Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Ποιητικό ανθολόγιο

Απόπειρα εξόδου 1975-1981, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982


Κάθε που γελάς

Κάθε που γελάς
ένα γεράνι σκάει
στ’ αντικρινό περβάζι
Κάθε που στενάζεις
ένα κόκκινο μήλο
πέφτει στο χώμα

Κάτι με πνίγει

Το ασανσέρ
το δωμάτιο
η ζώνη
τα βατραχοπέδιλα

Κάτι με πνίγει
  

Του ανταποκριτή μας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985


Ο νεκρός του καφενείου

Χρόνια τώρα μετά τον Εμφύλιο
στέκει νεκρός στην καρέκλα του καφενείου
θαρρείς και τον δέσαν πισθάγκωνα
Οι Αρχές αποφάνθηκαν
πως δεν πρόκειται να μυρίσει
Είναι τόσο αραιοκατοικημένος ο τόπος
Πάντως για κάθε ενδεχόμενο
έχουν εντολή να τρενάρουν
την ανακοίνωση του θανάτου
όσο μπορούνε
Αποφεύγουν έτσι τις ανακρίσεις
και την πάντα πιθανή περίπτωση
να σπάσει ο διάολος το πόδι
στις διαδικασίες απόκρυψης στοιχείων
Η γνωστοποίηση του θανάτου εξάλλου
μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες
κι άντε να σταματήσεις τους χωριάτες
άμα το πάρουν χαμπάρι

Φοβάμαι

Φοβάμαι
τις βαθιές πολυθρόνες
το χτύπημα στον ώμο
το υποκριτικό χαμόγελο
υπάλληλων κι επιδομάτων
τη λείανση της αθλιότητας
φοβάμαι

Τρέμω
τα ογκώδη πρωτόκολλα
τη λογική των εκθέσεων
τις προσκλήσεις σε γεύματα
κι επίσημες δοξολογίες
Στη στοίχιση
με τα πιράνχας της γραβάτας
πανικοβάλλομαι

      
Μοντέλο σώματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988


Αναμονή

Σαν έρθουν
οι μικροί μετανάστες
με την πτήση του Μάρτη
σαν έρθουν
τα χαριτωμένα νεγράκια
με τις κραυγίτσες του ήλιου
στην κρήνη του ράμφους
θα εκραγώ κι εγώ
πρωινό τριαντάφυλλο

Για την ώρα
ρίξτε μια ριπή από φως
στο νυχτωμένο μου στήθος

Προσωπογραφία

Εμένα ο πατέρας μου
είχε δυο χέρια βομβαρδισμένα τοπία
ένα ακρωτήρι στο βλέμμα
και στον ώμο ένα σάκο τριμμένο
με τα σύνεργα της επανάστασης
σκεπάρνι αλφάδι μέτρο μυστρί
κι ένα σφυρί

Το δρεπάνι το είχε στο κεφάλι
       

Ανοιγμένη φλέβα, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991


Το γεφύρι της Άρτας

Μια ζωή
να σβήνει τα μάτια στον κουβά
να τα σηκώνει αναμμένα στις κόγχες
ξηλώνοντας βρόμικα χιλιόμετρα
από αλλότρια πέλματα
το τεθλασμένο σώμα

Είναι γι’ αυτό που κάποτε
στις απαστράπτουσες κλίμακες
ακούτε στεναγμούς σε κάθε σας πάτημα
κι εσείς νομίζετε
πως είναι απ’ τα παπούτσια σας

Το λεωφορείο των 12 μ.μ.

