Είναι η ομολογία μιας ήττας που συντελείται σιωπηλά, χωρίς ηρωισμούς, χωρίς δραματικές χειρονομίες και χωρίς τη δυνατότητα καταφυγής –για μια κάποια, έστω στοιχειώδη, δικαίωση– στο αγωνιστικό παρελθόν, γιατί ο ποιητής  φρόντισε ήδη να το αποδομήσει στην «Αυτοκριτική». Φθορά των ιδεών αλλά και η φθορά του σώματος («Το δεύτερο στήθος», «Επιτηρούμενη ζώνη»), η φθορά της φύσης («ΜΑΒΕ»), η φθορά της καθημερινότητας («Ημερήσια αναφορά», «Φωτοτυπικό»), η φθορά και αλλοτρίωση στην εργασία με έργα και ημέρες της παιδείας και παραπαιδείας («Ιδιαίτερα μαθήματα»), η φθορά από τις καθημαγμένες ανθρώπινες σχέσεις («Έλληνες εν ειρήνη», «Μπουγάδα»): καταλήγει κανείς νικημένος από πολλές πλευρές ταυτόχρονα. Και ο τίτλος επίσης της συλλογής Ανοιγμένη φλέβα δεν ξεφεύγει από αυτό το κλίμα.

Από την εποχή που ο Βύρων Λεοντάρης μίλησε για «ποίηση της ήττας» και μετά από πάμπολλες ενστάσεις και αντιδικίες, ο όρος, αν και παραμένει άβολος, καθιερώθηκε (αποβάλλοντας ωστόσο κάθε υποψία ηττοπάθειας και εσωστρέφειας) και επεκτάθηκε22 στις επόμενες δύο μεταπολεμικές γενιές. Στην πρώτη μεταπολεμική γενιά το βίωμα αυτό είχε ως αφετηρία τις εμπειρίες από τον εμφύλιο και την τελική του έκβαση (άσχετα αν σε κάποιες περιπτώσεις κατέληξε σε ολοκληρωτική ρήξη με την εξωτερική πραγματικότητα). Οι ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς «…εμφανίζονται –κι αυτοί– ηττημένοι, χωρίς ωστόσο να έχουν δώσει καμιά ένοπλη ή –τουλάχιστον προς το παρόν– ιδεολογικής υφής μάχη […]. Κι όμως, οι συνέπειες της συντριβής αυτού του οράματος τους κατατρέχουν και τους ταλανίζουν, ως εάν ήταν κι αυτοί στον ίδιο βαθμό συνυπεύθυνοι».23 Στη γενιά του ’70 πάλι, τρίτη μεταπολεμική γενιά, το αίσθημα αναπτύσσεται βαθμιαία μέσα από την αποξένωση των ανθρώπων που φέρνει η μαζική αστικοποίηση, μέσα από τον μανιώδη καταναλωτισμό, το ξεπούλημα αξιών και οραμάτων έναντι τεμαχίου μπριζόλας και, για τους πολιτικοποιημένους ποιητές, μέσα από τον εγκλεισμό της ταριχευμένης επανάστασης στη σαρκοφάγο ξύλινων και άκαμπτων κομματικών λόγων και πρακτικών. Ανεξάρτητα πάντως με το πού τοποθετεί κανείς γραμματολογικά την ποίηση του Θ. Μαρκόπουλου, το αίσθημα της ήττας που διατυπώνεται στα ποιήματά του είναι αυτό που συναντάμε στη γενιά του ’70. Η ιδεολογική-πολιτική διάσταση είναι μία μόνο συνιστώσα και αφορμή για να οριοθετηθεί το είδος και η έκταση του φαινομένου συνολικά.

Δυο απαραίτητες διευκρινήσεις. Η ποίηση της ήττας εύκολα μπορεί να γίνει μανιέρα, αριστερόστροφος καρυωτακισμός. Το να διερευνήσει κανείς κατά πόσο το βίωμα της ήττας  αποτελεί αληθινό βίωμα ή φιλολογικό δάνειο είναι σαφώς αδιέξοδη υπόθεση· εντέλει άλλωστε στην ποίηση μετρά το αποτέλεσμα, το οποίο εδώ δικαιώνει τον ποιητή. Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ εξαρχής πολλά ποιήματα του Μαρκόπουλου συγγενεύουν σε κλίμα και διάθεση με την καρυωτακική ποίηση, ο ποιητής φροντίζει πάντα να κρατά αποστάσεις από την ευκολία μιας μίμησης· υπάρχουν θεματικές συγγένειες, όπως το θέμα της ζωής στην επαρχία ή αναφορές στον Καρυωτάκη, όπως το περίστροφο αλλά τίποτα περισσότερο. Αντίστοιχα και η ποιητική διαχείριση της ήττας αποφεύγει κάθε ίχνος μελοδραματισμού. Είτε σε τόνους δραματικούς είτε με το προσωπείο του σαρκασμού, η ήττα αντιμετωπίζεται ψύχραιμα, διαπίστωση και όχι ηττοπάθεια.

Το δεύτερο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι ότι η έκπτωση των ιδανικών, η φθορά, η αποξένωση μπορούν να οδηγήσουν σε μια εσωτερική αναδίπλωση. Σαφώς με απόλυτους όρους η ποίηση του Θ. Μαρκόπουλου τείνει μετά το Μοντέλο σώματος να γίνει πιο προσωπική και εσωστρεφής αλλά απέχει πολύ από το να θεωρηθεί «ποίηση θαλάμου», όπως θα έλεγε ο Γ. Σεφέρης. Τόσο το συλλογικό όσο και το ατομικό βίωμα συνυπάρχουν από την πρώτη συλλογή έως την τελευταία χωρίς το ένα να εκτοπίζει αποφασιστικά το άλλο. Αυτό που μετασχηματίζεται είναι οι όροι της κοινωνικότητας: από πολιτική καταγγελία στις δύο πρώτες συλλογές σε ενδιαφέρον για τον άνθρωπο που υποφέρει στις δύο τελευταίες.

Η δεύτερη ποιητική περίοδος του Θ. Μαρκόπουλου ξεκινά όπως προαναφέρθηκε με την Ανοιγμένη φλέβα, ονοματοδοτείται όμως από ένα ποίημα της επόμενης συλλογής. Σε αντίθεση με την «εποχή της οξείας κραυγής» εδώ κυριαρχεί το περίστροφο24 που έχει το σχήμα της σιωπής. Είναι λοιπόν η «εποχή του περιστρόφου της σιωπής», τίτλος που επίσης δίνεται στη συλλογή από το ομώνυμο ποίημα.25 Στο ποίημα διαπιστώνεται ότι η εποχή των κοινωνικών αγώνων και των συνθημάτων έχει οριστικά λήξει. Το θόρυβο που θα έκανε τον περίστροφο τον καλύπτουν εκκωφαντικές σαπουνόφουσκες που σκάνε χαλάνε τον κόσμο. Τόσο που και η αυτοχειρία, κυριολεκτική και μεταφορική, να υποβαθμίζεται και εν τέλει να ακυρώνεται και ποιος ν’ ακούσει/ την πιστολιά που θα σπάσει/ το θυμωμένο σου κρόταφο. Η τελική διαπίστωση όμως παραμένει αμφίσημη. Η κατακλείδα Σήμερα το περίστροφο/ έχει το σχήμα της σιωπής μπορεί να σημαίνει ότι αυτοκτονεί κανείς –σε κάθε επίπεδο– αποτελεσματικότερα με τη σιωπή, δηλαδή την αδράνεια, την ιδιώτευση, μπορεί ωστόσο και να σημαίνει ότι η σιωπή (αν συγκριθούν κυρίως οι τέσσερις πρώτοι στίχοι με τους τελευταίους) είναι μια μορφή αντίδρασης, παθητικής έστω, στην παντελή κυριαρχία των θορυβωδών μηδενικών. Και οι δύο ερμηνείες μπορούν να στηριχθούν επαρκώς· η πρώτη υπογραμμίζει το αίσθημα ήττας σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο καταγράφοντας επιπλέον και τα αίτιά της (οι πομφόλυγες που σκάνε χαλάνε τον κόσμο), η δεύτερη πάλι προτείνει κάτι που δεν είναι καινοφανές στα ποιητικά πεπραγμένα, αν θυμηθούμε τη ροπή προς τη σιωπή του όψιμου Αναγνωστάκη ή τη «Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι» του Μιχάλη Κατσαρού. Ίσως μάλιστα η διεύρυνση της χρονικής απόστασης ανάμεσα στις τελευταίες τέσσερις συλλογές του Θ. Μαρκόπουλου να έχει ανάμεσα στα άλλα αίτιά της και την ροπή προς τη σιωπή.

Επιπλέον το Περίστροφο της σιωπής ξεκινά με ένα ενδιαφέρον ποίημα ποιητικής, το «Υποθήκες του ποιητή Τσε», όπου ο ποιητικός λόγος καλείται να εκτελεί έναν συνεχή ανταρτοπόλεμο.26 Τα σποραδικά και καίρια χτυπήματα που προτείνει (σε διδακτικό μάλιστα τόνο) το ποίημα, μπορούν επίσης να θεωρηθούν το κλειδί για την άτακτη χρονικά εμφάνιση των τελευταίων συλλογών του Μαρκόπουλου. Ας μην ξεχνάμε ακόμη τις «αισθητικές απαιτήσεις της ωριμότητας» στις οποίες αναφέρθηκε πρόσφατα ο ποιητής27 και διατυπώνονται με ακρίβεια στην «Καταπακτή»,28 ένα ποίημα που συμπλέκει με αξιοθαύμαστο τρόπο ποιητική και έρωτα. Η διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας και επώδυνη είναι (ολόκληρο ένας πόνος) και  κουραστική  καθώς το ποίημα κρεμιέται από μία λέξη, γιατί καλά το ξέρει το ποίημα/ στη γέννα τελειώνουν όλα. Η αγωνία κορυφώνεται λίγο πριν ολοκληρωθεί το έργο και πάντα ενεδρεύει ο κίνδυνος της εξάρθρωσης/ της μόνιμης αναπηρίας, δηλαδή της αποτυχίας ή και της εγκατάλειψης. Υπάρχουν περιπτώσεις όπως στο ποίημα «Έκθεση φωτογραφίας» όπου παρατίθενται δύο εκδοχές του ποιήματος, ίσως γιατί ο ποιητής δεν μπορεί να αποφασίσει για την επικρατέστερη (πρακτική που συνεχίζει σποραδικά και στις επόμενες συλλογές). Τέλος, και ο αριθμός των ποιημάτων ανά συλλογή μικραίνει αισθητά στις τρεις τελευταίες συλλογές και δεν ξεπερνά τα τριανταπέντε ποιήματα, ενώ περίπου πενήντα ήταν στην τέταρτη συλλογή και πολύ περισσότερα στις τρεις πρώτες. Η γέννηση του ποιήματος μοιάζει ολοένα και πιο επίπονη διαδικασία.

Θεματικά η συγκεκριμένη συλλογή δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα από τις προηγούμενες. Θεωρία και πράξη της ποιητικής δημιουργίας, η μοναξιά, η πνιγηρή ατμόσφαιρα της επαρχίας (μαζί με το γνώριμο αίσθημα ασφυξίας και θανάτου), το σχολικό περιβάλλον, η μορφή του πατέρα, η μνήμη και ο έρωτας. Τα δύο τελευταία έχουν σαφώς και τη μεγαλύτερη αντιπροσώπευση (από πέντε ποιήματα). Η κοινωνική ποίηση όμως ακολουθεί τη φθίνουσα πορεία που προεξαγγέλθηκε ήδη στην Ανοιγμένη φλέβα: τρία μόλις ποιήματα, το «Περίστροφο της σιωπής», η «Έπαρση σημαίας» (η ανία και πλήξη της επαρχίας σε εθνικοπατριωτικό φόντο) και το «Επόμενο ψέμα» (ποίημα συγκαλυμμένης κομματικής κριτικής) καλύπτουν τις προδιαγραφές κοινωνικής ποίησης. Στις επόμενες δύο συλλογές μόνο οι μνήμες του εμφυλίου δηλώνουν την ιδεολογική ταυτότητα του ποιητή.

Στο Περίστροφο της σιωπής πιστοποιείται και αναδεικνύεται ένα από τα μεγαλύτερα προσόντα της ποίησης του Θανάση Μαρκόπουλου: να επιμένει –όχι βέβαια αποκλειστικά– στα ίδια θέματα  από συλλογή σε συλλογή τοξεύοντας απανωτές εναλλακτικές προτάσεις χωρίς ούτε βαρετή να γίνεται ούτε να επαναλαμβάνεται αλλά αντίθετα να βελτιώνεται, φορές μάλιστα θεαματικά. Για παράδειγμα το θέμα της σχολικής ζωής, θέμα που ο ποιητής γνωρίζει καλά λόγω επαγγέλματος, εμφανίζεται σταθερά σε πολλές συλλογές αλλά η διαφορά ανάμεσα στις υλοποιήσεις λ.χ. της δεύτερης συλλογής (Του ανταποκριτή μας) και αυτών στο Περίστροφο της σιωπής είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Και ένα ακόμη  παράδειγμα με ένα πιο «δύσκολο» θέμα, αυτό των χαμένων φίλων: εμφανίζεται αυτόνομο στα ποιήματα «Οι φίλοι» (Το περίστροφο της σιωπής), «Ένας φίλος από τα παλιά» (Τεστ κοπώσεως), «Τσάι Βουνού» (Μικρές ανάσες). Στην πρώτη παρουσίασή του παίρνει τη μορφή ρητορικής αποστροφής προς τους αποδέκτες φίλους και κλείνει με μία εξομολόγηση,29 στη δεύτερη παρουσιάζεται σε ένα πεζό ποίημα όπου ποιητική δημιουργία, μνήμη και αυτοκριτική συνδυάζονται εύστοχα σε ένα αισθητικά άρτιο αποτέλεσμα και στην τρίτη με ένα χαμηλόφωνο λυρικό ποίημα, πικρή μνήμη που αντηχεί δημοτικό τραγούδι30 και αγγίζει κάπου τα όρια ενός λυγμού. Και θεωρώ σημαντικό επίτευγμα το τρίτο αυτό ποίημα γιατί, όπως προαναφέρθηκε, η ποίηση του Θ. Μαρκόπουλου σπάνια καταφεύγει σε εμφανείς (και όχι υπόγειες) λυρικές λύσεις και σχεδόν αποκλειστικά σε ερωτικά ποιήματα. Πέρα από ιδιοσυγκρασία είναι νομίζω περισσότερο ο φόβος της άκρατης συναισθηματολογίας που αποτρέπει τον ποιητή από το λυρισμό· είναι λοιπόν σαφές δείγμα ποιητικής ωριμότητας το συγκεκριμένο ποίημα. Και το να ωριμάζουν οι ποιητές από συλλογή σε συλλογή δεν είναι ασυνήθιστο, είναι άλλωστε και το ζητούμενο· από την άλλη δεν είναι, δυστυχώς, αυτονόητο.

Ωριμότητα και ηλικία πάνε –επίσης δυστυχώς– μαζί. Κοντά στα πενήντα το τεστ κοπώσεως μπαίνει στο πρόγραμμα των ιατρικών εξετάσεων· αλλά και τα εικοσιεφτά χρόνια δημιουργίας απαιτούν ένα Τεστ κοπώσεως για να φανούν οι αντοχές, αλλά και τα αθέατα ραγίσματα ή και ακόμη οι εμπλοκές του ποιητικού λόγου. Και προς επίρρωση του τίτλου το πρώτο ποίημα τιτλοφορείται «Αντίο ποιήματα»31 και είναι μια «απολογία» του ποιητή για τα ελάχιστα ποιήματα της συλλογής. Διαπιστώνεται ένα αδιέξοδο: σπίτια, παιδιά, γυναίκα, αυτοκίνητο... χωράει άραγε πουθενά και η ποίηση; Όχι, σύμφωνα με το ποίημα. Υπερβολή ίσως, αν και συνηγορεί σ’ αυτό ο μικρός αριθμός των ποιημάτων της συλλογής. Εικοσιεπτά κείμενα, εννιά μόλις καθαρόαιμα ποιήματα (δώδεκα αν μετρήσουμε αυτόνομα τα αριθμημένα τμήματα της ενότητας με τίτλο «Σπόνδυλοι στη χλόη»). Εξαιρετικά σύντομα όλα, καθώς κανένα δεν ξεπερνά τους δεκατρείς στίχους. Τα υπόλοιπα είναι πεζά ποιήματα· ο όρος εδώ καλύπτει μια ευρεία γκάμα πεζών κειμένων με σαφή όμως πάντα ποιητικό προσανατολισμό. Διακρίνονται τέσσερα  είδη:  α) σύντομες ποιητικές αφηγήσεις που θυμίζουν ελλειπτικό διήγημα (π.χ. «Βίος και πολιτεία του Χρίστου Βλαχάβα», «Ένας φίλος απ΄ τα παλιά», «Η μάνα μου στα εβδομήντα»),  β) κείμενα που μεταπλάθουν ή αναπτύσσουν ένα ποίημα σε πεζό λόγο όπως το «Ρέκβιεμ για την πρώτη μεταπολεμική γενιά του χωριού μου» (μια διευρυμένη και εμπλουτισμένη εκδοχή του ποιήματος «Σαν έντομο» από την Ανοιγμένη φλέβα) ή «Το παιδί και το κοτσύφι» που είναι ακριβώς στα όρια πεζού και ποιήματος, γ) κείμενα που καταγράφουν καθημερινά περιστατικά ή προβληματισμούς και θα μπορούσαν να είναι σελίδες από ένα ποιητικό ημερολόγιο («Ο ένοικος της τρίτης ερημίας», «Το Φωτόδεντρο», «Οι λέξεις», «Φιλί στον ουρανό Ι και ΙΙ», «Το εκμαγείο»),  δ) αρκετά κείμενα με έντονα υπερρεαλιστικά στοιχεία όπου η θραυσματοποίηση της λογικής ακολουθίας είναι από μεγάλη έως απόλυτη («Εικόνες με κρύο», «Επαγγελματικός προσανατολισμός», «Δήλωση μετανοίας», «Στο γύρισμα του αιώνα», «Το Κούγκι», «Η μπαλάντα του Άλφα και του Ρω», «Τεστ κοπώσεως»).

Για ποιο λόγο ένας ποιητής επιλέγει τον πεζό λόγο –έστω και σε είδος «μειχτό αλλά νόμιμο», το πεζό ποίημα– για να πλάσει λογοτεχνικά ένα υλικό που μπορεί να καλύψει αποκλειστικά η ποίηση;  Εκφραστικά αδιέξοδα δεν διακρίνονται ξεκάθαρα, παρά τις «αισθητικές απαιτήσεις της ωριμότητας» - που και εδώ εμφανίζονται σε ένα ποίημα ποιητικής.32 Ούτε πάλι παρουσιάζεται κάποια αλλαγή στη θεματολογία που να επιβάλλει νέες εκφραστικές φόρμες, καθώς τόσο τα καθαρόαιμα ποιήματα όσο και τα πεζά ποιήματα μοιράζονται το ίδιο σταθερό θεματικό υλικό: ανία της επαρχίας και φθορά (καρφάκια ανοξείδωτα μπήγοντας/ στο μεγάλο φέρετρο της καθημερινότητας), περιστατικά που χαράζουν το γυαλί της ημερήσιας ρουτίνας («Φιλί στον ουρανό Ι και ΙΙ), μνήμες («Γυναίκες ηλιοτρόπια»), συγγενικά και άλλα πρόσωπα («Ένας φίλος από τα παλιά», «Η μάνα μου στα εβδομήντα»), ο εμφύλιος και οι τραγωδίες που έσπειρε («Ο Μουτούσιος λύνει την αντίφαση»). Υπάρχει μια εμμονή σχεδόν με τον θάνατο: τουλάχιστον δώδεκα κείμενα σχετίζονται με το θάνατο ή εικόνες θανάτου είτε σε πρώτο πλάνο είτε λιγότερο φανερά. Διακρίνεται επίσης ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη ζωή των προσώπων της διπλανής πόρτας («Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας») που καλύπτει, πιστεύω, το κενό που αφήνει η απουσία του κοινωνικού/πολιτικού λόγου. Όλα αυτά ωστόσο δεν απαντούν στο αρχικό ερώτημα για την στροφή στην πεζολογία. Θα επιχειρήσω κάποιες υποθέσεις, λίγο πολύ αλληλένδετες.