                                                       στον Μάνο Νταουντάκη

Γύρω στα μεσάνυχτα μαζεύω από το κέντρο
τους τελευταίους ναυαγούς των κινηματογράφων
έρωτες ξεχασμένους και αργοπορημένους επισκέπτες
φοιτητικών δωματίων
Συνασπισμένες μοναξιές
σαν τις αφίσες μιας απεργίας στην Αριστοτέλους
μοναξιές αυτόνομες όπως ιστός σημαίας
κοπέλες που κατεβαίνουν από τον έβδομο ουρανό
πυρπολημένες φρεγάτες
αγόρια που ανεβαίνουν από το υπόγειο του σώματος
με ανήσυχα σύννεφα
Στο τελευταίο δρομολόγιο
αναβοσβήνουν τα φεγγάρια στις διασταυρώσεις
σαν τα μάτια της Καίτης
Τις πλατιές λεωφόρους καταβροχθίζω ταχύτερα
ταχύτερα ερημώνω
στο τέρμα της συνοικίας φτάνω
λεωφορείο αδειανό φωταγωγημένο

 

Ο Γκεβάρα


                   Με αφορμή μια φωτογραφία

Σε ατμοσφαιρικό μπαράκι
πίνεις γουλιά γουλιά την οδύνη
κόσκινο κάνοντας τη σιωπή
με αναμμένα τσιγάρα

Στο άλλο τραπέζι ο Γκεβάρα
θερισμένος κάμπος
Νύχτα φυσάει στα μαλλιά του
σβήνουν γύρω τ’ αστέρια τα κίτρινα

Από μια άποψη ήσουν τυχερός
δικέ μου Τσε
Έπαιξες κι έχασες
Εμάς έλα να δεις
που χάνουμε χωρίς να παίζουμε
       

Το περίστροφο της σιωπής, Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1996


Οι φίλοι

Μακρινοί μου φίλοι
να ξέρατε πόσο άβολα νιώθω
όταν σας τηλεφωνώ πότε πότε
και καταστρέφω σιωπές από κρύσταλλο
με μικρές τρικυμίες
ρωτώντας σας πράγματα ανούσια
όπως τι κάνετε ή πώς πάνε οι δουλειές
ενώ τα μάτια μιας ενοχής φεγγίζουν εντός μου
δεν είναι η αγάπη λοιπόν που με φέρνει κοντά σας
κι όλα δεν είναι λοιπόν παρά ένα πρόσχημα
καθώς την ώρα που εσείς απαντάτε
στις ερωτήσεις δολώματα
εγώ με την πετονιά της φωνής σας
ανασύρω απ’ το βυθό του μυαλού
τη ναυαγισμένη μου νιότη

Τα γράμματα του πατέρα

Καιρός του φτερού
καιρός της σπουδής
κι έπεσες κι εσύ στη λούμπα πατέρα
κι όλο μου τηλεφωνείς
ποτέ δε μου γράφεις
όμως αύριο που θα φύγεις
τι θα μείνει να σε θυμίζει πατέρα
εγώ τα γράμματά σου νοσταλγώ
μιας άλλης εποχής
που καρφώνουν τη μνήμη σαν φέρετρο
μ’ εκείνες τις ακίδες της έγνοιας σου
τις εκτενείς αναφορές τα αιφνίδια λάθη
κι εκείνο το γκρέμισμα των σωμάτων
κατά τον τρόπο της βροχής

Οι καλές μαθήτριες

Πίσω απ’ την ευγένεια που ρέει
στα τρυφερά σας χείλη
πίσω απ’ τη σεμνότητα που κουρνιάζει
πουλάκι στα γερμένα βλέφαρα
πίσω απ’ το τριμμένο τζιν
«καλές μαθήτριες»
κρύβω μονάχα το ρύγχος μου


Τεστ κοπώσεως, Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 2002

 


Ο θεός που πεθαίνει


Μαύρο σκαθάρι του Θεού
ύπτια κείμενο
στην επιτραπέζια θάλασσα του λευκού
ποδηλατεί στον ουρανό
διανύοντας αποστάσεις εκπληκτικές του μάταιου
ώσπου μεγάθυμος εγώ
αν και δίχως γενειάδα
απ’ την κορφή μου κύπτοντας
μέσα σε νέφος ομίχλης από πίπα
σπίρτο σβηστό προτείνω
αιφνίδιο
κι ανάβει ο κόσμος τις φράουλες
στα γκρεμισμένα του μάτια