Η σιωπή που προτείνεται ως αντίδοτο στην κυριαρχία των πομφολύγων στο «περίστροφο της σιωπής» εξαρχής δεν φαινόταν να είναι κενή ρητορεία γι’ αυτό και επέμεινα πριν στα αίτια και τις πιθανές προεκτάσεις της.33 Αν τώρα συνυπολογιστεί και η ατομική φθορά που επικαλείται το «Αντίο ποιήματα» (σε συνδυασμό με τον διαρκώς αυξανόμενο φόρτο εργασίας του ποιητή μετά το  Περίστροφο της σιωπής), η εμπλοκή του ποιητικού λόγου μοιάζει αρκετά πιθανή. Το πεζό ποίημα λύνει αρκετά προβλήματα: δεν απαιτεί τόσο επίμονη και επίπονη συμπύκνωση του λόγου όπως στην ποίηση και έχει μεγαλύτερη ελαστικότητα στη μορφοποίηση του θεματικού υλικού. Αφήνει έτσι το περιθώριο μεγαλύτερης ή μικρότερης επεξεργασίας, πιο κοντά στην ποίηση ή πιο κοντά στην πρόζα. Με δεδομένο και δηλωμένο τον περφεξιονισμό του ποιητή μπορούμε να καταλάβουμε την επιλογή του πεζού ποιήματος ως μία εναλλακτική καλλιτεχνική λύση παράλληλα με τα τυπικά ποιήματα. Μόνο που τέτοιες λύσεις είναι κατά κανόνα προσωρινές επειδή ο ώριμος ποιητής «βλέπει» το θεματικό υλικό του πάντα ως ποιητής, ακόμα και όταν καταφεύγει σε πιο πεζές μορφές λόγου.

Η τελευταία συλλογή Μικρές ανάσες απέχει από την προηγούμενη οκτώ χρόνια, μεγάλο διάστημα ακόμη και για τα όψιμα εκδοτικά συνήθεια του ποιητή. Είναι αλήθεια ότι μετά με τη συλλογή Ανοιγμένη φλέβα η δυστοκία στη γραφή αντανακλάται και στην έκδοση των ποιημάτων. Ως τότε η ανά τριετία έκδοση αντικατόπτριζε μια σταθερή ποιητική παραγωγή. Στη συνέχεια επικρατεί μια αναστάτωση. Από Το περίστροφο της σιωπής και μετά γνωρίζουμε τις πρώτες δημοσιεύσεις των περισσοτέρων ποιημάτων της κάθε συλλογής και παρατηρώντας τες προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η Ανοιγμένη φλέβα (Παρατηρητής, 1991) είναι το όριο σταθερής ποιητικής παραγωγής. Στο Περίστροφο της σιωπής (Τα Τραμάκια, 1996) υπάρχει υλικό που πρωτοδημοσιεύτηκε ανάμεσα τέλη 1993-1996, στο Τεστ κοπώσεως (Τα Τραμάκια, 2002) υλικό με πρώτη δημοσίευση ανάμεσα τέλη 1999-2002 και τέλος τα κείμενα που περιλαμβάνονται στις Μικρές ανάσες (Μελάνι, 2010) έχουν δημοσιευτεί, πλην τεσσάρων ανέκδοτων, ανάμεσα 2008-2009. Μεσολαβούν λοιπόν μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς δημοσιεύσεις με σημαντικότερο το τελευταίο κενό ανάμεσα 2003-αρχές 2008. Πιθανότατα η ποιητική παραγωγή να είναι σε αυτά τα διαστήματα σχετικά μικρή αλλά και ταυτόχρονα να γίνεται όλο και πιο χρονοβόρα η τελική επεξεργασία των ποιημάτων πριν τη δημοσίευση – ας θυμηθούμε εδώ την «Καταπακτή». Οπότε η τελευταία επιστροφή του ποιητή αποκτά ιδιαίτερη  σημασία, τόσο για τις αισθητικές λύσεις που επιλέγει όσο και για τα θέματα που απασχολούν την ποίησή του.

Ο τίτλος της συλλογής34 όπως μας εξηγεί ο ποιητής στην παρουσίασή της «μπορεί να σημαίνει μικρά ποιήματα, μικρά διαλείμματα σε ανηφορικούς δρόμους ή μικρές αχτίδες φωτός και μικρές ελπίδες.[…] Μπορεί όμως να υποδηλώνει και τους μικρούς άσημους ανθρώπους, άσημους ακόμα κι όταν έχουν ονόματα, που είναι πολλοί και ζουν τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία». Αληθινά και οι δύο ερμηνείες έχουν επαρκή υποστήριξη στα κείμενα της συλλογής, όμως θα σταθώ στη δεύτερη γιατί θεωρώ οτι εδώ πιστοποιούνται όσα ανέφερα παραπάνω στο Τεστ κοπώσεως για το ενδιαφέρον του ποιητή για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς οτι το ενδιαφέρον αυτό χρονολογείται ήδη από τις πρώτες συλλογές και δεν είναι κάτι το καινούργιο· εκεί όμως ο «βασανισμένος άνθρωπος» ήταν περισσότερο μέσο για καταγγελία της κοινωνικής αδικίας ενώ εδώ είναι ο ίδιος στο επίκεντρο.

Η συλλογή αποτελείται από τριανταπέντε κείμενα με είκοσι εννιά ποιήματα και έξι πεζά. Τα τελευταία, (τελευταία και στη συλλογή) σύντομα και λιτά όπως και τα ποιήματα, «ξεδιπλώνουν ένα ποίημα σε πεζό λόγο», όπως παρατήρησα για κάποια στο Τεστ κοπώσεως. Επιπλέον υπάρχει  σε όλα, ποιήματα και πεζά, ενότητα λόγου και ύφους. Αφηγηματικά στην πλειοψηφία τους, τα ολιγόστιχα κείμενα υιοθετούν έναν κουβεντιαστό, καθημερινό αλλά και αρμονικό λόγο, εξελιγμένη μορφή της «αναφορικής» χρήσης της γλώσσας που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του Θ. Μαρκόπουλου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η σχεδόν πλήρης απουσία υπερρεαλιστικών χαρακτηριστικών, τόσο στα ποιήματα όσο και στα πεζά. Η αμεσότητα και η καθαρότητα των μηνυμάτων μοιάζουν να είναι σε απόλυτη προτεραιότητα. Έχουν συντελεστεί επιπλέον και άλλες σημαντικές αλλαγές· ο σαρκασμός, σταθερό όπλο του ποιητή απέναντι στη ρηχή και συχνά βάναυση καθημερινότητα, έχει οριστικά εξαφανιστεί αφήνοντας ως ανάμνηση μόνο μια ελαφριά ειρωνεία, σχεδόν στα όρια του χιούμορ, σε τρία μόλις κείμενα: «Το ούζο σώζει το Γαλιλαίο», «Κάθοδος Βορείου» και «Το ανθρωπάκι». Ο διδακτισμός και ο ρητορικός τόνος πάλι, εκφραστικές λύσεις που ποτέ δεν αγνόησε η ποίηση του Θ. Μαρκόπουλου, εμφανίζονται πάλι εδώ έστω και χωρίς την επικουρία του σαρκασμού (λ.χ. στο ποίημα «Το χούφταλο»). Μια αδιόρατη θλίψη διαπερνά τα περισσότερα κείμενα, θλίψη που κλιμακώνεται και κορυφώνεται στο τέλος σε πίκρα. Η τεχνική της κλιμάκωσης βέβαια καλλιεργείται από τις πρώτες συλλογές και  βελτιώνεται σημαντικά στο Περίστροφο της σιωπής· όμως, ενώ πριν κατέληγε σε αιχμή (με τη χρήση ειρωνείας ή σαρκασμού), εδώ καταλήγει τις περισσότερες φορές σε έναν πνιγμένο λυγμό.

Ο σαφώς λιγότερο –τουλάχιστον σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές– συνδηλωτικός λόγος του ποιητή και η έλλειψη σαρκασμού και ειρωνείας ενισχύουν την πιθανότητα να διολισθήσει το ποίημα σε άρρυθμη πεζολογία. Αξιοπρόσεκτη συνεπώς η για τις ανάγκες του ρυθμού σποραδική αλλά διόλου απαρατήρητη χρήση ημιστιχίων ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου σε δίστιχα, τρίστιχα ή  και τετράστιχα ακόμη (για παράδειγμα οι στίχοι 7-10 στο «Τσάι Βουνού» και οι στίχοι 11-13 στην «Τεχνητή βροχή» αλλά και οι περισσότεροι στίχοι στο ποίημα «Οι πόρτες της Φλώρινας». Στην ίδια κατεύθυνση και οι εύστοχες επαναλήψεις λέξεων ή και φράσεων, πάλι κατά τα πρότυπα του δημοτικού τραγουδιού. Σε κάθε περίπτωση η αρτιότητά του τελικού αποτελέσματος είναι εντυπωσιακή, κάτι που μπορεί να πιστοποιηθεί για παράδειγμα στο ποίημα «Νόστοι μεσήλικος»: οικείος λόγος, επιγραμματικός, μετρημένα επίθετα –τέσσερα μόλις– και απολύτως λειτουργικά, κλιμάκωση της έντασης μέσα από εύστοχα επιλεγμένες εικόνες, σύντομη παύση, δραματική κορύφωση στους τελευταίους τρεις στίχους. Και ένα επιπλέον παράδειγμα με ένα ποίημα ποιητικής, ο «Αυτόματος Ποιητής» όπου το μήνυμα-ποίημα είναι ένα ζωτικό μέσο επικοινωνίας του ποιητή με τους υπόλοιπους ανθρώπους, καθώς μ’ αυτά και μ’ αυτά/ κρατιέται στη ζωή.

Η ποιητική και η μνήμη είναι λοιπόν δύο από τις θεματικές περιοχές που αξιοποιούνται και σε αυτή τη συλλογή (σχετικά ποιήματα δε λείπουν από καμιά συλλογή). Ιδιαίτερα η μνήμη κυριαρχεί· πρωτεύον θέμα σε αρκετά ποιήματα, κομβικό σε άλλα, ορίζει τον πρώτο από τους δύο θεματικούς άξονες της συλλογής. Η μνήμη ως νόστος, πικρός και ανεκπλήρωτος είτε πρόκειται για το γενέθλιο χώρο («Νόστοι Μεσήλικος», «Εικόνες εποχής – Δεσκάτη») είτε για φίλους και έρωτες της φοιτητικής ζωής (νόστος κι αυτός αδιέξοδος στο «Τσάι Βουνού» και στις «Μέρες του 1969-το πολύ 70 μΧ»), είτε για τα χρόνια που πέρασαν και δεν υπάρχει καμιά συνταγή Ελληνοσύρων μάγων για να τα φέρει πίσω («Ήταν καιροί»). Ως ιστορική μνήμη, μνήμες του εμφυλίου διαθλασμένες μέσα από ατομικές ιστορίες («Εμφύλιο χώμα», «Κορυσχάδες»).35 Μνήμες προσώπων, ζωντανών και νεκρών («Η μάνα απόψε», «Τα κάδρα»). Μνήμες, τέλος, με τη μορφή σύντομων επιτύμβιων επιγραμμάτων για τα άτομα στο τρίπτυχο ποίημα «Χαμηλά πορτρέτα».

Τα άτομα αυτά, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, «μικρές ανάσες» κατά τον ποιητή, χαράζουν το δεύτερο θεματικό κύκλο που συχνά, φανερά ή υπόγεια, τέμνει τον πρώτο (όπως λχ. στα «Χαμηλά πορτρέτα», στο «Τσάι Βουνού» ή στο «Εικόνες εποχής»). Τα συγκεκριμένα πρόσωπα δεν είναι ακριβώς ήρωες· θα μπορούσε αντίθετα να ξεγελαστεί κανείς και να τα θεωρήσει Ελπήνορες αν δεν υπήρχε πάνω τους ένα στοιχείο τραγικότητας ή κρυμμένου ηρωισμού (όπως λ.χ. ο «Άνθρωπος από πέτρα», «Το χούφταλο», οι «Ιτιές») ή και ομορφιάς ακόμη («Η κυρία με τις ανεμώνες», «Γυναίκα μόνη μπροστά στη θάλασσα»). Αυτό το αίσθημα, μείγμα ενός αθέατου ηρωισμού μαζί με θλίψη ή οίκτο, επεκτείνεται κάποτε και στα άψυχα όπως στο «Οι πόρτες της Φλώρινας», «Την απόγνωση σκέφτομαι», «Οι προτομές της Βέροιας», «Τα κάδρα». Να σημειώσω τέλος άλλα δύο θέματα: την επιμονή στη μορφή της μάνας με τρία ποιήματα («Το χούφταλο», «Η μάνα απόψε», «Είπα να γράψω») έναντι μόλις ενός πεζού ποιήματος («Ο πατέρας σε ενέδρα») για τον πατέρα που ως τώρα κατείχε τα πρωτεία αναφορών στην ποίηση του Θ. Μαρκόπουλου. Και το θέμα της ερωτικής επιθυμίας που άλλοτε φανερώνεται και άλλοτε λανθάνει –πιο πολύ το δεύτερο– σε ποιήματα όπως «Η κόκκινη στάχτη», «Καφές στην Ελιά» και στο πεζό ποίημα «Οι μαμάδες».

Από πολλές πλευρές οι Μικρές ανάσες μοιάζουν να είναι μια οριακή συλλογή. Εκεί δείχνουν να συγκλίνουν όλες οι αλλαγές σε ύφος και γλώσσα που επισημάνθηκαν παραπάνω  και μοιάζουν επαρκή στοιχεία για να οριστεί μία τρίτη ποιητική περίοδος. Η ουσιαστική όμως μεταβολή είναι η αποφασιστική προσθήκη των ανθρώπων της διπλανής πόρτας στη θεματική του ποιητή. Από τη μια η θεματική αυτή καταργεί το αδιέξοδο στο οποίο είχε σταδιακά εγκλωβιστεί η κοινωνική όραση του ποιητή μετά την απομάκρυνση από την πολιτική ποίηση. Από την άλλη, λόγω της ίδιας  της φύσης της, επιβάλλει τη χρήση των εκφραστικών μέσων που προαναφέρθηκαν, επιταχύνοντας έτσι αλλαγές που θα δίσταζε να κάνει ο ποιητής οκτώ χρόνια πριν στο Τεστ κοπώσεως.36 Περίοδος «του ανθρώπου της διπλανής πόρτας» λοιπόν;  Θα το ξέρουμε σίγουρα στην επόμενη συλλογή, μοιάζει όμως ήδη αρκετά πιθανό.

Στα εικοσιοκτώ και πλέον χρόνια ποιητικής δημιουργίας του Θανάση Μαρκόπουλου, πέρα από αλλαγές και διαφοροποιήσεις, πέρα από διαφορές ή αναλογίες/ πέρα από παρασκήνια καί λεπτομέρειες υπάρχει πάντα μια σταθερά: ενάντια στους πολυάριθμους, ποικιλώνυμους και μεγαλόσχημους επιτρόπους και επιτροπές, ενάντια στους κάθε λογής ιατροδικαστές, προτιμά να συντάσσεται με τους κατηγορούμενους και τα θύματα που είναι οι καθημερινοί άνθρωποι. Ένας επίμονος αγώνας, μια διαρκής τοξοβολία όπου βέλος με το βέλος ο ποιητής πασχίζει να προσεγγίσει όλο με μεγαλύτερη ακρίβεια το στόχο του, τον άνθρωπο που υποφέρει. Αγώνας χωρίς συμπαίκτες. Με μοναξιά. Πολλή μοναξιά.

«Η μοναξιά ενός επίμονου τοξότη ή
Ποίηση και ποιητική στον Θανάση Μαρκόπουλο»
Περ. Φιλόλογος 151 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2013) 77-92

Σημειώσεις

1.  Γιάννης Κουβαράς «Η διπλή εξορία του ποιητή», εφ. Εποχή (31-01-1993), σελ.19. Ο Κουβαράς επισημαίνει πρώτος τη δυσκολία ένταξης του ποιητή σε συγκεκριμένη λογοτεχνική γενιά θεωρώντας τον «μετέωρο» ανάμεσα στη γενιά του ’70 και του ’80. Πιστεύω εν τούτοις ότι με βάση το σύνολο του έργου του πολύ δύσκολα θα τον ενέτασσε κανείς στην γενιά του ’80.
          2. Βύρων Λεοντάρης, «Η ακαταστασία της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης», περ. Σημειώσεις, τ. 24 (1984), σελ. 34-43.
        3. Κατά την παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής Μικρές ανάσες, 24/04/2010, στην 7η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, Θεσσαλονίκη. Παραθέτω και το σχετικό ποίημα του Πάνου Θεοδωρίδη με τον τίτλο «Ποίημα»: Από πότε οι προσωπικές εμπειρίες/ γίνονται ποίηση διαρκής και λαγαρή/ κι ως πότε την πτωχεία των υψηλών/ νοημάτων θα κρύβουν· χειμώνιασε/ οι γνωστοί δουλεύουν· η βενζίνη ακρίβυνε/ με δυσκολία βγαίνει ο στίχος. (Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ, Ύψιλον, 1980).
        4. Η βρύση/ θ’ απεργήσει/ λόγω διακοπής/ της σύμβασης/ με τις πηγές/ Ο υπουργός/  πρωτοφανές/ οι κομμουνιστές/ εισδύσαν/ και στους υδραγωγούς  ή Η ανάμνηση / διορύσσει το χρόνο/ τα ορύγματα/ υπονομεύουν το δάπεδο/ η εξίσωση/ γυρεύει το δεύτερο σκέλος της/ Πού είσαι αγάπη και ακόμη Τ’ ασανσέρ/ το δωμάτιο/ ο γλόμπος/ η ζώνη/ τα βατραχοπέδιλα/ κάτι με πνίγει… Το αίσθημα ασφυξίας πάντως αποδείχτηκε ιδιαίτερα ανθεκτικό βίωμα. Μέσα από ποικίλες μεταμορφώσεις και σύμβολα διαπερνά ολόκληρο το σώμα της ποίησης του Μαρκόπουλου, άλλοτε μέσα από την  προσωπική φθορά ή την κοινωνική αποξένωση, άλλοτε πάλι μαζί με τη συλλογική έκπτωση ιδανικών και πολιτική ήττα.
            5. Ο τίτλος από το τελευταίο ποίημα της συλλογής: Σε κάθε μου απόπειρα/ απόπειρα εξόδου/ εντεταλμένα όργανα/ μου φράζουνε το δρόμο
             6. Κάθε δολάριο και ριπή/ κάθε ριπή/ κι ένα παγωμένο χαμόγελο/ στους στίχους των σπιτιών ή ακόμη: Απόψε σύντροφοι δεν θα κοιμηθώ/ Προσανατολιζόμαστε/ Βάζουμε μια πέτρα/ στην οικοδομή του Μέλλοντος/ Ατσαλώνουμε τη γροθιά μας
            7. Το εκτεταμένο ποίημα είναι αρκετά συχνό φαινόμενο στις τρεις πρώτες συλλογές του ποιητή, ιδίως στην πρώτη και δεύτερη. Σταδιακά, από την τρίτη και μετά, οι εκφραστικές ανάγκες που απαιτούν πιο εκτενή και αναλυτικό ποιητικό λόγο καλύπτονται όλο και περισσότερο από πεζά ποιήματα και ποιητικές αφηγήσεις – η συλλογή Τεστ κοπώσεως μάλιστα αποτελείται κυρίως από τέτοια κείμενα.
            8. Σφύριξε στα κοχύλια/ να πάρουν την καρδιά του/ και να τη σεργιανίσουν/ μεσοπέλαγα/ Η νεκροψία έδειξε/ με κάποια απογοήτευση/ τη μεγάλη αγάπη του/ στους ναυτεργάτες
            9. Το σώμα πλέον θα αποτελέσει σταθερό σημείο αναφοράς στου τίτλους των επόμενων συλλογών. Όλες εκτός από το Περίστροφο της σιωπής σχετίζονται με λειτουργίες και πάθη του σώματος.
            10. Από το ποίημα «Το περίστροφο της σιωπής» της ομώνυμης συλλογής.
         11.  …δε φεύγουμε πια στα όνειρα σαν άλλοτε/ που όντας φτωχοί από χέρι/ δεν είχαμε βέβαια ψυγεία και βίντεο/ κρατούσαμε ωστόσο στα δόντια γυμνό/ τουλάχιστο το κόκαλο της πείνας μας
            12.  κάλλιο στο μόλο της Ελιάς σκαρί παροπλισμένο/ παρά να πλεύσω στα νερά σας αγύρτες
            13. Η κόπωση: Θέλαμε να/ Θαρρούσαμε πως/ Λέγαμε να/ Ελπίζαμε ότι/ Σκεφτόμασταν να/ Πιστεύαμε πως/ Σκοπεύαμε να/ Ορκιζόμασταν ότι// Δε βαριέσαι (Βασισμένο στο ποίημα «Οι φίλοι μου» του Βαγγέλη Κάσσου, πρώτη έκδοση στο Ποίηση ’80. Οι τελευταίοι στίχοι του προτάσσονται εδώ ως μότο). Η (λανθάνουσα) αμφισβήτηση και αυτοκριτική: Αυτόπτης μάρτυρας κι εγώ του καιρού μου/ σύντροφοι δικαστές/ δεν έχω τίποτ’ άλλο να καταθέσω στη δίκη του/ παρά μόνο/ αυτό το τόσο όμορφα συ σκευασμένο/ μα κομμένο/ κεφάλι μου
           14. Όπως μπορεί κανείς να κρίνει από το ποίημα «Κυρίες και κύριοι»: …δε σας κρύβω/ πως έξω από τα τείχη της πόλης σας/ στήνω το ξύλινο αλογάκι της τέχνης/ ως δαναός κρυπτοκομμουνιστής/ μπας και διαρρήξω το δέρμα του ύπνου σας/ να τρέξουν πάλι τα έντονα χρώματα» ή το ποίημα «Δυο χέρια εσταυρωμένα»: Δύο χέρια εσταυρωμένα/ στη διαθεσιμότητα του καφενείου// Δυο σταυρωμένα μαχαίρια/ εκτεθειμένα στις οργές του καιρού/ που σκουριάζουν// Δυο χέρια// Δυο άνεργα χέρια
            15. Η παρατήρηση ανήκει στην Κούλα Αδαλόγλου («Θανάσης Μαρκόπουλος: Εικόνες από πέτρα», περ. Παρέμβαση, τ. 105) η οποία επίσης τονίζει την υψηλή συνυποδηλωτική αξία των συγκεκριμένων όρων.
            16. Ψευδοαναφορική για την ακρίβεια, εφόσον καταφέρνει να αποκρύπτει σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο ανάγνωσης τις –αναπόφευκτες και αναγκαίες για την ποίηση– συνδηλώσεις της.
          17. Ένα παράδειγμα από τη δεύτερη συλλογή: Να ντυθείς πρώτα πρώτα σεμνά/ Τζην μούσια και μαλλιά να τα κόψεις/ Φόρα κάτι πιο ευπρεπές/ Σιγά να χτυπήσεις την πόρτα/ κι ο χτύπος να φαίνεται άτολμος
           18. Αρκετές αναφορές γίνονται και σε Χαλκιδική (Πολύγυρος, Όλυνθος, Κασσάνδρα), Πιερία (Λιτόχωρο, Πλαταμώνας) αλλά και Φλώρινα (Φλώρινα, Αμύνταιο). Ωστόσο συνήθως δεν έχουν άλλη λειτουργία στο ποίημα πέρα από απλοί τοπικοί προσδιορισμοί. Για τις αναφορές στο Βέρμιο και το ρόλο του ως μεθορίου ανάμεσα στην Κοζάνη της παιδικής-εφηβικής ηλικίας και τη Βέροια της μόνιμης εγκατάστασης βλ. Ιγνάτης Χουβαρδάς «Η σκιά του Βερμίου υπό το πρίσμα της ενδοσκόπησης», περ. Εντευκτήριο, τ. 61 (Απρίλιος- Ιούνιος 2003), σελ. 130-132.
           19. Η αναφορά στο Ταξίδι του Γ. Ψυχάρη «Θέλω δόξα και γροθιές».
           20.  «Αυτοκριτική»