Ο ένοικος της τρίτης ερημίας


Αν τύχει και τηλεφωνήσετε σε άνθρωπο περασμένης ηλικίας που ξέρετε πως ζει μονάχος του μη βιαστείτε να κλείσετε όσο πολύτιμος κι αν είναι ο χρόνος σας όσο ανυπόμονους κι αν σας έκανε η ζωή μην πείτε βγήκε ή ίσως πέθανε γιατί τότε δεν τρέχει τίποτα θέμα υπάρχει αν ζει κι είναι στο σπίτι του μην κλείσετε λοιπόν δεν ξέρετε μπορεί εκείνος στη λίγη συγκατάβαση που θα δείξετε ανήμπορος να σέρνεται φίδι στο θερισμένο δάπεδο και να προφτάσει ο δύστυχος δεν ξέρετε έτσι μ’ ένα τίποτα σώζεται ο άνθρωπος

Το παιδί και το κοτσύφι

                                                                                                   στο Γιώργο Κ. Μαρκόπουλο (1948-1998)

Αγόρι άγριο χουγιάζει τη γύμνια του κάτω στο ρέμα με τους σταλαγμίτες της λεύκας και το μαργωμένο κοτσύφι δε βρίσκει κλωνάρι ν’ ακουμπήσει την κόπωση στο κλειδωμένο τοπίο κι ολοένα γκρεμίζεται μα πάλι ανέρχεται την τελευταία στιγμή επιστρατεύοντας το αδύνατο ώσπου το μάτι χτυπάει μαύρο όπως αίμα η γάζα και χύνεται εντός του σε μια άφεση δίχως επιστροφή ως τ’ ακρωτήρια των νυχιών και πέφτει γλυκός ο θάνατος στο πεινασμένο στόμα


Μικρές ανάσες, Μελάνι, Αθήνα 2010


Είπα να γράψω

Είπα να γράψω ένα ποίημα για φίλο αγαπημένο
Είναι τόσο λυπημένος που έχασε τη μάνα του
αν και πλήρη ημερών
Πλήρη τρόπος του λέγειν γιατί εδώ που τα λέμε
ποια ηλικία μπορεί ν’ αποχαρακτηρίσει μια μάνα
Θέλω να δείξω λοιπόν την απέραντη στέπα της λύπης του

Σωπαίνει και μπάζει νερά η σιωπή
Κοιτάζει μέσα του – βυθισμένα τοπία
Στενάζει κι ένα κύμα αιφνίδιο σβήνει τα μάτια

Τέτοιες στιγμές αφήνω το μολύβι και πιάνω το τηλέφωνο
Από την άλλη άκρη φτάνει αγαναχτισμένη η φωνή της μάνας
Διαμαρτύρεται για τις επανειλημμένες οχλήσεις μου
Μια φορά εγώ είμαι ευτυχής και δεν πα να φωνάζει εκείνη
Κλείνω το τηλέφωνο κλείνω και τα χαρτιά μου

Δε γράφεται το ποίημα με ξένο πόνο

Γυναίκα μόνη μπροστά στη θάλασσα


Ο ήλιος τη βρίσκει στο μπαλκόνι να κοιτάζει πέρα την απέραντη θάλασσα

Όταν παίρνει να τρεμίζει το φως κατεβαίνει στο κύμα βρέχει τη μοναξιά της κι
ανέρχεται
Μπαίνει ολόκληρη στον καθρέφτη κι επιστρέφει μισή
Ύστερα βγαίνει στο μπαλκόνι και ξαναπαίζει το άγαλμα

Κόπωση θέας και γλαρώνει
Σε μπαμπάκι χιόνι πέφτει και βλέπει μια γυναίκα σ’ ένα μπαλκόνι να κοιτάζει πέρα
την απέραντη θάλασσα

Συνέρχεται κι είναι ακόμα εκεί

Ώσπου ο ήλιος σβήνει στο νερό και μια νύχτα τυφλή φράζει το βλέμμα
Στύβει τότε τα μάτια της κι ένα δάκρυ ζεστό την κάνει λιώμα

Καφές στην Ελιά


Κηρύκου και Ιουλίττης σήμερα 15 του μηνός Ιουλίου και είμαι μπορώ να πω
ευτυχής παρά τα πενήντα πέντε χιόνια που βαραίνουν την πλάτη μου

Πίνω την παγωμένη μοναξιά μου στην παραλία της Ελιάς κάτω απ’ τον ίσκιο των
πουλιών έχω στη διάθεσή μου ένα ολόκληρο πούρο πριν ξανακόψω οριστικά το
κάπνισμα και η ημίγυμνη γκαρσόνα γλάρος σερφάρει στα γαλάζια μου μάτια

Κάθομαι εδώ στην άκρη του σύμπαντος άκρως ασήμαντος χωρίς ένα σύννεφο μες
στο κεφάλι μου και χαζεύω γύρω ολόγυρα ολόγυρα και πέρα ως τις εκπνοές του
Αλιάκμονα το σταθμό Λιτοχώρου ως κάτω στο Κάστρο εκεί που αίμα ζεστό το
Zastava ανέρχεται ακόμα τις φλέβες του Πλαταμώνα
     

Κάθοδος Βορείου


Κατεβαίνω στην Αθήνα μια στις τόσες

Ηotel Τitania 7 το βράδυ
Παρατηρώ διακριτικά μοιραία κυρία που καπνίζει τη μοναξιά της στο μπαρ
Αίφνης βγαίνουν απ’ το ασανσέρ και κατευθύνονται προς το μέρος μου ο πρόεδρος
του κόμματος της μείζονος αντιπολίτευσης ο γραμματέας ο εκπρόσωπος τύπου του
κόμματος
Μου είναι τόσο οικείοι απ’ τις Ειδήσεις που προς στιγμήν χάνομαι και τους βλέπω
όλους μέσα απ’ την οθόνη της τηλεόρασης

Σπανίως κατεβαίνω στην Αθήνα
Βορράς και Νότος στ’ αλήθεια

Πάλι

Κατέρχομαι στο άστυ αριά και πού

Ξενοδοχείο «Τιτάνια» φωτισμένο σκοτάδι
Αναμένω στη ρεσεψιόν φίλη καλή να με πετάξει στου Ζωγράφου
Αίφνης εξέρχονται απ’ το ασανσέρ εισέρχονται προς στιγμήν στην οθόνη της
τηλεόρασης και διέρχονται δίπλα μου ο πρόεδρος του κόμματος της μείζονος
αντιπολίτευσης ο γραμματέας ο εκπρόσωπος τύπου του κόμματος ο αχώνευτος 
εκείνος

Σπανίως κατέρχομαι στο άστυ
Πάνω και κάτω κόσμος στ’ αλήθεια


Χαμηλά ποτάμια, Μελάνι, Αθήνα 2015


Ολοκαύτωμα στο Δίο 

Δε λέω
πολύτιμα κι ανεκτίμητα τα εκθέματα στο Δίο
όμως εγώ χωρίς κανένα δισταγμό
όλα τα χαλαλίζω
για κείνο το λαχταριστό μελαχρινό κορίτσι
που μισοβυθισμένο στο λινό του φόρεμα
λάμπει σαν τύψη στη γωνιά
φρουρώντας το ανήλεο σκότος 

Το απολωλός ποίημα
  
Έμπαινα στο ποίημα
με τ’ άσπρα πανιά μου στο φουλ φουσκωμένα
πλήθη στην προκυμαία τσακίζανε χέρια
μπάτης κι έπαιρνε το σώμα στις μνήμες