                     δώσ’ μου ένα οποιοδήποτε φάρμακο
                                 έστω μιαν άλλη Επανάσταση
                                      Δημήτρης Δούκαρης

Να ’μαστε πάλι έξω από το χειρουργείο Μάνο/ εγώ εσύ ο Γιώργος ο Τάκης/ φίλοι παλιοί από το Πανεπιστήμιο/ (άλλο αν μας χώρισαν ύστερα οι γυναίκες και η ζωή)/ που πιστέψαμε κάποτε στην αθανασία της ιδεολογίας μας/ και γίναμε τα μεγάφωνα των ξύλινων ρητόρων/ να ’μαστε πάλι στην αίθουσα αναμονής/ να καπνίζουμε και να σωπαίνουμε σα γκρεμισμένα σπίτια/ το δέρμα να τρυπάμε με το γυαλί της αγωνίας/ θα τα καταφέρουμε εντέλει/ ή μήπως πάλι μια τρίπλα και ζήτω/ ένα άλλο ’56 και το  ’91 λοιπόν/ μπας και βαλσαμώνουν μέσα το πτώμα Μάνο/ και εμείς εύπιστοι όπως πάντα αδημονούμε μάταια/ ή μήπως πρέπει να σπάσουμε τις πόρτες/ και να χυθούμε βγαλμένα μάτια μέσα μας/ το ματωμένο νυστέρι να δούμε/ να βόσκει πρώτα στα δικά μας εντόσθια
            21. Για το έργο του Δημήτρη Δούκαρη μπορεί κανείς να συμβουλευτεί το βιβλίο του Γιώργου Μαρκόπουλου Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, εκδ. Ρόπτρον, (1991), Αθήνα, σελ.129-166.
            22. Βύρων Λεοντάρης «Η ποίηση της ήττας», Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 106-107, 1963. Για τη συζήτηση που ακολούθησε βλέπε Δώρα Μέντη, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση – Ιδεολογία και ποιητική, εκδ. Κέδρος, (1995), σελ 138-149.
             23. Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Η Ελληνική Ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία, Σοκόλης, Αθήνα, 2002, σελ. 11-104.
          24. Το περίστροφο πάντως έχει εμφανιστεί ήδη σε προηγούμενες συλλογές με πιο αξιοσημείωτη παρουσία εκείνη στο ποίημα «Με σημαδεύουν στο δέντρο» (Μοντέλο σώματος, σελ.59) που συνδέεται με το αίσθημα ασφυξίας. Μια αναλυτική όσο και ενδιαφέρουσα προσέγγιση του περιστρόφου ως συμβόλου κυριολεκτικής ή μεταφορικής αυτοκτονίας στο άρθρο του Γιώργου Μύαρη «Το περίστροφο της σιωπής: Λόγος και σιωπή στην ποίηση του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου», ανάτυπο από το περιοδικό Ακτή, Λευκωσία, 2001.
             25. «Το περίστροφο της σιωπής»
Πάει πια η εποχή της οξείας κραυγής/ του τεντωμένου χεριού/ η εποχή του περιστρόφου πέρασε/ πομφόλυγες σκάνε χαλάνε τον κόσμο/ και ποιος ν’ ακούσει/ την πιστολιά που θα σπάσει/ το θυμωμένο σου κρόταφο// Σήμερα το περίστροφο/ έχει το σχήμα της σιωπής
           26. Να χτυπάς και να φεύγεις/ σαν ήχος τυμπάνου/ σαν έρωτας/ σα σφάχτης/ να χτυπάς και να φεύγεις// Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά// να χτυπάς και να φεύγεις/ σαν εγκεφαλικό επεισόδιο
      27. Στην παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής Μικρές ανάσες, 24/04/2010, στην 7η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, Θεσσαλονίκη. Βλ. σημ. 3.
           28. «Η καταπακτή»
Την καταπακτή του συντελεσμένου/ φοβάται το ποίημα/ γι’ αυτό την τελευταία στιγμή κρεμιέται/ από μια λέξη/ όπως πλεκτό από μια θηλειά/ και μένει έτσι μετέωρο στο κρανίο σου/ με διαρκή τον κίνδυνο της εξάρθρωσης/ της μόνιμης αναπηρίας/ ολόκληρο ένας πόνος/ μα ένοικος ζεστός της φλέβας σου/ γιατί καλά το ξέρει το ποίημα/ στη γέννα τελειώνουν όλα// Ομοίωμα ζωής το ποίημα/ την έξωση απ’ την καρδιά σου φοβάται / γι’ αυτό αντιστέκεται με τόσο πάθος/ στην έπαλξη της τελευταίας λέξης/ τοξεύοντας απανωτές εναλλακτικές προτάσεις
        29. Η τεχνική του αιφνιδιασμού των τελευταίων στίχων εφαρμόζεται σταθερά από τον ποιητή στα ποιήματα που κυριαρχεί ο ρητορικός ή διδακτικός τόνος, άλλοτε με τη χρήση ειρωνείας άλλοτε με δραματική πύκνωση του λόγου όπως εδώ.
           30. Οι δύο δεκαπεντασύλλαβοι στους στίχους 7-10: άνεμοι και τους πήρανε/ σε ορεινούς ορόφους/ κύματα τους βυθίσανε/ σε σκοτεινά κοχύλια
           31. «Αντίο ποιήματα»
Έχω δύο σπίτια/ κορίτσια δύο/ κλωνάρια υπέροχα/ ανοίγουν τα μάτια/ και σπάζει η νύχτα/ έχω γυναίκα/ γκαράζ/ αυτοκίνητο/ αντίο ποιήματα
       32. Μια αλληγορία, με το ποίημα-καλάμι που όλο και βαθύτερα γέρνει/ τρεμίζοντας/ μπρος στο κενό του χαμού και όλο σώζεται την τελευταία στιγμή κι επιστρέφει στον κόσμο/ όλο και σοφότερο επιστρέφει. Τα ποιήματα ποιητικής εμφανίζονται σε κάθε συλλογή, και μάλιστα σε κάποιες περισσότερα από ένα. Πέρα από την αισθητική τους αξία –θεωρώ ότι μαζί με τα ποιήματα για τον εμφύλιο είναι από τα καλύτερα σε κάθε συλλογή– λειτουργούν και ως υπόμνημα για την ανάγνωση του περίπλοκου χάρτη που συνθέτουν τα τριανταπέντε χρόνια ποιητικής παραγωγής του Θ. Μαρκόπουλου.
       33. Για το θέμα της σιωπής στο έργο του Θ. Μαρκόπουλου έως και Το περίστροφο της σιωπής υπάρχει μια διεξοδική προσέγγιση στο άρθρο του Γιώργου Μύαρη (όπ., σημ. 24).
        34. Εδώ ο αναγνώστης μπορεί να θυμηθεί τα Μικρά ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου ή ίσως Τα μικρά του Μιχάλη Γκανά, αν και πιστεύω ότι τα κείμενα της συλλογής συγγενεύουν περισσότερο με κάποια από τα Κείμενα μικράς πνοής του Πρόδρομου Μάρκογλου.
        35. Είναι παράδοξο αλλά τα ποιήματα του Θ. Μαρκόπουλου για τον εμφύλιο μοιάζουν να λειτουργούν περισσότερο ως δυσοίωνα σχόλια πάνω στην ανθρώπινη μοίρα παρά ως πολιτική διαμαρτυρία, αν και υποψιάζομαι ότι το πολιτικό μήνυμα υπάρχει και απλώς επαφίεται στην πολιτική σκευή του αναγνώστη ο εντοπισμός του. Οι συνέπειες πάντως του εμφυλίου στο ευρύτερο και στενότερο περιβάλλον του είναι ένα ιδιαίτερα τραυματικό βίωμα που δε φαίνεται να το έχει εξαντλήσει ποιητικά ακόμη ο Θ. Μαρκόπουλος – και ας μου επιτραπεί το σχόλιο: προς όφελος του αναγνώστη. 
        36. Εκεί, υπενθυμίζω, μίλησα για «ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη ζωή των προσώπων της διπλανής πόρτας» («Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας»).


                 Περικλής Σφυρίδης

Τον Θανάση Ε.  Μαρκόπουλο πρέπει να τον δούμε  με τις τρεις ιδιότητες που έχει:  ποιητής, φιλόλογος, μελετητής/κριτικός της σύγχρονης ελληνικής  λογοτεχνίας  και  πνευματικός  άνθρωπος  που  προσπαθεί  να  δώσει «μικρές  ανάσες»  στα  πολιτιστικά  δρώμενα  μιας  επαρχιακής  πόλης  της Μακεδονίας, όπως είναι η Βέροια. Ο Μαρκόπουλος γεννήθηκε το  1951  στα Κρανίδια Κοζάνης.  Σπούδασε Αρχαία Ελληνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο  Θεσσαλονίκης και  πήρε  μεταπτυχιακό  και διδακτορικό  δίπλωμα  από  το  Τμήμα  Φιλολογίας του  ίδιου  Πανεπιστημίου  (2000).  Από  το 1978  είναι  οικογενειακά  εγκατεστημένος  στη  Βέροια,  όπου  εργάστηκε ως  φιλόλογος  και  σύμβουλος  φιλολόγων  Νομού  Ημαθίας  μέχρι το  2011 που συνταξιοδοτήθηκε.

Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1982 με την ποιητική συλλογή Απόπειρα εξόδου 1975-1981 από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» και μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει τις εξής ποιητικές συλλογές: Του αντα­ποκριτή μας, Αθήνα, «Σύγχρονη Εποχή», 1985∙ Μοντέλο σώματος, Αθήνα, «Σύγχρονη Εποχή», 1988· Ανοιγμένη φλέβα, Θεσσαλονίκη, «Παρατηρη­τής», 1991∙ Το περίστροφο της σιωπής, Θεσσαλονίκη, «Τα τραμάκια», 1996∙ Τεστ κοπώσεως, Θεσσαλονίκη, «Τα τραμάκια», 2002∙ Μικρές ανά­σες, Αθήνα, «Μελάνι», 2010.

Στην ποίηση του Μαρκόπουλου διακρίνουμε δύο ξεχωριστές περιό­δους. Η πρώτη περιλαμβάνει τις τρεις πρώτες συλλογές του, που εκδόθηκαν από τη «Σύγχρονη Εποχή» μέσα στη δεκαετία του 1980, και η δεύτερη τις υπόλοιπες (1991-2010). Οι πρώτες τρεις συλλογές έχουν σα­φή αριστερό πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό, χωρίς φυσικά να λείπουν και οι αναφορές στον έρωτα ή σε υπαρξιακά αδιέξοδα προσω­πικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την περίοδο αυτή ως περίοδο της έντονα πολιτικοποιημένης ποίησης. Ο Μαρκόπουλος, που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του 1970», δεν ακολου­θεί τη γενική κατεύθυνση της γενιάς του, που οι περισσότεροι ποιητές της, με την εμφάνισή τους μετά τη μεταπολίτευση, αμφισβήτησαν την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση που είχε φέρει η «εσωτερική μετανά­στευση», με τη μαζική αστικοποίηση, τα καταναλωτικά πρότυπα και την αποξένωση των ανθρώπων της «διπλανής πόρτας», και προσπάθησαν να εκφράσουν την πνιγερή ατμόσφαιρα του εσωτερικού τους κόσμου κάνο­ντας κατάχρηση υπερρεαλιστικών στοιχείων, σε βαθμό που τα ποιήματα κάποιων να μην είναι προσβάσιμα ακόμα και σε «επαρκείς» αναγνώ­στες. Ούτε όμως έχει και τα ανάλογα τραυματικά βιώματα από τη Γερ­μανική Κατοχή και τον Εμφύλιο, που ενέπνευσαν τους «κοινωνικούς» ποιητές της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Έτσι η ποίησή του στην πρώτη αυτή περίοδο έχει πολιτικό «στόχο». Ο λόγος του είναι σαφής, καταγγελτικός, και τον διακρίνει μια έντονη αγωνιστική διάθεση στα βήματα του Γιάννη Ρίτσου ή του Τάσου Λειβαδίτη. Μ’ άλλα λόγια δεν επηρεάζεται από το παράδειγμα των «κοινωνικών» ποιητών της Θεσσαλονίκης που προηγήθηκαν, όπως είναι ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Κλείτος Κόρου και ο Πάνος Θασίτης, οι οποίοι κάνοντας μια ποίηση «αυτοκριτικής» σε συλλογικό και προσωπικό επίπεδο «ματώνουν» για την ήττα των αριστερών δυνάμεων και για τις θυσίες τόσων συντρόφων τους που πήγαν στράφι, αφού για άλλα πίστεψαν και αγωνίστηκαν και άλλο δρόμο πήρε η Ιστορία. Ο Μαρκόπουλος θα πλησιάσει τους ποιητές αυτούς στη δεύτερη περίοδο της ποιητικής του πορείας. Δεν είναι τυχαί­ος ο τίτλος του ποιήματος «Αυτοκριτική» της συλλογής Ανοιγμένη φλέ­βα, με την οποία ανοίγει η αυλαία της δεύτερης περιόδου.

Τι μεσολάβησε γι’ αυτή την αλλαγή πορείας; Πιστεύω η κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου μ’ ό,τι συνεπαγόταν αυτό. Κι εδώ, στο ποίημα «Αυτοκριτική», η προσέγγιση προς τους κοινωνικούς ποιητές της Θεσ­σαλονίκης (στην προκειμένη περίπτωση προς τον Αναγνωστάκη) είναι κάτι περισσότερο από εμφανής:

 

Να ’μαστε πάλι έξω από το χειρουργείο Μάνο

εγώ εσύ ο Γιώργος ο Τάκης

φίλοι παλιοί από το Πανεπιστήμιο

(άλλο αν μας χώρισαν ύστερα οι γυναίκες και η ζωή)

που πιστέψαμε κάποτε στην αθανασία της ιδεολογίας μας

και γίναμε τα μεγάφωνα των ξύλινων ρητόρων

να ’μαστέ πάλι στην αίθουσα αναμονής

να καπνίζουμε και να σωπαίνουμε σαν γκρεμισμένα σπίτια

το δέρμα να τρυπάμε με το γυαλί της αγωνίας

θα τα καταφέρουμε εντέλει

ή μήπως πάλι μια τρίπλα και ζήτω

και οι ιδέες ερπύστριες

ένα άλλο ’56 και το ’91 λοιπόν

μπας και βαλσαμώνουν μέσα το πτώμα Μάνο

κι εμείς εύπιστοι όπως πάντα αδημονούμε μάταια

ή μήπως πρέπει να σπάσουμε τις πόρτες

και να χυθούμε βγαλμένα μάτια μέσα μας

το ματωμένο νυστέρι να δούμε

να βόσκει πρώτα στα δικά μας εντόσθια1

Απομάκρυνση, επομένως, του Μαρκόπουλου από την ιδεολογία (μήπως αποστροφή;) και στροφή προς το άμεσο βίωμα που βρίσκεται εντός του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ποιητής παύει να πιστεύει στον κοινωνικό ρόλο που υπηρετεί η ποίηση. Αλλάζει όμως ο τρόπος της ποιητικής διεργα­σίας. Αν ως βίωμα θεωρήσουμε την προσωπική εκείνη εμπειρία που στε­ριώνει στη μνήμη και γίνεται φυτώριο για γόνιμη ποιητική δημιουργία, τότε η ατομική περίπτωση, μέσα από τη συγκίνηση που δημιουργεί το ποίημα, αποκτά μια καθολικότερη διάσταση. Μ’ άλλα λόγια τα περισσό­τερα ποιήματα της πρώτης περιόδου απευθύνονται στη νόηση του ανα­γνώστη, ενώ εκείνα της δεύτερης στο συναίσθημά του. Φυσικά υπάρχει και θεματική διαφοροποίηση στη δεύτερη αυτή περίοδο. Ο Μαρκόπουλος παρατηρεί και συγκινείται απ’ ό,τι ζει στο οικογενειακό, επαγγελμα­τικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Αναβιώνει τη μορφή των γονιών του με τιμή και συγκίνηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Το χού­φταλο», που αναφέρεται στη μάνα του:

 

Το χούφταλο

 

Αυτό το χούφταλο που βλέπετε

να περιφέρει τη σκιά του αγόγγυστα

στους διαδρόμους των νοσοκομείων

αναζητώντας με απόγνωση ένα βλέμμα

για να στηρίξει το γκρεμισμένο μπόι του

 

Αυτό το χούφταλο που λέτε

γέννησε τη Μέριλιν Μο νρόε

τη Ρόζα Αούξεμπουργκ

τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ

εσάς που με διαβάζετε

εμένα που γράφω2

Νοσταλγεί τα παιδικά του χρόνια στο χωριό∙

 

Νόστοι μεσήλικος

 

Κάθε που γυρίζω στη μικρή πατρίδα

πληθαίνουν τα άγνωστα πρόσωπα

οι σκιές στους δρόμους

τα σπίτια που μπάζουν νερά της βροχής

τα μνημόσυνα του Σαββάτου

 