Έμπαινα ήδη στο ποίημα
με ανασκουμπωμένα μανίκια
παντόφλες ευρύχωρες και λάσκα πιτζάμα
τρένο υπέροχα μόνο
στην απέραντη ερημία της χάρτινης στέπας

Έμπαινα επιτέλους στο ποίημα
εν πλήρει στύσει
σκαμπανέβαζα πες σε κρεβάτι τριζάτο
όταν αναπάντεχο μ’ έκοψε τηλεφώνημα

Οι δυσχέρειες μιας εκτέλεσης 

Με τη φωτογραφία ασχολούμαι μόλις εσχάτως

Καταγράφω πλάνα που δεν εμπίπτουν στο νόμο περί προσωπικών
δεδομένων δέντρα που γέρνουν γυμνά τοπία σπίτια γονατισμένα και
σκύλους αγύρτες σε πάρκα και δρόμους

Πρόσωπα φωτογραφίζω ελάχιστα και μάλιστα οικείων
Μονάχα σε μια περίσταση μπλοκάρω τελείως

Καθώς στο μνήμα του προσφάτως θανόντα πατέρα βάλαμε μια φωτογραφία του
από το αρχείο μου –εξαιρετική κατά κοινή ομολογία– κάθε που πάω να
φωτογραφίσω τη μάνα σκέφτομαι αυτομάτως εάν η στάση είναι κατάλληλη για μια
τέτοια περίπτωση και καμιά δε συμβαίνει να είναι αλλά πώς να πεις στη μάνα να
κάνει λίγο πιο κει να ’ναι μονάχη να βάλει και το καλό της μαντίλι πώς να σκοτώσεις
τη μάνα πριν την ώρα της μόνο και μόνο για να ’χεις αύριο μια ψευδαίσθηση
αθανασίας επάνω στην αδιάψευστη αλήθεια του θανάτου


Βροχές Βερμίου, Μελάνι, Αθήνα 2022


Λόγος υπέρ ολοκαυτώματος

Όλο και συχνότερα εσχάτως                                                                                           
πάει κι έρχεται κύμα στο νου μου                                                                                       
η ιδέα του ολοκαυτώματος

Το μνήμα σκέφτομαι θέλει άνθρωπο δίπλα του                                                                     
να πλένει να καθαίρει
ν’ ανάβει τα κεριά και τα καντήλια
ν’ αλλάζει τα λουλούδια
τις ξέθωρες φωτογραφίες
Το μνήμα λέω θέλει άνθρωπο δικό του
χνότο ζεστό στην παγωνιά
μα πού να το βρει στις μέρες μας
έτσι που τα πουλιά μας σκόρπισαν
στους πέντε ανέμους

Κάλλιο λαμπάδιασμα λοιπόν
μια χούφτα στάχτη σκόρπισμα
και είσαι παντού και πουθενά
κι έγνοια καμιά για τους επόμενους
ούτε και τύψεις μάταιες
 
Άλλωστε ολάνοιχτος εσύ και βλέπεις
Mνήμα σαν τη μνήμη δεν υπάρχει άλλο

Οι πικροδάφνες

Κάμπινγκ Σκοτίνας Αύγουστος
και η θάλασσα να επιστρέφει
 
Φλέγονται οι πικροδάφνες πάνω στο κύμα
φωτιές κλεμμένες πού και πού
ποιος άραγε να κόβει
κλαδάκια για το βάζο του
όταν ξάφνου φακός καταδότης
πανσέληνο ημίγυμνη σε μπάζει στο κάδρο
με τα μαλλιά να πέφτουν άφοβα στον γκρεμό
και τη γωνία του βλέμματος
να περιπαίζει με σκέρτσο τον πόθο μας