Κάθε που επιστρέφω στη μικρή πατρίδα

όλο και πιο λίγο φθείρεται η παλάμη μου

από θερμές χειραψίες3

και τα φοιτητικά του στη Θεσσαλονίκη∙

 

Οι φίλοι

 

Μακρινοί μου φίλοι

να ξέρατε πόσο άβολα νιώθω

όταν σας τηλεφωνώ πότε πότε

και καταστρέφω σιωπές από κρύσταλλο

με μικρές τρικυμίες

ρωτώντας σας πράγματα ανούσια

όπως τι κάνετε ή πώς πάνε οι δουλειές

ενώ τα μάτια μιας ένοχης γυαλίζουν εντός μου

δεν είναι η αγάπη λοιπόν που με φέρνει κοντά σας

κι όλα δεν είναι λοιπόν παρά ένα πρόσχημα

καθώς την ώρα που εσείς απαντάτε

στις ερωτήσεις δολώματα

εγώ με την πετονιά της φωνής σας

ανασύρω απ’ το βυθό του μυαλού

τη ναυαγισμένη μου νιότη4

Αναπολεί παλιές του αγάπες∙

 

Γυναίκες ηλιοτρόπια

 

Πιο πολύ κι απ’ τις γυναίκες που αγάπησα

ανέμους σηκώνουν στη μνήμη μου

εκείνες που μου δόθηκαν με αφοσίωση

όπως ηλιοτρόπια στον ήλιο

κι εγώ απόστρεψα το πρόσωπο [...]5 

Πλησιάζει τον γέροντα συνάνθρωπό του

 

Ο ένοικος της τρίτης ερημιάς

     

Αν τύχει και τηλεφωνήσετε σε άνθρωπο περασμένης ηλικίας που ξέρετε πως ζει μονάχος του μη βιαστείτε               να κλείσετε όσο πολύτιμος κι αν είναι ο χρόνος σας όσο ανυπόμονους κι αν σας έκανε η ζωή [...]6

Χαίρεται τις κόρες του∙

 

Η Μαρία βουλιάζει στον ύπνο

όπως πουλί στο χιόνι

 

Φτεροκοπώντας7

Παρατηρεί και σχολιάζει χαμηλόφωνα σε ό,τι στάθηκε η ματιά του στη Βέροια∙

 

Οι μαμάδες

 

Μ αρέσουν οι νέες μαμάδες που βλέπω στο δρόμο με το τα­γάρι στον ώμο το μανάρι στο χέρι να περνούν τις            διαβάσεις να κόβουν βόλτες στο πάρκο ν’ αναπέμπουν αιώρες [...]8

 

Οι προτομές της Βέροιας

 

Πιο πολύ κι απ’ τις προτομές

του Μουσείου

εγώ εκείνες της Λεωφόρου Ανοίξεως

οικτίρω

έτσι που ισοβίως τις δίκασαν

ν’ αντικρίζουν ανέκφραστες

τις απρόσωπες πολυκατοικίες

ενώ πίσω τους μαίνονται

οι περιπτύξεις των εφήβων […]9

 

Τα κάδρα

 

Με θλίβουν τα κάδρα με λυπούν

των προσφιλών προσώπων που

διάβηκαν ένα πρωί

το σκοτεινό ποτάμι [...]10

 αλλά μέσα από τη στάχτη μιας μίζερης καθημερινότητας και μιας εγκαρ­τέρησης που φέρνει το προχώρημα της ηλικίας, αναπηδούν ξαφνικά σπί­θες έρωτος· ανάχωμα ζωής στη φθορά του χρόνου:

 

Η κόκκινη στάχτη

 

Με την ανάληψη των καθηκόντων

είπε ως νέος διαχειριστής ν’ αλλάξει το κλίμα

τον ύπνο των ενοίκων να ταράξει

κι ανάρτησε ένα ποίημα στα διερχόμενα βλέμματα

 

Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου

 

Την άλλη μέρα

μια όμορφη γυναίκα πυρπολούσε το ποίημα

κι άφηνε πίσω της κόκκινη στάχτη

 

Έκτοτε είναι αυτός που έχασε τον ύπνο του

αναζητώντας τα χείλη της

με δήθεν αδιάφορες ερωτήσεις και καθόδους τυχαίες

στην είσοδο της πολυκατοικίας

στον κήπο στον καυστήρα

στο σκοτεινό υπόγειο της φοβερής λαχτάρας11

Τα ποιήματα του Μαρκόπουλου είναι ως επί το πλείστον ολιγόστιχα, αλλά όπου το απαιτεί το θέμα, δεν διστάζει να μεταπηδήσει στο πεζό ποίημα για να αφηγηθεί μικρές καθημερινές ιστορίες. Σ’ όλα, πάντως, τα ποιή­ματα της δεύτερης κυρίως περιόδου κυριαρχεί η οικονομία του λόγου, ο χαμηλός τόνος και η ακριβολογία∙ έχει όμως ενσωματώσει με φειδώ στους στίχους του και στοιχεία ρητορικής από τα μοντέρνα αισθητικά ρεύματα του καιρού μας. Οι τόποι που συναντούμε στα ποιήματά του είναι η ιδιαί­τερη πατρίδα του, τα Κρανίδια Κοζάνης (βιώματα παιδικών αναμνήσεων, αλλά και ρίζες ακόμα ζωντανές, όπως η μητέρα του, κάποιοι συγγενείς και ο τάφος του πατέρα του), η Θεσσαλονίκη (βιώματα εφηβείας και φοιτητι­κής ζωής), η Βέροια (τόπος μόνιμης επί τριάντα πέντε χρόνια εγκατάστα­σης) και κάποια φευγαλέα περάσματα από την Αθήνα, που ιστορούνται με αυτοσαρκαστική διάθεση.

Είναι παρακινδυνευμένο στη σημερινή εποχή του καταρράκτη της δια- δικτυακής πληροφόρησης να μιλούμε για επιρροές. Αν όμως γνωρίζουμε τα λογοτεχνικά ενδιαφέροντα του ποιητή για το έργο άλλων λογοτεχνών (που στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Μαρκόπουλος τυχαίνει να είναι και φιλόλο­γος/ μελετητής/κριτικός), τότε κάποιες ποιητικές φωνές, γόνιμα αφομοιω­μένες, υποφώσκουν σε ορισμένα ποιήματα του. Σ’ αυτά της πρώτης περιό­δου μιλήσαμε για τις φωνές του Ρίτσου και του Λειβαδίτη. Σ’ εκείνα της δεύτερης διακρίνονται οι φωνές της τριάδας των Μ. Αναγνωστάκη, Κλ. Κύ­ρου, Π. Θασίτη, με απόηχο από Κ. Καρυωτάκη, αλλά και από κάπως νεό­τερους, όπως είναι ο Ν.-Α. Ασλάνογλου και ο Αν. Ευαγγέλου.


Η πρώτη φιλολογική μελέτη του Μαρκόπουλου τιτλοφορείται Τα πρόσω­πα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα.12 Τα πρόσω­πα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: τα πρόσωπα της καθημερινότητας (άνδρες-γυναίκες)· τα πρόσωπα του καθεστώτος· τα πρόσωπα των ιδεο­λογικών συντρόφων (συντρόφων σ’ ό,τι αφορά τις ιδεολογικές πεποιθή­σεις του συγγραφέα και κατ’ επέκταση και του μελετητή). Βέβαια η με­λέτη δεν θα ήταν ολοκληρωμένη, αν έλειπαν οι αναφορές του μελετητή (με ξεχωριστά κεφάλαια) στον «Πεζογράφο και την εποχή του» και στους «Τρόπους αφήγησης» του συγγραφέα.

Ακολουθεί η Βιβλιογραφία Nίκου-Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996,13 η οποία πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Το Τραμ. Περιέχει βιογραφικό σημείωμα του ποιητή, πλήρη εργογραφία (ποίηση, θέατρο, κείμενα, μελέ­τες, μεταφράσεις, πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων, αναδημοσιεύσεις, με­ταφράσεις ποιημάτων, κείμενα κριτικής, συνεντεύξεις, κρίσεις και σχόλια άλλων). Ως επίμετρο αναδημοσιεύει και δύο σύντομες συνεντεύξεις που έδωσε ο ποιητής στη δημοσιογράφο της Θεσσαλονίκης Ελένη Λαζαρίδου το 1996. Αν αναλογιστούμε ότι ο Ασλάνογλου πέθανε στην Αθήνα τον Αύ­γουστο του 1996, τότε η μελέτη αυτή του Μαρκόπουλου είναι το πρώτο στεφάνι στον τάφο του.

Η τρίτη φιλολογική μελέτη που κυκλοφόρησε ο Μαρκόπουλος, τιτλο­φορείται Ματιές ενόλω.14 Περιλαμβάνει οκτώ μελετήματα για ποιητές της Θεσσαλονίκης, τα οποία κατά την περίοδο 1996-2003 είχε δημοσιεύ­σει σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Οι ποιητές, το έργο των οποίων μελετά διεξοδικά ο Μαρκόπουλος, είναι οι εξής: Μανόλης Αναγνωστάκης, Κλείτος Κύρου, Πάνος Θασίτης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Μάρκος Μέσκος, Ανέστης Ευαγγέλου και Πρόδρο­μος Μάρκογλου. Ο τίτλος του βιβλίου Ενόλω σημαίνει ότι αναφέρεται στο σύνολο του μέχρι τότε έργου του κάθε ποιητή. Το έργο αυτό εξετά­ζεται σε σχέση με την εποχή και τη ζωή του κάθε ποιητή και τη θέση που πήρε στο ποιητικό μας στερέωμα (δεδομένου ότι το έργο τους θεωρείται ολοκληρωμένο για τους αποβιώσαντες ή σχεδόν ολοκληρωμένο για όσους –μεγάλους πλέον σε ηλικία– βρίσκονται ακόμα στη ζωή).

Γνωρίζουμε ότι τα όρια της φιλολογικής μελέτης και της κριτικής δεν είναι σαφή. Έτσι μέσα από τη μελέτη αυτή (με πολλές αναφορές σε ποιή­ματα, κρίσεις άλλων, εξαντλητική βιβλιογραφία, κτλ.), παρεισφρέει και η κριτική αποτίμηση του ίδιου του μελετητή για το έργο τους, η οποία αρχί­ζει με την επιλογή των οκτώ ποιητών που κάνει. Το πόσο εύστοχες είναι οι παρατηρήσεις του, προκύπτει και από τους υπότιτλους που δίνει σε καθένα από τα μελετήματα του βιβλίου ξεχωριστά. Π.χ. το μελέτημα για τον Αναγνωστάκη έχει υπότιτλο: «Από τους δρόμους της Ιστορίας στους διαδρόμους της σιωπής»· το μελέτημα για τον Κύρου έχει υπότιτλο: «Ο ένοι­κος της μνήμης και του ονείρου»· το μελέτημα για τον Χριστιανόπουλο: «Ο απεγνωσμένος του έρωτα» κ.ο.κ. Γενικά με το βιβλίο του αυτό (πολύτιμο βοήθημα για όσους θέλουν να μελετήσουν την ποίηση της Θεσσαλονί­κης) ο Μαρκόπουλος μας πείθει, όχι μόνο για την άριστη φιλολογική του κατάρτιση, που τη χαρακτηρίζει η σαφήνεια του λόγου του (όπως είναι κι εκείνη των ποιημάτων του), αλλά και για την εντιμότητα του.

Το 2006 ο Μαρκόπουλος εκδίδει από τις εκδόσεις Σοκόλη τον τόμο Ανέστης Ευαγγέλου. Ο ποιητής. Ο πεζογράφος. Ο, κριτικός. Πρόκειται για ένα βιβλίο 712 σελίδων που αφορά το συνολικό έργο του πρόωρα εκλιπόντος ποιητή (1937-1994). Η εργασία υπήρξε η διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Στη μελέτη αυτή γίνονται φανερές πάλι όλες οι αρετές ενός άριστα καταρτισμένου –και προικισμένου– φιλολό­γου / μελετητή, με μια διαφορά: η έκταση της μελέτης είναι δυσανάλογα μεγάλη με το έργο του συγγραφέα. Σωστά, βέβαια, αφιερώνει το μεγα­λύτερο μέρος της εργασίας του στις οκτώ ποιητικές συλλογές του λογο­τέχνη (ο Ευαγγέλου είναι κυρίως ποιητής), ανιχνεύοντας και σχολιάζο­ντας τις καταβολές και τις ιδιαιτερότητες της ποίησής του, καθώς και τις γόνιμες επιδράσεις που δέχτηκε από ποιητές που προηγήθηκαν (ντό­πιους και ξένους), αλλά τόσο το πεζογραφικό έργο του Ευαγγέλου, που αποτελείται από μία μόνο συλλογή πεζογραφημάτων (Το ξενοδοχείο και το σπίτι, Θεσσαλονίκη 1966), όσο και το κριτικό του έργο (Ανάγνωση και γραφή, Θεσσαλονίκη, «Παρατηρητής», 1981), αλλά και το δοκιμιακό (Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική, Θεσσαλονίκη, «Παρατηρητής», 1990), δεν προσφέρονται για τόσο μεγάλη ανάλυση και προβολή. Απεναντίας η συμβολή του Ευαγγέλου, με την έκδοση της ποι­ητικής του ανθολογίας Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970), Θεσσαλονίκη, «Παρατηρητής», 1994, αποτελεί σημαντική προσφορά στα γράμματά μας και δίκαια ο Μαρκόπουλος αναφέρεται λεπτομερώς σ’ αυτήν, αλλά η εισαγωγή στην ανθολογία (το δοκιμιακό, ας πούμε, μέρος της) ανήκει στον κριτικό λογοτεχνίας Γιώργο Αράγη.

Το 2013 ο Μαρκόπουλος συγκεντρώνει σε ένα τόμο όλα τα κείμενα που έχει γράψει για τον Ασλάνογλου και τον τιτλοφορεί Ένα πουλί στην άσφαλτο (στίχος του ποιητή), με υπότιτλο: Ποίηση και Ποιητική του Νί­κου Αλέξη Ασλάνογλου.15 Η μελέτη αυτή, που ξεκίνησε το 1994, αποτελεί μακροχρόνιο μόχθο του Μαρκόπουλου για να μας δώσει σ’ όλη την έκτα­ση και τις προεκτάσεις του το πορτρέτο ενός από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ερωτικούς ποιητές των γραμμάτων μας, που δεν είχε τη θέληση (μήπως τη δύναμη;) να προβάλει το έργο του όσο του άξιζε. Πι­στεύω ότι κάτι τέτοιο υποδηλώνει και ο τίτλος που έδωσε ο Μαρκόπου­λος στο βιβλίο του.

Το καθαυτό κριτικό έργο του Μαρκόπουλου βρίσκεται διάσπαρτο σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, με το μεγαλύτερο μέ­ρος του να είναι συγκεντρωμένο στο λογοτεχνικό περιοδικό της Κοζάνης Παρέμβαση του φίλου του Βασίλη Π. Καραγιάννη. Αποτελείται από λίγα κείμενα που αξιολογούν το συνολικό έργο ενός λογοτέχνη και από πολ­λές βιβλιοκρισίες για βιβλία πρόσφατης κυκλοφορίας. Τα περισσότερα αφορούν νέους λογοτέχνες κι εκεί ακριβώς ο κριτικός ρισκάρει στον χρό­νο την αξία των κριτικών του αποτιμήσεων. Ελλοχεύει βέβαια ο κίνδυ­νος, έτσι όπως τα κριτικά αυτά κείμενα είναι σκόρπια, να χαθούν, γι’ αυ­τό είναι αναγκαίο να συγκεντρωθούν κι αυτά σ’ ένα τόμο για να είναι προσβάσιμα σε κάθε μελετητή ή ενδιαφερόμενο αναγνώστη. 


Είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι δημιουργοί ασχολούνται με το έργο τους και την προβολή του. Λίγοι είναι εκείνοι που, χωρίς να υπολογίζουν τον κόπο, αφιερώνουν χρόνο για την προβολή ομοτέχνων τους και την πο­λιτιστική ανάπτυξη του τόπου τους. Κι αυτό προϋποθέτει μεράκι και γε­ρό στομάχι, γιατί «καμιά καλοσύνη δεν μένει ατιμώρητη», όπως σε κείμε­νό του έγραψε ο Παναγιώτης Γούτας.16 Ο Μαρκόπουλος ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία των πνευματικών ανθρώπων. Και αν δεν υπήρχαν κάποιοι τέτοιοι άνθρωποι σε επαρχιακές πόλεις, όπως είναι η Βέροια, τότε οι πό­λεις αυτές θα φάνταζαν σαν άγονα πολιτιστικά χωράφια. Ο Μαρκόπου­λος δραστηριοποιήθηκε μέσα από δύο φορείς της Βέροιας: την Αντωνιάδειο Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Ημα­θίας. Στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών παρουσίασε το έργο σημαντικών λογοτεχνών (κυρίως ποιητών), όπως είναι οι: Γ. Ρίτσος, Μ. Αναγνωστάκης, Κλ. Κύρου, Ντ. Χριστιανόπουλος, Δ. Μαρωνίτης, Κ. Λαχάς, Πρ. Μάρκογλου, Μ. Μέσκος, Μ. Γκανάς, κ.ά. Παρευρέθησαν όσοι από τους λογοτέχνες βρίσκονταν στη ζωή και μπορούσαν. Έτσι το κοινό της Βέροι­ας (αυτό που έχει πολιτιστικές ανησυχίες κι ενδιαφέροντα) μπόρεσε να μάθει όχι μόνο το έργο των σημαντικών αυτών λογοτεχνών αλλά και να τους γνωρίσει προσωπικά και να συνομιλήσει μαζί τους. Με τον Σύνδε­σμο Φιλολόγων ο Μαρκόπουλος, ως σύμβουλός τους, διοργάνωσε τη σει­ρά παρουσιάσεων (στους μαθητές του Λυκείου και στους φιλολόγους του νομού) «Λογοτέχνες και γραφές» και προσκάλεσε συγγραφείς όπως οι: Π. Σφυρίδης, Μ. Κέντρου-Αγαθοπούλου, Θ. Βαλτινός, Τ. Καλούτσας, Γ. Σκαμπαρδώνης κ.ά. Πιστεύω ότι αυτή η τρίτη ιδιότητα/δραστηριότητα του Μαρκόπουλου δεν έχει προσεχτεί όσο της αξίζει, γιατί ο Θανάσης εί­ναι ένας σεμνός πνευματικός εργάτης χαμηλών τόνων.

«Θανάσης Μαρκόπουλος (1951)-Βέροια»
Παραφυάδες ΙΙΙ. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 2009-2013
Εισαγωγή-Επιλογή κειμένων-Επιμέλεια: Σωτηρία Σταυρακοπούλου
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015, σ. 229-240
 

Σημειώσεις

 

1.      Θ. Μαρκόπουλος, Ανοιγμένη φλέβα. Θεσσαλονίκη. «Παρατηρητής». 1991. σ. 47.

2.    Θ. Μαρκόπουλος, Μικρές ανάσες. Αθήνα. «Μελάνι». 2010. σ. 13.

3.    Ό.π., σ. 12.

4.    Θ. Μαρκόπουλος, Το περίστροφο της σιωπής. Θεσσαλονίκη. «Τα τραμάκια». 1996. σ. 12.

5.    Θ. Μαρκόπουλος, Τεστ κοπώσεως. Θεσσαλονίκη. «Τα τραμάκια». 2002. σ. 10.

6.    Ό.π., σ. 18.

7.    Θ. Μαρκόπουλος, Ανοιγμένη φλέβα. ό.π. (σημ. 15), σ. 7.

8.    Θ. Μαρκόπουλος, Μικρές ανάσες, ό.π. (σημ. 16). σ. 41.

9.    Ό.π., σ. 10.

10.  Ό.π.. σ. 32.

11.  Ό.π., σ. 17.

12.  Θ. Μαρκόπουλος, Τα πρόσωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα.  Θεσσαλονίκη, «Τα τραμάκια». 1995.

13.  Θ. Μαρκόπουλος, Βιβλιογραφία Nίκου-Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996. Κοζάνη. «Παρέμ­βαση»,  1996∙ πρώτη δημοσίευση: Το Τραμ (τέταρτη διαδρομή) 1 (φθινόπ. 1996) 125-146.

14.  Θ. Μαρκόπουλος, Ματιές ενόλω. Αθήνα, Σοκόλης, 2003.

15.  Θ. Μαρκόπουλος, Ένα πουλί στην άσφαλτο. Αθήνα. «Μελάνι». 2013.

16.  Π. Γούτας, Μια ζωή παρουσιάστε (υπό δημοσίευση).