Κορίτσι στο μπαλκόνι

Γέρνει το κεφάλι μεστωμένο στάχυ
κι ακουμπά στην κουπαστή τα φτερά της
 Πίσω της επέρχεται η άνοιξη
 εκπυρσοκροτώντας 
 Κόκκινα και μαύρα πλακάκια στη φούστα
 απάνωθε νύχτα κλειστή αμάνικη
 τα μαλλιά της γκρεμισμένο σκοτάδι
 Το γόνατο λυγίζει ελαφρά
 αεράκι που θωπεύει κλωνάρι
 Μποτάκια εβένου και πόδια αλαβάστρου
 Βλαστάρι το βλέμμα της
 σπάζει την κρούστα του δικού μας
 Συμβάλλει και το μόλις χαμόγελο
 αυγή που οσμίζεται ήλιο
 Και είμαστε πια
 στο έλεος μιας ομορφιάς
 που απειλεί τις ράγες μας μέρα και νύχτα

Εκπτώσεις ηλικίας

Εγώ που τόσο αποστρεφόμουν
την έξοδο απ’ το τερέν
και τόσο ελεεινολογούσα
εκείνους που τη λαχταρούσαν
εγώ λοιπόν που τόσο
 
Δεν το περίμενα πως θα κατέληγα εδώ
στον έσχατο εξευτελισμό
να κείτομαι κουφάρι στις όχθες του ποταμού
να χαίρομαι που εκπίπτουν τ’ άσπρα μαλλιά μου
τις χάρες ν’ αποδέχομαι του σεβασμού ασμένως
το στίγμα της ταπείνωσης
εγώ που τόσο απεχθανόμουν
τον οίκτο των άλλων

Ο κλέφτης του ήλιου

Σήμερα βγήκα στο πάρκο να κλέψω ήλιο
Κλέψ’ τον μου είπες και κράτα τον εντός
για τη δική σου άνοιξη
 
Τι ήταν να σ’ ακούσω
 
 Ανοίγω το παράθυρο πίσσα σκοτάδι
Κοιτάζω μέσα μου πάμφωτη μέρα
Τι έκανα λέω
Έσβησα τους ανθρώπους
Και τώρα πώς θα ζήσω μονάχος με τον ίσκιο μου
Κι ευθύς αμόλησα τον ήλιο στον ουρανό του
 
Άνοιξη του ενός άνοιξη κανενός είπα
Κι ένα σμάρι πουλιά φτερούγισαν
μέσ’ από το κεφάλι μου

Ατύχημα στο νεροχύτη

Η σύζευξη δύο μισθών
μέσω αισθήματος ή συμβιβασμών
Η κατασκευή δύο παιδιών
με φύλα συγκεκριμένων προδιαγραφών
Ο μακροπρόθεσμος εγκλεισμός
μέσω δανείου
σε ιδιόκτητη πανοπλία μπετόν
Η κουλτούρα μια ωραία λοσιόν
Η ομαλότης των οδών τελοσπάντων
και η σίγουρη απόληξη
εντέρων κι αρτηριών
 
Αύριο τα παιδιά σου Μαρίνα
το μόνο ελαφρυντικό που θα βρίσκουν
για τον πνιγμό σου στο νεροχύτη
θα ’ναι ο ανοξείδωτος πάτος

37 Αυγούστου

Τρεις πιτσιρίκοι χτίζουν λόγια στην άμμο
–   Πότε φεύγετε
–   Στις 17 Αυγούστου
–   Εμείς στις 27 Αυγούστο
     Εσείς;
  Εμείς κραυγάζει θριαμβευτικά ο τρίτος ο μικρότερος
     στις 37 Αυγούστου
Γελάνε οι άλλοι ποτήρια που σπάνε κι ο Μικροκωσταντί-
νος γάλα χυμένο
–  Την ίδια μέρα φεύγουμε παρεμβαίνει από μηχανής     
     ευπαθής κυρία
Αρπάζει ο μικρός το κλωνάρι ανθίζει
–  Ορίστε ορίστε το λέει και το κοριτσάκι
Κι ευθύς η κυρία πέφτει στο κύμα κι επιστρέφει νεράιδα 
με το φεγγάρι στα χέρια 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου